Ο Αντρέ Μπρετόν είχε γράψει στα χρόνια του: “καταφάσκω για να έχω την ηδονή να εκτεθώ ”, εξηγώντας γιατί δεν έμεινε αμέτοχος, σε καμιά αναμέτρηση της εποχής του.
Είναι καιρό τώρα που οι άνθρωποι δεν καταφάσκουν, διστάζουν να εκτεθούν, δεν συμμετέχουν ακριβώς, κρατούν αποστάσεις, παίρνουν μέρος με επιφύλαξη, εκτινάσσονται και λυώνουν, χάνονται στη στάχτη, ξανανθίζουν με μιάν άλλη ευκαιρία…, ασύμμετρος χρόνος, δεν βοηθάει.
Δεν παίρνουν την ευθύνη, και το ρίσκο. Κανείς δεν ακροβατεί χωρίς δίχτυ ασφαλείας και σπανίζουν εκείνοι που ακροβατούν (“με τον καιρό να’ ναι κόντρα”).
Ο ακροβάτης στο “Τσίρκο του ήλιου” ισορροπούσε χωρίς δίχτυ, για τον κίνδυνο, για την εντύπωση, για μια νίκη του επί του κοινού, για μια νίκη του κοινού απέναντι στην έλξη και το φόβο. Έπεσε και συνετρίβη. Το τσίρκο θρήνησε την απώλειά του, δεν ξέρω αν πήρε μέτρα κι αν έβαλε δίχτυ κάτω από τον κίνδυνο, αλλά ο πεπτωκώς άγγελος της σχοινοβασίας έμεινε να αιωρείται στο κενό, μεταξύ των βλεμμάτων, του θαυμασμού και της πτώσης.
Μετά την πτώση όμως τίποτα δεν είναι ίδιο. Ο θαυμασμός υποχωρεί για το φόβο. Και με το φόβο της (υπαρκτής πλέον) πτώσης υποτάσσεται η φαντασία του κοινού, η οποία ωστόσο προσδοκά να νικήσει ο άνθρωπος τους φυσικούς νόμους.
Το αναθέτουν σε κάποιον που το μπορεί, οι ίδιοι μένουν προσηλωμένοι στο έδαφος -θεατές! Εκπαιδευμένη ζωή για το ρόλο.
Είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτοί που μένουν προσκολλημένοι στο έδαφος, με τόση ένταση προσδοκίας ξεχνάνε τη δική τους καθήλωση κι ονειρεύονται μέσω εκείνων που ρισκάρουν. Μιά έξαρση, ένα παιχνίδι με τον αέρα.
Εν τέλει όταν τα παραδείγματα γίνονται ανεπαρκή, είναι ο φόβος που νικάει. Τότε που οι ακροβάτες φτωχαίνουν από περιεχόμενο. Όλο και πιο πολύ διαλέγουν δίχτυα ασφαλείας, να τους προστατεύουν από τις πτώσεις.
Τα δίχτυα ωστόσο δεν προστατεύουν μόνο τη γη, κρύβουν και τον ορίζοντα. Εμποδίζουν την πτήση. Ή, πράγμα που είναι ακόμα χειρότερο, την ιδέα της. Για σκέψου, ανάμεσα στην πτώση και την πτήση η διαφορά είναι ένα γράμμα… κι ένα δίχτυ. Αλλά κι ένας ορίζοντας.
Όταν ο Ίκαρος ανέβηκε στον ήλιο δεν ήταν που παραβίασε τους νόμους, ήταν που τον τράβηξε το φως (“αφ’ υψηλά όμως έπεσεν και απέθανεν ελεύθερος”).
Κι έτσι έμεινε και σε μας η συνήθεια να αποτιμάμε μονάχα τις απώλειες ως δόξα, γιατί παρέμειναν στο φως, πριν να προλάβει να τους αφομοιώσει ή να τους συντρίψει η γη. (Προσπερνώντας, συνήθως, τους παραμένοντες υπερασπιστές μιάς πτήσης με υψηλούς βαθμούς αβεβαιότητας, που ζουν ακόμα με υπομονή και χωρίς θόρυβο).
Όταν κυριάρχησε οι καταφάσεις να γίνονται με αστερίσκους, όταν έπαψαν να έχουν ρίσκο, έπαψε και η ηδονή, έπαψαν και οι συναρπαστικές ιστορίες. Μια διαχείριση καθημερινών αναγκών και ανθρώπων. Ιδιοτροπίες ιδιωτικές και ασφαλή πείσματα, που τονώνουν τον εγωισμό και συντηρούν την ατομικότητα ως απόλυτη αξία. Κανείς δεν θέλει να κάνει αβαρία.
Να είσαι ο εαυτός σου συμβουλεύουν οι πολλαπλασιασθέντες ψυχοθεραπευτές, και γέμισε ο κόσμος αυτόνομους εαυτούς που χάνουν τον εαυτό τους μέσα στο ένα τους.
Όπου να στρίψεις ακούς ή εννοείς ένα “ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”ή “να μου πει εμένα έτσι;”, και φεύγεις πιο κάτω. Αμήχανος, αδύναμος κι αδέξιος, όπως πάντα.
Ακόμα και για να ερωτευτούμε κρατάμε ένα δίχτυ ασφαλείας κι έναν εαυτό ανεπίδωτο, να μη μας ξεγελάσουν στη συναλλαγή. Μερίδια κομμένα κατά διαστήματα, ώστε να μη δοθεί τίποτα ακέραιο και βρεθούμε εκτός του χρόνου. Έτοιμοι να επανορθώσουμε την όποια εμπιστοσύνη δείξαμε αλλά και διεκδικήσαμε. Μερική έκθεση αισθημάτων.
Και το χειρότερο είναι πως το νομίζουμε κανονικό, το ακανόνιστο.
Χωρίς κατάφαση, ωστόσο, δεν υπάρχει ηδονή (όπως θέλει να υπονοήσει κι ο Μπρετόν).
_________________________________________________________