‘Ολα είναι θέμα απόστασης…


OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Γράφει ο Αμετανόητος

Οι Ιάπωνες είναι ένας εκπληκτικός λαός. Εχουμε στα σίγουρα δύο κοινά. Είναι νησιωτική χώρα και έχει και αυτή πολύ μεγάλο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ της. Τα πράγματα που επινόησαν και άφησαν παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα (όπως άλλωστε και εμείς) είναι πάρα πολλά. Αναρίθμητος ο κατάλογος. Μέσα σε αυτά τα απίστευτα επιτεύγματα τους, ξεχωρίζει ένα τρένο με το όνομα «Μαγκλέβ», που μπορεί να αναπτύξει μία ταχύτητα 580 χιλιομέτρων την ώρα.

Το φοβερό είναι ότι αυτό το μαγνητικό τρένο έχει δοκιμαστεί από το 1962…! Προς το παρόν όμως, δεν ήθελαν να επενδύσουν σε αυτό αφού δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος. Ετσι το έχουν μόνο για τουριστικούς, ψυχαγωγικούς σκοπούς στο Γιαμανάσι, ατενίζοντας το Φούτζι. Το γνωστό «Σίνκασεν» πηγαίνει από το Τόκιο στην Οσάκα σε δύο ώρες. Τρέχει με 250χλμ/ώρα. Εκτελεί πάνω από 280 δρομολόγια τη μέρα με ακρίβεια δευτερολέπτων. Με το Μαγκλέβ θα μπορούσες να το κάνεις σε μία ώρα. Ε και ? Είναι ανάγκη λοιπόν να κάνεις ένα κάρο έρευνες και τεράστιες επενδύσεις για να αναπτύξεις αυτή την τεχνολογία για μια νησιωτική χώρα ? Προφανώς όχι…δεν συμφέρει. Οι Κινέζοι όμως αρχίζουν και το σκέφτονται πολύ σοβαρά. Μία αχανής χώρα σαν αυτή με ένα σιδηροδρομικό δίκτυο σαν το Μαγκλέβ  θα μείωνε τις αποστάσεις. Εμπορεύματα και άνθρωποι θα ταξιδεύουν ταχύτατα από την πόλη στην άλλη σε χρόνο dt…

Αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην Ευρώπη. Η Ευρώπη έχει γρήγορα τρένα. Το γαλλικό TGV, V150, έχει ήδη πιάσει τα 574,8 χλμ/ώρα. Συνδέει ταχύτατα τη Γαλλία με το Λουξεμβούργο, την Ελβετία και τη Γερμανία. Το αγγλικό Eurostar, συνδέει το Λονδίνο, με το Παρίσι και τις Βρυξέλλες σε 2 ώρες και 22’.Το Βελγικό Thalys τη διαδρομή Βρυξέλλες- Κολονία την εκτελεί σε 1 ώρα και 47’. Ένα άλλο τρένο, από τα κορυφαία του κόσμου, το X2000 φεύγει από τη Στοκχόλμη και σε 5 ώρες και 12’ φτάνει Κοπεγχάγη.

Θα μπορούσες κάποια στιγμή λοιπόν να ξυπνήσεις το πρωϊ στη Μαδρίτη, να παίρνεις το τρένο και να εργάζεσαι στο Βερολίνο…! Ταχύτατα δίκτυα σαν αυτά των «Μαγκλέβ» θα έλυναν το πρόβλημα της ανεργίας και της κινητικότητας των εργαζομένων. Σε ελάχιστο χρόνο θα μπορούσες να μετακινηθείς σε μία ακτίνα ίσως και 1200 χιλιομέτρων. Αθήνα-Θεσσαλονίκη σε μισή ώρα. Καφεδάκι το πρωϊ στην Αρετσού και το απόγευμα ουζάκι στην Πειραϊκή…

Η χαρά του Ευρωπαίου Νεοφιλελεύθερου λοιπόν. Αιώνια κινητικότητα στην εργασία δεν θέλουν ? Δεν λένε (μεταξύ άλλων) ότι «ανεργία» ουσιαστικά δεν υπάρχει αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν ταιριάζουν τα «ανοίγματα εργασίας» με τις γεωγραφικές ανάγκες και οικονομικές δραστηριότητες γενικότερα, και άλλα παλαβά ?

Σκεφτόμουν λοιπόν, μετά από 1000 χρόνια άραγε, θα ήταν εφικτό να διανύσουμε πολύ μεγάλες αποστάσεις ώστε να πάμε στον τόπο εργασίας μας ? Αραγε στο 3012, οι αποστάσεις μεταξύ μας θα έχουν εκμηδενιστεί ? Θα μπορεί να γίνεται ένα ταξίδι από την Ελλάδα στην Αυστραλία σε μία ώρα ? Δηλαδή θα μπορεί να βάζεις μία συσκευή στην πλάτη σου και με ταχύτητα φωτός να προσεδαφίζεσαι στο Σύδνεϋ ώστε να εργαστείς ? Να διακτινίζεσαι βρε αδελφέ, όπως έλεγε ένας παλιός μου φίλος…Από την άλλη σκέφτηκα και τον άλλον τον Αυστριακό τον Φέλιξ Μπόμγκαρτνερ που έπεσε από την στρατόσφαιρα στη Γή με ειδικό εξοπλισμό. Είδατε πόσο γρήγορα πήγε ? Σφαίρα. Με 1173 χλμ/ώρα πέταγε. Και δεν έπαθε τίποτα. Ορίστε, πεδίο δόξης λαμπρό για έρευνες και επενδύσεις…

Η φαντασία μου οργίαζε εχτές. Η πραγματικότητα όμως, με προσγείωσε απότομα. Η γυναίκα μου, την προηγούμενη στιγμή πριν ξεδιπλωθεί ο τρενοδιαστημικοφαντασιακός μου οίστρος, μου είπε ότι η φίλη μας η Δήμητρα, φεύγει για Σύδνεϋ τελικά αυτό το Σάββατο. Αύριο. Υπολόγιζε να φύγει την επόμενη εβδομάδα αλλά δεν βρήκε τελικά εισιτήριο. Θα πάει μέσω Κατάρ. Θα βρεί στην Αυστραλία την Ελληνίδα μάνα της, για να εργαστεί και αυτή εκεί. Η Δήμητρα είναι 22χρονών, γνωρίζει άριστα Αγγλικά είναι και ομορφούλα, και εύχεται ότι θα βρεί εργασία. Το οικονομικό πανεπιστήμιο το διέκοψε αναγκαστικά, διότι η οικογένεια δεν πήγαινε οικονομικώς καλά. Αλλωστε για αυτό έφυγε η μάνα στην Αυστραλία και έμειναν πατέρας και κόρη πίσω. Εκλεισαν ένα μικρό μαγαζάκι ήδη και όταν θα κλείσει και την άλλη επιχείρηση ο πατέρας και ξεμπερδέψει με τις τράπεζες και τις υποθήκες, θα ταξιδέψει και αυτός…

Ετσι το μυαλό μου αστραπιαία γύρισε πάλι στη Δήμητρα…

Δυστυχώς ζούμε στο 2012 και δεν είμαι σίγουρος αν ποτέ η φαντασία μου συναντήσει την πραγματικότητα. Εγώ σίγουρα τότε δεν θα ζώ για να δώ τις εξελίξεις. Αλλά μόνο και μόνο καταγράφοντας αυτές τις σκέψεις μου και μοιράζοντάς τες με εσάς, ένιωσα σαν ένας μικρός Ιούλιος Βερν. Φαντάστηκα μία άλλη κατάσταση για τους εργαζόμενους του κόσμου που αναγκάζονται να γίνουν μετανάστες. Και μπορεί το γραπτό αυτό να διαβαστεί από κάποιον άλλον και να γελάει με αυτά που διαβάζει για τους  «πρωτόγονους» αλλά εγώ τα γράφω με πολύ μεγάλη πίκρα.

Αντί λοιπόν, οι παγκόσμιοι ηγέτες του πνεύματος και του χρήματος να προσπαθούν να βρούνε λύσεις και να δαπανάνε χρήματα για να εφεύρουν καταναλωτικές αηδίες, ας καταφέρουν κάποια στιγμή να φτιάξουν ιπτάμενες μηχανές ώστε να πηγαίνουμε γρήγορα και ασφαλή, στην εργασία μας. Θα τους ήμουν προσωπικά ευγνώμων.

Δεν θα χρειάζεται έτσι να χωρίζονται οικογένειες και ούτε να υπάρχει έλλειψη εργατικών ή εξειδικευμένων «χεριών» στους γεωγραφικούς τόπους που εκδηλώνεται η ζήτηση. Να επιβεβαιωθεί κάποτε και η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση στην Πολιτική Οικονομία. Καιρός είναι…

Όλα βλέπεις είναι θέμα οπτικής και απόστασης. Παρεπιπτόντως, σήμερα, έμαθα ότι ο μέσος όρος της ανεργίας στην Ευρώπη είναι 11,7%. Εάν την υπολόγιζαν όμως, όπως την μετρούσαν το 1930, στην σημερινή εποχή του εργαζόμενου-λάστιχο-Τιραμόλα, θα ξεπερνούσε κάλλιστα το 20%. Για να μην πώ 30% και τρομάξουν μερικοί, μερικοί…αλλά έτσι κι αλλιώς, είναι κι’ αυτό το ποσοστό θέμα χρόνου, άρα και απόστασης…

Σήμερα μας χωρίζουν μεγάλες αποστάσεις με κάποιους. Και όχι τόσο χιλιομετρικές. Αλλά πρώτιστα ιδεολογικές και ηθικές.

Για την οπτική δεν το συζητάω. Σε τυφλούς και μονόφθαλμους τι να εξηγήσεις…?

Καλή λευτεριά

-Αμετανόητος

Υ.Γ. Καλό ταξίδι Δήμητρα.

Ο καπιταλισμός είναι ένα υπέροχο σύστημα…


CapitalismΟ καπιταλισμός είναι ένα υπέροχο σύστημα…αρκεί να είσαι πλούσιος.

Πόσο πλούσιος; Κάποιοι θα έλεγαν όταν ανήκεις σ’ αυτό το περίφημο 1%, αν και πάρα πολλοί θα ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι αν ανήκαν και στο 50%. Πλούσιος όμως πού; Στις ΗΠΑ ή στην Ανγκόλα; Καμία σημασία δεν έχει. Οι πολύ πλούσιοι της Ανγκόλας είναι εξ ίσου πλούσιοι με τους πολύ πλούσιους των ΗΠΑ, και μάλιστα εξ αιτίας αυτών των δεύτερων. Αν δεν φύτευαν κάποιους πολύ πλούσιους στον τρίτο κόσμο, ο πρώτος δεν θα μπορούσε να τον αρμέγει ανενόχλητος ή να τον χρησιμοποιεί για κερδοφόρες βρωμοδουλειές.

Ο καπιταλισμός είναι επίσης ένα πολύ ευέλικτο εργαλείο, με το οποίο, όσοι ξέρουν πώς να το χρησιμοποιούν μπορούν να γίνουν πολύ πλούσιοι. Μια μόνο προϋπόθεση υπάρχει. Οι τεχνικές χειρισμού να είναι γνωστές σε λίγους, σε ένα πολύ κλειστό κύκλο ανθρώπων, δηλαδή, και λειτουργώντας ενάντια στη θεωρία, που λέει ότι ο καπιταλισμός ανοίγει τα πανιά στο φουλ όταν η γνώση και πληροφορία είναι προσβάσιμες σε όλους τους παίχτες εξίσου. Είναι οι γνωστέ μπούρδες περί του έντιμου ανταγωνισμού, ο οποίος μεγιστοποιεί το κοινωνικό όφελος, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Πρωτεύουσα τεχνική στο εγχειρίδιο του καλού καπιταλιστή είναι η φορο-απαλλαγή, και στην περίπτωση που δεν μπορέσει να την επιτύχει λόγω αδυναμίας επιβολής στο αντίπαλο lobby που την διεκδικεί για το δικό του σινάφι, η φορο-διαφυγή. Τόσο η φοροαπαλλαγή όσο και η φοροδιαφυγή αποτελούν σημαντικές πηγές συσσώρευσης κεφαλαίου και δια αυτού, εξασφάλισης πολιτικής πατρωνίας, δια της μεθόδου των χορηγιών και της μίζας.

Όσο η φοροδιαφυγή περιορίζεται σε ένα στενό κύκλο καπάτσων και “επιτυχημένων”, η πολιτική εξουσία έχει κάθε συμφέρον να κάνει τα στραβά μάτια και να την νομιμοποιεί, ως φορο-απαλλαγή. Οι φοροαπαλλαγές δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θεσμοθέτηση της φοροδιαφυγής μιας κοινωνικής τάξης, η οποία με τερτίπια, τσιριμόνιες και εκβιασμούς κατορθώνει στο χρόνο, να κάτσει στο σβέρκο όλων των υπόλοιπων. Για να το φέρουμε στα μέτρα μας, είναι σαν να υπάρχει στο supermarket ένα ιδιαίτερο ταμείο απ’ όπου όσοι προνομιούχοι περνάνε να πληρώνουν τα μισά, χρεώνοντας το υπόλοιπο στους μη-προνομιούχους πελάτες των διπλανών ταμείων, με τη δικαιολογία του supermarket-ατζή ότι αν δεν το επιτρέψει, οι προνομιούχοι θα φύγουν και θα πάνε σε άλλο μαγαζί.

Η φοροδιαφυγή όμως, μετατρέπεται σε κολάσιμη πράξη όταν το manual του καλού καπιταλιστή φτάσει στα χέρια και των μη-προνομιούχων και τους ανοίξει τα μάτια. Ο καπιταλισμός, με το να μετατρέπεται, λοιπόν, σε λαϊκό αρχίζει να μπάινει σε διάφορα κακοτράχαλα και επικίνδυνα για την ευζωΐα του μονοπάτια.

Επίσης, η παγκοσμιοποίηση χάνει το νόημά της αν τής στερήσει την ελευθερία στην κίνηση των κεφαλαίων. Αυτή είναι η ουσία και η πεμπτουσία της. Όσο στις διασυνοριακές και διατραπεζικές λεωφόρους κυκλοφορούν τα κεφάλαια των καπάτσων και των “επιτυχημένων”, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν στην κυκλοφορία προστίθενται και τα κεφάλαια της κ. Κικής από το Παγκράτι και του κυρ-Κώστα από το Μπραχάμι. Τότε, τόσο η κ. Κική, όσο και ο κυρ-Κώστας μπορεί και να κατηγορηθούν για παράνομη κυκλοφορία και να πάρουν κλήση. Τα 600 δις στις τράπεζες της Ελβετίας, κατά το Spiegel, δεν έφτασαν εκεί φυσικά εν μια νυκτί. Τουλάχιστον για μια δεκαετία, ταξίδευαν με πρώτη θέση Αθήνα-Ζυρίχη και ουδείς φαινότανε να ενοχλείται. Όταν όμως άρχισαν να φτάνουν με το ΚΤΕΛ και τα χιλιάρικα της κ. Κικής, τότε σήμανε συναγερμός και η κ. Κική στιγματίστηκε.

Η εταιρία off-shore, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, είναι ένα εξελιγμένο εργαλείο φοροδιαφυγής, που χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ και μια καλή βαλίτσα. Αν και οι off-shore τρίτης γενιάς είναι πολύ πιο απλές στη χρήση τους, τόσο απλές που και η κ. Κική μπορεί πλέον να απολαμβάνει τις ευεργετικές τους ιδιότητες, όπως εχεμύθεια και μηδενικός φόρος. Ολόκληρα δικηγορικά γραφεία, λογιστές, σύμβουλοι και παρα-σύμβουλοι, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη λιανική, για μερικά κατοστάρικα, δηλαδή, εκεί που κάποτε έπαιζαν στη χοντρική με λίγους αλλά πρώτης τάξεως πελάτες.

Μπορεί η off-shore να μπήκε στην καθημερινότητά μας πρόσφατα, και να μάς σκανδάλισε με τα κάλλη και τις υποσχέσεις της, αλλά είναι ένα παμπάλαιο εργαλείο στην υπηρεσία των ελίτ από τον Πρώτο ήδη Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς οι κυβερνήσεις προχωρούσαν σε μεγάλες αυξήσεις φόρων για να καλύψουν τα έξοδα που απαιτούσε η ταφή τόσων πτωμάτων.

Για κάποιο τρόπο, η off-shore έχει συνδεθεί με κάποιο νησί, μικρό και εξωτικό. Αυτό είναι λάθος, αλλά μόνο ως προς το δεύτερο σκέλος. Όντως οι μεγαλύτεροι υπεράκτιοι τόποι είναι νησιά, αλλά όχι εξωτικά. Ο ένας βρίσκεται στο νησί με το όνομα Ηνωμένο Βασίλειο και συγκεκριμένα στο City του Λονδίνου, και ο άλλος σε ένα αντικρινό του, με το όνομα Μανχάταν.

Ο πλανήτης φιλοξενεί περί τις 60 τέτοιες περιοχές, που μπορούν να συνταχθούν σε τρεις μεγάλες ομάδες. Πρώτα έχουμε τους ευρωπαϊκούς παραδείσους, με αντιπροσωπευτικά παραδείγματα το ακαταμάχητο Λουξεμβούργο του κ. Γιουνκέρ, την Ολλανδία, ναι την άτεγκτη Ολλανδία, απ’ όπου μόνο το 2008 πέρασαν περί τα 18 τρισεκατομμύρια δολάρια μέσα από ολλανδικά υπεράκτια νομικά πρόσωπα, την Αυστρία, και κάποιες κουτσουλιές, όπως Ανδόρα, Μαδέρα, Λιχτενστάιν, Μονακό κλπ. Την ΕΛβετία δεν χρειάζεται να την αναφέρουμε, μιας και είναι εκ του μακρόθεν η πιο παλιά καραβάνα.

Η δεύτερη ομάδα υπεράκτιων κέντρων έχει κέντρο το City και εξαπλώνεται στα εξαρτημένα από το ΗΒ νησιά της Μάγχης, Τζέρσεϊ, Γκέρνσεϊ, Νήσος του Μαν κλπ, μετά πάει πιο πέρα ως το Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Ντουμπάι και Μπαχάμες, και τέλος, ακόμα πιο πέρα σε βέριταμπλ εξωτικούς προορισμούς, όπως τα γνωστά μας νησιά Κέιμαν, οι Παρθένοι Νήσοι, οι Βερμούδες κλπ. Για το 2008, με στοιχεία του ΔΝΤ, οι καταθέσεις μόνο στα νησιά Κέιμαν έφταναν τα 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Ο τρίτος πυλώνας υπεράκτιων χωρών πατά στις ΗΠΑ. Εδώ, με κέντρο το Μανχάταν απλώνεται στη Φλόριντα, Μαϊάμι, Ντέλαγουέρ, Νεβάδα στο εσωτερικό, χρησιμοποιώντας ως δέλεαρ τις φοροαπαλλαγές και το απόρρητο, και από κει στα νησιά Μάρσαλ, Παναμά, Λιβερία και πάει λέγοντας.

Ο παρακάτω πίνακας κατατάσσει 71 φορολογικούς παραδείσους ανάλογα με τις επιδόσεις τους στην εχεμύθεια, στη φορολόγηση και στο πλύσιμο, στύψιμο, ξέπλυμα χαρτονομισμάτων. Κάποιοι, τα σιδερώνουν κιόλας. Πρώτη, όπως είπαμε έρχεται η Ελβετία, ακολουθούν χωρίς καμιά έκπληξη τα Κέιμαν, τα οποία ακολουθούνται από το Λουξεμβούργο, και μετά στην πέμπτη θέση έρχονται οι ΗΠΑ.  Ψάχνουμε για το ΗΒ, αλλά πριν πέσουμε πάνω του, στη 13η θέση, πέφτουμε ως εκ θαύματος στην καλή και συνετή μας Γερμανία. Στην 9η θέση, ως προς  την εχεμύθεια, τη φορολόγηση και το πλύσιμο, στύψιμο, ξέπλυμα χαρτονομισμάτων. Η Κύπρος καμαρώνει στην 20η και μετά έχετε όλο το χρόνο στη διάθεσή σας για να χαζέψετε και τα υπόλοιπα καταφύγια. Όλως παραδόξως, η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται.

Αυτό όμως δεν είναι μεγάλο πρόβλημα. Με το ρυθμό εξάπλωσης των παραδείσων, πάντα θα υπάρχει κάποιος κοντά σου για να σ’ εξυπηρετήσει.

Δείκτης οικονομικής εχεμύθειας χωρών (Financial Secrecy Index) που καταρτίστηκε για το 2011 από το Tax Justice Network
1 Switzerland 1879,2
2 Cayman Islands 1646,7
3 Luxembourg 1621,2
4 Hong Kong 1370,7
5 USA 1160,1
6 Singapore 1118,0
7 Jersey 750,1
8 Japan 693,6
9 Germany 669,8
10 Bahrain 660,3
11 British Virgin Islands 617,9
12 Bermuda 539,9
13 United Kingdom 516,5
14 Panama 471,5
15 Belgium 467,2
16 Marshall Islands 457,0
17 Austria 453,5
18 United Arab Emirates (Dubai) 439,6
19 Bahamas 431,1
20 Cyprus 406,5
21 Guernsey 402,3
22 Lebanon 397,3
23 Macao 389,8
24 Canada 366,2
25 India 344,0
26 Uruguay 331,0
27 Malaysia (Labuan) 319,3
28 Korea 317,2
29 Liberia 316,9
30 Barbados 266,6
31 Ireland 264,2
32 Mauritius 261,6
33 Philippines 253,9
34 Liechtenstein 239,2
35 Italy 231,2
36 Isle of Man 230,4
37 Israel 230,3
38 Turks & Caicos Islands 218,9
39 Netherlands 199,7
40 Belize 198,4
41 Costa Rica 177,2
42 Guatemala 174,8
43 Gibraltar 174,6
44 Ghana 146,8
45 Andorra 133,6
46 Netherlands Antilles 129,4
47 Aruba 124,9
48 Denmark 121,7
49 Botswana 121,3
50 Portugal (Madeira) 119,4
51 US Virgin Islands 104,2
52 St Vincent & Grenadines 100,9
53 Spain 98,8
54 Malta 98,6
55 Seychelles 95,0
56 Hungary 94,8
57 Latvia 88,9
58 Antigua & Barbuda 88,5
59 St Lucia 78,7
60 Maldives 78,5
61 Grenada 57,6
62 Montserrat 50,1
63 Brunei Darussalam 45,8
64 Monaco 37,7
65 Anguilla 36,0
66 St Kitts & Nevis 31,2
67 San Marino 30,9
68 Samoa 27,5
69 Vanuatu 14,3
70 Cook Islands 13,4
71 Dominica 12,5

Πηγή: http://e-cynical.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html

Ευτυχώς που υπάρχει και η Αφρική…


3609dc15-1bd3-4480-8a2a-75c451c2ce37-dΓράφει ο Αμετανόητος

«Η ακριβής μέρα όπου μία μεγάλη πίστη είναι σημειωμένη για να πεθάνει, είναι εκείνη που η αξία της αρχίζει να αμφισβητείται. Κάθε γενική πίστη, που δεν είναι παρά ένα φανταστικό πράγμα, δεν θα μπορούσε να αποφύγει τις εξετάσεις.

Αλλά ενώ μία πίστη είναι έντονα κλονισμένη, οι θεσμοί που πηγάζουν από αυτήν διατηρούν τη δύναμή τους και δεν σβήνουν παρά αργά. Οταν επιτέλους έχει χάσει τελείως τη δύναμη της, καθετί που στήριζε, γκρεμίζεται.»

Γουσταύος λε Μπον – «Η ψυχολογία των όχλων»

Για να έχουμε μία πιο σφαιρική άποψη για το τι συμβαίνει στη χώρα μας, στην Ευρώπη αλλά και στον πλανήτη αυτή τη στιγμή, δείτε αυτόν το μικρό πίνακα.

ΧΩΡΕΣ ΑΕΠ ε/ε
YEMENH -10.50%
ΕΛΛΑΔΑ -7.20%
ΑΚΤΗ ΕΛΕΦΑΝΤΟΣΤΟΥ -5.90%
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ -3.40%
ΙΤΑΛΙΑ -2.40%
ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ -2.30%
ΚΡΟΑΤΙΑ -2.20%
ΣΛΟΒΕΝΙΑ -2.20%
ΣΕΡΒΙΑ -2.20%
ΚΥΠΡΟΣ -2.20%
ΙΣΠΑΝΙΑ -1.60%
ΟΛΛΑΝΔΙΑ -1.60%
ΤΣΕΧΙΑ -1.50%
ΟΥΓΓΑΡΙΑ -1.50%
ΟΥΚΡΑΝΙΑ -1.30%
ΙΡΛΑΝΔΙΑ -1.10%
FYROM -0.90%
ΕΥΡΩΖΩΝΗ (Μ.Ο.) -0.60%
ΔΑΝΙΑ -0.60%
ΡΟΥΜΑΝΙΑ -0.60%
ΒΕΛΓΙΟ -0.30%
ΟΥΓΚΑΝΤΑ -0.20%
ΤΖΑΜΑΙΚΑ -0.20%
ΦΙΛΑΝΔΙΑ -0.10%

Σε αυτόν τον πίνακα βρίσκονται όλες οι χώρες, κατά αύξοντα αρνητικό πρόσημο, που διαφαίνεται η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης (κοινώς ύφεση) από έτος σε έτος, σε σχέση με το προηγούμενο ετήσιο ΑΕΠ τους (2011 με 2012).

Πρώτη και καλύτερη η «πολεμική» Υεμένη και 2η και καλύτερη η Ευρωπαϊκή Ελλάδα μας…

Από τις 23 χώρες παγκοσμίως που παρατηρείται αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης, οι 18 βρίσκονται στην Ευρώπη.

Και οι περισσότερες από αυτές, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και μέσα στη ζώνη του Ευρώ…!!!

Και για να έχουμε μία συνολική εικόνα, συγκρατείστε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστρία «τρέχουν» με 0 (μηδενική) ανάπτυξη.

Η Γαλλία με +0,15% και η Γερμανία +0,40%.Οι μεγάλες ατμομηχανές δηλαδή της Ε.Ε. αρχίζουν και δε τραβάνε,ζορίζονται πάρα πολύ…

Μικρές χώρες, όπως η Μάλτα, το Λουξεμβούργο και ηΒουλγαρία έχουν μία ελαφρώς ανεπαίσθητη ανάπτυξη,μέχρι +0,9% το πολύ.

Εμείς βέβαια, όπως όλοι ξέρουν, μετράμε 5 χρόνια ύφεσης και μπαίνουμε αισίως στο 6ο…!!!

Ζωή να ΄χουμε…

Δείτε λοιπόν και το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ…με την ίδια φιλοσοφία.

ΙΑΠΩΝΙΑ 211.70%
ΕΛΛΑΔΑ 170.60%
ΛΙΒΑΝΟΣ 131.13%
ΤΖΑΜΑΙΚΑ 123.25%
ΙΤΑΛΙΑ 120.70%
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 108.10%
ΙΡΛΑΝΔΙΑ 106.40%
ΗΠΑ 103.00%
ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗ 100.80%
ΙΣΛΑΝΔΙΑ 99.20%
ΒΕΛΓΙΟ 97.80%
ΙΡΑΚ 88.72%
ΕΥΡΩΖΩΝΗ (Μ.Ο.) 87.30%
ΓΑΛΛΙΑ 86.00%
ΗΝΩΜ.ΒΑΣΙΛΕΙΟ 85.00%
ΚΑΝΑΔΑΣ 85.00%
ΟΥΓΓΑΡΙΑ 81.40%
ΓΕΡΜΑΝΙΑ 80.50%

Εντάξει ? Χαρήκατε ? Περιμένουμε βέβαια και τα νέα στοιχεία στο τελευταίο τρίμηνο του 2012, εκεί να δείτε γλέντια.

Την ανεργία δεν θέλετε να σας την δείξω. Τα ακούτε νομίζω…

Τι είπατε ? θέλετε ? καλά…

Κονγκό 51.40%
Ναμίμπια 51.20%
Βοσνία-Ερζεγοβίνη 46.63%
Κόσοβο 45.40%
Κένυα 40.00%
FYROM 31.20%
Μαυριτανία 31.20%
Ρουάντα 30.00%
Αγκόλα 26.00%
Νότια Αφρική 25.50%
Σερβία 25.50%
Ελλάδα 25.40%
Ισπανία 25.02%
Νιγηρία 23.90%
Ιρακ 23.00%
Ισημερινή Γουϊνέα 22.30%
Κροατία 19.60%
Μποτσουάνα 17.80%
Τυνησία 17.60%
Μοζαμβίκη 17.00%
Σουδάν 16.80%
Γκαμπόν 16.00%
Πορτογαλία 15.80%

Ενθουσιαστήκατε τώρα ? το φαντάστηκα…

Μάθετε ακόμα ότι η βαριά, «βιομηχανική» Ιταλία, έχει 10,8% ανεργία, η Γαλλία 10,2%, η Γερμανία 6,5% και ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 11,6% παρακαλώ…!!!

Δεν πιστεύω να σας έκανα τη καρδιά περιβόλι…σταματάω.

Δηλαδή, από τις 17 χώρες του πλανήτη, με χρέος ΠΑΝΩ από 80% του ΑΕΠ, οι 10 χώρες είναι Ευρωπαϊκές και δεν είναι πιά ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ όπως δήλωσε η καγκελάριος Μέρκελ.Είναι το νέο παραμύθι αυτό…όποια χώρα χρωστάει το 81% του ΑΕΠ είναι “σκλαβωμένη”, ενώ αυτή που χρωστά το 80% είναι ελεύθερη…!

Τι άλλη, made in Germany paparia θα ακούσουμε στη ζωή μας δεν ξέρω…

Μήπως ήθελε να πεί «κομψά» και διπλωματικά, ότι κάποιες από αυτές τις χώρες της ανήκουν ? κάτι τέτοιο βέβαια ήθελε να πεί, αλλά τέλος πάντων,θα λάβει και αυτή από τον Ελληνικό λαό αυτό που της αξίζει πραγματικά…πολύ σύντομα.

Συνεπώς έχουμε καταλάβει ότι ΟΛΗ η Ευρώπη αρχίζεισιγά-σιγά να τσουρουφλίζεται από την ύφεση, δηλαδή τη φτωχοποίηση, με πρόσχημα μία «κρίση χρέους»?

Εχουμε καταλάβει ότι κατακαίγονται με φλόγες βγαλμένες από την κόλαση του Δάντη, όλα τα Γερμανικά «προτεκτοράτα» του Ευρωπαϊκού Νότου,που πολύ περίτεχνα έστησε το Βερολίνο με την ασκούμενη πολιτική στην Ε.Ε. και στην ζώνη του Ευρώ?

Εχουμε καταλάβει ότι η Γερμανία πολύ σοφά«στράγγισε» όλα τα Ευρώ (τα χαρτονομίσματα) που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη (εδώ και τρία χρόνια) πρώτα από τις χώρες «δορυφόρους» με τον ληστρικό μηχανισμό του Ευρώ ώστε:

1) να μην έχει πρόβλημα ρευστότητας η ίδια στο εσωτερικό της και

2) να τις παραδώσει «ψυχή τε και σώματι» δηλαδή οικονομικώς και γεωστρατηγικώς στις ορέξεις των απρόσωπων «αγορών» αλλά και στα δικά της παιδιά ?

Εχουμε καταλάβει ότι ο μηχανισμός του Ευρώ, έτσι όπως είναι στημένος, πάντοτε θα παράγει χρέη ώστε να τα φορτώνονται οι Λαοί και ταυτόχρονα θα περικόπτει συνεχώς Αγοραστική δύναμη από τους πολίτες-καταναλωτές, ώστε να τροφοδοτεί συνεχώς τη ροή του Κεφαλαίου και ιδιαιτέρως του «σκιώδη χρηματοπιστωτικού τομέα» ?

Εχουμε συνειδητοποήσει ότι η πολιτική αυτή, και εννοώτη ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ και ΑΚΡΩΣ ΜΟΝΕΤΑΡΙΣΤΙΚΗ πολιτική που εγκαινιάστηκε με τον Θατσερισμό και τα Reaganomics, δεν ωφελεί τους Ευρωπαϊκούς Λαούς και δημιουργεί με αριθμητική πρόοδο νεόπτωχους σε όλες της χώρες της Ευρώπης ?

http://olympia.gr/2012/11/18/%CE%B1%CE%B1%CF%80%CF%8C%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%BB%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B6/

Eχουμε συνειδητοποιήσει, ότι δεν θέλουν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας στην Ευρώπη ?

Εχουμε καταλάβει ότι το Ευρώ δεν σχεδιάστηκε για τους Λαούς, αλλά για το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και ειδικά για τους τραπεζίτες, τους εισοδηματίες και τους ραντιέρηδες που έλεγε και ο Keynes ?

Εχουμε συνειδητοποιήσει ότι αυτή ακριβώς η πανομοιότυπη (σχεδόν) πολιτική που ασκείται ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ και σε πολύ ισχυρές χώρες, θα πυροδοτήσει λίαν συντόμως ακόμα πιο εκρηκτικές εσωτερικές συγκρούσεις σε κάθε χώρα ?

Εχουμε καταλάβει, ότι αυτό μπορεί να ξανασυμβεί και στα παιδιά μας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ακόμα και σε 10 χρόνια από τώρα, αφού «κρίσεις» έχουν ξανασυμβεί με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο, ιδιαιτέρως από την πρώτη πετρελαϊκή (τεχνητή) κρίση και μετά ?

http://olympia.gr/2012/01/07/crisis-global/#more-117463

Αντε, πιστεύω να τα έχουμε καταλάβει καλά όλοι,τώρα, και να αρχίζουμε να ξυπνάμε από το λήθαργο.Να βλέπουμε την πραγματικότητα.

Γιατί είπαμε. Η «μεγάλη, ψεύτικη πίστη» χρειάζεται χρόνο για να χάσει τη δύναμή της.

Ισως όμως, κάποιες ψυχές γλυτώσουν.

Καλή λευτεριά

-Αμετανόητος

Αντιποίηση τέλους


ΜαγιακόφσκιΑντιποίηση* τέλους

(Επενδυτής, 17/11/2012)

 

Το τέλος εποχής τώρα αρχίζει. Ξεχάστε όσα τέλη προαναγγείλαμε.

Tο τέλος της Ιστορίας, το τέλος της ιδεολογίας,

το τέλος της πάλης των τάξεων…

Αυτό το τέλος είναι τέλος πραγματικό.

Τέλος τελικό, τελειωτικό και τελεσφόρο. Η νέα εποχή είναι
εποχή χωρίς εποχικότητα, κύκλους και αναστροφές.

Στο εξής θα ζείτε σε δόσεις.

Ασκηθείτε στο κράτημα της αναπνοής σας.
Δοκιμάστε τις αντοχές των πνευμόνων σας στα βάθη των θαλασσών σας.

Αρχίστε από ώρες, μέρες, εβδομάδες. Έπειτα δοκιμάστε μήνες.

Ένας μήνας, δυο μήνες, τρεις μήνες…

Συγχαρητήρια! Δικαιούστε την επόμενη δόση εισπνοής.

Αλλά μπορεί και όχι. Αν επιτύχουμε την απεξάρτησή σας

από οξυγόνο, μπορούμε και να φτιάξουμε

τα πρώτα αναερόβια ανθρώπινα πλάσματα. Παγκόσμια καινοτομία!

Εκπαιδεύστε και τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας.

Η ζωή σε δόσεις είναι η συνθήκη του μέλλοντός τους.
Αρχίστε απ’ τα σχολεία, απ’ τα νήπια, απ’ το σπίτι.

Λέξη πρώτη: μεταρρύθμιση. Ξεχάστε τα «μαμά μπαμπά»,

τα «μαμ κακά και νάνι». Συλλαβίστε τη «με-ταρ-ρύ-θμι-ση»
με τα χείλη, τη γλώσσα και τα δόντια σας.

Είμαστε οι βάρβαροι που πάντα περιμένατε

στην αγορά συναθροισμένοι. Αλλά δεν είμαστε πια

«μια κάποια λύσις». Είμαστε η μόνη λύσις σας.

Είμαστε οι πολιτικοί αναμορφωτές που δικαιούστε.

Οι δικοί σας απέτυχαν οικτρά. Ανίκανοι, ιδιοτελείς,
άτολμοι, φοβισμένοι. Σχεδόν συναισθηματικοί.

Θα εφαρμόσουμε την ευγονική της σκέψης,

την παιδαγωγική της υπακοής. Θα σας διδάξουμε
τα αγαθά της δημιουργικής καταστροφής.

Θα φορολογήσουμε τα αρνητικά σας συναισθήματα.

Η αμφιβολία θα φορολογείται με 30%,
η αντίρρηση με 40%.
Ο θυμός σας θα συνεπάγεται δήμευση περιουσίας.

Θα άρουμε το απόρρητο των βαθύτερων πόθων σας.

Θα δεσμεύσουμε τους λογαριασμούς των επιθυμιών σας,
θα κάνουμε ριζικό PSI και OSI στα όνειρά σας.

Το ισοζύγιο αισιοδοξίας – απαισιοδοξίας πρέπει να ισοσκελισθεί.

Προσηλωθείτε στο φως στην άκρη του τούνελ.

Δεν έχει σημασία πόσο μακριά είναι. Κοιτάζετε μόνο το φως.

Θα αλλάξουμε την ισορροπία του κόσμου σας.

Συλλογική ασφάλεια και ατομική ανασφάλεια θα είναι στο εξής

το γιν και το γιανγκ του σύμπαντός σας. Αλλά και τ’ ανάποδο μας κάνει.

Ξεχάστε διλήμματα, επιλογές, εναλλακτικές. Στη ζωή σας

θα υπάρχουν μόνο μονόδρομοι. Οι πολεοδόμοι του μέλλοντός σας

στρώνουν λεωφόρους χωρίς εξόδους και αναστροφές.

Θα προκαλέσουμε ραγδαία πτώση

στην τιμή ανθρώπινου κρέατος. Δική μας είναι κάθε λίβρα κρέατος

που τράφηκε με όσα σας δανείσαμε. Εμείς δεν θα ’χουμε την τύχη του Σάιλοκ.

Θα επέλθει κραχ στο χρηματιστήριο των αξιών σας.

Θα διαγράψουμε από τα λεξικά σας τη λέξη «φιλότιμο».
Δεν υπάρχει σε καμιά άλλη γλώσσα του ευρώ. Περιττή.

Απελευθερώσαμε ήδη την  αγορά του ψεύδους.

Κι αμέσως έπεσαν οι τιμές του αγαθού. Το ψέμα προσφέρεται
πια σχεδόν δωρεάν. Ο μόνος πόρος σε υπερεπάρκεια.

Τη Βουλή σας θα μετατρέψουμε σε τσίρκο.

«Από εδώ οι άσοι της κωλοτούμπας. Εκεί οι ομιλούσες κεφαλές.

Δεξιά οι μεταλλαγμένοι μελανοχίτωνες, αριστερά οι ζογκλέρ του “ ναι – όχι – παρών”».

«Ανεπανάληπτο θέαμα! Γενναιόδωρο αντίτιμο για τον άρτο

που σας στερήσαμε. Είσοδος ελευθέρα. Προειδοποίηση:
Τα παιδιά εισέρχονται με ευθύνη των γονέων».

Οι αρχηγοί σας θα γίνουν θηριοδαμαστές. Εσείς θα επιλέγετε

τα θηρία της αρεσκείας σας κι αυτοί θα τα μετατρέπουν
σε τρομαγμένα αιγοπρόβατα. Μεγάλο σουξέ!

Τα δικαστήρια θα γίνουν δημοπρατήρια σιωπής

και αρένες στρεψοδικίας. Το σύνταγμά σας θα γίνει αυτό που πάντα

φοβόταν ο Κολοκοτρώνης σας: σύντριμμα.

Θα δεσμεύσουμε τις ελπίδες και τις προσδοκίες σας

σε ειδικό λογαριασμό. Όλες θα προορίζονται για την αποπληρωμή

του χρέους σας στο μέλλον μας.

Θα κάνουμε και αναδιανομή του καιρού. Έξι μήνες ζέστη

σάς πέφτει πολύ, ενώ εμείς βουλιάζουμε στη βροχή και στο χιόνι.

Θα κατάσχουμε αρκετό από το καλοκαίρι σας.

Και τους χειμώνες σας θα τους κάνουμε κατά τι πιο βαρείς.

Το κρύο σφίγγει το κρέας και το δέρμα. Είστε πολύ πλαδαροί
για ν’ αυξήσετε την παραγωγικότητά σας.

Θα αλλάξουμε και τους ουράνιους διαδρόμους αποδημίας

των πουλιών. Τόσα φωτόνια να πηγαίνουν χαμένα
σε κάθε πέρασμά -από Βορρά προς Νότο κι αντιστρόφως- είναι κρίμα.

Θα μηδενίσουμε το μοναδιαίο κόστος εργασίας.

Θα σας μεταμορφώσουμε στα ανταγωνιστικότερα υποζύγια της υφηλίου.

Θα αφυπνίσουμε τον Άριο που κοιμάται στη σάρκα σας.

Θα γίνετε the New World Paradigm. Το σουβλάκι θα γίνει

η νέα νομισματική μονάδα που θα μετράει
τα άλματα της εσωτερικής σας υποτίμησης.

«Νέα άνοδος του σουβλακίου έναντι του γουάν.

Το Τόκιο κατηγορεί τις Βρυξέλες για νομισματικό πόλεμο

εις βάρος του γεν με Δούρειο Ίππο το σουβλάκι».

Θα ελέγξουμε κάθε πόρο της γης σας. Αλλά και κάθε πόρο

του δέρματός σας. Στην ανάγκη, θ’ αλλάξουμε και το δέρμα σας

με άλλο, συνθετικό, ανθεκτικό, φθηνότερο.

Ο πόλεμος των γενεών θα αντικαταστήσει

την γλυκανάλατη αλληλεγγύη τους.

Κάθε εγγόνι θα είναι λάδι στο καντήλι του παππού του.

Κάθε παιδί ανταλλακτικό του πατέρα του.

Τελικά, δεν είστε το γαλατικό χωριό που πιστεύατε.

Το μαγικό σας φίλτρο το σπαταλήσατε, όταν ήταν αχρείαστο.
Τώρα οι Ρωμαίοι σάς φαίνονται τρομακτικοί, αήττητοι.

Κι οι βάρβαροι που περιμένατε -προσέξτε τους λίγο- δεν σας φαίνονται

σχεδόν συμπαθητικοί; Θα δείτε.

Στο τέλος θα μας ευγνωμονείτε. Και ως Ρωμαίους και ως βαρβάρους.

Θα είμαστε, άλλωστε, πάντα γενναιόδωροι μαζί σας.

Θα σας δίνουμε πάντα τα λεφτά που θα μας ξεπληρώνετε,
αλλά αιώνια θα μας χρωστάτε.

Στο μέλλον θα μας στήσετε κι αγάλματα στις μεγάλες πλατείες,

θα δώσετε τα ονόματά μας στις μεγάλες λεωφόρους σας.
Το έχετε ξανακάνει, άλλωστε.

Η λήθη είναι ο πολλαπλασιαστής της υποτέλειας.

Η μνήμη επιταχυντής της Ιστορίας. Έχετε μετρήσει π

όσους Εφιάλτες τιμάτε ως ευεργέτες και προσκυνάτε ως αγίους;

Ας τελειώνουμε με τη φλυαρία. Τα κεφάλια μέσα.

Δουλειά, καρτερία, αισιοδοξία. Για την τελευταία συνιστούμε
ένα χάπι θετικής σκέψης τη μέρα. Προ φαγητού.

Έχετε καμιά αντίρρηση; Δεν έχουμε σοβαρή ένδειξη περί αυτού.

Κι εμείς, είναι αλήθεια, σας υπερτιμήσαμε στην αρχή.
Σχεδόν μας τρομάξατε στην αγορά συναθροισμένοι.

Αν έχετε αντίρρηση, «αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα».

Δικό σας ο Αίσωπος, δική σας κι η παράδοση.

Αποδείξτε πως το εννοείτε. Ιδού το Βερολίνο, ιδού και οι Βρυξέλες…

*Αντιποίηση, διότι το παρόν πόνημα είναι απλώς μια προσομοίωση ποίησης, και ο γράφων δεν αποφάσισε αίφνης να γίνει ποιητής.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Ελευθερία έκφρασης»

 

Πηγή: http://kibi-blog.blogspot.gr/2012/11/blog-post_7320.html

Ο PETER GOWAN ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΗΤΙΚH ΠΡΟΣEΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚHΣ ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡIΑΣ


Ουρανοξύστες

των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη

Εισαγωγή

Από τη δεκαετία του 1990 ο Peter Gowan αναδείχτηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς μαρξιστές στοχαστές στον ευρύτερο χώρο της θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Προσέφερε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και συνεκτικές περιγραφές της προσπάθειας των ΗΠΑ να κατακτήσουν και να κατοχυρώσουν μια δεσπόζουσα θέση στο διεθνές σύστημα και με αυτή την έννοια αναμφίβολα συνέβαλε στη μαρξιστική θεωρία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Ο θάνατός του τον Ιούνιο του 2009 έβαλε πρόωρα τέλος σε μια ζωή πολιτικής και θεωρητικής στράτευσης.1 Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρούμε μια παρουσίαση και κριτική των βασικών θέσεων του Gowan πάνω στο ζήτημα της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας μέσα στο διεθνές σύστημα.

1. Οι απόψεις του Gowan πάνω στην προσπάθεια των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία

1.1. Εθνικά συμφέροντα και πολιτικές στρατηγικές

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παρεμβάσεων του Gowan ήταν η άρνηση των παραδοσιακών διαχωρισμών ανάμεσα στους θεωρητικούς κλάδους και η επιμονή να συνδυάζει τη θεωρία των διεθνών σχέσεων με τη διεθνή πολιτική οικονομία. Σε αντίθεση με τις περισσότερες θεωρίες της παγκοσμιοποίησης, που τείνουν να υποτιμούν την κλίμακα και τη σημασία των διακρατικών αντιθέσεων και ιεραρχιών, ο Gowan θεμελίωσε την ανάλυσή του σε μια θεωρητικοποίηση του εθνικού συμφέροντος ως του εθνικού καπιταλιστικού συμφέροντος (Gowan 1999: 63). Αυτό τον βοήθησε να ορίσει το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ ως του κυρίαρχου καπιταλιστικού κράτους. Η αμερικανική κυβέρνηση επεδίωκε να εξασφαλίζει την πρόσβαση των αμερικανικών κεφαλαίων σε περιοχές με αναπτυσσόμενες αγορές και δυναμικά αποθέματα εργασίας και προϊόντων, τη διαμόρφωση κατάλληλων θεσμών και την αποτροπή τυχόν αποκλεισμού τους από τις μείζονες αγορές (Gowan 1999: 69).

Ο Gowan προσέφερε πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις των πολιτικών στρατηγικών που ανέλαβε το αμερικανικό κράτος με σκοπό να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του αμερικανικού καπιταλισμού και να εξασφαλίσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Σύμφωνα με τον Gowan οι βασικές πλευρές της στρατηγικής για την αμερικανική παγκόσμια κυριαρχία αποτυπώνονται στον τρόπο που το αμερικανικό κρατικό και πολιτικό σύστημα είναι σχεδιασμένο για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αμερικανικής επιχειρηματικής τάξης με τρόπους που δεν τους συναντάμε σε άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς (Gowan 2004a: 4). Ο Gowan δεν υποστήριξε τη διαδεδομένη γνώμη ότι η ηγετική θέση του αμερικανικού κράτους ήταν το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης και πόλωσης με το σοβιετικό μπλοκ. Αντίθετα, επέμεινε ότι η στρατηγική των ΗΠΑ ορίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1940 ως μια επιθετική στρατηγική όχι μόνο για την αποτροπή της σοβιετικής απειλής αλλά και για να διαμορφωθεί η συνθήκη για μια Αμερικανική Παγκόσμια Τάξη.

Απέναντι στο Σοβιετικό μπλοκ αντέταξε μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική πρόκληση, εξωθώντας την ΕΣΣΔ να υιοθετήσει τη μόνη αποτρεπτική επιλογή που της ήταν διαθέσιμη εκείνη την εποχή: την απειλή να εισβάλει στη Δυτική Ευρώπη. Αυτό με τη σειρά του δέσμευε τους συμμάχους στη Δυτική Ευρώπη απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ήταν πλήρως εξαρτημένοι από το στρατηγικό πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ (Gowan 2004a: 6).

Αυτή η προσπάθεια δεν επικεντρώθηκε μόνο στη Δυτική Ευρώπη. Οδήγησε και σε ένα σύστημα περιφερειακών συμμαχιών που έδωσε στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να επηρεάσουν και να κατευθύνουν άμεσα τις πολιτικές στρατηγικές και τις πολιτικές ασφάλειας των άλλων κύριων καπιταλιστικών κέντρων. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στη διαμόρφωση ενός αμερικανικού συστήματος «προτεκτοράτων» που κάλυπτε αυτό που ο Gowan όριζε ως τον καπιταλιστικό πυρήνα. Το σύστημα είχε ένα βασικό χαρακτήρα «πλήμνη και ακτίνες» (hub-and-spokes) που υπαγόρευε ότι η κύρια πολιτικοστρατιωτική σχέση κάθε «προτεκτοράτου» ήταν με τις Ηνωμένες Πολιτείες (Gowan 2002: 2). Αυτή η αμερικανική στρατηγική δεν ήταν μόνο πολιτικοστρατιωτική, αλλά είχε και μια κοινωνική υπόσταση (Gowan 2004a: 8): την υπεράσπιση της εντατικής «φορντικής» καπιταλιστικής συσσώρευσης ενάντια στην κοινωνική αναταραχή και την εργατική μαχητικότητα, την ανεμπόδιστη πρόσβαση των αμερικανικών επιχειρηματικών συμφερόντων (και των αμερικανικών κυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανισμών που προωθούν τα αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα) σε όλα τα κύρια κέντρα της συσσώρευσης, τη διατήρηση του αμερικανικού ελέγχου πάνω στα διεθνή χρηματοπιστωτικά συστήματα και την αμερικανική κυριαρχία στους χώρους υψηλής τεχνολογίας (Gowan 2002: 6).

1.2 Το καθεστώς «Δολάριο – Wall Street»

Κατά τον Gowan η αμερικανική στρατηγική βρέθηκε να δέχεται σημαντικές πιέσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης και της αμφισβήτησης της αμερικανικής οικονομικής πρωτοκαθεδρίας από τα άλλα κύρια καπιταλιστικά κέντρα. Ο Gowan υποστήριξε ότι η απάντηση των ΗΠΑ κινήθηκε σε δύο βασικές κατευθύνσεις. Από τη μια είχαμε την επιθετική στρατηγική της κυβέρνησης Ρήγκαν ενάντια στους εργαζομένους και τα κοινωνικά δικαιώματα και την εμπέδωση μιας επιθετικής στρατηγικής καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Στις καπιταλιστικές τάξεις προσφέρθηκε η δυνατότητα να πλουτίσουν εγχώρια μέσα από αυτή τη στροφή και ως εισοδηματίες (rentiers) που μπορούσαν να εξαργυρώσουν την ιδιωτικοποίηση ή τη λεηλασία των κρατικών περιουσιακών στοιχείων και ως εργοδότες που τσάκιζαν τα σωματεία κ.λπ. Όμως, και οι περιορισμοί στη διεθνή κίνηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας – το σύστημα των ελέγχων στις ροές κεφαλαίου – επίσης θα καταργούνταν, δίνοντας στο κεφάλαιο την εξουσία να αποφεύγει τους εθνικούς νομικούς περιορισμούς και έτσι να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την εγχώρια εξουσία του πάνω στην εργασία (Gowan 2002: 7).

Από την άλλη είχαμε αυτό που ο Gowan περίγραψε ως το «Καθεστώς Δολαρίου – Wall Street». Με αυτό τον τρόπο όριζε την πολιτική που υιοθέτησαν διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις από τη δεκαετία του 1970 και μετά με σκοπό να διατηρήσουν την ηγεμονική θέση του αμερικανικού κεφαλαίου στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Σύμφωνα με τον Gowan η «χρηματοπιστωτική καταστολή», που χαρακτήριζε το καθεστώς των συμφωνιών του Bretton Woods, εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση Νίξον που ήθελε να «ξεφύγει από ένα σύνολο θεσμικών διακανονισμών που περιόριζαν την αμερικανική κυριαρχία στις διεθνείς νομισματικές πολιτικές με σκοπό να εγκαθιδρύσει ένα νέο καθεστώς που θα της έδινε μονοκρατορική εξουσία πάνω στις διεθνείς νομισματικές υποθέσεις» (Gowan 1999: 19). Αυτό δεν αποτελούσε απλώς μια επιλογή οικονομικής πολιτικής, αλλά και μια προσπάθεια να αυξηθεί η πολιτική ισχύς του αμερικανικού κράτους, ειδικά από τη στιγμή που το προνόμιο της κοπής δολαρίου προσέφερε στην αμερικανική κυβέρνηση ένα ισχυρό πολιτικό εργαλείο. Αυτή η στροφή έγινε πιο έντονη κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ρήγκαν, όταν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο είχε την προτεραιότητα αναφορικά με τη χάραξη πολιτικής και οι ΗΠΑ εγκαινίασαν την προσπάθεια για την κατάργηση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, κάτι που διευκόλυνε τη διεθνοποίηση του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με τον Gowan η κυβέρνηση Κλίντον, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομική διπλωματία. Αν και αυτή η κίνηση διατυπώθηκε με το λεξιλόγιο της «παγκοσμιοποίησης», στην πραγματικότητα ο στόχος ήταν να ανοίξουν τα σύνορα για τα προϊόντα, τα κεφάλαια και τις υπηρεσίες των ΗΠΑ. Καθώς οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους μέσα από τον άμεσο εξαναγκασμό και την καθυπόταξη, έπρεπε να «πετύχουν το στόχο τους μέσα σε εκείνα τα κράτη, μέσα από την υπάρχουσα κυρίαρχη κοινωνική τάξη σε αυτά» (Gowan 1999: 81). Η «παγκοσμιοποίηση» περιγράφεται ως μια επιθετική πολιτική προσπάθεια των ΗΠΑ να μετασχηματίσουν ριζικά τις οικονομίες στον υπόλοιπο κόσμο σε κατευθύνσεις που να συγκλίνουν με τα συμφέροντα και τις ανάγκες του αμερικανικού καπιταλισμού (Gowan 2000: 24). Όμως, μέσα σε αυτή την κίνηση αναδύονταν και αντιφάσεις, κυρίως εξαιτίας της τεράστιας επέκτασης των δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που διαμόρφωνε νέους κινδύνους για την αμερικανική οικονομία: «αυτή η διευρυμένη πολιτική ελευθερία να ελεγχθεί και να κατευθυνθεί η παγκόσμια οικονομία προς το οικονομικό όφελος των ΗΠΑ κατέληξε να παραμορφώσει βαθιά την ίδια την οικονομία των ΗΠΑ, κάνοντάς την ακόμη περισσότερο ευάλωτη από ό,τι στο παρελθόν απέναντι σε δυνάμεις που δεν μπορούσε πλήρως να ελέγξει» (Gowan 1999: 23).

Αυτή η στρατηγική αντανακλούσε τον τρόπο που μετασχηματιζόταν και η καπιταλιστική συσσώρευση μέσα στην οικονομία των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Gowan μπορούμε να μιλήσουμε για μια ιδιότυπη διχοτόμηση μέσα στον αμερικανικό καπιταλισμό (Gowan 2004a) εξαιτίας της αυξανόμενης σημασίας των Αμερικανών υπερεθνικών καπιταλιστών σε σχέση με τις δυνάμεις της εγχώριας αμερικανικής αγοράς. Ο Gowan απέρριπτε τη θέση των θεωρητικών της παγκοσμιοποίησης ότι οι υπερεθνικοί καπιταλιστές έρχονται σε ρήξη με το «γεωγραφικά προσδιορισμένο κράτος». Αντίθετα, επέμεινε ότι αυτή η μερίδα της αμερικανικής αστικής τάξης, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, έχει ασκήσει έλεγχο πάνω στις πολιτικές του αμερικανικού κράτους.

[Η] σχέση ανάμεσα στους Αμερικανούς υπερεθνικούς καπιταλιστές και το αμερικανικό κράτος παραμένει μια σχέση έντονης και αμοιβαίας πίστης. Μια κομβική εμπειρική απόδειξη αυτού θα ήταν σίγουρα να δούμε εάν αυτή η (κυρίαρχη) πτέρυγα της αμερικανικής καπιταλιστικής τάξης έχει εργαστεί για να οικοδομήσει νέους υπερεθνικούς θεσμούς για να επιβάλει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της διεθνώς, πάνω και πέρα από το αμερικανικό κράτος. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη για αυτό. Μια άλλη απόδειξη θα ήταν να δούμε εάν το αμερικανικό κράτος έχει εργαστεί για να ποινικοποιήσει την υπερεθνική επέκταση των αμερικανικών κεφαλαίων. Και πάλι καμιά ένδειξη γι’ αυτό δεν υπάρχει (Gowan 2004a: 14).

Η άνοδος του υπερεθνικού τομέα της αμερικανικής αστικής τάξης επίσης οδήγησε σε μια αυξανόμενη σημασία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Την ίδια στιγμή η εγχώρια αμερικανική οικονομία πέρασε κατά τον Gowan μέσα από μια φάση αποβιομηχάνισης και οι μεγάλες προσπάθειες αναδιάρθρωσης στις δεκαετίες 1970 και 1980 δεν οδήγησαν σε μια αναγέννηση της αμερικανικής βιομηχανίας. Αυτή η χρηματοπιστωτικοποίηση (financialization) της αμερικανικής οικονομίας οδήγησε στην ανάδυση μιας τάξης καπιταλιστών που τείνει προς πρακτικές εισοδηματιών (ραντιέρηδων) και προσέφερε την κοινωνική βάση για το «καθεστώς Δολάριο – Wall Street». Αυτή η αμερικανική στρατηγική προσέφερε στα άλλα καπιταλιστικά κράτη προτάσεις πολιτικής όπως οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Επίσης διαμόρφωσε, επέμενε ο Gowan, ένα ασταθές νομισματικό και χρηματοπιστωτικό καθεστώς και ανοιχτά ερωτήματα ως προς το κατά πόσο αυτές οι πολιτικές είναι «όντως ικανές να σταθεροποιήσουν τους νέους θεσμοποιημένους διακανονισμούς» (Gowan 2004a: 22). Αυτό μπορεί να εξηγήσει την έλλειψη μιας πλήρους υποστήριξης για την αμερικανική στρατηγική ενός «κράτους της αγοράς» από τα ευρωπαϊκά κράτη, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Βρετανίας.

1.3 Οι προκλήσεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο

Όμως η αμερικανική στρατηγική για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία και την εφαρμογή του «καθεστώτος Δολάριο – Wall Street» δεν ήταν ποτέ μια αμιγώς οικονομική στρατηγική. Κύρια είχε να κάνει με τις σχέσεις πολιτικής εξουσίας. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έθεσε για τις ΗΠΑ το πρόβλημα να αναδιαμορφώσουν τη δομή του διεθνούς συστήματος, έτσι ώστε να ανανεωθεί η πρωτοκαθεδρία τους. Για να πετύχουν αυτό το σκοπό έπρεπε να υπονομεύσουν τα δύο αντίπαλα σχέδια που διατυπώθηκαν για τη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη: α) Το σχέδιο για «Μία Ευρώπη» (Gowan 2000: 31) που είχε την υποστήριξη της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας και του Γκορμπατσώφ, αλλά δεν είχε την υποστήριξη του μεγάλου κεφαλαίου (εξαιτίας της συσχέτισής του με μια σοσιαλδημοκρατική αναπτυξιακή στρατηγική) και φυσικά των ΗΠΑ. β) Το σχέδιο για μια «Ευρωπαϊκή Ένωση» ως πλήρως αναπτυγμένη πολιτική οντότητα που θα επεκτεινόταν και στην Ανατολική Ευρώπη, με σκοπό να αντικαταστήσει την αμερικανική ηγεμονία με μια «συμμαχία δύο πυλώνων» (Gowan 2000: 37). Οι ΗΠΑ κατάφεραν να αποφύγουν την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών με μια επιθετική παρέμβαση για την κυρίαρχη παρουσία του ΝΑΤΟ σε όλη την Ευρώπη και υπό αμερικανική ηγεσία. Ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία προσέφερε την ευκαιρία για μια τέτοια επανεπιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, με τις ΗΠΑ να κατορθώνουν να επιβάλλουν την πολιτική τους για την αναγνώριση της Βοσνίας και να εξασφαλίζουν ότι σε σχέση με το πρόβλημα του Κοσόβου θα γινόταν τελικά ένας μεγάλης κλίμακας πόλεμος του ΝΑΤΟ ενάντια στη Σερβία υπό αμερικανική ηγεσία. Ουσιαστικά οι ΗΠΑ «πέτυχαν να παρασύρουν τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη στον πόλεμο του ΝΑΤΟ ενάντια στη Γιουγκοσλαβία» (Gowan 2002: 17). Και πρέπει εδώ να πούμε ότι με την ανάλυσή του αυτή για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, ο Gowan ξεχώρισε ως προς την οξυδέρκειά του και τον τρόπο που υπογράμμισε τη συσχέτιση των εξελίξεων στα Βαλκάνια με τους ανταγωνισμούς για την ηγεμονία μέσα στο διεθνές σύστημα.

Όσο όμως πετυχημένη και εάν ήταν η αμερικανική στρατηγική για την υπονόμευση άλλων σχεδίων, ο Gowan επέμεινε ότι υπήρχαν σημαντικές αντιφάσεις και προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν (Gowan 2004a: 26-29): α) Το πρόβλημα της πολύ μεγαλύτερης κλίμακας που θα έπρεπε να έχει αυτή η πραγματικά παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. β) Το ερώτημα του πώς θα μπορούσαν να παραμείνουν οι λοιπές χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα εξαρτημένες από τις ΗΠΑ. γ) Τη φθορά της δομής «πλήμνη και ακτίνες», που όριζε τις σχέσεις των ΗΠΑ με άλλες χώρες. δ) Το ερώτημα της νομιμοποίησης, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. ε) Την ακριβή φύση της σχέσης με την Ευρώπη. Η κυβέρνηση Μπους προσπάθησε να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα με σκοπό «να κάνει την ασφάλεια όλων των κύριων ευρασιατικών δυνάμεων να εξαρτάται περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες» (Gowan 2004a: 28). Αυτή η στρατηγική νομιμοποιήθηκε μέσα από την υπόθεση ότι το αμερικανικό κράτος και ο αμερικανικός καπιταλισμός θα ηγηθούν στη μεγάλη αποστολή να φέρουν τη δημοκρατία, την ευημερία και τη νεωτερικότητα στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά αυτή η στρατηγική είχε επίσης ανάγκη την πραγματικότητα της «τρομοκρατικής» και «ισλαμικής» απειλής και οι ΗΠΑ έχουν πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα μέσα από την υποστήριξη του Ισραήλ και την κατοχή του Ιράκ. Σύμφωνα με τον Gowan η αμερικανική στρατηγική δεν ήταν η μόνη που διατυπώθηκε. Πίστευε ότι οι ΗΠΑ επίσης βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα διαφορετικό σύνολο αρχών πολιτικής που έθεσαν τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και τα οποία επιζητούσαν μια νέα μορφή ηγεμονίας μέσα από τις δομικές μορφές του νόμου (Gowan 2002: 23). Περιγράφει αυτό το σχέδιο ως «υπερ-ιμπεριαλιστικό» (ultra-imperialist) σε αντίθεση με το «σούπερ-ιμπεριαλιστικό» (super-imperialist) aμερικανικό σχέδιο (Gowan 2002: 25). Γι’ αυτό αντιπαραθέτει την πραγματικότητα της αμερικανικής προσπάθειας για πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα απέναντι σε αυτό που περιγράφει ως «φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό» (Gowan 2001). Το συμπέρασμά του ήταν ότι δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ένα συνεργατικό τρόπο διαχείρισης των παγκόσμιων υποθέσεων ούτε μπορεί να έρθει η διεθνής αρμονία μέσω υπερεθνικών θεσμών.

1.4 Το ζήτημα της αυτοκρατορίας

Σε ένα πιο θεωρητικό επίπεδο ο Gowan εξέτασε το ερώτημα μιας καπιταλιστικής παγκόσμιας αυτοκρατορίας σε έναν ενδιαφέροντα διάλογο με τη Θεωρία των Παγκόμιων Συστημάτων (Gowan 2004). Ο Gowan απέρριπτε τη θέση για την ηγεμονική παρακμή των ΗΠΑ, την οποία εισηγήθηκε ο Arrighi, και επιπλέον απέρριπτε την επιμονή της Θεωρίας Παγκόσμιων Συστημάτων στη θεωρητική αδυνατότητα μιας καπιταλιστικής παγκόσμιας αυτοκρατορίας (Gowan 2004: 484). Σύμφωνα με τον Gowan τα επιχειρήματα ενάντια στη δυνατότητα μιας τέτοιας αυτοκρατορίας στηρίζονται πάνω σε δύο βασικές προκείμενες. Η πρώτη είναι ότι τα κυρίαρχα κράτη και οι παγκόσμιες αυτοκρατορίες είναι αμοιβαία αποκλειόμενες μορφές και η δεύτερη ότι υπάρχει μια δομική ένταση ανάμεσα στους καπιταλιστές και σε ένα αυτοκρατορικό κράτος (Gowan 2004: 487). Σε αντίθεση με αυτά τα επιχειρήματα επιμένει ότι η αυτοκρατορική σχέση δεν είναι απαραίτητα μια νομική μορφή εντολής και συμμόρφωσης: «μια παγκόσμια αυτοκρατορία μπορεί να είναι ένα διακρατικό σύστημα και μια διεθνής πολιτική οικονομία διαμορφωμένη και δομημένη με τρόπους που παράγουν ατζέντες και αποτελέσματα που ενισχύουν το αυτοκρατορικό κράτος» (Gowan 2004: 488). Ακόμη εκτιμά ότι υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις που κάνουν ένα αυτοκρατορικό κράτος ελκυστικό για τις τάξεις των καπιταλιστών στα άλλα κράτη:

α. Το αυτοκρατορικό κράτος παρουσιάζει εαυτόν ως τον υπέρμαχο των πιο ανεξέλεγκτων δικαιωμάτων του κεφαλαίου επί της εργασίας μέσα σε όλα τα κράτη του πυρήνα […]

β. […] Το αυτοκρατορικό κράτος προσφέρει εαυτόν ως ένα εργαλείο για να επεκταθεί η πρόσβαση όλων των κρατών του πυρήνα στην περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια […]

γ. […] το αυτοκρατορικό κράτος προσφέρει ένα πρότυπο καπιταλιστικής οργάνωσης που φέρνει πολύ μεγάλα και προσοδοφόρα οφέλη σε ηγετικές κοινωνικές ομάδες μέσα στα άλλα κράτη του πυρήνα. […]

δ. […] το αυτοκρατορικό κράτος προσφέρει ένα μηχανισμό για τη διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής που αναγνωρίζει σε επαρκή βαθμό τα επιχειρηματικά συμφέροντα που διαπερνούν τον πυρήνα (Gowan 2004: 490.)

Σύμφωνα με τον Gowan (2004: 492-498), οι αμερικανικές επιχειρηματικές και πολιτικές ελίτ επεδίωκαν ένα σχέδιο παγκόσμιας αυτοκρατορίας εδώ και είκοσι χρόνια και προσπάθησαν να παρουσιάσουν τις ΗΠΑ ως την ηγέτιδα δύναμη των παγκόσμιων καπιταλιστικών συμφερόντων με το να ηγούνται της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων, με το να εξασφαλίζουν την επέκταση του κεφαλαίου στην ημι-περιφέρεια και την περιφέρεια, με το να αυξάνουν την αμερικανική διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στις μη αμερικανικές επιχειρήσεις, με το να ανθίστανται στις πιέσεις για μια πιο συνεργατική θεσμοποιημένη μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης, με το να χρησιμοποιούν την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 για να κερδίσουν ευρεία υποστήριξη από τις καπιταλιστικές τάξεις των υπόλοιπων χωρών του καπιταλιστικού πυρήνα. Πολιτικά απέτρεψαν άλλα κράτη του καπιταλιστικού πυρήνα από το να κερδίσουν περιφερειακή γεω-στρατηγική αυτονομία, προσπάθησαν να αποτρέψουν την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση, αν και αυτό το σχέδιο κατά τη γνώμη του ήταν μια δυνατότητα, επεδίωξαν να διατηρήσουν μια πρωτεύουσα διεθνή νομισματική και χρηματοπιστωτική θέση, αν και τόσο η Ιαπωνία όσο και η Δυτική Ευρώπη (μέσω του ευρώ) έχουν κάνει βήματα για να προστατευτούν από την αμερικανική οικονομική διπλωματία, διεκδίκησαν τον στρατηγικό έλεγχο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, αν και τόσο η Ιαπωνία όσο και η Δυτική Ευρώπη έχουν αντισταθεί σε αυτή την τάση. Κατά τον Gowan, εκτός από τις αντιφάσεις που αναφέραμε, η παγκόσμια αυτοκρατορία των ΗΠΑ υποφέρει και από τις αντιφάσεις της αμερικανικής οικονομίας, την τεράστια αύξηση του ιδιωτικού χρέους, την απουσία μηχανισμών σταθερής ανάπτυξης και το γεγονός ότι το αμερικανικό σύστημα της έμφασης στις άμεσες αποδόσεις για τους μετόχους δεν είναι ιδιαίτερα θελκτικό για τις επιχειρηματικές τάξεις στις άλλες χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα. Και καθώς η πρόοδος του αμερικανικού σχεδίου για μια αμερικανική καπιταλιστική παγκόσμια αυτοκρατορία στηρίχτηκε πάνω στις αδυναμίες και την έλλειψη πολιτικού προσανατολισμού των δυνάμεων της εργασίας ύστερα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Gowan πίστευε ότι μια πιθανή αναγέννηση της ισχύος του εργατικού κινήματος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από άλλες δυνάμεις του καπιταλιστικού πυρήνα για να προωθηθεί ένα πρόγραμμα μιας περισσότερο συνεργατικής και θεσμοποιημένης παγκόσμιας κυβέρνησης ενάντια στα μονοπολικά εργαλεία της αμερικανικής διακυβέρνησης που παρέμειναν χωρίς αμφισβήτηση στη δεκαετία του 1990 (Gowan 2004: 499).

1.5 Αντιφάσεις και σύγκρουση στο διεθνές σύστημα

Σε ένα άλλο κείμενό του (Gowan 2005), ο Gowan ασχολήθηκε με το ζήτημα των δομικών πηγών σύγκρουσης ανάμεσα στα κύρια κέντρα του καπιταλιστικού πυρήνα και προσπάθησε να ορίσει μια πιθανή τρίτη θέση που να αντιτίθεται τόσο σε αυτούς που επιμένουν στην απουσία δομικών αντιθέσεων στο εσωτερικό του καπιταλιστικού πυρήνα (θεωρώντας τους Panitch και Gindin ως τους κύριους εκφραστές μιας τέτοιας άποψης), όσο όμως και στις θεωρίες που προσπαθούν να περιγράψουν έναν έντονο αγώνα για την ηγεμονία, όπως συμβαίνει με τον Giovanni Arrighi που έβλεπε μια οξεία κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας. Ο Gowan έκανε μια διάκριση ανάμεσα στις δομικές πηγές της σύγκρουσης και τις διακρατικές αντιπαλότητες και επέμεινε ότι οι δομικές πηγές δεν οδηγούν αναγκαστικά σε εμφανώς πολιτικές διακρατικές αντιπαλότητες. Έθεσε ένα θεωρητικό πλαίσιο για να εξηγήσει γιατί είναι σημαντικό για τους καπιταλιστές να μπορούν να επεκτείνουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες πέρα από τα σύνορα του κράτους τους, κάτι που κάνει δυνατές τις υπερεθνικές διασυνδέσεις ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες σε διαφορετικά κράτη. Όμως, αυτή η διαδικασία δεν είναι αμιγώς οικονομική. Είναι μια πολιτική διαδικασία, καθώς το εσωτερικό καθεστώς κάθε κράτους μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τις πιθανότητες για επέκταση.

Επομένως η φύση των εσωτερικών κοινωνικο-οικονομικών, νομικών και πολιτικών καθεστώτων μέσα στα κράτη βρίσκεται στην καρδιά των καπιταλιστικών διεθνών οικονομικών. Η κερδοφορία των διεθνών οικονομικών λειτουργιών σε έναν καπιταλιστικό κόσμο μπορεί πάντα να ενισχυθεί ή να εξασθενήσει από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών αλλαγών στο εσωτερικό καθεστώς κάθε κράτους. Επομένως, οι καπιταλιστικές τάξεις έχουν ισχυρούς οικονομικούς λόγους να επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν την επίδραση του κράτους τους πάνω στα εσωτερικά καθεστώτα άλλων κρατών. Έτσι η καπιταλιστική οικονομική επέκταση στο εξωτερικό πάντοτε συνδέεται στενά με προσπάθειες να μετασχηματιστούν τα εσωτερικά κοινωνικά και πολιτικά καθεστώτα άλλων κρατών και πάντοτε αφορά και την εξασφάλιση ότι αυτά τα εσωτερικά καθεστώτα συνεχίζουν να προστατεύουν και να διευκολύνουν την επέκταση της ιδιοκτησίας των κεφαλαίων της χώρας προέλευσης. Αυτά είναι πάντοτε λίγο πολύ πολιτικά ερωτήματα, ερωτήματα πολιτικής εξουσίας (Gowan 2005: 3).

Κατά τον Gowan ήταν πάνω σε αυτή τη βάση που συγκεκριμένα κράτη έχουν προσπαθήσει στην πρόσφατη ιστορία να κατοχυρώσουν την κυριαρχία τους πάνω στα εσωτερικά καθεστώτα άλλων κρατών, με τρόπους βολικούς για τα δικά τους κεφάλαια, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να παρουσιάσουν αυτήν την κίνησή τους ως ηγεσία σε μια κοινότητα με μια κοινή ταυτότητα που πρέπει να αγωνιστεί ενάντια σε έναν κοινό εχθρό. Με αυτή την έννοια οι οικονομικές και οι πολιτικές πλευρές της διεθνοποίησης του κεφαλαίου αλληλοσυνδέονται.

Στη βάση αυτού του γενικού πλαισίου ο Gowan προχώρησε στο να εντοπίσει δύο δομικές αιτίες σύγκρουσης στον καπιταλιστικό πυρήνα. Η πρώτη αφορά τις δυναμικές του βιομηχανικού ανταγωνισμού. Τονίζει τη σημασία της απόδοσης κλίμακας και τους τρόπους που αυτή οδηγεί σε συγκρούσεις ανάμεσα σε κράτη που μπορούν να έχουν μεγάλες οικονομίες κλίμακας και εκείνα που προσπαθούν να αντιδράσουν σε αυτά. «Είναι απλώς εσφαλμένο να υποστηρίζεται ότι οι μεμονωμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν χάσει τις εθνικές τους ταυτότητες. Αντίθετα, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικές μορφές υποστήριξης στις χώρες προέλευσής τους» (Gowan 2005: 10). Με αυτό τον τρόπο περιέγραψε πώς η Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία έπρεπε να βρουν τρόπους να αντιμετωπίσουν την κλίμακα της αμερικανικής βιομηχανίας για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν με την αμερικανική ηγεσία στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η Δυτική Γερμανία έβλεπε την ΕΟΚ ως μια περιφερειακή βάση για τη γερμανική βιομηχανία. Η Ιαπωνία επικέντρωσε πόρους σε κέντρα υψηλής τεχνολογίας. Σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύουν οι θεωρίες της παγκοσμιοποίησης «η επέκταση της ιδιοκτησίας των κύριων κέντρων του καπιταλισμού είναι σε μεγάλο βαθμό οργανωμένη κατά περιφέρειες» (Gowan 2005: 15). Ο Gowan πίστευε ότι μπορούμε να μιλάμε για όρους ενός νέου μερκαντιλισμού στα κέντρα του καπιταλιστικού πυρήνα και αναφέρει τις πολιτικές ντάμπινγκ, τη νομοθεσία ενάντια στα τραστ, τις συμφωνίες Ελευθέρου Εμπορίου και αυτό που ορίζει ως «μερκαντιλισμό υψηλής τεχνολογίας» (Gowan 2005: 19), για παράδειγμα σε τομείς όπως οι υπεραγωγοί και η παραγωγή επιβατικών αεροσκαφών. Ακόμη πίστευε ότι εξαιτίας της βιομηχανικής αντιπαλότητας σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, οι ΗΠΑ δεν είναι πια βιομηχανικά ηγεμονικές (Gowan 2005: 23). Το αποτέλεσμα ήταν μια προσπάθεια από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία να αλλάξουν τους θεσμικούς γνώμονες του καπιταλισμού με σκοπό να ενισχύσουν την ισχύ των καπιταλιστών του χρήματος και να επεκτείνουν αυτό το εσωτερικό θεσμικό και εταιρικό καθεστώς διοίκησης σε όλα τα κέντρα του καπιταλιστικού πυρήνα, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει την αμερικανική ώθηση προς τη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση. Η δεύτερη αιτία δομικής σύγκρουσης βρίσκεται στις αντιθέσεις στις διεθνείς νομισματικές σχέσεις μετά την κατάρρευση του συστήματος των συμφωνιών του Bretton Woods και τον τρόπο που οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει την τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών με στόχο να διατηρήσουν την κυριαρχία του δολαρίου.

Οι ΗΠΑ πέτυχαν την πρωτοκαθεδρία τους επειδή μπορούσαν να κάνουν όλα τα άλλα καπιταλιστικά κράτη να εξαρτώνται από αυτές για την ασφάλειά τους απέναντι στο σοβιετικό μπλοκ. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ περιόρισε την εξάρτηση ως προς την ασφάλεια των Δυτικοευρωπαίων και κατέστρεψε την «αντιπαράθεση “Ελεύθερος Κόσμος – Σοβιετικός Ολοκληρωτισμός” που γέννησε τις πολιτικές άξιες που όρισαν την αμερικανική πολιτική ζωή» (Gowan 2005: 30). Ως αποτέλεσμα, διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να βρουν τρόπους να δημιουργήσουν και πάλι συνθήκες αμοιβαίας εξάρτησης όλων των μεγάλων δυνάμεων απέναντι στις ΗΠΑ και αυτό μπορεί να εξηγήσει την έμφαση της κυβέρνησης Μπους στη «διεθνή τρομοκρατία», τα «κράτη-παρίες» και τα όπλα μαζικής καταστροφής. Πάνω σε αυτή τη βάση ο Gowan όρισε ως εξής τα δομικά αίτια για πολιτικές συγκρούσεις: Από τη μια οι ΗΠΑ προσπαθούν να δημιουργήσουν συνθήκες αυτού που ορίζει ως «Αμερικανική Παγκόσμια Διακυβέρνηση» (Gowan 2005: 31), η οποία θα νομιμοποιούνταν μέσα από έναν αναμορφωμένο ΟΗΕ και ηγεμονικές πολιτικές συμμαχίες. Από την άλλη «η Γαλλία και η Γερμανία ακόμη προσπαθούν να οικοδομήσουν μια ημι-αυτόνομη πολιτική κοινότητα με κοινές πολιτικές αξίες υπό την ηγεσία τους σε μια ευρωπαϊστική βάση αλλά με μια δήλωση προθέσεων καθολικού – κοσμοπολίτικου χαρακτήρα […] Η ηγεσία της αμερικανικής πολιτικής τάξης προσπαθεί να αντισταθεί σε αυτό και να αποκαταστήσει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ» (Gowan 2005: 31).

Παρόμοια επιχειρήματα μπορεί να βρει κανείς στην απάντηση του Gowan (2005a) σε άρθρα που παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Critical Asian Studies (Palat 2005, Berger and Weber 2005, Nordhaug 2005, Prashad 2005, Vicziani 2005) και τα οποία άσκησαν κριτική σε πλευρές των τοποθετήσεών του. Το πρώτο επιχείρημα αφορά την προσοχή που δόθηκε στο ρόλο των οικονομικών της Ανατολικής Ασίας και τα χρηματοοικονομικά συστήματά τους. Ο Gowan παραδέχτηκε ότι είχε υποτιμήσει τη σημασία τους, αλλά επιμένει ότι δεν συνιστούν «μια δομική μετατόπιση ισχύος στη διεθνή οικονομία» (Gowan 2005a: 416). Το δεύτερο επιχείρημα αφορά τις κριτικές περί ευρωκεντρισμού και ατλαντισμού στη θεωρητική προοπτική. Το αντεπιχείρημα του Gowan είναι ότι το διακύβευμα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι οι ΗΠΑ να εξασφαλίσουν την ηγεσία τους σε μια παγκόσμια κοινότητα καπιταλισμών και αυτό εξηγεί γιατί θεωρεί ότι η σχέση των ΗΠΑ με την Ευρώπη και την Ιαπωνία διατηρεί μια αναλυτική προτεραιότητα.

Το πρόβλημα επομένως για τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι να είναι το πιο ισχυρό κράτος στον κόσμο στο πλαίσιο κάποιου συνόλου δυνάμεων που άλλες είναι σε άνοδο και άλλες σε παρακμή. Το πρόβλημα είναι να οικοδομήσουν μια παγκόσμια κοινότητα καπιταλισμών στις οποίες να ηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι να ανασχηματίσουν τις σχέσεις ανάμεσα σε κράτη και καπιταλισμούς με έναν τρόπο που να επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες να κυβερνήσουν το παγκόσμιο σύστημα με ένα μόνιμο και μακροπρόθεσμο τρόπο που θα επέτρεπε στον καπιταλισμό να ανθήσει (Gowan 2005a: 418).

Όμως, η απάντηση του Gowan κυρίως επικεντρώθηκε στην κριτική του απέναντι στις θεωρίες της παγκοσμιοποίησης. Επέμεινε ότι υπάρχουν δομικές αντιθέσεις ανάμεσα στην υπερεθνική ολοκλήρωση και τον πολιτικό κατακερματισμό και δεν έχει υπάρξει κάποια μορφή υπέρβασης του διακρατικού συστήματος. Το επιχείρημά του ήταν τριπλό: Πρώτον, ο «κόσμος παραμένει δομικά οικονομικά κατακερματισμένος σε ένα σύνολο πολιτικοποιημένων νομισματικών ζωνών» (Gowan 2005a: 422), κάτι που σημαίνει ότι η σημασία του κράτους κάθε άλλο παρά εξέλειψε. Δεύτερον, η σημασία των οικονομιών κλίμακας στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας επιβάλλει στις ηγετικές καπιταλιστικές χώρες να αναζητούν ισχυρή υποστήριξη από τα κράτη και άρα ο ρόλος των τελευταίων κάθε άλλο παρά εξαντλείται. Τέλος, επέμεινε ότι η τάση προς τη χωρίς εμπόδια κίνηση του χρηματικού κεφαλαίου δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως η έλευση της παγκοσμιοποίησης, αλλά – λαμβάνοντας υπόψη ότι την ίδια περίοδο η Ιαπωνία και η Γερμανία ανέπτυξαν μορφές εταιρικής διοίκησης που τους επέτρεψαν να ανταγωνιστούν με τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ – ως μια σύνθετη μορφή «βιομηχανικής αντιπαλότητας μέσω χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων» (Gowan 2005a: 429).

1.6 Η τρέχουσα οικονομική κρίση και το «Νέο Σύστημα της Wall Street».

Η τελευταία σημαντική θεωρητική συνεισφορά του Gowan ήταν μια θεωρητική προσέγγιση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης (Gowan 2009). Το βασικό επιχείρημα του Gowan είναι ότι η τρέχουσα κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα μιας φούσκας στην πραγματική οικονομία, αλλά πηγάζει από το δομικό μετασχηματισμό του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ανάδυση ενός «Νέου Συστήματος της Wall Street» (Gowan 2009: 6). Αυτό το αποδίδει σε ένα σύνολο αλλαγών στον αμερικανικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως είναι η μεταστροφή των συναλλαγών των επενδυτικών τραπεζών προς τις κερδοσκοπικές συναλλαγές πάνω σε δικαιώματα ιδιοκτησίας και τις διάφορες μορφές κερδοσκοπικού αρμπιτράζ, που δημιούργησε μια ολόκληρη χρηματοπιστωτική στρατηγική του να «διογκώνουν φούσκες, να τις σπάνε και να διαχειρίζονται τις επιπτώσεις με το να διογκώνουν μερικές ακόμη» (Gowan 2009: 10). Αυτή η στρατηγική απαιτούσε μεγαλύτερη παρά ποτέ κλίμακα χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και οδήγησε τις τράπεζες της Wall Steet να επεκτείνουν το δανεισμό τους στο όριο της μόχλευσής τους. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στη δημιουργία ενός σκιώδους τραπεζικού τομέα με τη μορφή «νέων, πλήρως απορρυθμισμένων τραπεζών, πάνω από όλα τα κεφάλαια αντιστάθμισης (hedge funds)» (Gowan 2009: 13), κάτι που με τη σειρά του οδήγησε στην αυξημένη σημασία των νέων μορφών πιστωτικών παραγώγων. Αυτή η χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική δεν βασιζόταν μόνο στη Wall Street. Κατά τον Gowan το Λονδίνο γινόταν όλο και περισσότερο σημαντικό ως ένας ακόμη πιο απορρυθμισμένος κόμβος χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Η φούσκα που πυροδότησε την τρέχουσα κρίση γεννήθηκε «όχι στην αγορά ακινήτων αλλά στο ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα» (Gowan 2009: 18). Η άρνηση των παρόχων κεφαλαίων να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την κερδοσκοπική συσσώρευση χρέους έφερε στο προσκήνιο τις αντιφάσεις στην καρδιά του Νέου Συστήματος της Wall Street. Γι’ αυτό και ο Gowan ήταν πολύ κριτικός απέναντι στην τάση, ιδιαίτερα σε σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους, να αποδίδεται η κρίση στις ιδεολογίες της ελεύθερης αγοράς ή του «laissez-faire». Ο Gowan πίστευε ότι εάν και αυτές οι ιδεολογίες όντως είχαν ένα ρόλο νομιμοποίησης, ούτε ο Άλαν Γκρήνσπαν ούτε οι επικεφαλής των μεγάλων τραπεζών είχαν εμπιστοσύνη στη διαφάνεια ή την αποδοτικότητα των αγορών. Αντίθετα, αποδέχονταν τον κίνδυνο των φουσκών και της περίπτωσης αυτές να σπάσουν και είχαν επίγνωση της πιθανότητας να υπάρχουν εκτεταμένες αρνητικές τάσεις στις αγορές, αλλά επέμειναν αφενός στην πιθανότητα της απορρύθμισης για να μπορούν να μεγιστοποιούν τα έσοδα ανάμεσα στις αλλεπάλληλες φούσκες που θα έσκαγαν, αφετέρου στην ικανότητα του κράτους να μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες (Gowan 2009: 21).

Ο Gowan πίστευε ότι αυτή η κρίση καθιστά επιτακτική την ανάγκη μιας συζήτησης πάνω στο τι είδους χρηματοπιστωτικό σύστημα χρειαζόμαστε. Επέμεινε ότι «η δημόσια ιδιοκτησία του πιστωτικού και τραπεζικού συστήματος είναι ορθολογική και μάλιστα αναγκαία μαζί με το δημοκρατικό έλεγχο» (Gowan 2009: 22) σε αντίθεση προς την αυτοεπέκταση του χρηματικού κεφαλαίου που βρίσκεται στον πυρήνα του ιδιωτικού καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επέμεινε επίσης ότι για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την εγγενή τους αστάθεια αυτά τα συστήματα θα πρέπει να «έχουν την εγγύηση και τον έλεγχο δημόσιων αρχών» (Gowan 2009: 23) και ότι εδώ διατηρείται πλήρως και η σημασία των εθνών-κρατών. Αντίθετα, αυτό που έχει οριστεί ως «οικονομική παγκοσμιοποίηση» αποσκοπεί στο να αποστερήσει τα κράτη από αυτή τη δυνατότητα.

Αλλά το κύριο εμπόδιο σε αυτήν την κατεύθυνση έχει να κάνει με τους τρόπους που το «Νέο Σύστημα της Wall Street» πέτυχε την ηγεμονία του μέσα στην οικονομία των ΗΠΑ. Ο Gowan πιστεύει ότι οι κύριοι λόγοι ήταν η αποτυχία της προσπάθειας να αναζωογονήσουν την αμερικανική βιομηχανία σε αντίθεση με την αυξανόμενη κερδοφορία του χρηματοοικονομικού τομέα και την ικανότητά του να παρέχει πιστωτική επέκταση για να τονώνει την καταναλωτική ζήτηση και να υποστηρίζει την ανάκαμψη των ΗΠΑ μετά το 1995 και κατά συνέπεια την ηγετική θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία, παρά το γεγονός ότι στηριζόταν πάνω στο χρέος και σε προβολές μελλοντικής ανάπτυξης και όχι πάνω σε αυξήσεις στην πραγματική προστιθέμενη αξία.

Το συμπέρασμα του Gowan είναι ότι αυτή η κρίση θα έχει σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες. Θα ενισχύσει τις «σχέσεις δανεισμού ανάμεσα στον Ατλαντικό κόσμο και τον παραδοσιακό Νότο στη Λατινική Αμερική» (Gowan 2009: 27). Θα οδηγήσει σε περισσότερο ανοιχτή συζήτηση του «μοντέλου δημόσιας εταιρείας κοινής ωφέλειας» για τον χρηματοοικονομικό τομέα. Θα ενισχύσει τη σημασία των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας και ειδικά της Κίνας στις παγκόσμιες μακροοικονομικές τάσεις. Για τον Gowan, αν και η τρέχουσα επικέντρωση της Κίνας στην εσωτερική ανάπτυξη προφυλάσσει προσωρινά τις ΗΠΑ από μια άμεση απειλή, μακροπρόθεσμα οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν τις αντιφάσεις της ηγετικής αστικής τάξης τους:

[Ε]ίναι τέτοια η κοινωνική και πολιτική ισχύς της Wall Street και η αδυναμία των κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να πιέσουν για μια βιομηχανική αναγέννηση εκεί, που φαίνεται ως πιο πιθανό ότι η αμερικανική καπιταλιστική τάξη θα χάσει την ευκαιρία. Εάν συμβεί αυτό, θα απολαύσει άλλον έναν κύκλο αύξησης του ΑΕΠ τροφοδοτούμενης από το χρέος, χρηματοδοτημένης από την Κίνα και άλλους, την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ γίνονται όλο και λιγότερο κεντρικές στην παγκόσμια οικονομία, ακόμη λιγότερο ικανές να διαμορφώσουν τους κανόνες της και ολοένα και περισσότερο εμπλεκόμενες σε μια μακροχρόνια δανειακή υποταγή στο πλέγμα της Ανατολικής Ασίας (Gowan 2009: 29).

2. Κριτική αποτίμηση της συνεισφοράς του Gowan

στη θεωρία του ιμπεριαλισμού

2.1 Οι αρετές της θεωρητικής παρέμβασης του Gowan

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Gowan συνιστά μια από τις πιο σημαντικές πρόσφατες μαρξιστικές συνεισφορές στη θεωρητική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων και συγκρούσεων. Είναι πολύ σημαντικό ότι από την αρχή απομακρύνθηκε από τις θεωρίες ενός χωρίς σύνορα υπερεθνικού καπιταλισμού και αρνήθηκε θεωρητικά τη δυνατότητα μιας υπερεθνικής τάξης καπιταλιστών χωρίς δεσμούς με κάποιο συγκεκριμένο κράτος. Αυτό τον βοήθησε να διαμορφώσει στοιχεία μιας θεωρίας για το πώς τα εθνικά κράτη προωθούν τα ταξικά συμφέροντα των καπιταλιστών τους και πέρα από τα εδαφικά τους σύνορα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί μόνο πάνω σε μια τέτοια θεωρητική βάση εκτιμούμε ότι είναι πιθανό να αρθρωθεί μια θεωρία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Αυτή η απόρριψη των απλουστεύσεων των θεωριών της παγκοσμιοποίησης, σε μια εποχή που αυτές αντιμετωπίζονταν ως θεωρητική ορθοδοξία, βοήθησε τον Gowan να διατυπώσει μια θεωρία της αμερικανικής προσπάθειας για παγκόσμια πρωτοκαθεδρία πολύ πριν την 11η Σεπτεμβρίου και την εκ νέου «ανακάλυψη» των αμερικανικών τάσεων για «μονομερή» δράση. Ακόμη παρείχε μια αρκετά πειστική παράθεση των ταξικών δυνάμεων και συμφερόντων πίσω από την αμερικανική πολιτική με τη μορφή του «Καθεστώτος Δολαρίου – Wall Street» και απέδειξε το σφάλμα οποιασδήποτε προσπάθειας να θεωρητικοποιηθεί μια πιθανή αμερικανική παρακμή κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Την ίδια στιγμή, η εκτίμησή του για την τρέχουσα οικονομική κρίση προσφέρει μια οξυδερκή ανάλυση των δομικών αντιφάσεων στην καρδιά της αμερικανικής συνάρθρωσης πολιτικών και χρηματοπιστωτικών στρατηγικών. Η περιγραφή του για την αμερικανική πολιτική στη δεκαετία του 1990 ως μια προσπάθεια για την παγκόσμια κυριαρχία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη γιατί παρέχει μια πειστική απάντηση σε όσους προσπάθησαν να αντιπαραθέσουν τις πολιτικές των κυβερνήσεων Μπους στις υποτιθέμενα περισσότερο ανθρωπιστικές και με περισσότερο «παγκόσμια» οπτική πολιτικές των κυβερνήσεων Κλίντον. Σημαντική είναι και η ανάλυση που κάνει για την αμερικανική πολιτική απέναντι στην Γιουγκοσλαβία ως μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η αμερικανική πρωτοκαθεδρία και να υπονομευτούν πιθανές αμφισβητήσεις προς αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο η τοποθέτησή του αποτελεί έμπρακτη άρνηση του ιδεολογικού μύθου περί του «ανθρωπιστικού» χαρακτήρα των δυτικών επεμβάσεων στα Βαλκάνια. Πιστεύουμε, επίσης, ότι ο τρόπος με τον οποίο όρισε τις διαφορετικές στρατηγικές στο διεθνές πεδίο με τη μορφή μιας αντίθεσης ανάμεσα στην αμερικανική περισσότερο αυτοκρατορική στάση και την ευρωπαϊκή επιθυμία για μια περισσότερο «συνεργατική» διαχείριση των παγκόσμιων υποθέσεων, επιτρέπει, παρά τη σχηματικότητά της, να στοχαστούμε πλευρές των αντιφάσεων που σήμερα διαπερνούν τον καπιταλιστικό πυρήνα. Και επίσης έχει σημασία ότι στήριξε αυτή την εκτίμηση σε μια ανάλυση των διαφορετικών ταξικών συμφερόντων και των στρατηγικών συσσώρευσης που εκφράζουν διαφορετικές διεθνείς πολιτικές. Θεωρούμε πολύ σημαντική και την επιμονή του στις δομικές αιτίες σύγκρουσης μέσα στον καπιταλιστικό πυρήνα, επειδή εκτιμούμε ότι παρέχει τη βάση για την απόρριψη των σύγχρονων παραλλαγών της θεωρίας του υπεριμπεριαλισμού. Είναι ακριβώς αυτή η έμφαση στην κεντρικότητα της σύγκρουσης που θεμελιώνει την ορθή απόρριψη της πιθανότητας περισσότερο «συνεργατικών» τρόπων διαχείρισης των διεθνών σχέσεων μέσω μορφών υπερεθνικής διακυβέρνησης.

2.2 Σημεία κριτικής

Τα παραπάνω δεν αναιρούν ωστόσο και την ύπαρξη σημαντικών σημείων στα οποία μπορεί κανείς να ασκήσει κριτική στον Gowan.

2.1.1 Το ανοιχτό ερώτημα μιας θεωρίας του ιμπεριαλισμού

Σε ένα περισσότερο θεωρητικό επίπεδο η βασική κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς στην τοποθέτηση του Gowan είναι η έλλειψη μιας συνεκτικής θεωρητικοποίησης των φαινομένων με τα οποία ασχολείται. Κατά τη δική μας γνώμη, μία από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει οποιαδήποτε θεωρία του ιμπεριαλισμού είναι να αποφύγει να καταλήξει στον γεωπολιτικό ρεαλισμό2, που υπήρξε άλλωστε και η ηγεμονική θεωρητική παράδοση στο χώρο των διεθνών σχέσεων. Η ορθή παραδοχή της σημασίας του πολιτικού στοιχείου στις διακρατικές σχέσεις και η αποδοχή μιας γενικής έννοιας «εθνικού συμφέροντος», εάν δεν συνδυαστεί με το θεωρητικό οπλοστάσιο της μαρξιστικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας και της θεωρητικοποίησης του ταξικού χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια παραδοσιακή περιγραφή των ισορροπιών ισχύος και των κρατών ως αυτόνομων υποκειμένων. Απέναντι σε αυτό προφανώς και δεν χρειάζεται η εγκατάλειψη της σημασίας των κρατών, ούτε της σχετικής αυτονομίας του πολιτικού και συνακόλουθα μιας θεώρησης της συνάρθρωσης της οικονομίας και της πολιτικής εξουσίας στο διεθνές πεδίο. Αυτό που απαιτείται είναι η προβληματοποίηση της ίδιας της έννοιας της πολιτικής εξουσίας. Η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απλή ικανότητα επιβολής, αλλά ως η σύνθετη έκφραση του αντικειμενικού ταξικού συμφέροντος, ως πολιτική στρατηγική, μορφή διακυβέρνησης, ιδεολογική πρακτική, ικανότητα συμμαχιών, εν γένει ως ηγεμονία.3 Οι μονοδιάστατες θεωρίες του ιμπεριαλισμού τείνουν να υποτιμούν αυτήν ακριβώς την αλληλοδιαπλοκή (ή διαλεκτική) ανάμεσα στο οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Οι θεωρίες που δίνουν έμφαση στο οικονομικό τείνουν να υποτιμούν τη σημασία των πολιτικών ανταγωνισμών και τείνουν πιο εύκολα να αποδεχτούν την ανάδυση ενός παγκόσμιου κοινωνικού σχηματισμού. Οι θεωρίες που δίνουν έμφαση στο πολιτικό συχνά αποτυγχάνουν να εξηγήσουν τη σχέση των διεθνών πολιτικών στρατηγικών με τη συγκυρία της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Στη βάση των παραπάνω πρέπει να πούμε ότι όσο σημαντικές και οξυδερκείς κι αν είναι οι πολιτικές και αναλυτικές επισημάνσεις του Gowan, ο αναγνώστης μένει συχνά με την εντύπωση ότι διάβασε μια αριστερή ή μαρξιστική παραλλαγή ενός συνδυασμού ανάμεσα σε μια κλασική ανάλυση διεθνών σχέσεων και μια αντίστοιχη προσέγγιση της διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Αυτό, για να είμαστε δίκαιοι, είναι ένα πρόβλημα όχι μόνο στο έργο του Gowan αλλά και σε αρκετούς από τους θεωρητικούς του «νέου ιμπεριαλισμού» που τείνουν να συνδυάζουν μια ανάλυση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας με μια λίγο-πολύ ρεαλιστική4 έννοια του εθνικού συμφέροντος και των πολιτικών της ισορροπίας δυνάμεων. Χαρακτηριστική και η αναφορά του Alex Callinicos στην ανάγκη για ένα συνδυασμό ανάμεσα στη γεωπολιτική προσέγγιση και τη μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας (Callinicos 2005). Χωρίς αμφιβολία ο γεωπολιτικός ρεαλισμός συχνά αποτελεί ανάσα αντικειμενικής προσέγγισης του διεθνούς πεδίου συγκρινόμενος με τον τρέχοντα γεωπολιτικό ιδεαλισμό των θεωριών της αναδυόμενης κοσμοπολιτικής δημοκρατίας ή της παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών, αλλά δεν παύει να αποτελεί υποχώρηση συγκρινόμενος με μια μαρξιστική θεωρία του ταξικού χαρακτήρα των πολιτικών πρακτικών, στρατηγικών και εξουσιών. Όπως έχει δείξει και ο Gonzalo Pozo-Martin (Pozo-Martin 2006∙ 2007), το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς στην ελλιπή θεωρητικοποίηση του καπιταλιστικού κράτους και της άρθρωσης του οικονομικού και του πολιτικού που παρέχει την κοινωνική υλική βάση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.

Οι κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού5 είχαν τουλάχιστον ένα θεωρητικό πλεονέκτημα. Αποτελούσαν μια προσπάθεια για μια πλήρη και σε βάθος θεωρητικοποίηση του διεθνούς συστήματος τόσο στο μακροεπίπεδο όσο και στο μικροεπίπεδο, συνδυάζοντας έτσι μια θεωρία του σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού, μια θεωρία της μορφής του κράτους και μια θεωρία των κοινωνικών σχέσεων και στρατηγικών που αυτά εκφράζουν. Κάνοντας αυτό επαναστατικοποιούσαν τη θεωρητικοποίηση των διεθνών σχέσεων, ακριβώς γιατί προσπαθούσαν να υπερβούν τη διαίρεση εξωτερικό/εσωτερικό και επικεντρώνονταν στους τρόπους με τους οποίους η ταξική πάλη – σε τελική ανάλυση – καθορίζει τόσο τις τάσεις στο κοινωνικό επίπεδο όσο όμως και τις διεθνείς συγκρούσεις. Η περιγραφή του ιμπεριαλισμού όχι ως ενός συμπτώματος της αντιπαράθεσης των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά ως ενός σταδίου στην ιστορία του καπιταλισμού ως τρόπου παραγωγής, είχε ακριβώς αυτό το θεωρητικό κέρδος, ακόμη και εάν σήμερα κανείς πρέπει να εγκαταλείψει αρκετές από τις βασικές θέσεις των παραδοσιακών θεωριών του ιμπεριαλισμού ως μονοπωλιακού καπιταλισμού. Σημαντική, στην ίδια προοπτική θα είναι και η εκ νέου ανάγνωση εκείνων των προσπαθειών που στη δεκαετία του 1970 προσπάθησαν να ξαναδιαβάσουν τη θεωρία του ιμπεριαλισμού μέσα από τα προχωρήματα που είχαν γίνει στη μαρξιστική θεωρία του κράτους, ιδίως σε σχέση με το έργο του Νίκου Πουλαντζά (Poulantzas 1973∙ 1974∙ 1975∙ 1978).

Αυτό που κατά τη γνώμη μας απαιτείται σήμερα είναι μια συλλογική θεωρητική προσπάθεια να συναρθρωθούν μέσα στο πλαίσιο ανάλυσης οι παραγωγικές σχέσεις, οι τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, οι τρέχουσες μορφές ταξικής διαστρωμάτωσης και οι ταξικές συμμαχίες, οι μορφές του κράτους, οι ειδικές μορφές διεθνοποίησης του κεφαλαίου και οι τρέχουσες ιμπεριαλιστικές πρακτικές σε ένα συνεκτικό θεωρητικό σώμα που θα μπορούσε να παράγει τη θεωρία του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού της εποχής μας.6

2.2.3 Ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου

Το δεύτερο σημείο κριτικής αφορά το ερώτημα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της ταξικής στρατηγικής που αυτό εκφράζει. Ενώ δεν διαφωνούμε ως προς τη σημασία του μέσα στην αμερικανική ταξική δομή7 και το ρόλο που παίζει σε όλη τη διαδικασία της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, στοιχεία που έχουν εντοπίσει και άλλοι συγγραφείς μέσα στη μαρξιστική παράδοση, νομίζουμε ότι αν το αντιμετωπίζουμε υπό την οπτική των εισοδηματιών ή των ραντιέρηδων δεν εντοπίζουμε την ουσία του. Η διάκριση ανάμεσα στον θετικό κοινωνικό ρόλο του παραγωγικού κεφαλαίου και στους «αντιπαραγωγικούς» ραντιέρηδες έχει μια μακρά ιστορία όχι μόνο ανάμεσα στους μαρξιστές αλλά και ανάμεσα στους αστούς θεωρητικούς και σχολιαστές. Ωστόσο, αυτή η κανονιστική διάκριση στηρίζεται σε μια ελλιπή θεωρητικοποίηση του ρόλου του χρηματικού κεφαλαίου. Εάν θεωρήσουμε το χρήμα ως μια έκφραση της αξιακής μορφής, ως μια αφηρημένη αποκρυστάλλωση του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης, τότε μπορούμε να στοχαστούμε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο όχι με όρους κερδοσκοπίας και βραχυπρόθεσμου κέρδους αλλά ως μια επιθετική έκφραση της τάσης του κεφαλαίου προς την αυτοαξιοποίηση, δηλαδή προς την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας (Μηλιός, Δημούλης και Οικονομάκης 2005). Με αυτή την έννοια, η όποια πρωτοκαθεδρία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην τρέχουσα διεθνοποίηση του κεφαλαίου ήταν κρίσιμη για την επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και για την τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Είναι αλήθεια ότι οι αμερικανικές εκδοχές διοίκησης των επιχειρήσεων με όλη την έμφαση να δίνεται στην άμεση απόδοση για τους μετόχους και στα βραχυπρόθεσμα κέρδη, διαφέρουν από την ευρωπαϊκή τάση για μεγαλύτερη έμφαση στη μακροπρόθεσμη απόδοση των επενδύσεων. Όμως, το ότι δεν έχουμε δει μια πλήρη μεταστροφή προς ένα πρότυπο διοίκησης ανάλογο με το αμερικανικό έχει να κάνει περισσότερο με τη σχετικά μεγαλύτερη ιστορική ισχύ των ευρωπαϊκών εργατικών κινημάτων, αν και οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης τείνουν να επιταχύνουν την «αμερικανοποίηση» των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας.

Θα ήταν λάθος να πούμε ότι όλη η Ευρώπη υπήρξε αντίθετη προς την επιθετική δράση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ή προς τις ταξικές στρατηγικές που αυτή συμπυκνώνει. Αντίθετα, η εμμονή σε μια πολιτική φτηνής εργασίας, ελαστικοποίησης του εργασιακού συμβολαίου, περιορισμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ιδιωτικοποιήσεων, απελευθέρωσης των αγορών και των κινήσεων κεφαλαίου, αποτελεί κομβική πλευρά των στρατηγικών των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.

2.2.4 Για τη σχέση ΗΠΑ και ΕΕ

Διαφωνούμε επίσης με πλευρές της εκτίμησης που κάνει ο Gowan σχετικά με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση στις ίδιες της ΗΠΑ. Αν και είναι γεγονός ότι δεν εκπληρώθηκαν όλες οι προσδοκίες που γεννήθηκαν από την ανάκαμψη της δεκαετίας του 1990, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι υπήρξαν πραγματικές αυξήσεις της παραγωγικότητας στην οικονομία των ΗΠΑ, κύρια μέσα από οργανωτικές και τεχνολογικές καινοτομίες και την επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων που είχαν ως συνέπεια οι ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγετική θέση ως προς την παραγωγικότητα, ειδικά έναντι των σχηματισμών της ΕΕ.

Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να δει κανείς ότι η υιοθέτηση από τους σχηματισμούς της ΕΕ το 2000 της λεγόμενης «Στρατηγικής της Λισαβόνας» με στόχο η ΕΕ να μπορέσει να ξεπεράσει σε επίπεδο τεχνολογίας και παραγωγικότητας τις ΗΠΑ, στην πραγματικότητα ακολουθήθηκε από μια σχετική υποχώρηση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Υπενθυμίζουμε ότι η «Στρατηγική της Λισαβόνας» αποσκοπούσε να κάνει την ΕΕ «την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο, ικανή για οικονομική ανάπτυξη με καλύτερες θέσεις απασχόλησης και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή» (αναφέρεται σε Blanke και Lopez-Glaros 2004: 1). Περιλάμβανε οκτώ συγκεκριμένους στόχους: α) Να δημιουργηθεί μια κοινωνία της πληροφορίας για όλους, β) να αναπτυχθεί ένας ευρωπαϊκός χώρος καινοτομίας, έρευνας και ανάπτυξης, γ) να απελευθερωθούν οι αγορές, δ) να αναπτυχθούν οι βιομηχανίες των δικτύων επικοινωνίας, ε) να δημιουργηθούν αποδοτικές και ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, στ) να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, ζ) να αυξηθεί η κοινωνική συνοχή, η) να ενισχυθεί η αειφόρος ανάπτυξη.

Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας να διεκδικήσουν οι ευρωπαϊκοί σχηματισμοί την πρωτοκαθεδρία ως προς την παραγωγικότητα και την τεχνολογική καινοτομία; Για να απαντήσουμε σε αυτό ας χρησιμοποιήσουμε τις αποτιμήσεις που κάνει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, το οποίο κάθε χρόνο αποτιμά τις επιδόσεις σε σχέση με την επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας (βλ. Πίνακας 1)

Πίνακας 1H βαθμολογία της Λισαβόνας: Συγκρίνοντας την ΕΕ και τις ΗΠΑ(2008)
ΗΠΑ ΕΕ(27)
Μια κοινωνία της πληροφορίας για όλους 5.73 4.53
Καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη 6.07 4.18
Απελευθέρωση αγορών 5.23 4.90
Βιομηχανίες Δικτύων 5.92 5.32
Αποδοτικές και ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες 5.97 5.41
Επιχειρηματικό περιβάλλον 5.27 4.71
Κοινωνική συνοχή 4.86 4.66
Αειφόρος ανάπτυξη 4.50 4.11
Συνολική βαθμολογία της Λισαβόνας 5.44 4.73
Πηγή: World Economic Forum 2008, σ. 10

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι τουλάχιστον μέχρι το ξεδίπλωμα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης η ΕΕ εξακολουθούσε να έχει χειρότερες επιδόσεις σε σχέση με τις ΗΠΑ σε κρίσιμα σημεία. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούμε να αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά στοιχεία. Παρότι όντως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 οι ΗΠΑ είχαν μικρότερους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας σε σχέση με την ΕΕ και την Ιαπωνία (μέση ετήσια άνοδος κατά 0,6% στα χρόνια 1986-1990 ενώ η ΕΕ είχε 1,5% και η Ιαπωνία 2,6%) στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η τάση είχε αντιστραφεί (1,3% μέση ετήσια αύξηση παραγωγικότητας για τις ΗΠΑ, 0,7% για την Ευρώπη και 0,4% για την Ιαπωνία) (European Economy 2002). Το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε από 25,6% το 1992 σε 28,8% το 2004, ενώ αντίθετα το μερίδιο της Ευρώπης (ΕΕ-15) μειώθηκε από 31,9% (1992) σε 29,75% (2004). Την ίδια περίοδο το αμερικανικό μερίδιο στις παγκόσμιες ροές ξένων άμεσων επενδύσεων αυξήθηκε από 12,6% (1990) σε 31,4% (2004), ενώ το ευρωπαϊκό μερίδιο υποχώρησε από 40,3% (1990) σε 31,8% (2004) (UNCTAD 2006). Επιπλέον το 2003 το κατά κεφαλή ΑΕΠ εξακολουθούσε να είναι 39% υψηλότερο στις ΗΠΑ από ό,τι στην ΕΕ-15 και η παραγωγικότητα της εργασίας κατά 20% υψηλότερη.

Γι’ αυτό το λόγο και επιμένουμε ότι οποιαδήποτε προσέγγιση των σχέσεων ΗΠΑ και ΕΕ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 δεν θα πρέπει να ξεκινά από την αφετηρία μιας παραγωγικής υποχώρησης των ΗΠΑ έναντι της ΕΕ, χωρίς αυτό να υποτιμά ότι προφανώς και η όποια ανάπτυξη των ΗΠΑ εμπεριείχε επίσης δομικές αντιφάσεις και τάσεις υπερσυσσώρευσης που αποτυπώνονται άλλωστε στην τρέχουσα οικονομική κρίση.

Νομίζουμε ακόμη ότι ο Gowan έτεινε κάποιες φορές να υπερτονίζει τις διαφορές ανάμεσα στην αμερικανική και την ευρωπαϊκή στρατηγική. Θεωρούμε προβληματική αυτή την τοποθέτηση όχι γιατί υποτιμούμε τη σημασία των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι δεν έχει αναδυθεί μια συνεκτική εναλλακτική ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική στρατηγική. Ακόμη και οι όποιες διαφοροποιήσεις αποτυπώθηκαν, ιδίως από τη Γαλλία ή τη Γερμανία, δεν μπόρεσαν να μετασχηματιστούν σε μια διαφορετική ηγεμονική στρατηγική και αυτό δεν αφορά μόνο το έλλειμμα πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος τους έναντι των ΗΠΑ αλλά και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μπόρεσαν σε διαφορετικές στιγμές να διατυπώσουν μια ηγεμονική ιμπεριαλιστική στρατηγική που έστω και εν μέρει αντιπροσώπευε επίσης τα συμφέροντα των αστικών τάξεων των λοιπών σχηματισμών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Παρά τις επιμέρους αντιθέσεις, η λογική μιας πολιτικοστρατιωτικής επιθετικότητας που να λειτουργεί ως η μετωνυμία μιας κοινωνικής επιθετικότητας απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας και να φαντάζει ως προληπτική αντιμετώπιση των όποιων αντισυστημικών απειλών, είχε πραγματική απήχηση στις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, όπως και πλευρές του συνδυασμού νεοφιλελευθερισμού και αυταρχικού νεοσυντηρητισμού των ΗΠΑ των κυβερνήσεων Μπους. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ακόμη και η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή «διαφοροποίηση» δεν έπαψε ούτε στιγμή να είναι επίσης μια επιθετική ιμπεριαλιστική πολιτική. Ακόμη και εάν η Ευρώπη αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην ύπαρξη μορφών διεθνούς νομιμότητας και στην επίτευξη μορφών συναίνεσης, εντούτοις αποδέχεται πλήρως τη λογική του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και την ανάγκη εκτεταμένων πολιτικοστρατιωτικών επεμβάσεων σε σχηματισμούς που απειλούν να αποσταθεροποιήσουν το διεθνές σύστημα. Επιπλέον, η έμφαση στην απελευθέρωση των αγορών και των κινήσεων κεφαλαίου, στη μείωση του κόστους εργασίας, στην επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων, στην αναδιάρθρωση της παραγωγής και στην αύξηση της εκμετάλλευσης επίσης αποτελούν πραγματικά σημεία σύγκλισης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Αντίστοιχα, θεωρούμε ότι θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν αναφερόμαστε σε κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα, όπως έκανε σε κάποια σημεία ο Gowan (Gowan 2000: 23). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΕΕ είναι το πιο προχωρημένο παράδειγμα ενός συλλογικού καπιταλιστικού σχεδίου όπου η μερική εγκατάλειψη πλευρών της εθνικής κυριαρχίας (για παράδειγμα τα εθνικά νομίσματα) επιβάλλεται, έτσι ώστε να διευκολυνθεί ο διασυνοριακός καπιταλιστικός ανταγωνισμός και να λειτουργήσει ως ένα «ατσάλινο κλουβί» του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Όμως, τα κράτη (και τα αντίστοιχα κυρίαρχα κοινωνικά μπλοκ) που συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία έχουν επιλέξει αυτή τη στρατηγική επειδή θεωρούν ότι αυτό εξυπηρετεί τα κοινωνικά συμφέροντα που εκπροσωπούν. Ούτε αυτή η κατεύθυνση αποκλείει τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, κάτι που φάνηκε για παράδειγμα και στις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ σε σχέση με τον πόλεμο στο Ιράκ ή στις κάθε είδους εσωτερικές αντιπαραθέσεις που κατά καιρούς αναδύονται. Με αυτή την έννοια θα πρέπει να επιμείνουμε ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν αναιρεί την ύπαρξη επιμέρους εθνικών στρατηγικών και κατά συνέπεια είναι προτιμότερο να πούμε ότι η ΕΕ δεν είναι το πεδίο άρθρωσης μιας ενοποιημένης στρατηγικής αλλά πολύ περισσότερο μια ευέλικτη θεσμική ομπρέλα κάτω από την οποία εξακολουθούν να αναπαράγονται διαφορετικές εθνικές στρατηγικές.

2.2.5 Η τρέχουσα οικονομική κρίση

Σε αυτό το επίπεδο πρέπει να εκτιμήσουμε και τον τρόπο που προσέγγισε θεωρητικά ο Gowan την τρέχουσα οικονομική κρίση. Είναι δύσκολο να διαφωνήσουμε με τις παρατηρήσεις που κάνει σε σχέση με το «Νέο Σύστημα της Wall Street» και την επιθετική χρηματοπιστωτική τακτική που οδήγησε στο να διογκώνονται συνειδητά φούσκες και μετά να σπάνε, τακτική που αποσκοπούσε στην αύξηση των εισοδημάτων, στη χρηματοδότηση της επέκτασης της οικονομίας και στην εξασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας του αμερικανικού κεφαλαίου στις παγκόσμιες αγορές χρήματος. Αντίστοιχα, δύσκολα θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε με την εκτίμησή του ότι η τρέχουσα κρίση αναδεικνύει τον ιδιαίτερα αντιφατικό χαρακτήρα του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού τομέα. Αλλά δεν μπορούμε να αποδεχτούμε την εκτίμηση του Gowan για τη διάκριση ανάμεσα σε μία «πραγματική» οικονομία σε χρόνια παραγωγική στασιμότητα και μια επέκταση του «πλασματικού» χρηματικού κεφαλαίου. Αυτό που χρειάζεται κατά τη γνώμη μας είναι μια περισσότερο διαλεκτική τοποθέτηση που να απαντά στο ερώτημα της χρονικότητας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, της τάσης του να προεπικυρώνει μελλοντικές εργασίες ως κοινωνικά αναγκαίες και της σχέσης ανάμεσα στη χρηματοπιστωτικοποίηση (financialization) της οικονομίας και την αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό θα επιτρέψει τη θεωρητικοποίηση της τρέχουσας κρίσης πέραν της απλής παρατήρησης μιας ανισορροπίας ανάμεσα στον χρηματοοικονομικό τομέα και τη βιομηχανία.

Νομίζουμε ότι ο Gowan έτεινε να υποεκτιμά την κλίμακα της αύξησης της παραγωγικότητας στη βιομηχανία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών (Gowan 2009: 26). Όπως υποστηρίξαμε και στα προηγούμενα, νομίζουμε ότι σε σύγκριση με την ΕΕ οι ΗΠΑ κατάφεραν να έχουν μεγαλύτερες αυξήσεις της παραγωγικότητας έστω και αν αυτό δεν σήμαινε ότι είχαν ξεπεράσει το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης.8 Πιστεύουμε ακόμη ότι βραχυπρόθεσμα δεν πρόκειται να υπάρξει κάποια μεγάλη αμφισβήτηση από τους σχηματισμούς του καπιταλιστικού πυρήνα απέναντι στην ηγεμονική θέση των ΗΠΑ. Οποιοσδήποτε θελήσει να αναλάβει μια τέτοια πρόκληση και να διεκδικήσει την ηγεμονία θα πρέπει όχι μόνο να έχει καλύτερη οικονομική απόδοση αλλά και να μπορεί να προσφέρει ένα νέο υπόδειγμα για όλη την παγκόσμια οικονομία, με τον τρόπο που π.χ. οι ΗΠΑ αποτέλεσαν την ενσάρκωση όχι μόνο της μεταπολεμικής «φορντικής» επέκτασης αλλά και του συνδυασμού ανάμεσα σε χρηματοπιστωτικοποίηση και καπιταλιστική αναδιάρθρωση κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Προς το παρόν οι αστικές τάξεις της ΕΕ φαίνεται να ασχολούνται περισσότερο με το να εκμεταλλεύονται την τρέχουσα οικονομική ύφεση ως ένα μέσο «οικονομικής τρομοκρατίας» απέναντι στις εργατικές τάξεις τους προκειμένου να προωθήσουν ένα νέο γύρο ελαστικής εργασίας, λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων, παρά με το να προσφέρουν όντως μια στρατηγική εξόδου από την κρίση και την ύφεση, ενώ η Κίνα, παρά την αυξανόμενη σημασία της, δεν μπορούμε να πούμε ότι σήμερα προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση για τους σχηματισμούς του καπιταλιστικού πυρήνα.

Το τελευταίο σημείο που θα θέλαμε να τονίσουμε είναι ότι κατά τη γνώμη μας ο Gowan θα έπρεπε να είχε δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον ταξικό χαρακτήρα των λύσεων που έχουν προταθεί ως έξοδοι από την τρέχουσα ύφεση. Καθώς απουσιάζει ένα ισχυρό εργατικό κίνημα και μια μαζική αντι-συστημική Αριστερά, κανείς μπορεί να περιμένει μια κίνηση προς ακόμη πιο επιθετική λιτότητα, ανεργία και αναδιάρθρωση της παραγωγής. Μόνο η επιστροφή των κοινωνικών αγώνων και της ριζοσπαστικής πολιτικής στράτευσης καθώς και το βάθεμα των αντιφάσεων της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας μπορεί να επιβάλει μεγάλες αλλαγές πολιτικής και κάποιου είδους συμβιβασμό ευνοϊκό προς τις δυνάμεις της εργασίας.

2.2.6 Η ανεπάρκεια της έννοιας της αυτοκρατορίας

Έχουμε επίσης επιφυλάξεις σε σχέση με την έννοια της σύγχρονης παγκόσμιας αυτοκρατορίας που προσπάθησε να εισαγάγει ο Gowan. Δεν διαφωνούμε με τον τρόπο που τη διακρίνει από την τυπική αυτοκρατορία και νομίζουμε ότι σωστά περιγράφει τα ειδικά γνωρίσματα του διεθνούς συστήματος (ειδικά με την έμφαση που δίνει στη σημασία των κυρίαρχων κρατών) και τις απαιτήσεις για να πετύχει κάποιος σχηματισμός την ηγεμονική θέση (δηλαδή την ικανότητα των ΗΠΑ να μπορούν να φροντίσουν για τα ταξικά συμφέροντα των καπιταλιστών στα άλλα κράτη του καπιταλιστικού πυρήνα, έτσι ώστε να μπορούν αυτά να αναγνωρίζουν την αμερικανική ηγεσία). Ωστόσο, όπως ήδη σημειώσαμε, δεν πιστεύουμε ότι η έννοια της αυτοκρατορίας μπορεί να είναι επαρκής για να περιγράψει το ειδικά καπιταλιστικό διεθνές σύστημα και γι’ αυτό πιστεύουμε ότι οι έννοιες του ιμπεριαλισμού και της ηγεμονίας παραμένουν περισσότερο γόνιμες θεωρητικά.

Αντίστοιχα έχουμε επιφυλάξεις για την έννοια του αυτοκρατορικού κράτους που χρησιμοποίησε ο Gowan στο κείμενό του πάνω στη θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων (Gowan 2004). Πιστεύουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί στη χρήση του όρου της αυτοκρατορίας για να περιγραφεί η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα, ακριβώς γιατί δεν προσφέρει τη δυνατότητα αυστηρής θεωρητικής προσέγγισης. Ο λόγος είναι ότι οι αυτοκρατορίες (οι παλιές αυτοκρατορίες της Ανατολής, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) στηρίζονταν σε προκαπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής που καθιστούσαν την εδαφική επέκταση και κάποια μορφή άμεσης κυριαρχίας αναγκαία για την απόσπαση πλεονασμάτων για λογαριασμό του αυτοκρατορικού κράτους (Wood 2003). Οι αποικιακές αυτοκρατορίες της εποχής του καπιταλισμού, αν και στηρίζονταν σε καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις στο κέντρο, επίσης προϋπέθεταν κάποια μορφή εδαφικής επέκτασης και άμεσης κυριαρχίας και αποτελούσαν μια μεταβατική μορφή προς την ανάδυση ενός πλήρως καπιταλιστικού διεθνούς συστήματος (Σωτήρης 2003).

Αντίθετα, ο σύγχρονος καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός στηρίζεται στις αρχές της τυπικής εθνικής κυριαρχίας και στο καπιταλιστικό εθνικό κράτος ως τον βασικό τόπο της κοινωνικής αναπαραγωγής. Ακόμη και η άγρια και εγκληματική κατοχή του άλλοτε εθνικά κυρίαρχου Ιράκ από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους δεν έλαβε χώρα με σκοπό να προσαρτηθεί το Ιράκ στις ΗΠΑ, ούτε επεδίωκε να δημιουργηθεί μια τυπική αποικία, ακόμη και εάν συχνά οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τις παλιές δοκιμασμένες τεχνικές της αποικιακής διοίκησης (την αναζήτηση συνεργατών, τη βαρβαρότητα ενάντια στην εξέγερση, τη χρήση των μειονοτήτων στα βήματα της παλιάς βρετανικής τακτικής «διαίρει και βασίλευε»). Η απλή αναφορά σε άτυπη αυτοκρατορία δεν αποτυπώνει πλήρως την απόσταση ανάμεσα στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό και την οικοδόμηση αυτοκρατοριών. Και παρότι ετυμολογικά ο ιμπεριαλισμός (imperialism) προέρχεται από την αυτοκρατορία (empire), νομίζουμε ότι μπορούμε να κρατήσουμε την έννοια του ιμπεριαλισμού για να περιγράψουμε τις οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές των καπιταλιστικών κρατών ως αποτέλεσμα της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της τάσης του κεφαλαίου να επεκτείνεται πέραν των συνόρων των εθνικών κρατών, χωρίς αναφορά σε αυτοκρατορίες. Και εάν θέλουμε να μιλήσουμε για τη θέση των ΗΠΑ, μπορούμε να μιλήσουμε για ηγεμονία ή για ηγεμονική θέση σε ένα σύνθετο, αντιφατικό και ιεραρχικό σύστημα εθνών-κρατών (Sakellaropoulos-Sotiris 2008).

2.2.7 Σύγχρονα προτεκτοράτα

Αντίστοιχα επιφυλακτικοί είμαστε απέναντι στο χαρακτηρισμό που κάνει ο Gowan για τα υπόλοιπα καπιταλιστικά κράτη ως προτεκτοράτα. Η θέση του Gowan είναι ότι οι ΗΠΑ δημιούργησαν ένα σύστημα προτεκτοράτων που κάλυπτε τους σχηματισμούς του καπιταλιστικού πυρήνα. Με αυτό τον τρόπο περιγράφει «ένα σύνολο συμμαχιών ασφάλειας ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα άλλα κράτη υπό τις οποίες οι ΗΠΑ προσέφεραν εξωτερική και σε κάποιο βαθμό και εσωτερική ασφάλεια στο συγκεκριμένο κράτος, ενώ αυτό έδινε στις ΗΠΑ το δικαίωμα να εγκαθιστούν βάσεις και να μπορούν να κερδίζουν την είσοδο των άλλων οργανισμών τους στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του κράτους υποδοχής» (Gowan 2002: 2). Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύστημα πολιτικής κυριαρχίας που «προσέγγιζε την πολιτική κυριαρχία μέσα από τον τρόπο που τα προτεκτοράτα σχετίζονταν με το εξωτερικό τους περιβάλλον, με την έννοια που ο Καρλ Σμιτ προσέδιδε στον όρο: κυρίαρχη είναι η δύναμη που μπορεί να ορίσει τους φίλους και τους εχθρούς της κοινότητας και έτσι μπορεί να δώσει στην κοινότητα της κοινωνική της υπόσταση (εν προκειμένω τον καπιταλισμό αμερικανικού τύπου)» (Gowan 2002: 2).

Μπορούμε να δεχτούμε την έννοια του προτεκτοράτου ως περιγραφική έννοια, ως έναν τρόπο να περιγράψουμε τον παρεμβατικό χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής μετά το 1945, τον ιεραρχικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και τον τρόπο που οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν τη συστημική απειλή που αποτελούσε το σοβιετικό μπλοκ (ή τουλάχιστον μια ορισμένη προβολή αυτής της απειλής). Νομίζουμε, όμως, ότι το προτεκτοράτο ως αναλυτική έννοια αποτυγχάνει να εξηγήσει τις ιδιαίτερες δυναμικές και σχέσεις εξουσίας ενός διεθνούς συστήματος που στηρίζεται πάνω στην τυπική εθνική κυριαρχία. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει σύγχυση, καθώς από τη δεκαετία του 1990 έχουμε δει όντως ένα νέο κύμα σύγχρονων προσωρινών προτεκτοράτων ή πολιτικών μορφών που παραπέμπουν σε προτεκτοράτα, σε ζώνες κρίσης: Βοσνία, Κόσοβο, Ιράκ.

Ούτε βέβαια είναι ακριβές να περιγράψουμε ιμπεριαλιστικά κράτη όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία ή η Ιαπωνία ως προτεκτοράτα. Άλλωστε, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, προτεκτοράτο έχουμε όταν ένα κράτος παραχωρεί τμήμα της κυριαρχίας του σε ένα άλλο κράτος, και ειδικά τον έλεγχο πάνω σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας αλλά διατηρεί την κατ’ όνομα ανεξαρτησία του, εξ ου και η διάκριση ανάμεσα σε προτεκτοράτο και αποικία (Columbia Encyclopedia 2001). Τέτοιες περιπτώσεις ήταν η Αίγυπτος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (βρετανικό προτεκτοράτο), η Κούβα πριν την ακύρωση της Τροπολογίας Pratt (1934) (αμερικανικό προτεκτοράτο). Το Μονακό είναι ακόμη προτεκτοράτο της Γαλλίας, το Σαν Μαρίνο προτεκτοράτο της Ιταλίας και η Ανδόρα προτεκτοράτο της Ισπανίας και της Γαλλίας από το 13ο αιώνα (Krasner 2001: 244). Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα προτεκτοράτα ήταν το αποτέλεσμα ενός πολέμου όπου οι νικητές καθορίζουν το μέλλον των ηττημένων και ειδικά τμημάτων της επικράτειάς τους. Ακόμη και εάν δεχτούμε ότι έχει υπάρξει μια σημασιολογική μετατόπιση του όρου προς τη σχέση ανάμεσα σε ένα ισχυρό κράτος και ένα αδύναμο ή μια περιοχή που δεν αναγνωρίζεται ως κράτος (New Dictionary of Cultural Literacy 2002) ή προς τη σχέση προστασίας και μερικού ελέγχου ανάμεσα σε ένα ισχυρό κράτος και ένα αδύναμο κράτος ή περιφέρεια (The American Heritage Dictionary of the English Language 2000), εξακολουθεί κατά τη γνώμη μας αυτή η έννοια να μην μπορεί να περιγράψει τις ιεραρχικές σχέσεις μέσα στο διεθνές σύστημα. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου δοκιμάστηκε ή δοκιμάζεται μια μορφή προτεκτοράτου, όπως για παράδειγμα προσωρινά στη μεταπολεμική Γερμανία ή Ιαπωνία ή πιο πρόσφατα, ως προσωρινή λύση, στη Βοσνία, στο Κόσοβο ή το Ιράκ, έχει σημασία ότι πάντοτε ο τελικός στόχος της όποιας μορφής επικυριαρχίας ή προστασίας είναι η διαμόρφωση μορφών εθνικής κυριαρχίας.

Γι’ αυτό το λόγο και είναι σημαντικό να αποσαφηνίσουμε την έννοια της κυριαρχίας. Η κυριαρχία δεν είναι απόλυτη έννοια αλλά σχεσιακή. Πάντοτε υπήρξαν ισχυρά και αδύναμα κράτη και πάντοτε ανάλογα με το συσχετισμό δύναμης τα πρώτα ασκούσαν πίεση πάνω στα δεύτερα. Ποτέ δεν υπήρξε ένα σταθερό μοντέλο σχέσεων στη βάση του προτύπου της συνθήκης της Βεστφαλίας· η ταξική πάλη σήμαινε ότι πάντοτε είχαμε αποκλίσεις από αυτό. Πάντοτε υπήρχαν ασυμμετρίες στην κατανομή της εξουσίας που οδηγούσαν τα ισχυρά κράτη να εμπλέκονται σε κάθε είδους πίεσης ή ακόμη και εξαναγκασμού. Όπως παρατηρεί και ο Krasner «τα πιο αδύναμα κράτη υπόκειντο πάντα σε εξωτερικές επιβολές και σε εξαναγκασμό και ήταν πιο πιθανό να συμμετέχουν σε διακανονισμούς μέσω συμφωνιών που παραβιάζουν την αυτονομία τους» (Krasner 1995/6: 148).

Και πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η τοποθέτηση του Gowan τείνει σε ορισμένες περιπτώσεις προς μια παραλλαγή θεωρίας εξάρτησης. Οι κλασικές θεωρίες της εξάρτησης υποστηρίζουν ότι ο κόσμος διαιρείται ανάμεσα σε ένα κέντρο και μια περιφέρεια, με το κέντρο να αποτελείται από τις αναπτυγμένες χώρες και την περιφέρεια να αποτελείται από τις υπανάπτυκτες. Η οικονομία των υπανάπτυκτων χωρών είναι εξαρτημένη από την ανάπτυξη και την επέκταση των αναπτυγμένων χωρών. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής κυριαρχίας των ισχυρών κρατών και των σχέσεων άνισης ανταλλαγής μεταξύ πλούσιων και φτωχών εθνών.9 Η ιδιαίτερη συνεισφορά του Gowan έγκειται στο ότι υποστηρίζει ότι υπάρχει μόνο μία υπερδύναμη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ, οι οποίες στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα κάνουν ό,τι μπορούν ώστε οι άλλοι σχηματισμοί και τα κυρίαρχα κοινωνικά μπλοκ τους να παραμένουν εξαρτημένα πολιτικά και στρατιωτικά από αυτές, ενώ παράλληλα να διαμορφώνεται και μια διεθνής οικονομική αρχιτεκτονική που να διευκολύνει τα αμερικανικά κεφάλαια. Παρότι ο Gowan δεν έχει στον πυρήνα της τοποθέτησής του κάποιο σχήμα άνισης ανταλλαγής ή απόσπασης πόρων από την περιφέρεια προς το κέντρο, που συνήθως είναι η βασική μορφή που παίρνουν οι θεωρίες της εξάρτησης ως προς τη διεθνή πολιτική οικονομία, εντούτοις η όλη του προσέγγιση σε ορισμένα σημεία τείνει να παραπέμπει σε δεσμούς εξάρτησης που αναιρούν την όποια αυτοτέλεια των λοιπών καπιταλιστικών σχηματισμών.

Με αυτό δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε το γεγονός ότι ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός συνεπάγεται πραγματικές ανισότητες ως προς την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχηματισμών. Όμως, άνιση ανάπτυξη δεν σημαίνει εξάρτηση. Η άνιση ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της σύνθετης ιστορικής ανάδυσης του καπιταλισμού σε διαφορετικά τμήματα του κόσμου, γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση ανταγωνιστικών συνολικών κοινωνικών κεφαλαίων. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κεφάλαια στο διεθνές πεδίο αναγκαστικά είναι κρατικά διαμεσολαβημένος και ο ρόλος του κράτους είναι ακριβώς να εγγυάται τα συνολικά συμφέροντα των καπιταλιστών κάθε σχηματισμού, γεγονός ακριβώς που οδηγεί σε ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Με βάση αυτή την οπτική δεν μπορούμε να μιλήσουμε για προτεκτοράτα ή για εκτεταμένες σχέσεις εξάρτησης, αλλά για ένα ηγεμονικό κράτος, τις ΗΠΑ. Εντός αυτής της ηγεμονικής σχέσης τα άλλα ιμπεριαλιστικά κράτη, αλλά και οι λιγότερο αναπτυγμένοι καπιταλιστικοί σχηματισμοί διαμορφώνουν συχνά ανταγωνιστικές στρατηγικές. Η σύγκρουση για την ηγεμονία μπορεί να πάρει και ιδιαίτερα βίαιες μορφές, όπως μαρτυρούν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι στη γηραιά ήπειρο. Η ηγεμονία δεν αποκλείει την ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαλότητα ή τις διαφορές ως προς τη στρατηγική για συγκεκριμένες περιφέρειες, κάτι που αποδεικνύεται για παράδειγμα από τις διαφορετικές τοποθετήσεις των κυβερνήσεων των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας κατά την κρίση του Σουέζ ή από την απροθυμία της γαλλικής κυβέρνησης να υποστηρίξει πλήρως την υπό αμερικανική ηγεσία επίθεση στο Ιράκ το 2003.

Ευρύτερα, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι η ανεπάρκεια των θεωριών της εξάρτησης αποδεικνύεται και από το πώς αδυνατούν να προσφέρουν μια επαρκή θεωρητικοποίηση του τρόπου με τον οποίο οι συνολικές αντιθέσεις της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας εσωτερικεύονται μέσα σε κάθε σχηματισμό. Πλευρά αυτής της διαδικασίας είναι ο τρόπος που λειτουργεί πολιτικά η διεθνοποίηση του κεφαλαίου ως προς την άρθρωση του κυρίαρχου μπλοκ. Η ενσωμάτωση των ξένων κεφαλαίων στο κυρίαρχο κοινωνικό μπλοκ κάθε σχηματισμού συνεπάγεται μια εξ επαγωγής αναπαραγωγή των συνολικότερων αντιθέσεων της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας εντός κάθε σχηματισμού (Poulantzas 1975). Ο λόγος είναι ότι ενώ κάθε πολυεθνική μπαίνει σε ένα σχηματισμό υπό το εθνικό πρόσημο της χώρας προέλευσης (Hu 1992), με το που αρχίζει να λειτουργεί σε μια ξένη χώρα αναγκαστικά μετασχηματίζεται σε μερίδα του εθνικού κεφαλαίου της χώρας υποδοχής. Υποχρεώνεται να λειτουργεί μέσα στα θεσμικά και κοινωνικά όρια του νέου περιβάλλοντός της και ταυτόχρονα με την παρουσία της τροποποιεί συσχετισμούς και κατ’ επέκταση στρατηγικές (Panitch 1998). Το «ξένο» κεφάλαιο ανήκει στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο του σχηματισμού υποδοχής, την ίδια στιγμή που διατηρεί μια ειδική σχέση με τη χώρα προέλευσης, κάτι που αντανακλάται και σε κάθε είδους ειδικούς διακρατικούς διακανονισμούς (και ο Gowan έχει προσφέρει ιδιαίτερα εναργείς περιγραφές των σχετικών πρακτικών των ΗΠΑ ως προς τα αμερικανικά κεφάλαια). Ως αποτέλεσμα, σε κάθε κρίσιμη συγκυρία η θυγατρική εταιρεία μπορεί να βασίζεται σε μια πολιτική υποστήριξη από τη μεριά του κράτους προέλευσης και αυτό είναι ένδειξη των τρόπων που ο συνολικός διεθνής συσχετισμός δύναμης – ή έστω σημαντικές πλευρές του – εσωτερικεύεται μέσα σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, ενώ την ίδια στιγμή λειτουργεί και ως μοχλός αναδιάταξης των κοινωνικών συμμαχιών και μπλοκ (Panitch 2000: 8). Επιπλέον, μέσα από τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν μετεγκαθίστανται μόνο μεμονωμένες επιχειρήσεις αλλά και πλευρές καθεστώτων συσσώρευσης, στρατηγικές για τους όρους οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι αρκετές από τις στρατηγικές αποκλίσεις τις οποίες συζητά ο Gowan στην πραγματικότητα αναπαράγονται και στο εσωτερικό κάθε σχηματισμού και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η αμερικανική στρατηγική μπορεί να έχει πραγματική κοινωνική βάση μέσα στους άλλους σχηματισμούς και γι’ αυτό βρίσκονται συχνά και φωνές υποστήριξης προς την πολιτική των ΗΠΑ.

3. Συμπέρασμα

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 η επιστροφή της έννοιας του ιμπεριαλισμού ως τρόπου για να περιγραφεί καλύτερα το διεθνές σύστημα ήταν μια παραπάνω από καλοδεχούμενη θεωρητική και πολιτική μεταστροφή κλίματος. Το έργο του Peter Gowan ήταν μια σημαντική προσπάθεια για να εξηγηθεί η προσπάθεια των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία και ο δεσμός ανάμεσα στις ταξικές στρατηγικές και τις διεθνείς σχέσεις. Όμως το ερώτημα μιας συνεκτικής θεωρητικής προσέγγισης του σύγχρονου ιμπεριαλισμού παραμένει ανοιχτό για τους μαρξιστές. Αυτό που χρειάζεται είναι όχι ένα μείγμα μαρξιστικής οικονομικής και μιας λίγο πολύ ρεαλιστικής θεώρησης της διακρατικής σύγκρουσης και ιεραρχίας, αλλά η προσπάθεια να στοχαστούμε τη διαλεκτική συσχέτιση ανάμεσα στην καπιταλιστική συσσώρευση, τη μορφή του κράτους και τις ταξικές στρατηγικές, τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό επίπεδο.

Αυτό μπορεί να έχει όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πολιτικά αποτελέσματα: να μετασχηματίσει την οργή απέναντι στον πόλεμο και την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα σε συλλογικό αγώνα απέναντι στις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Το γεγονός ότι ο Peter Gowan δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να συνεισφέρει πλέον σε αυτή τη συνεχιζόμενη συζήτηση είναι σίγουρα μεγάλη απώλεια και λόγος θλίψης. Επομένως, συνεχίζοντας τη συζήτηση τιμούμε με τον καλύτερο τρόπο και τη μνήμη του.

Βιβλιογραφία

Ali, Tariq 2009, “Death of a Comrade. Peter Gowan: 1946-2009”, New LeFt Review 59: 39-48.

Amin S. 1976, Unequal Development: An Essay on the Social Formations of Peripheral Capitalism, New York: Monthly Review Press.

Ark Van Bart, Robert Inklaar and Robert H. McGuckin, 2003, «ICT and Productivity in Europe and the United States. Where do the differences come from?», CESifo Economic Studies 49, 3: 295-318.

Barrow W. Clyde 2005, “The return of the State: Globalization, State Theory, & the New Imperialism”, http://www.psa.ac.uk/2005/pps/Barrow.pdf.

Berger Mark T. and Heloise Weber 2005, ‘Beyond Grand Strategy? Critical Analysis and World Politics’, Critical Asian Studies 37:1: 95-102.

Bergesen Albert and John Sonnett 2001, “The Global 500”, American Behavioral Scientist, 44, 10: 1602- 1615.

Blanke Jennifer and Augusto Lopez-Glaros 2004, The Lisbon Review 2004: An Assessment of Policies and Reforms in Europe, Geneva: World Economic Forum.

Brenner, Robert 22006, The Economics of Global Turbulence, London and New York: Verso.

Callinicos, Alex 2005, “Imperialism and Global Political Economy”, International Socialism Journal, 2,108: 109-127.

Carr E.H. 1939, The Twenty Years’ Crisis, London: Macmillan.

Colecchia Alessandra and Paul Schreyer 2002, “ICT Investment and Economic Growth in the 1990s: Is the United States a Unique Case? A Comparative Study of Nine OECD Countries”, Review of Economic Dynamics 5: 408-422.

Columbia Encyclopaedia 2001, http://print.infoplease.com/ce6/society/A0840302.html.

Cox, Robert 1985, “Social Forces, States and World Orders: Beyond Internarional Relations Theory”, in Robert O. Keohane (ed.) 1986, Neorealism and its critics, New York: Columbia University Press: 204-254 (reprinted from Millennium 10 (2): 126-155, 1981).

Cox, Robert 1987, Production, Power and World Order. Social Forces in the Making of History, New York: Columbia University Press.

Dichen, Paul 1999, Global Shift, London: Paul Chapman Publishing Ltd.

Duménil Gérard and Dominique Lévy 2004, Capital Resurgent. Roots of the Neoliberal Revolution, Cambridge, Mass. and London, England: Harvard University Press.

Emmanuel Arghiri 1972, Unequal Exchange: A Study of the Imperialism of Trade, New York: Monthly Review Press.

European Economy, 2002, no 6.

European Economy 2006, no 1.

Frank Andre Gunder 1969, Capitalism and Underdevelopment in Latin America: historical studies of Chile and Brazil, Harmonsworth: Penguin.

Frankel, Benjamin (ed.) 1996, Realism: Restatements and Renewals, London: Frank Cass.

Gowan, Peter 1999, The Global Gamble. Washington’s Faustian Bid for World Dominance, London and New York: Verso.

Gowan, Peter 2000, “The Euro-Atlantic Origins of Nato’s Attack on Yugoslavia”, in Tariq Ali (ed.), Master’s of the Universe? Nato’s Balkan Crusade, London and New York: Verso: 3-45.

Gowan, Peter 2001, “Neoliberal Cosmopolitanism”, New Left Review, 11: 79- 94.

Gowan, Peter 2002, “The American Campaign for Global Sovereignty”, in Leo Panitch and Colin Leys (eds.), Socialist Register 2003 Fighting Identities: Race, religion and ethno-nationalism, London: Merlin Press: 1-27.

Gowan, Peter 2004, “Contemporary Intra-Core Relations and World Systems Theory”, Journal of World-Systems Research, X, 2: 471-500.

Gowan, Peter 2004a, “Triumphing toward International Disaster. The Impasse in American Grand Strategy”, Critical Asian Studies 36:1: 3-36.

Gowan, Peter 2005, “Economics and Politics within the Capitalist Core and the Debate on the New Imperialism”, http://www.ie.ufrj.br/eventos/seminarios/pesquisa/ economics_and_politics_within_the_capitalist_core_and_the_debate_on_the_new_imperialism.pdf.

Gowan, Peter 2005a, “America, Capitalism and the Interstate System”, Critical Asian Studies 37:3: 413-432.

Gowan, Peter 2009, “Crisis in the Heartland. Consequences of the New Wall Street System”, New Left Review 55: 5-29.

Gowan, Peter 2009a, “The Ways of the World.” (Interview by Mike Newman and Marko Bojkun), New Left Review 59: 51-70.

Hu Yao-Su 1992, “Global or Stateless Corporations Are National Firms with International Operations”, California Management Review, 34, 2: 107-126.

Krasner, Stephen 1995/96, “Compromising Westphalia”, International Security 20, 3: 115- 151.

Krasner Stephen 2001, “Abiding Sovereingty”, International Political Science Review 22, 3: 229- 251.

Lenin, Vladimir Illich 1916 [1970], Imperialism the highest stage of capitalism, A popular outline, Peking: Foreign Language Press.

Lenin, Vladimir Illich 1920 [1970], “Left – Wing” Communism. An Infantile Disorder, Peking: Foreign Language Press.

Lenin, Vladimir Illich 1920a [1966], “The Second Congress of the Communist International, in V.I. Lenin, Collected Works, Vol. 31, Moscow: Progress Publishers: 213-263.

Wood Meiksins Helen 2003, The Empire of Capital, London and New York: Verso.

Μηλιός Γιάννης, Δημήτρης Δημούλης και Γιώργος Οικονομάκης 2005, Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Πλευρές μιας πολιτικής και θεωρητικής ρήξης, Αθήνα: Νήσος.

Milios John and Dimitris P. Sotiropoulos 2009, Rethinking Imperialism. A study of Capitalist Rule, Houndsmills and New York: Palgrave Macmillan.

New Dictionary of Cultural Literacy, 2002, Third Edition.

Nordhaug, Kristen 2005, “The United States and Asia in an Age of Financialization”, Critical Asian Studies 37,1: 103-116.

Palat, Ravi 2005, “On New Rules for Destroying Old Countries”, Critical Asian Studies 37,1: 75-94.

Panitch, Leo 1998, “‘The State in a changing world’: Social-democratizing global capitalism?”, Monthly Review 50, 5: 11- 22.

Panich, Leo 2000, “The new Imperial State”, New Left Review 2: 5-20.

Panitch, Leo and Sam Gindin 2003-4, “American Imperialism and Eurocapitalism: The making of Neoliberal Globalization”, Studies in Political Economy 71/72: 7- 38.

Pozo-Martin, Gonzalo 2006, “A Tougher Gordian Knot: Globalisation, Imperialism and the Problem of the State”, Cambridge Review of International Affairs, 19, 2: 223 – 242.

Pozo-Martin, Gonzalo 2007, “Autonomous or materialist geopolitics?”, Cambridge Review of International Affairs, 20,4: 551-563.

Poulantzas Nicos 1973, Political Power and Social Classes, London: New Left Books.

Poulantzas, Nicos 1974, Fascisme et dictature, Paris: Seuil.

Poulantzas, Nicos 1975, Classes in Contemporary Capitalism, London: New Left Books.

Poulantzas Nicos 1978, State, Power, Socialism, London: New Left Books.

Prashad Vijay 2005, “American Grand Strategy and the Assassination of the Third World”, Critical Asian Studies 37:1: 117-127.

Rosenberg Justin 1994, The Empire of Civil Society. A Critique of the Realist Theory of International Relations, London: Verso.

Sakellaropoulos, Spyros and Panagiotis Sotiris 2008, “American Foreign Policy as Modern Imperialism: From Armed Humanitarianism to Preemptive War”, Science and Society, 72: 2: 208-235.

Santos Dos, Theotonio 1973, “The crisis of the Development theory and the problem of dependence in Latin America” in H. Bernstein (ed), Underdevelopment and Development, Harmonsworth: Penguin, 57- 80.

Stiroh, Kevin 2001, Information Technology and the US Productivity Revival: What do the Industry Data Say? Federal Reserve bank of New York, http://www.newyorkfed.org/research/staff_reports/sr115.html.

Σωτήρης, Παναγιώτης 2003, «Αυτοκρατορία: Νέο θεωρητικό υπόδειγμα ή μήπως αναπαραγωγή παλαιών αντιφάσεων;», Θέσεις 85: 11-44.

The American Heritage Dictionary of the English Language 2000, Fourth Edition.

UNCTAD 2006, http://stats.unctad.org/Handbook/TableViewer/tableView.aspx access 21/6/2006.

Vicziany Marika 2005, “Peter Gowan’s ‘American Grand Strategy’. An Asian Regional Perspective”, Critical Asian Studies 37:1: 128-139.

Wallerstein Immanuel 1974, The World Modern System, New York: Academic Press.

Waltz, Kenneth 1979, Theory of International Relations, Boston: McGraw Hill.

Wight, Martin 1994, International Relations: The three traditions. London: Leicester University Press for the Royal Institute of International Affairs.

World Economic Forum 2008, The Lisbon Review 2008. Measuring Europe’s Progress in Reform, Geneva: World Economic Forum.

1 Για τη ζωή και την πολιτική στράτευση του Gowan βλ. Ali 2009 και Gowan 2009a.

2 Πάνω στον Ρεαλισμό και τον Νέο – Ρεαλισμό ως θεωρητική παράδοση μέσα στη θεωρία των διεθνών σχέσεων βλ. Carr 1939, Wight 1994, Waltz 1979, Frankel (ed.) 1996. Για μια κριτική της παραδοσιακής θεωρίας των διεθνών σχέσεων βλ. Rosenberg 1994.

3 Επιμένουμε ότι η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας οφείλει να αποτελεί αναντικατάστατο στοιχείο μιας εν δυνάμει μαρξιστικής θεωρίας του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Στη διεθνή συζήτηση ήταν ο Robert W. Cox αυτός που πρώτος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της έννοιας της ηγεμονίας στη θεωρία των διεθνών σχέσεων (Cox 1985∙ 1987).

4 Με την έννοια που έχει ο ρεαλισμός στο πλαίσιο της θεωρίας των διεθνών σχέσεων.

5Βλ. Hilferding 1981, Lenin 1916, Lenin 1920, Lenin 1920a, Bukharin 1970, Bukharin 1973.

6 Για μια αποτίμηση των κλασικών και νεώτερων θεωριών του ιμπεριαλισμού καθώς και για μια απόπειρα διατύπωσης ενός θεωρητικού σχήματος για τους όρους άρθρωσης της καπιταλιστικής εξουσίας στο διεθνές πεδίο βλ. Milios and Sotiropoulos 2009.

7 Για το γενικότερο θέμα του ρόλου που παίζει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού βλ. Duménil and Lévy 2004.

8 Αξίζει να σημειώσουμε ότι ακόμη και o Ρόμπερτ Μπρένερ που έχει επιμείνει στην ύπαρξη στοιχείων συστημικής κρίσης στην παγκόσμια οικονομία κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες δεν αρνείται την ύπαρξη πραγματικών αυξήσεων στην παραγωγικότητα στην αμερικανική οικονομία, και προτιμά να επιμένει σε μία κρίση κερδοφορίας (Brenner 2006).

9 Για τα βασικά σημεία των θεωριών της εξάρτησης βλ. ανάμεσα στα άλλα Dos Santos 1973, Amin 1976, Wallerstein 1974, Frank 1971.
Πηγή.  http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1112&Itemid=29   / Τεύχος 111, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 2010