του Θάνου Ανδρίτσου
Το θαύμα της αυλής
Σκέψεις χωρίς θεατρική γνώση.
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντοτε μου άρεσαν τα έργα της μεταπολεμικής εποχής,. Δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτά «η Αυλή των Θαυμάτων» του Καμπανέλλη, Κατανοητά αλλά και με βάθος πράγματα, ότι πρέπει για έναν μέτριο φίλο της τέχνης σαν και του λόγου μου. Και βέβαια φτώχεια, διάλυση, ανημποριά αλλά και περηφάνια, αλληλεγγύη και «θα τα περάσουμε και αυτά». Συγκίνηση και πικρία ή οργή για τις φτωχογειτονιές της Αθήνας, ή με παρόμοιο τρόπο των διπλανών Ιταλών την ίδια περίοδο, σε ασπρόμαυρο φόντο και με κακό ήχο.
Τώρα όλοι λένε ότι είναι πιο επίκαιρα. Και είναι αλήθεια. Μόνο που εμένα δε μου αρέσουν πια. Με καταπλακώνουν, με βαραίνουν. Είναι πάντα ωραίο, αν είσαι και αριστερός, αν είσαι και λιγάκι μελό, να συγκινείσαι με τη φτώχεια και τη μετανάστευση και να κάνεις σύνθετους παραλληλισμούς και να λες ωραία λόγια και να τσουγκρίζεις το ποτήρι σου τραγουδώντας στη σκάλα του Μιλάνου. Τώρα, όμως τι λες, που λέει και ο ποιητής; Τώρα, που οι παραλληλισμοί δε χρειάζονται ρητορική δεξιότητα; Τώρα δε μου αρέσουν.
Με κάνουν να σκέφτομαι καταστάσεις που θα δω τριγύρω μόλις βγω από το θέατρο, τελειώσω το βιβλίο, κλείσω την οθόνη. Δεν ξέρω αν θα τις ζήσω εγώ, όπως δεν ήξερα και παλιά, ξέρω όμως ότι τις ζουν ήδη πολλοί, όχι και τόσο μακριά μου. Μου συννεφιάζουν τη σκέψη, που με πολύ κόπο προσπαθώ να την κρατώ καθαρή και διαυγή γιατί θυμάμαι πως ο Λένιν λέει πως η ψυχραιμία είναι πολύτιμη για τους επαναστάτες, και εγώ πρέπει να προσπαθώ να είμαι τέτοιος. Δε μπορώ εύκολα να αφεθώ στην πλοκή, εικόνες εξαθλίωσης και πίνακες με ποσοστά και εισηγήσεις και αντιθέσεις και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και καθήκοντα και ήττες και λογικά κενά και τσαλαβουτήματα ιστορίας και θεωρίας, στριφογυρνούν και με ταρακουνούν και κάνουν το κεφάλι μου να πονάει. Και έτσι σε μια στιγμή λιποψυχίας με βλέπω να ταυτίζομαι πιο πολύ με τον Ιορδάνη στην ταράτσα που λέει κάτι σαν «ανέβηκα εδώ πάνω γιατί μπαΐλντισα με τον κάτω κόσμο».