Κάτι κοντινό στη γεωγραφία και μακρινό (;) στο χρόνο. Ο Lucio Dalla, σε μια συναυλία στα τέλη των ‘70s, τραγουδάει το L’ anno que verra. Και στο γήπεδο γίνεται χαμός· ένας χαμός, όμως, μιας άλλης εποχής.
Monthly Archives: Οκτώβριος 2017
H “αλήθεια” δεν έχει ανάγκη από συνηγόρους! – Φρίντριχ Νίτσε …
Το ελεύθερο πνεύμα
Ω sancta simplicitasl [Ω άγια απλότητα!] Μέσα σε ποια παράξενη απλούστευση και παραποίηση ζει ο άνθρωπος! Δεν μπορεί κανείς να σταματήσει να εκπλήσσεται, από τη στιγμή που αποκτά μάτια για αυτό το θαύμα!
Πώς κάναμε τα πάντα γύρω μας φωτεινά και ελεύθερα και ελαφρά και απλά! Πώς μάθαμε να δίνουμε στις αισθήσεις μας ένα διαβατήριο για καθετί επιφανειακό, στις σκέψεις μας μια θεϊκή επιθυμία για θρασύτατα άλματα και λαθεμένα συμπεράσματα! — πώς καταλάβαμε από την αρχή πώς να διατηρούμε την αμάθειά μας ώστε να απολαμβάνουμε μια σχεδόν ασύλληπτη ελευθερία, ανενδοίαστη διάθεση, απρονοησία, ανδρεία, ευδιαθεσία της ζωής, ώστε να απολαμβάνουμε τη ζωή!
Και μόνο πάνω σ’ αυτήν την στέρεη πια και γρανιτένια βάση της αμάθειας μπόρεσε να ανυψωθεί μέχρι τώρα η επιστήμη, η θέληση για γνώση πάνω στη βάση μιας ακόμη πιο ισχυρής θέλησης, της θέλησης για μη γνώση, για αβεβαιότητα, για αναλήθεια! Όχι ως αντίθεσή της, αλλά — ως εκλέπτυνσή της!
Γιατί ακόμη κι αν, εδώ όπως κι αλλού, η γλώσσα δεν μπορεί να ξεπεράσει την χοντροφτιαξιά της και συνεχίζει να μιλά για αντιθέσεις εκεί όπου υπάρχουν μόνο βαθμοί και λεπτές αποχρώσεις· ακόμη κι αν ο ενσαρκωμένος ταρτουφισμός της ηθικής που είναι τώρα μέρος της ακατανίκητης «σάρκας και αίματός» μας γυρίζει τα λόγια ακόμη και στα δικά μας στόματα, ημών των ανθρώπων της γνώσης: πότε πότε συλλαμβάνουμε το γεγονός αυτό και γελάμε με το ότι ακριβώς η καλύτερη γνώση είναι εκείνη που θέλει περισσότερο να μας κρατήσει σ’ αυτόν τον απλοποιημένο, ολότελα τεχνητό, κατασκευασμένο, παραποιημένο κόσμο, με το ότι αγαπά θέλοντας και μη την πλάνη, επειδή αυτή, η ζωντανή — αγαπά τη ζωή!
Έπειτα από μια τόσο χαρούμενη εισαγωγή, θα ήθελα να ακουστεί μια σοβαρή λέξη: απευθύνεται στους σοβαρότερους.
Προσέξτε, φιλόσοφοι και φίλοι της γνώσης, και προφυλαχτείτε από το μαρτύριο! Από το να υποφέρετε «για χάρη της αλήθειας»! Ακόμη και από την προσωπική υπεράσπισή σας!
Μιαίνει όλη την αθωότητα και τη λεπτή ουδετερότητα της συνείδησής σας, σας κάνει ισχυρογνώμονες απέναντι σε ενστάσεις και κόκκινα πανιά, σας κάνει ηλίθιους, σας αποκτηνώνει, όταν στον αγώνα με τον κίνδυνο, τη συκοφαντία, την υποψία, την αποπομπή και με ακόμη μεγαλύτερες συνέπειες της έχθρας, πρέπει τελικά να δράσετε σαν υπερασπιστες της αλήθειας πάνω στη γη — σάμπως να ήταν η «αλήθεια» ένα τόσο άβλαβο και αδέξιο πρόσωπο, που θα είχε ανάγκη από συνηγόρους!
Και μάλιστα από σας, εσάς ιππότες της ελεεινής μορφής, εσάς που κάθεστε στις γωνιές και σαν αράχνες υφαίνετε τους ιστούς του πνεύματος! Στο κάτω κάτω, ξέρετε αρκετά καλά ότι δεν έχει σημασία αν έχετε εσείς δίκιο, ακριβώς όπως κανένας φιλόσοφος δεν είχε δίκιο μέχρι σήμερα, και ότι μια πιο αξιέπαινη φιλαλήθεια μπορεί να βρίσκεται σε κάθε μικρό ερωτηματικό που βάζετε μετά τις ευνοούμενες λέξεις και θεωρίες σας (και περιστασιακά μετά τους ίδιους τους εαυτούς σας) παρά σε όλες τις επίσημες στάσεις σας και στις έξυπνες απαντήσεις σας ενώπιον δικαστηρίων και κατηγόρων!
Σταθείτε καλύτερα παράμερα! Φύγετε και μείνετε κρυμμένοι! Και να φοράτε τη μάσκα σας και να χρησιμοποιείτε τη λεπτότητά σας για να μπορούν να σας παίρνουν για άλλους!
Ή να φοβάστε λιγάκι! Και μην ξεχνάτε τον κήπο, τον κήπο με τα χρυσά κιγκλιδώματα! Και να έχετε ανθρώπους γύρω σας, που είναι σαν κήπος — ή σαν τη μουσική πάνω από τα νερά το απόγευμα, όταν η μέρα γίνεται κιόλας ανάμνηση· — διαλέξτε την καλή μοναξιά, την ελεύθερη, απειθάρχητη, ελαφριά μοναξιά, που σας δίνει ένα δικαίωμα να μείνετε κατά κάποια έννοια καλοί!
Πόσο φαρμακερό, πόσο δόλιο, πόσο κακό σε κάνει κάθε μακρόχρονος πόλεμος όταν δεν μπορεί να διεξαχθεί ανοιχτά! Πόσο προσωπικό σε κάνει ένας μακρόχρονος φόβος, ένα μακρόχρονο κοίταγμα για εχθρούς, για πιθανούς εχθρούς!
Αυτοί οι απόβλητοι της κοινωνίας, αυτοί οι επί μακράν καταδιωγμένοι και άγρια κυνηγημένοι — όπως και εκείνοι που έγιναν ερημίτες κατ’ ανάγκην, οι Σπινόζα ή οι Τζιορντάνο Μπρούνο — γίνονται στο τέλος πάντα εκλεπτυσμένοι φιλεκδικητικοί και δηλητηριαστές, ακόμη κι αν το κάνουν αυτό κάτω από την πιο πνευματική μασκαράτα και ίσως δίχως να το ξέρουν (ας σκάψουμε μια φορά τα θεμέλια της ηθικής και της θεολογίας του Σπινόζα!) — για να μη μιλήσω για την ηλιθιότητα της ηθικής αγανάκτησης, η οποία είναι στον φιλόσοφο αλάθητο σημάδι ότι έχει χάσει το φιλοσοφικό χιούμορ του.
Το μαρτύριο του φιλοσόφου, η «θυσία του για την αλήθεια», φέρνει στο φως τι ήταν μέσα του, ταραχοποιός και ηθοποιός· και αν υποτεθεί ότι τον έχουν κοιτάξει μέχρι τώρα μόνο με καλλιτεχνική περιέργεια, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι στην περίπτωση πολλών φιλοσόφων υπάρχει η επικίνδυνη επιθυμία να τους δουν για μια φορά στον ξεπεσμό τους (ξεπεσμένους σε «μάρτυρες», σε φαφλατάδες της σκηνής ή του βήματος).
Αλλά αν έχει κανείς μια τέτοια επιθυμία, πρέπει να είναι σαφές τι θα δει στην περίπτωση αυτή — μόνον ένα σατιρικό έργο, μόνο μια φάρσα που παίζεται μετά το κυρίως έργο, μόνο μια συνεχή απόδειξη ότι η μεγάλης διάρκειας τραγωδία έχει φτάσει στο τέλος: με την προϋπόθεση ότι κάθε φιλοσοφία ήταν στην έναρξή της μια τραγωδία μεγάλης διάρκειας.
***
Φρίντριχ Νίτσε – Πέρα από το καλό και το κακό
Από:http://antikleidi.com/2017/10/29/nietzsche_elefthero_pnevma/
Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στον Νίγηρα. Και τί έκαναν στον Νίγηρα; …
Ο θάνατος τεσσάρων Αμερικανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια ενέδρας πριν από σχεδόν ένα μήνα στο Νίγηρα εξακολουθεί να απασχολεί τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Σελίδες επί σελίδων γράφονται για να περιγράψουν και το τελευταίο δευτερόλεπτο των συγκρούσεων, ενώ ατελείωτες ώρες ζωντανών συνδέσεων σχολιάζουν τις αντιδράσεις του Αμερικανού προέδρου και των συγγενών των θυμάτων.
Αυτό όμως, που σχεδόν κανένας δεν ξέρει να απαντήσει είναι τί έκαναν οι Αμερικανοί στρατιώτες στο Νίγηρα. Μιλώντας στο NBC ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ, που συμμετέχει στην Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων, δήλωσε ότι δεν είχε ξανακούσει πως το Πεντάγωνο διατηρεί στο Νίγηρα 1.000 στρατιώτες.
Φυσικά, αν οι καθ’ύλην αρμόδιοι πολιτικοί δεν είχαν ξανακούσει για το μέγεθος της αμερικανικής παρουσίας σε μια ξένη χώρα, εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών πολιτών δεν γνωρίζει ότι η χώρα τους διαθέτει 800 αμερικανικές βάσεις σε περισσότερες από 172 χώρες – από τις 193 που είναι μέλη του ΟΗΕ.
Ακόμη και το Πεντάγωνο αρνείται να αποκαλύψει πού υπηρετούν 38.000 στρατιώτες από τους περίπου 300.000 που βρίσκονται έξω από την αμερικανική επικράτεια – και οι οποίοι μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο.
Στην περίπτωση του Νίγηρα, έπρεπε συνήθως να διαβάσεις ατελείωτα σεντόνια ασήμαντων δημοσιογραφικών λεπτομερειών για να βρεις μια γραμμή που να εξηγεί ότι οι στρατιώτες που σκοτώθηκαν συνόδευαν ομάδα στρατιωτών από τον Νίγηρα και ίσως να συμμετείχαν σε αποστολή για να δολοφονήσουν μέλος της Αλ Κάιντα. Ή του ISIS. Ή και των δυο.
Τί πιο φυσιολογικό. Δυο ξένοι στρατοί επιχειρούν σε μια τρίτη χώρα χωρίς να το γνωρίζουν ούτε καν οι πολιτικοί που ψήφισαν να τους στείλουν εκεί.
Όσο για την ερώτηση «τι έκαναν οι Αμερικανοί στρατιώτες στο Νίγηρα» η (πολύ) σύντομη απάντηση είναι: Ο Νίγηρας έχει ορισμένα από τα πλουσιότερα κοιτάσματα ουρανίου στον πλανήτη.
Περισσότερα όμως, για αυτό μπορείτε να διαβάσετε στην παλαιότερη ανάλυσή μας για τα γεωστρατηγικα παιχνίδια των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Κίνας στην περιοχή.
____________________________________________________________
Aπό:https://info-war.gr/amerikani-stratiotes-skotothikan-ston-nigira-ke-ti-ekanan-ston-nigira/
Παράνοια…
Υποθέτω πως εκείνο που εκνευρίζει περισσότερο τους νοήμονες περί την οικονομία, είναι η επιμονή των οπαδών τού νεοφιλελευθερισμού στην απόλυτη ελευθερία της αγοράς. Αυτή η θεοποιημένη ελευθερία είναι η ρίζα όλων των νεοφιλελεύθερων θεωριών, από τον Σούμπετερ μέχρι τον Χάγιεκ και τον Φρήντμαν, όπως την περιγράψαμε στην «Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού«.
Στην πραγματικότητα, από την πρώτη υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων θέσφατων κατά την δεκαετία τού 1980 στις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρέηγκαν και στην Μεγάλη Βρεττανία τής Μάργκαρετ Θάτσερ μέχρι σήμερα, το μόνο που προκύπτει ως αποτέλεσμα είναι η παράνοια των αγορών και, κατ’ επέκταση, η αλλοίωση της λειτουργίας τους, η οποία δημιουργεί τερατογενέσεις και οδηγεί με βεβαιότητα στην καταστροφή του μηχανισμού που δόμησε ο καπιταλισμός μέσα στο διάβα των τριών τελευταίων αιώνων. Είναι δε απορίας άξιο πώς οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού δεν αντιλαμβάνονται αυτή την παράνοια και επιμένουν να εκλαμβάνουν ως όραμα τον εφιάλτη που γέννησαν σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρεττανία ο ρεηγκανισμός και ο θατσερισμός.
Η βασική αιτία της παράνοιας των αγορών είναι η θεοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η απόλυτη επικράτησή του επί της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή επί της παραγωγής που υλοποιείται στον πρωτογενή και -κυρίως- τον δευτερογενή τομέα. Πραγματική οικονομία υπάρχει στα εργοστάσια όπου παράγονται προϊόντα που ικανοποιούν πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, όχι στα γραφεία όπου διακινούνται χρηματοοικονομικά παράγωγα. Εφ’ όσον, λοιπόν, ο καπιταλισμός έφτασε στο σημείο να νοιάζεται περισσότερο για την ανάπτυξη των παραγώγων παρά για την πραγματική οικονομία, όχι μόνο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η αδυναμία ανάκαμψής του από τις κρίσεις του αλλά ίσως πρέπει να προετοιμαζόμαστε και για την κατάρρευσή του.
Ίσως τα παραπάνω ακούγονται κάπως ως αφορισμοί και γενικότητες, οπότε ας τα κάνουμε πιο χειροπιαστά ρίχοντας μια επισταμένη ματιά σε μια από τις χώρες που προσδέθηκαν νωρίς στο νεοφιλελεύθερο άρμα, στην Μεγάλη Βρεττανία. Επιλέγω την Μεγάλη Βρεττανία ως παράδειγμα και όχι τις ΗΠΑ διότι οι πολιτειακοί διαθέτουν ένα πλεονέκτημα έναντι των βρεττανών: το δολλάριό τους. Παρά τις αδυναμίες του, το δολλάριο απολαμβάνει την ισχύ τού παγκόσμιου αποθετικού νομίσματος, κάτι που δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει η βρεττανική στερλίνα. Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ μπορούν να υπερχρεώνονται με άνεση ενώ η Βρεττανία όχι.
Στις 18 Μαΐου 2016, η λονδρέζικη εφημερίδα The Guardian δημοσίευσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο τού καθηγητή τού πανεπιστημίου τού Καίμπριτζ Χα-Τζουν Τσαν με τον εύγλωττο τίτλο «Να κάνουμε τα πράγματα να έχουν σημασία, αυτό ξέχασε η Βρεττανία» και τον ακόμη πιο εύγλωττο υπότιτλο «Η παραμέληση της μεταποίησης και η υπερβολική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι η αιτία της παρακμής της οικονομίας, όχι ο φόβος να εγκαταλείψει την ΕΕ» (*). Πράγματι, οι μελέτες τού πανεπιστημίου δείχνουν ότι η Βρεττανία δεν κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση τού 2008 λόγω της υπερδιόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα αλλά και της ταυτόχρονης συρρίκνωσης της βιομηχανικής της παραγωγής, η οποία συμμετέχει πλέον στο ΑΕΠ κατά ποσοστό χαμηλότερο του 10% (9,691% το 2016, όταν στην πτωχή και αναζητούσα εναγωνίως επενδυτές Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 9,8% – βλ. παραπάνω διάγραμμα), χάνοντας σχεδόν οκτώ ποσοστιαίες μονάδες σε μια δεκαετία.
Παρένθεση. Κατά την διετία 2013-2014 η βρεττανική οικονομία παρουσίασε σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάνοντας πολλούς υποστηρικτές τής εξόδου από το ευρώ να οργιάσουν. Όμως, η αλήθεια είναι πως αυτή η ανάπτυξη ήταν πρόσκαιρη και οφειλόταν στην δημιουργία μιας φούσκας ακινήτων, η οποία συγκρατήθηκε χάρη στην παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας. Κλείνει η παρένθεση.
Η κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής «κατάπιε» όλα τα ευεργετικά αποτελέσματα που υποτίθεται πως έπρεπε να προκύψουν από την συνολική υποτίμηση της στερλίνας κατά 30% την τελευταία δεκαετία. Θεωρητικά, μια τόσο μεγάλη υποτίμηση θα έπρεπε να βελτιώσει αποφασιστικά την ανταγωνιστικότητα των βρεττανικών προϊόντων, άρα να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής και να εξαφανίσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Στην πράξη, όμως, τίποτε από αυτά δεν έγινε. Οι κάτοχοι του χρήματος εξακολούθησαν να συγκινούνται μόνο από τα χρηματοπιστωτικά παιχνίδια και να αδιαφορούν για όποιες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Τσαν, «η αδυναμία της μεταποίησης είναι ο κύριος λόγος για το συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ανερχόταν στο 5,2% του ΑΕΠ το 2015».
Μιας και αναφερθήκαμε σε «κατόχους του χρήματος», ας σημειώσουμε εδώ ότι κατά την οκταετία 2008-2015 (δηλαδή, ενώ η διεθνής καπιταλιστική κρίση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη) η περιουσία των χιλίων πλουσιώτερων βρεττανών διπλασιάστηκε. Φυσικά, σε τούτο βόηθησαν όσο μπορούσαν και οι κυβερνήσεις τόσο του εργατικού Γκόρντον Μπράουν όσο και του συντηρητικού Ντέιβιν Κάμερον, οι οποίες φρόντισαν να μειώσουν την φορολογία των εταιρειών αλλά και των υψηλών εισοδημάτων. Ιδού, λοιπόν, μια ακόμη απόδειξη ότι ο ισχυρισμός πως η μείωση της φορολογίας αυξάνει τις επενδύσεις δεν είναι παρά ένα καλοσερβιρισμένο παραμύθι. Την ίδια περίοδο, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων παρέμεινε σταθερό, ο μέσος μισθός παρέμεινε ακινητοποιημένος στις 493 στερλίνες την εβδομάδα (ποσό πολύ χαμηλό σε σχέση με το υψηλό κόστος διαβίωσης) και η επίσημη ανεργία μειώθηκε ελάχιστα παρά την κατακόρυφη αύξηση των συμβάσεων ελαστικής εργασίας (μερικής, περιορισμένης έως και «μηδενικών ωρών»).
Ας επιστρέψουμε όμως σε όσα λέγαμε πρωτύτερα για την σημασία τής βιομηχανικής παραγωγής. Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι υπάρχουν χώρες που μεγαλουργούν χάρη σε μια «μεταβιομηχανική οικονομία», η οποία βασίζεται κυρίως στις υπηρεσίες και στον τουρισμό, προβάλλοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελβετία. Πρόκειται για παρατήρηση-σπέκουλα, η οποία παρουσιάζει ένα ψευδές δεδομένο ως αληθές. Όσο κι αν συνηθίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την Ελβετία ως χώρα των τραπεζών και του χειμερινού -κυρίως- τουρισμού, δεν παύει να μιλάμε για την χώρα των ρολογιών, των τυριών, των σοκολατών, των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας κλπ κλπ. Η αλήθεια είναι ότι, με βάση την κατά κεφαλή παραγωγή προϊόντων, η Ελβετία είναι η πλέον βιομηχανική χώρα στον κόσμο! (**)
![]() |
[Πηγή: http://researchbriefings.parliament.uk/ResearchBriefing/Summary/SN05809] |
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε περισσότερα για να αποδείξουμε ότι η θεοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία μοιραία οδηγεί σε συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, συνιστά παράνοια. Το μόνο που εγγυάται αυτή η παράνοια είναι ότι σύντομα θα επαληθευθούν όσοι εδώ και πολλά χρόνια έχουν παρατηρήσει πως ο καπιταλισμός διανύει το τελευταίο του στάδιο και σύντομα θα καταρρεύσει.
Επίλογος. Στο άρθρο του, ο -κάθε άλλο παρά κομμουνιστής- καθηγητής Τσαν ισχυρίζεται πως «εάν η χώρα δεν προσφέρει στον βιομηχανικό της τομέα περισσότερα κεφάλαια, ισχυρότερη δημόσια στήριξη για Έρευνα και Ανάπτυξη και καλύτερα εκπαιδευμένους εργαζόμενους, δεν θα μπορέσει να οικοδομήσει την ισορροπημένη και βιώσιμη οικονομία που χρειάζεται απεγνωσμένα». Και κάπου εδώ χτυπάει κόκκινο η παράνοια: για να βγουν από το αδιέξοδο οι καλές αγορές, χρειάζονται ισχυρότερη στήριξη από το κακό κράτος…
(*) Ha-Joon Chan, «Making things matters. This is what Britain forgot«, The Guradian, 18/5/2016
(**) Jean Batou, «The soaring Swiss franc and class politics«, 22/2/2015: «On the contrary, industrial output per capita in Switzerland is still the highest in the world». Επίσης: «Switzerland ranked No. 1 in manufacturing«, 8/2/2015
Xρόνος… 1…2…3 …
Για να εξαλείψει, ή να μετριάσει, τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης επιτάχυνσης, το καπιταλιστικό σύστημα (οι ειδικοί του) κατασκευάζουν μια ιδέα ευρείας κατανάλωσης: το διαρκές «τώρα». Η ψευδής αιωνιότητα του παρόντος συνταιριάζεται με την εξίσου ψευδή αιωνιότητα του παρελθόντος, τις μυθοποιήσεις του, που δεν κοστίζουν τίποτα ή είναι φτηνότερες απ’ τα περισσότερα εμπορεύματα. Ακολουθεί η κατά βούληση μυθοποίηση του μέλλοντος.
Το κατασκεύασμα γίνεται με χαρά ή συγκατάβαση αποδεκτό απ’ τους υποτελείς: είναι (σχετικά) καταπραϋντικό. Τους επιτρέπει (αν δεν τους υποδεικνύει) να αγαπήσουν τις αλυσίδες τους: αυτό λέγεται νοσταλγία, και σημαίνει τον πόνο (αν είναι δυνατόν: την εξαγωγή του, τον πόνο των Άλλων) στο όνομα της Επιστροφής (στο μυθοποιημένο παρελθόν).
Ή λέγεται:
Συλλογιστείτε το σκοτάδι και την παγωνιά
Σε τούτη την κοιλάδα που ηχεί απ’ τους θρήνους.
Brecht, Η όπερα της πεντάρας
Ο Fustel de Coulanges συνιστά στον ιστορικό που θέλει να ξαναζήσει μια εποχή, πως πρέπει να βγάλει απ’ το μυαλό του όλα όσα γνωρίζει από τη μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος χαρακτηρισμού της μεθόδου με την οποία ήρθε σε ρήξη ο ιστορικός υλισμός. Πρόκειται για μια διαδικασία ταύτισης. Αφετηρία της είναι η νωθρότητα της καρδιάς, η ακηδία, που αρνείται απεγνωσμένα να συλλάβει την αυθεντική ιστορική εικόνα, που τόσο φευγαλέα αστράφτει. Οι θεολόγοι του μεσαίωνα τη θεωρούσαν ως την πρωταρχική πηγή της θλίψης.
Ο Flaubert, που του ήταν οικεία, γράφει: “Peu de gens deνineront combien il a fallu etre triste pour ressusciter Carthage”*. H φύση αυτής της θλίψης γίνεται σαφέστερη όταν τίθεται το ερώτημα με ποιόν ταυτίζεται στ’ αλήθεια ο ακολουθητής του ιστορικισμού. Η απάντηση είναι αναμφισβήτητη: με τον νικητή.
Όμως οι εκάστοτε κυρίαρχοι είναι οι κληρονόμοι όλων όσων νίκησαν κατά το παρελθόν. Έτσι η ταύτιση με τον νικητή αποβαίνει κάθε φορά προς όφελος των εκάστοτε κυρίαρχων. Ο ιστορικός υλιστής ξέρει τι σημαίνει αυτό. Όποιοι μέχρι σήμερα αναδείχτηκαν νικητές βαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή μαζί με τους σημερινούς κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρα συνοδεύουν, όπως συνέβαινε πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή. Ονομάζονται όλα αυτά πολιτιστική κληρονομιά και στο πρόσωπο του ιστορικού υλιστή θα συναντήσουν έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή. Γιατί, χωρίς εξαίρεση, οτιδήποτε εξετάζει από αυτά έχει μια καταγωγή που δεν μπορεί να τη σκεφτεί δίχως φρίκη.
Χρωστάνε την ύπαρξή τους όχι μόνο στον κόπο των μεγαλοφυών που τα δημιούργησαν, αλλά και στην ανώνυμη βαριά δουλική εργασία των συγχρόνων τους. Δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο βαρβαρότητας. Κι όπως ένα τέτοιο τεκμήριο δεν στερείται βαρβαρότητας, το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία μεταβίβασης, με την οποία πέφτει από το ένα χέρι στο άλλο. Γι’ αυτό ο ιστορικός υλιστής απομακρύνεται από αυτό όσο γίνεται περισσότερο. Θεωρεί καθήκον του την κάθαρση της ιστορίας ενάντια στο ρεύμα**.
* Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να μαντέψουν πόσο χρειάστηκε να είναι κανείς θλιμμένος για να αναστηθεί η Καρχηδόνα.
** “…ακόμη και με πυρακτωμένη λαβίδα, αν χρειαστεί”. Έτσι ολοκλήρωνε το συλλογισμό ο Benjamin στις σημειώσεις του.
(Walter Benjamin, Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας, 1940)
Οι μετρήσεις αφορούν πλέον μεγέθη ασύλληπτα: νανοδευτερόλεπτα. Αυτός είναι ο πραγματικός χρονισμός της λειτουργίας των νέων μηχανών. Που σέρνουν και παρασέρνουν, αδιόρατα (καθότι έξω, ακόμα, απ’ την κριτική σύλληψη) αλλά αποτελεσματικά τις διαλυμένες καθημερινότητες. Ασύλληπτος χρονισμός. Ξένος και αποξενωτικός.
Πάλι μπροστά, μπροστά – πίσω.
Η συνείδηση ότι πρόκειται να ανατινάξουν το συνεχές της ιστορίας είναι χαρακτηριστικό των επαναστατικών τάξεων τη στιγμή της δράσης τους. Η Μεγάλη Επανάσταση καθιέρωσε ένα καινούριο ημερολόγιο. Η μέρα, με την οποία τίθεται σε ισχύ ένα ημερολόγιο λειτουργεί σαν ιστορικό πυκνωτής του φιλμ του χρόνου. Και ουσιαστικά είναι η ίδια μέρα που επανέρχεται ολοένα με τη μορφή των εορτών, που είναι ημέρες ανάμνησης. Γι’ αυτό τα ημερολόγια δεν μετρούν το χρόνο όπως τα ρολόγια. Αποτελούν μνημεία μιας ιστορικής συνείδησης, ίχνη της οποίας δεν διακρίνονται πια ούτε αμυδρά στην Ευρώπη εδώ κι εκατό χρόνια.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Ιούλη παρεμβλήθηκε ένα επεισόδιο που έδειξε πως αυτή η συνείδηση είναι ακόμη ζωντανή. Με τον ερχομό της πρώτης βραδιάς των συγκρούσεων συνέβη να πυροβοληθούν, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και ταυτόχρoνα, τα ρολόγια των πύργων σε πολλά σημεία του Παρισιού. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, που οφείλει ενδεχόμενα τη διορατικότητά του στην ομοιοκαταληξία, έγραψε:
Qui le croirait! on dit, qu’ irrites contre l’ heure
De nouveaux Josues au pied de chaque tour,
Tiraient sur les cadrans pour arreter le jour.
[Ποιος θα το πίστευε! Λένε, πως εξοργισμένοι με το χρόνο
Νέοι Ιωσίες, στη βάση κάθε πύργου
Πυροβολούσαν τις πλάκες των ρολογιών για να σταματήσουν τη μέρα.]
(Walter Benjamin, Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας, 1940)
____________________________________________________________
Εξαιτίας μιας στιγμιαίας φθινοπωρινής μελαγχολίας (αν μας επιτρέπεται) δραπετεύουμε απ’ τα τρέχοντα καθήκοντα της ασταμάτητης μηχανής. Και γυρίζουμε μπροστά, μπροστά – πίσω.
… Υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η μαχόμενη, καταπιεσμένη τάξη. Στον Marx εμφανίζεται σαν η τελευταία υποδουλωμένη, σαν η εκδικήτρια τάξη, που ολοκληρώνει το έργο της απελευθέρωσης στο όνομα γενεών ηττημένων.
Αυτή η συνείδηση, που είχε μια σύντομη αναβίωση στον “Σπάρτακο”, ήταν ανέκαθεν απορριπτέα από τους σοσιαλδημοκράτες. Κατόρθωσαν αυτοί μέσα σε τρεις δεκαετίες να εξαλείψουν σχεδόν το όνομα ενός Blanqui, που είχε συγκλονίσει με το μεταλλικό ήχο του τον περασμένο αιώνα. Κολάκευαν τον εαυτό τους αποδίδοντας στην εργατική τάξη του ρόλου ενός λυτρωτή των μελλουσών γενεών, ακρωτηριάζοντας έτσι τα νεύρα της πιο πολύτιμης δύναμής της.
Με μια τέτοια διδασκαλία η τάξη ξέχασε τόσο το μίσος όσο και το πνεύμα θυσίας. Γιατί τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών.…
(Walter Benjamin, Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας, 1940)
____________________________________________________________
Aπό:http://www.sarajevomag.gr/wp/2017/10/xronos/
Φως και σκιά, Αμπράξας …
Παρόλο που η ζωή είναι μια υπόθεση φωτός και σκιάς, εντούτοις δεν την αποδεχόμαστε ποτέ σαν τέτοια. Κατευθυνόμαστε πάντα προς το φως και τις υψηλές κορυφές. Από την παιδική μας ηλικία, με την βοήθεια της πρώιμης θρησκευτικής και ακαδημαϊκής εκπαίδευση, μας δίνουν αξίες που αντιστοιχούν μόνο σε έναν ιδανικό κόσμο. Η σκοτεινή πλευρά της πραγματικής ζωής αγνοείται, ενώ ο δυτικός Χριστιανισμός δε μας δίνει τίποτε το οποίο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία της. Έτσι οι νέοι άνθρωποι της Δύσης είναι ανίκανοι να ασχοληθούν με το μίγμα του φωτός και της σκιάς από το οποίο συνίσταται στην πραγματικότητα η ζωή. Δεν έχουν τρόπο να συνδέσουν τα γεγονότα της ύπαρξης στις δικές τους προϊδεασμένες και απόλυτες απόψεις. Επομένως σπάζουν οι δεσμοί που συνδέουν τη ζωή με τα παγκόσμια σύμβολα και αρχίζει η διάλυση.
Στην Ανατολή, ιδιαίτερα στην Ινδία, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Εκεί ένας αρχαίος πολιτισμός βασισμένος στη φύση αποδέχεται έναν κόσμο πολυπρόσωπων θεών. Έτσι ο Ανατολίτης μπορεί να αντιληφθεί την ταυτόχρονη ύπαρξη του φωτός με την σκιά και του καλού με το κακό. Απόλυτα δεν υπάρχουν και εάν έτσι αφοπλίζεται ο Θεός, το ίδιο ισχύει και για το διάβολο. Όμως το τίμημα αυτής της κατανόησης είναι ένας άμεσος φόρος τιμής στην ίδια τη φύση. Επομένως ο Ινδός βρίσκει τον εαυτός του λιγότερο ατομικοποιημένο από το Δυτικό. Είναι κάτι περισσότερο από μέρος της φύσης, αποτελεί στοιχείο της ομαδικής ψυχής.
Η ερώτηση που έχει τώρα να αντιμετωπίσει ο δυτικός Χριστιανός, είναι εάν χωρίς να χάσει την ατομικότητα του, μπορεί να αποδεχτεί τη συνύπαρξη του φωτός με τη σκιά και του θεού με το διάβολο. Για να το κάνει όμως, θα πρέπει να ανακαλύψει το χριστιανικό Θεό πριν από τον προσωποποιημένο Χριστό και ο οποίος έχει να έχει τη δύναμη να διατηρηθεί ακόμη και μετά από αυτόν σε μια περισσότερο βιώσιμη μορφή. Μια τέτοια θεότητα θα μπορούσε να είναι ο Χριστός της Ατλαντίδας που κάποτε υπήρξε δημόσια αν και βυθισμένος κάτω από τα βαθιά νερά του σημερινού μας πολιτισμού. Ένας τέτοιος θεός θα ήταν επίσης και ο Αμπράξας που είναι ταυτόχρονα θεός και διάβολος.
ΓΙΟΥΝΓΚ – ΕΣΣΕ: ΜΝΗΜΕΣ MIGUEL SERRANO
Μια Διαφορετική Οπτική για την Κατανόηση της Καταλανικής Διαμάχης …
Θοδωρής Καρυώτης
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας μόλις έχει διακηρύξει την ανεξαρτησία της, ή όπως λένε οι ίδιοι οι καταλανιστές, την «ρεπούμπλικα». Από την πλευρά της η κεντρική κυβέρνηση της Μαδρίτης έχει ενεργοποιήσει το άρθρο 155 του Συντάγματος, καταλύοντας την αυτοκυβέρνηση της περιοχής, καθαιρώντας όλους τους τοπικούς άρχοντες και αναλαμβάνοντας κεντρική διαχείριση όλων των θεσμών μέχρι τις εκλογές που προκηρύχτηκαν για τις 21 Δεκεμβρίου.
Η κατάσταση δείχνει να οδηγείται στην κλιμάκωση: από τη μία, η κεντρική κυβέρνηση έχει αρχίσει ήδη να αναπτύσσει τα σώματα ασφαλείας και να χρησιμοποιεί το ποινικό σύστημα για να επιβάλει το άρθρο 155 – στους 1000 τραυματίες της 1ης Οκτωβρίου έχουν προστεθεί ήδη μια πενηντάδα δικογραφίες με εκατοντάδες κατηγορούμενους, και δύο πολίτες προφυλακισμένοι με την κατηγορία της «ενθάρρυνσης της κινητοποίησης»· από την άλλη, η καταλανική κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην «ίδρυση» του ανεξάρτητου κράτους, παρόλο που τυπικά δεν έχει πια καμία εξουσία και το μόνο μέσο που έχει στην διάθεση της είναι η λαϊκή κινητοποίηση.
Ελευθεριακοί και αριστεροί ριζοσπάστες παρακολουθούν με αμηχανία τη διαμάχη. Τι έχει συμβεί, αναρωτιέται για παράδειγμα ο αναρχικός Τομάς Ιμπάνιεθ, ώστε κάποια από τα μαχητικότερα τμήματα της κοινωνίας να έχουν περάσει από τον αγώνα ενάντια στην καταλανική άρχουσα τάξη σε συμμαχία μαζί της;
Προφανώς ο καταλανικός εθνικισμός υποκινείται από την θέληση των πολιτικών και οικονομικών ελίτ για μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας. Εξίσου προφανές είναι ότι οποιαδήποτε έκκληση για εθνική ενότητα απέναντι στον «εχθρό» έχει ως αποτέλεσμα την εμπλοκή των υποτελών τάξεων στα παιχνίδια εξουσίας των ισχυρών και στην απομάκρυνση από την προοπτική μιας διεθνιστικής χειραφέτησης.