
Βάλτερ Χάλσταϊν, πρώτος Πρόεδρος τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ο κ. «Gleichberechtigung»)
Η εποχή τής οικονομίας: Το Παρίσι ανάμεσα στο ευρωπαϊκό καρτέλ και σε μια ευρωπαϊκή αγορά ανοικτή προς τις ΗΠΑ — Aux origines du carcan européen (1900-1960) (Κεφ. 6, σελ.133-174) [pdf]
Το κλίμα προπαρασκευής για την έναρξη εφαρμογής τού σχεδίου Σουμάν
Παρά την στάση δουλοπρέπειας που επιδείχθηκε από γαλλικής πλευράς με την αποδοχή τής προσάρτησης τής γαλλικής ζώνης κατοχής στη διζωνία — γεγονός που συνέπεσε με την ίδρυση τής ACUE [Αμερικανικής Επιτροπής για την Ενωμένη Ευρώπη] —, η γαλλική κυβέρνηση επιδιδόταν επίμονα στη τακτική τού «window dressing»:[1] επιδίωξή της ήταν να δημιουργήσει την εντύπωση στους αμερικάνους ότι το μόνο της όνειρο ήταν η ευρωπαϊκή ένωση, ενώ την ίδια στιγμή έβαζε φρένο στη διαδικασία ενσωμάτωσης των δυτικών ζωνών τής Γερμανίας απαλλαγμένων πλέον από το βάρος τής ήττας τού Μαΐου τού 1945.[2] Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Ζορζ Μπονέ, ο λυρικός ενθουσιασμός για την «Ευρώπη» και η εξύμνηση των «τελωνειακών ενώσεων» δεν έπαψαν ποτέ να είναι, όσον αφορά τους αμερικάνους δανειστές, το πολυτιμότερο «ατού μας», το οποίο δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να αφεθεί «αναξιοποίητο».[3]
Τα πρακτικά μέτρα που λαμβάνονταν συνέχιζαν να έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα. Έτσι, για παράδειγμα, γίνονταν εξαγγελίες μείωσης των τελωνειακών δασμών και των ποσοστώσεων συνοδευόμενες όμως από συγκεκριμένα μέτρα με αντίθετο περιεχόμενο[4] ενώ τον Αύγουστο τού 1949 προετοιμάστηκε και ένα παραπλανητικό σχέδιο «οικονομικής ένωσης» μεταξύ τής Γαλλίας, τής Ιταλίας και τού Μπενελούξ, που μάλιστα παρουσιάστηκε ως «ένα πρώτο βήμα για τη δημιουργία μιας περιφερειακής βάσης στο εσωτερικό τής δυτικής Ευρώπης».[5] Ωστόσο, βάσει των δεσμεύσεων των συμφωνιών τού Μπρέτον Γουντς, «η Ευρώπη» όφειλε να συναλλάσσεται σε δολάρια, χωρίς όμως να μπορεί να διαθέτει την παραγωγή της στις ΗΠΑ, οι οποίες ασκούσαν πολιτική υπερπροστατευτισμού. Συνέπεια τούτου ήταν ότι η δολαριακή έλλειψη που προέκυψε κατ’ αυτόν τον τρόπο (το λεγόμενο «dollar gap») τροφοδοτούσε ή και αύξανε την ανάγκη δανεισμού σε δολάρια των ευρωπαίων εταίρων.
Οι ασφυκτικές πιέσεις των ΗΠΑ για την «απελευθέρωση των συναλλαγών» και την ενσωμάτωση τής δυτικής Γερμανίας στην Ευρώπη των «χωρών τού σχεδίου Μάρσαλ»[6] κέρδιζαν λοιπόν σε αποτελεσματικότητα. Ο εκβιασμός αυτός ασκείτο επί τόπου από το επιτελείο τής αμερικανικής πρεσβείας, επικεφαλής τής οποίας ήταν από το 1948 έως το 1953 ο Ντέιβιντ Μπρους, πρώην διευθυντής τού OSS[i] για την Ευρώπη, απ’ όπου μεταπήδησε στη CIA, διαγράφοντας πορεία παρόμοια με αυτή τού στενού φίλου και συνομήλικού του Άλεν Ντιούλς.[7]
Συνέχεια →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...