
Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ υπήρξε από φιλοσοφική άποψη εξαιρετικά παραγωγική στη Γαλλία. Ήδη από τα χρόνια του μεσοπολέμου, αφενός η διαρκής γοητεία της φιλοσοφίας του Μπεργκσόν, αφετέρου η (με κάποια καθυστέρηση) εισαγωγή γερμανικών ρευμάτων όπως ο εγελιανισμός και η φαινομενολογία, θέτουν τέρμα στον στείρο νεοκαντιανό θετικισμό των πανεπιστημιακών σχολών και αρχίζει ν’ αναζητείται ένα νέο ύφος που θα είναι περισσότερο ιδιοσυστατικό και αναγνωρίσιμα γαλλικό. Ο ίδιος ο θετικισμός μεταλλάσσεται και, οικειοποιούμενος ριζικά μεθόδους και έννοιες από τη μόλις αναπτυσσόμενη επικοινωνιακή τεχνολογία, θα μεταμορφωθεί σε αυτό που ονόμασαν «στρουκτουραλισμό». Αναμφίβολα όμως ακόμα στη δεκαετία του ’50, χάρη στη μεγάλη επιρροή φαινομενολόγων οι οποίοι ανακάλυψαν τον μαρξισμό στην εγελιανή εκδοχή του, όπως ο Σαρτρ και ο Μερλώ-Ποντύ, στον παρισινό φιλοσοφικό ορίζοντα δεσπόζουν εκείνα που παιγνιωδώς αποκαλούσαν τότε «τα τρία H»: Hegel-Husserl-Heidegger. Μέσα σε αυτό ακριβώς το κλίμα, και εν πολλοίς ενάντια σ’ αυτό, μία νεότερη γενιά στοχαστών που έρχεται στο προσκήνιο την επόμενη δεκαετία θα επιδιώξει μια φιλοσοφική μεταπολίτευση υπό το έμβλημα εκείνων που τώρα αποκαλούσαν «τρεις δασκάλους της υποψίας»: Μαρξ, Φρόυντ, Νίτσε. Στη δεκαετία του 1970 οι στοχαστές αυτοί —Deleuze, Foucault, Derrida, Klossowski, Lyotard— θα κερδίσουν αξιοσημείωτη αίγλη και επιρροή σε μεγάλα ακροατήρια ενώ το νέο φιλοσοφικό ύφος, που πλέον αποκαλείται «φιλοσοφίες της διαφοράς» ή «φιλοσοφίες της επιθυμίας» ή απλώς «μεταστρουκτουραλισμός», εκλαμβάνεται ως η σκέψη των νέων κοινωνικών κινημάτων και των εξεγερμένων περιθωριακών, ιδίως των θυλάκων που άφησε πίσω του ο Μάης του 1968.
Το βιβλίο του Gilles Deleuze Ο Νίτσε και η φιλοσοφία (που παρουσιάζεται σήμερα στα ελληνικά με καθυστέρηση σαράντα ακριβώς χρόνων)1 έχει μια ιδιαίτερη ιστορική αξία στο βαθμό που εκπροσωπεί το εναρκτήριο λάκτισμα για τούτο το τελευταίο σημαντικό ρεύμα της γαλλικής σκέψης. Είναι εξίσου αντιπροσωπευτικό του ύφους και των προθέσεων, όπως επίσης των παρερμηνειών και των αδιεξόδων, των γάλλων νιτσεϊκών. Περισσότερο απ’ όλους ο Gilles Deleuze εντάσσεται στην παραδοσιακή βουλησιαρχική γενεαλογία, η οποία ξεκινάει από την καντιανή αντιστροφή που επεχείρησε ο Σοπενχάουερ και αποκτά ένα χαρακτηριστικά γαλλικό ύφος μέσ’ από τον βιταλισμό του Ανρύ Μπεργκσόν. Διακηρυγμένος του εχθρός είναι ο Χέγκελ και η διαλεκτική, την οποία εκλαμβάνει ως τελευταία μεταμόρφωση του θεολογικού πνεύματος: αυτό πρακτικάσημαίνει επανυποταγή του ατομικού στην έννοια, στην εξουσία του γενικού, στο κράτος – ισοδύναμη με μια χαμερπή συνδιαλλαγή, μια παραίτηση. Ίνδαλμά του μια «νατουραλιστική» φιλοσοφία, η οποία για τον Deleuze περνάει από τον Λουκρήτιο, τον Σπινόζα και τον Νίτσε (και βεβαίως τον ίδιο τον Μπεργκσόν). Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι μια φιλοσοφία παγανιστική, διονυσιακή, όπως θα λέγαμε, που αποδίδει τα δικαιώματά τους στο ατομικό, στο εμπειρικό, στο δυναμικό, στο τυχαίο, εκείνο που αντιστέκεται στην ολοποίηση και στην ίδια την έννοια (την «αναπαράσταση», σύμφωνα με τη σοπενχαουεριανή ορολογία) – όλα δηλαδή όσα ο Deleuze θέλει να σημάνει με τη μαγική λέξη: διαφορά.
Περισσότερο από κάθε άλλον φιλόσοφο της γενιάς του, ο Deleuze, κυρίως κατά την πρώτη περίοδο της σκέψης του (που εμπίπτει ακριβώς στη δεκαετία του ’60), χρησιμοποιεί ένα ιδιότυπο ύφος σχολιασμού τον οποίο θα ονομάζαμε —ελλείψει καταληλότερου όρου— συνηγορία. Στο ίδιο ακριβώς ύφος θα γράψει ένα βιβλίο πάνω στον Καντ,2 στον Προυστ,3 στον Μπεργκσόν,4 στον Ζάχερ Μαζόχ,5 στον Σπινόζα.6 Εκείνο που ακούγεται παντού είναι μια διπλή φωνή· ο συγγραφέας μιλάει ταυτόχρονα με το υποκείμενο της ερμηνείας του, τού δανείζει τη γλώσσα του και δανείζεται τη ματιά του, σε βαθμό που ο αναγνώστης δεν γνωρίζει σε κάθε στιγμή τί ανήκει, ας πούμε, στον ίδιο τον Νίτσε ή τον Προυστ και τί στον σχολιαστή τους.
Συνέχεια →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...