Aνοίγω τα μάτια μου και βλέπω στο ταβάνι κάτι μαύρα ζωύφια που μοιάζουν με μοστερίτσες με κοντή ουρά … μάλλον με γυμνοσάλιαγκες .
Τα παρατηρώ αδιάφορα να διασχίζουν το ταβάνι αργά αργά
Κλείνω τα μάτια μου και το ταβάνι γίνεται ένα κόκκινος συννεφιασμένος ουρανός .
Αλήθεια αν μέναμε στον Άρη και ο (φυσιολογικός) ουρανός ήταν κόκκινος πως θα μας φαινόταν ένας μπλε ουρανός;
Κουράζομαι και ξανανοίγω τα μάτια . Ξανά τα σκαθάρια στο ταβάνι.
Ο Νοσηλευτής μου ετοιμάζει τους ορούς . Στο ταβάνι πάνω από το κεφάλι του περπατάει ένα μαύρο σκαθάρι.
«Πρόσεχε του λέω θα σου πέσει στο κεφάλι»
«Ποιος;» μου λέει .
«Το σκαθάρι» του λέω και του δείχνω με τα μάτια το ταβάνι.
Κοιτάει επάνω.
«Κατάλαβα…. πρέπει να σου αλλάξω το παυσίπονο …μερικούς τους πειράζει αυτό το συγκεκριμένο».
Χαλαρώνω , μάλλον με παίρνει ο ύπνος. Ξαφνικά μια τρομερή έκρηξη με συνταράσσει. Ρωτάω τι γίνεται . Κανένας δεν φαίνεται να έχει ανησυχήσει . Περίεργο. Τελικά η «έκρηξη» ήταν μια πόρτα κομοδίνου κάπου στο βάθος.
Δεν θυμάμαι πόσες ώρες κοιμόμουν . Το χειρουργείο μου είπαν κράτησε τριάμισι ώρες.
Κουνάω το πόδι μου και πονάω. Ανασαίνω και πονάω . Φοβάμαι ότι αν βήξω θα διαλυθώ.
Η πρώτη βραδιά πέρασε με παραισθήσεις και χωρίς να καταλαβαίνω που βρίσκομαι. Άκουγα παντού γύρω μου βογγητά και ακατάληπτες συζητήσεις .
Ξημέρωσε η δεύτερη (άγια) μέρα και ήμουν λίγο καλύτερα . Φοβόμουν ότι όταν θα νυχτώσει θα ξαναρχίσουν τα βογγητά.
Βογκούσαν και την ημέρα αλλά το βράδυ γινόταν ανυπόφορο.
Προσανατολίζομαι στον θάλαμο με την άκρη του ματιού μου .
Απέναντί μου ένας γέρος αλευκιμιώτης με ανοιχτό το στόμα κοιτάει στο νταβάνι ακίνητος .
Δίπλα του συνοδοί διαδοχικά ο γιός , η κόρη , η εγγονή, και η γυναίκα του.
Τυπική αγροτική οικογένεια της Λευκίμμης .
Ο κάθε ένας στέκεται στη βάρδιά όρθιος σαν φρουρός μπροστά στο κρεβάτι πρόθυμος να εξυπηρετήσει τον ασθενή «αφέντη» .
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι τον αγαπούν πολύ. Δεν είναι λάθος . Δεν είναι όμως και όλη η αλήθεια. Τα συναισθήματα τέτοιες ώρες εναλλάσσονται και αυτό φαίνεται πιο πολύ στον μεγάλο γιό και στην μάνα.
Η Αλευκιμιώτισσα είναι μια τυπική αγρότισσα της Λευκίμμης , αδύνατη , ξερακιανή με χέρια σκασμένα από τα χωράφια και τα πλυσίματα που τα περιπλέκει αμήχανα καθώς μου μιλάει.
Φοράει μια μαύρη πλεχτή ζακέτα και μια φούστα σκουρόχρωμη.
Μου μιλάει για την εποχή που δούλευε με τη δίκοπη μέχρι τη νύχτα για να πάρει ένα κομμάτι γης που μαζί με το δικό της θα γινόταν μια επαρκής προίκα για την παντρευτεί ο «Αφέντης».
Μου μίλαγε για τις δουλείες που έκανε για να κρατήσει την οικογένεια αξιοπρεπώς και να μεγαλώσει τα παιδιά και για τα «δικά του τα καμώματα».
Συνέχεια →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...