Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και η προπαγάνδα της μετριοπάθειας …


Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Αναφορικά με τη φούσκα των στεγαστικών δανείων, που οδήγησε στην κατάρρευση του 2008, ο Paul Jorion στο βιβλίο του «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί» είναι καταγγελτικός: «Από τη στιγμή που είχε καταστεί φανερό ότι ο τομέας της τιτλοποίησης των επισφαλών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων κατέρρεε, η Goldman Sachs, που ήταν ακόμη τότε μια τράπεζα που συναλλασσόταν με επιχειρήσεις, κανόνισε να οργανώσει στοιχήματα ποντάροντας στην κατάρρευση αυτού του τομέα του χρηματοπιστωτικού συστήματος· και ρίχτηκε στην αναζήτηση πελατών της που θα επιδείκνυαν περισσότερη αισιοδοξία από την ίδια, θεωρώντας ότι η κατάσταση δεν ήταν δα και τόσο απελπιστική, και θα ποντάριζαν στη μη κατάρρευσή του». (σελ. 306).

Με άλλα λόγια, ενώ ήταν βέβαιο ότι τα τιτλοποιημένα ομόλογα των στεγαστικών στην Αμερική θα έχαναν κάθε αξία, η Goldman Sachs μυρίστηκε το κέρδος και επιδόθηκε στην ανίχνευση των «αισιόδοξων» προκειμένου να πουλήσει τέτοια ομόλογα και μετά να στοιχηματίσει εναντίον τους. Κι εδώ βέβαια δε μιλάμε για απλούς επενδυτές που είχαν τη διάθεση να ρισκάρουν τις οικονομίες τους, αλλά για διαχειριστές εκατομμυρίων, που πιστεύοντας τα περί σταθερότητας και ανοδικής πορείας των αγορών στο στεγαστικό τομέα, αγόραζαν αυτά τα ομόλογα ρισκάροντας τραπεζικά κεφάλαια και συνταξιοδοτικά ταμεία. Ο Jorion θα γίνει πιο διαφωτιστικός: «Οι υπάλληλοι της Goldman Sachs είχαν […] κατασκευάσει χρηματοπιστωτικά προϊόντα για στοιχήματα, κατά τρόπον που, ποντάροντας στην απώλεια αξίας αυτών των προϊόντων, να βγάλουν κέρδος. Και δεν αρκούνταν στο να το κάνουν αυτό παθητικά: τα κανόνιζαν, με τη συνενοχή ορισμένων hedge funds, ώστε αυτά τα προϊόντα να είναι τα χειρότερα που θα μπορούσαν να υπάρξουν, επιλέγοντας δάνεια που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να μην αποπληρωθούν, και πολλαπλασίαζαν, έτσι, το ρίσκο». (σελ. 306 – 307).

«Το Μεγάλο Σορτάρισμα (The Big Short)»

«Το Μεγάλο Σορτάρισμα (The Big Short)»

Το ζήτημα ήταν να κερδηθεί χρόνος, ώστε από τη μια η Goldman να ξεφορτωθεί τα τοξικά ομόλογα που κατείχε κι από την άλλη να βγάλει όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος από τα στοιχήματα σε βάρος εκείνων που δεν ήξεραν τι γίνεται. Ο Jorion θα σχολιάσει: «Αυτό επιβεβαίωνε, όπως θα έπρεπε να αναμένεται, την εκτίμηση ότι, όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, η εγωιστική συμπεριφορά συνίσταται στο να ορμάει ο καθένας προς την έξοδο και, περνώντας, να κλέβει τα πορτοφόλια των ποδοπατούμενων· τούτο, βεβαίως δε συνεπάγεται κανένα όφελος για το γενικό συμφέρον». (σελ. 307).

Συνέχεια

Θέσεις για την Ευρώπη…


Ι) Ο μύθος της Ευρώπης λέει ότι ο Διας μεταμορφώθηκε σε ταύρο, άρπαξε την ευρώπη και την γονιμοποίησε. Ο σύγχρονος μύθος της ‘’Ευρώπης’’ λέει ότι μερικά πεφωτισμένα μυαλά, σαν άλλος Δίας,  μεταμορφώθηκαν σε ‘’εμπορική και οικονομική συνεργασία’’ και άρπαξαν την Ευρώπη από τα δεινά του πολέμου και του ανταγωνισμού και γονιμοποίησαν την ειρήνη και την συνεργασία.

ΙΙ) Η ιδεολογία αποτύπωσε αυθαίρετα σε λέξεις ”αυτονόητα” νοήματα. Δηλαδή, καθιερώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες οι λέξεις ”Ευρώπη”, ”οικονομική συνεργασία”, απελευθέρωση των αγορών”, ”ανάπτυξη”, να παραπέμπουν φυσικά και αυτόματα σε κάτι που έχει να κάνει με ειρήνη, ευημερία, πολιτισμένες κοινωνίες, αποκορύφωμα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο μύθος της Ευρώπης ισχυρίζεται ότι μέσω φρόνησης και ελλογης σκέψης, η ήπειρος οδεύει προς τον πολιτισμό και την ειρήνη αφού λόγω της στενής οικονομικής συνεργασίας ο πόλεμος είναι αδύνατος.

ΙΙΙ) Υπήρξε στον 20ο αιώνα άλλη μια φορά όπου διανοούμενοι και πολιτικοί πίστευαν ακράδαντα ότι η, όντως, τεράστια άνοδος της εμπορικής συνεργασίας Γερμανίας-Αγγλίας, Ρωσσίας-Γερμανίας, Αγγλίας – Ιταλίας κ.ο.κ. έκανε την ειρήνη αδιαμφισβήτητη. Την ιδέα αυτή προπαγάνδιζαν και πολλοί από τα αριστερά με πρωτοστάστη τον Κάουτσκι που θεωρούσε ότι η αύξηση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου δημιουργησε ένα, ενιαίο και αδιαίρετο, παγκόσμιο οικονομικό σύμπλεγμα (για μια σύγχρονη, σέξυ, μεταμοντέρνα εκδοχή βλ. Αυτοκρατορία των Νέγκρι-Χαρτ) και έτσι εξαφάνισε τις εσωτερικές του αντιθέσεις που οδηγούν στους πολέμους μεταξύ των κρατών. Ηταν η δεκαετία του 1910 και λίγους μήνες μετά ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Συνέχεια

Πεντά-πολύ-fakeμερής…


διάσκεψη Γενεύης για κυπριακό

Καθώς οι ιστορικοί ψαχουλεύουν το κάθε φορά παρελθόν, είναι αναγκασμένοι να ψάχνουν και να συγκρατούν «μεσαία» ή «μεγάλα» γεγονότα. Οι γύρω γύρω λεπτομέρειες, τα «μικρά» που είναι πάντα περισσότερα, εφόσον συνήθως δεν καταγράφονται (ή δεν καταγράφονται με κάποιον επίσημο τρόπο), χάνονται μέσα στον ίδιο τους τον ωκεανό.
Όταν, όμως, ζει κανείς την διάπραξη της ιστορίας, ζει και αυτές τις λεπτομέρειες. Που τελικά μπορεί να είναι σημαντικές με κάποιους ιδιαίτερους τρόπους. Για παράδειγμα: πως μπορεί το σύστημα και οι δημαγωγικοί του μηχανισμοί να διαμορφώνουν έναν (πληροφορικό, διανοητικό) χυλό, έναν βούρκο που περιστοιχίζει και περιφρουρεί ένα «μεσαίο» ή «μεγάλο» γεγονός, δηλαδή την κυρίαρχη εννόησή του, με τις όποιες επιτρεπτές παραλλαγές; Διαρκής βομβαρδισμός του Ίδιου, διαρκής μονότονη επανάληψη, συστηματική απόκρυψη: αυτός είναι ένας τρόπος, στο σύνορο της νέας γλώσσας όπως την συνέλαβε ο Όργουελ στο «1984» και της υπερπληροφόρησης όπως την περιέγραψαν κάποτε οι Κούρτσιο και Φρατζεσκίνι.

Συνέχεια

Ο Παντελής…


Ο Παντελής είναι νοικοκύρης. Ένας ήσυχος, καθημερινός άνθρωπος που κοιτάζει το σπίτι του και την δουλειά του. Δεν δημιουργεί προβλήματα και δεν θέλει μπλεξίματα. Γι’ αυτό αποφεύγει τις πολιτικές συζητήσεις όπως ο διάολος το λιβάνι. Κι αν ποτέ μπερδευτεί σε καμμία, προσπαθεί να ξεφύγει με κάθε τρόπο. Συνήθως καταφεύγει στα παλιά αλλά δοκιμασμένα τσιτάτα είτε τύπου τσουβαλιάσματος («όλοι ίδιοι είναι», «βρες εσύ τον καλύτερο», «όλοι την τσέπη τους κοιτάνε, ποιος νοιάστηκε για τον τόπο;» κλπ) είτε τύπου ζαμανφουτισμού («εγώ θα σώσω τον κόσμο;», «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα» κλπ). Δεν του αρέσουν, άλλωστε, ούτε τα άκρα ούτε η βία (απ’ όπου κι αν προέρχεται), γι’ αυτό θεωρεί καμάρι του να ανήκει στον μεσαίο χώρο, χωρίς να ενοχλείται που κάποιοι άσχετοι μπερδεύουν τον μεσαίο χώρο με τον μικροαστισμό.

Ο Παντελής είναι ένας άνθρωπος πιστός στις παραδόσεις, θεματοφύλακας των ιερών και των οσίων τής φυλής. Γι’ αυτό παντρεύτηκε στην ώρα του κι έκανε δυο παιδιά. Για την ακρίβεια, έκανε ένα παιδί κι ένα κορίτσι. Κι ανάθρεψε το παιδί σαν άντρα και το κορίτσι σαν κορίτσι που θα φοβόταν τον άντρα όταν θα γινόταν γυναίκα, καθ’ ότι τα φεμινιστικά ποτέ δεν του άρεσαν. Άλλωστε, ξέρει ότι μόνο με τέτοια ανατροφή θα γυρίσει το κορίτσι του να τον κοιτάξει όταν γεράσει και καταπέσει. Το παιδί είναι άντρας, θα κοιτάει την δικιά του οικογένεια.

Ο Παντελής νοσταλγεί τον κόσμο όπως τον έζησε στα νιάτα του και θλίβεται που βλέπει πώς τον κατάντησαν οι νεώτεροι. Γι’ αυτό κάνει ό,τι μπορεί για να μη ξεθωριάσει τελείως εκείνος ο «παλιός, καλός καιρός». Αν και δεν πολυφοβάται την κόλαση (στο κάτω-κάτω, δεν έχει κάνει φόνο), πάει κάπου-κάπου στην εκκλησία επειδή από την μια δεν βλάφτει να έχουμε και την βοήθεια του θεού κι από την άλλη καλό κάνει στο μαγαζί να βλέπουν οι πελάτες του ότι εκκλησιάζεται. Αν και δεν είναι προληπτικός, δεν κόβει τα νύχια του μεσοβδόμαδα, δεν λούζεται τις Κυριακές και ρίχνει πάντα μια ματιά στο ωροσκόπιό του, μιας και τα ίδια έκαναν και οι γονείς του και οι παππούδες του, άσε που δεν πρέπει να προκαλείς την κακοτυχία.

Συνέχεια

Η αλαζονεία της άγνοιας…


Πριν από λίγο καιρό ξεκινούσα να γράφω το πρώτο μου δοκίμιο με τίτλο «Δογματισμός & Εξουσία» κάπως έτσι:

«Η αβασάνιστη αποδοχή ενός φιλοσοφικού, επιστημονικού ή θρησκευτικού δόγματος είναι η απαρχή της εθελοντικής υποδούλωσης του πνεύματός μας».

Σήμερα, μόλις λίγους μήνες αργότερα, επανέρχομαι στο θέμα της πνευματικής αυτής αδράνειας για να αναφερθώ στο ρόλο και τη σημασία της στην εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών καθώς η εξέλιξη του πολιτισμού μας οφείλεται όχι μόνο στη δράση, αλλά και στην αδράνεια. Και δυστυχώς τις περισσότερες φορές η φυσική μας έλξη προς την αδράνεια υπερισχύει της τάσης μας προς την πρόοδο, εκφρασμένη συνήθως ως άγνοια, ως πείσμα, ως αδιαλλαξία, ως αρνητικότητα, ως άκριτη αποδοχή ή ως συντηρητικότητα και ακολούθηση της πεπατημένης.

 

Βεβαίως η τάση μας προς την πνευματική αδράνεια υπάρχει για να μας κατευθύνει προς την εξοικονόμηση χρόνου και κόπου στην επίλυση των ζητημάτων και την περαίωση των σκοπών μας κυρίως μέσα από την «κρυσταλλοποίηση» των απόψεών μας και της συμπεριφοράς μας. Η ικανότητα αυτή της εξοικονόμησης που εκφράζεται κυρίως με την ταχύτητα, αποτελεί παραδοσιακά ένδειξη υψηλής ευφυΐας. Τι γίνεται όμως όταν ξεπεράσουμε το όριο αυτής της ωφέλιμης εξοικονόμησης και περάσουμε στο στάδιο του συντηρητισμού όπου ενώ οι προσπάθειές μας ή οι γνώσεις μας δεν δύνανται να επιτύχουν τον σκοπό τους, εμείς παρόλα αυτά εξακολουθούμε να προσπαθούμε το ίδιο φλεγματικά; Και άραγε αυτό δεν είναι κάτι που μας κάνει να φαινόμαστε ανόητοι, πεισματάρηδες, αδιάλλακτοι και αλαζόνες;

Το παράδοξο της αλαζονείας

Κατά το φαινόμενο Dunning-Kruger οι άνθρωποι που γνωρίζουν λίγα για ένα συγκεκριμένο θέμα πιστεύουν πως έχουν περισσότερες γνώσεις από ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ περισσότερα. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη των Dunning και Kruger, για μία χαρακτηριστική δεξιότητα που μπορεί να κατέχουν οι άνθρωποι σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό:

  • Τα ανίκανα άτομα τείνουν να υπερτιμούν το επίπεδο της ικανότητάς τους
  • Τα ανίκανα άτομα δεν αναγνωρίζουν την πραγματική ικανότητα των άλλων ατόμων
  • Τα ανίκανα άτομα δεν αναγνωρίζουν το μέγεθος της ανικανότητάς τους
  • Εάν εκπαιδευτούν ώστε να βελτιώσουν ουσιαστικά το επίπεδο της Γνώσης και της ικανότητάς τους, αυτά τα άτομα αναγνωρίζουν και παραδέχονται την προηγούμενή τους άγνοια και ανικανότητα.

Συνέχεια