Μαξ Βέμπερ, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού


Το παρακάτω κείμενο είναι η εργασία μου στο μάθημα του ανοιχτού πανεπιστημίου “ειδικά θέματα ευρωπαϊκού πολιτισμού” και πραγματεύεται ζητήματα που περιέχονται στο βιβλίο του Μαξ Βέμπερ Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού. Την αναρτώ επειδή θεωρώ ότι έχει το ενδιαφέρον της η προσέγγιση του πάνω στον δυτικού τύπου καπιταλισμό και τη σχέση του με την μεταρρύθμιση, χωρίς να σημαίνει ότι υιοθετώ πλήρως τις απόψεις του. Θεωρώ επίσης ότι το θέμα προσφέρεται για πολιτικο-φιλοσοφική συζήτηση.

 
Θέμα: «Σε ποιους παράγοντες αποδίδει ο Βέμπερ την ανάπτυξη του καπιταλισμού στον δυτικό κόσμο; Με ποιο τρόπο οι «ιδέες εντάσσονται στην ιστορική-κοινωνική εξέλιξη» σύμφωνα με τον Βέμπερ; Παρουσιάστε την άποψη του αξιοποιώντας προς τούτο το υλικό της ΠΗ»

Εισαγωγή

Διαβάζοντας το έργο του Βέμπερ «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού»[1] συμπεραίνουμε ότι ο συγγραφέας κάνει μια απόπειρα να απαντήσει στο ερώτημα «ποιοι ήταν οι λόγοι που συνέβαλαν στο να αναπτυχθεί με τον τρόπο που αναπτύχθηκε ο δυτικός καπιταλισμός;».  Για να το κάνει αυτό ο Μαξ Βέμπερ, ανατρέχει στην ιστορία, μελετώντας την και κάνοντας συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών εθνών και λαών, έτσι ώστε μέσα από την σύγκριση να ανακαλύψει το πότε και το πώς διαφοροποιήθηκε και εξελίχθηκε ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός για να αποκτήσει τη μορφή που είχε στα χρόνια του συγγραφέα.
Παρακάτω θα προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα της εργασίας, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τους κύριους άξονες και προβληματισμούς που αναδεικνύονται μέσα από την  ΠΗ και πιο συγκεκριμένα τα κεφάλαια που μας αφορούν.
Αξίζει να σημειωθεί, πριν προχωρήσουμε παρακάτω, ότι ο Βέμπερ, προκειμένου να εξηγήσει την πορεία του δυτικού κόσμου, λαμβάνει υπόψη του τόσο τις υλικές/αντικειμενικές συνθήκες, όσο και εκείνες τις κατά κάποιο τρόπο άυλες τις «πνευματικές» που περικλείονται σε έννοιες όπως «πνεύμα», «ηθική», «ιδεολογία» κ.α. Αυτός είναι και ο λόγος που οι διάφορες θρησκείες και θρησκευτικά δόγματα έχουν εξέχοντα ρόλο στην ανάλυση του.
Θα χωρίσω την εργασία μου σε 3 μέρη. Στο πρώτο μέρος θα παρουσιάσω τα χαρακτηριστικά εκείνα του δυτικού καπιταλισμού που τον κάνουν να διακρίνεται από τις άλλες ανά τον κόσμο «εκφάνσεις» των διαφόρων πολιτικοκοινωνικών και οικονομικών συστημάτων. Στο δεύτερο μέρος θα αποπειραθώ να περιγράψω αυτό που ο Βέμπερ ονομάζει «πνεύμα του καπιταλισμού» και το οποίο σχετίζεται άμεσα με τις «ιδέες» την «ηθική», την τομή που έφερε στις χώρες της μεταρρύθμισης το προτεσταντικό δόγμα αλλά και τα ιδεώδη ανθρώπων που υπηρέτησαν και εξέφρασαν το καπιταλιστικό πνεύμα όπως ήταν για παράδειγμα ο Φραγκλίνος. Στο τέλος θα ακολουθήσει ένα σύντομο κομμάτι που θα διατυπώνονται κάποια βασικά συμπεράσματα.

 

Μέρος πρώτο: Τα κύρια χαρακτηριστικά του Δυτικού

Καπιταλισμού

Στην εισαγωγή της Π.Η  ο Βέμπερ περιγράφει μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά και τις βασικές υποδομές του δυτικού πολιτισμού, οι οποίες εν συνεχεία χαρακτήρισαν και διαμόρφωσαν τον δυτικού τύπου καπιταλισμό. Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στην:
–        Εξέλιξη της επιστήμης και πειραματισμός(μαθηματικά, αστρονομία, φυσική, μηχανική, ιατρική, χημεία)
–        Εμπειρική γνώση και στοχασμός πάνω στα προβλήματα του κόσμου και της ζωής
–        Φιλοσοφική και θεολογική ενατένιση σε βάθος
–        Αφαιρετική σκέψη
–        Λογική κατασκευή κανονικού δικαίου
Ο Βέμπερ αναγνωρίζει ότι σε όλα τα παραπάνω δεν είχε την μοναδική αποκλειστικότητα ο λεγόμενος δυτικός κόσμος, όμως στον δυτικό κόσμο περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, υπήρχε μια σε βάθος συστηματοποίηση και εκλογίκευση τους.[2]
Ένα από τα πολλά παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Βέμπερ για να στηρίξει τον συγκεκριμένο του ισχυρισμό, είναι η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών στην Ινδία, οι οποίες όπως λέει είχαν ιδιαίτερα θετική εξέλιξη στο επίπεδο της παρατήρησης, ωστόσο απουσίαζε η πειραματική μέθοδος.[3]
Η πρόοδος αυτή που σημειώθηκε στον δυτικό πολιτισμό, δημιούργησε τις υποδομές για να μπορέσει αναπτυχθεί ένα είδος καπιταλισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα ο δυτικός καπιταλισμός βασίστηκε στην «καπιταλιστική επιχείρηση», ένα είδος επιχείρησης, προσανατολισμένης στην απόκτηση κέρδους από έννομες οικονομικές δραστηριότητες. Υπάρχει δηλαδή μια σαφής διάκριση από τον τυχοδιωκτικό τρόπο κερδοσκοπίας, στα πλαίσια του οποίου περιλαμβάνεται και η απόκτηση πλούτου με την βία.[4]Εδώ βέβαια μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η θεώρηση αυτή του Βέμπερ είναι μονομερής, μιας και όπως μας διδάσκει η εμπειρία, η ιστορική πορεία του δυτικού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού κάθε άλλο παρά στρωμένη με κλαδιά ελιάς ήταν, αντιθέτως συχνά αυτός εκφραζόταν με επιθετικό και βίαιο τρόπο.[5]
Η καπιταλιστική αυτή επιχείρηση είναι οργανωμένη ορθολογικά, είναι διαχωρισμένη από τον οίκο(αποκτά δηλαδή δική της ανεξάρτητη υπόσταση) και βασίζει την λειτουργία της στην «τυπικά» ελεύθερη εργασία, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Βέμπερ.
Για τον Βέμπερ η καπιταλιστική επιχείρηση είναι το κύτταρο της καπιταλιστικής οικονομίας και ο βασικός φορέας των όποιων εξελίξεων, πάντα στενά συνδεδεμένη με την καινοτομία και το «σπάσιμο» της παραδοσιοκρατίας[6]. Την δυνατότητα αυτή της την παρείχε η υιοθέτηση των νέων μέσων και των νέων τεχνικών όπως είναι η ανάπτυξη της λογιστικής/γραφειοκρατίας, ο καταμερισμός της εργασίας, ο νομικός χωρισμός της επιχειρησιακής από την ατομική ιδιοκτησία, η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας.[7] Για να γίνουν όλα τα παραπάνω δυνατά, έπρεπε να υπάρξει και το κατάλληλο πεδίο δράσης, η δυτική πόλη, μέσα στην οποία έβρισκαν εφαρμογή αναπτυσσόταν και υιοθετούταν οι νόμοι, η νέα οργάνωση της εργασίας, οι καινοτομίες και η συσσωρευμένη γνώση. Αυτό που από νωρίς διαφοροποίησε τις δυτικές πόλεις, σύμφωνα με το Βέμπερ αλλά και άλλους μελετητές, ήταν η σχετική και ολοένα αυξανόμενη αυτονομία την οποία πολλές από αυτές είχαν ήδη αποκτήσει από την περίοδο του μεσαίωνα.[8]
Μαζί όμως με τις υποδομές πάνω στις οποίες βασίστηκε ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε και μια σχετική ιδεολογία, ένα «καπιταλιστικό πνεύμα/ηθική». Στο επόμενο κεφάλαιο, αφού γίνει μια περιγραφή αυτού του πνεύματος, θα εξετάσουμε και την συμβολή του στην εξέλιξη και τη διαμόρφωση του δυτικού τύπου καπιταλισμού.

Μέρος δεύτερο: Το πνεύμα του καπιταλισμού

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του για την προτεσταντική ηθική ο Βέμπερ κάνει μερικές στατιστικές συγκρίσεις μεταξύ των προτεσταντών και των καθολικών, οι συγκρίσεις αυτές αφορούν το επίπεδο και το είδος της εκπαίδευσης, το είδος της εργασίας κ.α. Από τις εν λόγω συγκρίσεις ο Βέμπερ συμπεραίνει ότι οι επιχειρηματίες κάτοχοι κεφαλαίου, τα ανώτερα στρώματα των ειδικευμένων εργατών και το ανώτερο τεχνικά και εμπορικά μορφωμένο προσωπικό των σύγχρονων του επιχειρήσεων είναι στην πλειοψηφία προτεστάντες.[9]Παρατηρεί επίσης ότι τα παιδιά των προτεσταντών προχωρούν περισσότερο με τις σπουδές τους, ενώ αυτές σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από ότι τα παιδιά των καθολικών, αφορούν βιομηχανικά και τεχνικά επαγγέλματα καθώς επίσης και επαγγέλματα αστικού κερδοσκοπικού τύπου.[10] Παρακάτω θα αναφερθώ στους λόγους που κατά τον συγγραφέα δημιουργήθηκε το συγκεκριμένο φαινόμενο.
Αρχικά ο Βέμπερ αναφέρεται σε ορισμένα παραδείγματα όπου «[…]Οι εθνικές θρησκευτικές μειονότητες(όπως ήταν και οι προτεστάντες) που βρίσκονται σε θέση υποταγής σε μια κυρίαρχη ομάδα οδηγούνται, με τον εκούσιο αποκλεισμό τους από τις θέσεις πολιτικής επίδρασης, με ιδιαίτερη ένταση σε ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων[…]».[11]Αυτό ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται σε όλες τις ιστορικές συγκυρίες[12] ούτε και είναι ικανό να εξηγήσει πλήρως το φαινόμενο για αυτό και η συγκεκριμένη ερμηνεία δεν επαρκεί.
Σύμφωνα με τον Βέμπερ, για να προσαρμοσθεί κάποιος σε ένα τρόπο ζωής με τις ιδιότητες του καπιταλισμού, πρέπει από πίσω να υπάρχει η ανάλογη κοσμοθεωρία, μάλιστα ο ίδιος λέει, και έτσι αντιπαρατίθεται και με το έργο του Μαρξ, ότι το πνεύμα αυτό(η κοσμοθεωρία) συχνά προϋπάρχει της καπιταλιστικής ανάπτυξης.[13]
Πού όμως διέφερε η κοσμοθεωρία των καθολικών με αυτή των προτεσταντών;
Μια από της βασικές διαφορές έγκειται στο πως αντιλαμβανόταν τον ενάρετο βίο οι μεν και πως οι δε. Οι καθολικοί ηθικό βίο θεωρούσαν το βίο μακριά από τα εγκόσμια, αυτός ήταν και ο λόγος που τους προσέλκυε ο ασκητισμός, η απομόνωση, η αδιαφορία για τα αγαθά αυτού του κόσμου.[14] Από την άλλη, οι προτεστάντες θεωρούσαν την εργασία και την συμμετοχή στα εγκόσμια ως ένα είδος «σκοπού» δοσμένου από τον θεό, κάτι που συμμεριζόταν και ο Φραγκλίνος, ένας από τους πρωτοπόρους εκφραστές του καπιταλιστικού πνεύματος. Αυτό το ιδεώδες βέβαια δεν το υιοθετούσε μόνο ο Φραγκλίνος αλλά και πολλοί άλλοι, ας μου επιτραπεί ο όρος, αστοί.[15]Έτσι βλέπουμε πως μια θρησκευτική αντίληψη έρχεται σε συμφωνία με μια ιδεολογία που αφορά τον νέο αυτό τύπο σκέψης της καπιταλιστικής οικονομίας, στο λεξιλόγιο του Βέμπερ αυτό θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε εκλεκτική συγγένεια. Το ότι η εργασία θεωρήθηκε από τους προτεστάντες ως ηθικό καθήκον, βοήθησε τον καπιταλισμό να βρει το πειθαρχημένο εκείνο εργατικό δυναμικό που χρειαζόταν για να αναπτυχθεί.[16]
Φυσικά το «προτεσταντικό δόγμα» σε καμία περίπτωση δεν ταυτιζόταν με το «καπιταλιστικό πνεύμα», ούτε οι μεταρρυθμιστές είχαν σαν στόχο τους την εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όταν έβαζαν τις θεωρητικές βάσεις για την νέα αυτή αίρεση/θρησκεία, αντίθετα, τα κίνητρα τους ήταν καθαρά θρησκευτικά[17] και αφορούσαν την σωτηρία της ψυχής.[18]
Συγκρίνοντας τον προτεσταντισμό με τις ιδέες που εξέφρασε ο Φραγκλίνος, και που μπορούμε να τις εντάξουμε και αυτές στο «καπιταλιστικό πνεύμα» θα δούμε ότι δεν συμβαδίζουν απόλυτα, απλά συμπίπτουν αρκετές φορές σε «κομβικά» σημεία. Για παράδειγμα η λατρεία προς την απόκτηση και την επανεπένδυση χρήματος, που χαρακτήριζε τους καπιταλιστές, απείχε από το προτεσταντικό ιδεώδες. Για τους προτεστάντες η εργασία αποτελεί ένα προκαθορισμένο έργο ζωής που παραμένει το ίδιο από την αρχή ως το τέλος σαν πεπρωμένο.[19] Αντίθετα, την καπιταλιστική επιχείρηση δεν την χαρακτηρίζει ούτε η στασιμότητα, αφού η συνεχής αναζήτηση κέρδους αναγκάζει θέλοντας και μη, τους επιχειρηματίες να υπερβαίνουν τον εαυτό τους και να εξελίσσουν την επιχειρηματική δράση τους καθώς εκτός από εργατικοί όφειλαν να είναι παράτολμοι και διορατικοί.
Όμως και ο ίδιος ο Φραγκλίνος[20], σε ότι αφορούσε την εγκόσμια ζωή των επιχειρηματιών, εξέφραζε μια ηθικιστική στάση. Συγκεκριμένα αναφερόμενος στους καπιταλιστές επιχειρηματίες λέει «Δεν διαθέτει τίποτε από τον πλούτο του για τον εαυτό του, εκτός από την άλογη αίσθηση ότι εκπληρώνει καλά το «επαγγελματικό του χρέος»»[21]και «Η απόκτηση χρήματος με νόμιμο τρόπο θεωρείται αρετή»[22]
Παρά την απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης, το σίγουρο είναι ότι ο προτεσταντισμός βοήθησε στο να επαναειδωθεί η εργασία από κάτι μη ηθικό έως και ανήθικη που αντιμετωπιζόταν στα καθολικά κράτη, ως το κύριο συστατικό για να θεωρηθεί ο βίος κάποιου ηθικός.[23] Αυτό κατά τη γνώμη μου βοήθησε τους καπιταλιστές επιχειρηματίες να βρουν το πρόθυμο εργατικό δυναμικό που θα στελέχωνε τις επιχειρήσεις τους, μορφωμένο, με αίσθηση ότι έκανε το καθήκον του και πειθαρχημένο στις απαιτήσεις της εταιρίας. Ακόμα και ένας μη θρήσκος επιχειρηματίας, είχε στην ουσία μόνο να κερδίσει από την περί εργασίας θεώρηση του προτεσταντισμού, αφού η νέα ασκητική για τους πιστούς ήταν πλέον η εργασία στην θέση της αποχής. Σίγουρα ακόμα και το γεγονός ότι ο προτεσταντισμός αντιμετώπιζε το επάγγελμα ως κάτι στάσιμο, βόλευε τους επιχειρηματίες, αφού έτσι και αλλιώς δεν ήταν ανάγκη όλοι τους οι εργάτες να επιδιώκουν να κάνουν επαγγελματική καριέρα. Όμως για όποιον ήθελε να κάνει καριέρα, μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής επιχείρησης, του διδόταν και αυτή η ευκαιρία αρκεί να μπορούσε να προσφέρει κάτι παραπάνω.
Ο προτεσταντισμός, παρά του ότι περιείχε αρκετά συντηρητικά στοιχεία, βοήθησε με τον τρόπο του στο σπάσιμο της παραδοσιοκρατίας. Με το να καλλιεργηθεί η ιδέα ότι η συστηματική εργασία ήταν κάτι ηθικό τροφοδότησε σε πρώτη φάση τις νέες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής με εργατικό δυναμικό όπως είπαμε και παραπάνω. Όταν ο καπιταλισμός άρχισε να γίνεται κραταιό οικονομικό σύστημα, μπορούσε να ασκήσει τις αντίστοιχες πιέσεις με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στους εργαζόμενους, ώστε να αναγκαστούν να ξεπεράσουν την προτεσταντική αντίληψη ότι οι πιστοί πρέπει να εργάζονται μόνο μέχρι να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.[24] Στο δεύτερο κεφάλαιο της Π.Η ο Βέμπερ  αναφέρεται εκτενώς σε αυτήν την τάση (της μη εργασίας πάνω από τις βασικές ανάγκες) και περιγράφει κάποιες απόπειρες να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Σήμερα ξέρουμε ότι υπάρχουν δυο τρόποι για να κάνεις κάποιον να δουλέψει παραπάνω, είτε αυξάνεις τις ανάγκες/επιθυμίες του(κάτι που πρέπει να γίνει για να υπάρχει όσο το δυνατόν λιγότερο πλεόνασμα παραγωγής όταν αυτή αυξάνεται), είτε ελέγχοντας τον μισθό του.[25]
Ακόμα κάτι στο οποίο αξίζει να αναφερθούμε, είναι το γεγονός ότι το καπιταλιστικό πνεύμα εξυπηρέτησε πρακτικές και υπάρχουσες ανάγκες που εμφανίστηκαν κατά την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Για παράδειγμα τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να διαθέτει ο νέος επιχειρηματίας, και τα οποία εκφράστηκαν από τον Φραγκλίνο σαν ηθική στάση ζωής(τιμιότητα, εξυπνάδα, διορατικότητα, εργατικότητα, ικανότητα οργάνωσης κ.α), ήταν απαραίτητο να υιοθετηθούν, αν οι νέοι επιχειρηματίες ήθελαν να ενδυναμώσουν την θέση τους και να ξεπεράσουν τα εμπόδια που του έθεταν οι οπαδοί των παραδοσιακών σχέσεων παραγωγής. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι το καπιταλιστικό αυτό πνεύμα αναπτύχθηκε διαλεκτικά και παράλληλα με την όποια πρόοδο σημειώθηκε στις σχέσεις εμπορίου και παραγωγής και ότι ο νέος «ηθικός χάρτης» που προέκυψε αποτελούσε ένα είδος εμπειρικού μπούσουλα για τους νέους επίδοξους επιχειρηματίες.

 

Συμπεράσματα

Συμπεραίνουμε ότι ο δυτικός καπιταλισμός κατάφερε να αναπτυχθεί έτσι όπως αναπτύχθηκε στον δυτικό κόσμο, μέσα από μια διαδικασία εξορθολογισμού του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντιμετώπιζε τον κόσμο και την κοινωνία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει, βασισμένη στην λογική, μια ανάπτυξη πολλών επιμέρους κλάδων(επιστήμη/τεχνολογία, γραφειοκρατία, τέχνες, δίκαιο), που δημιούργησαν τις υποδομές προκειμένου να εξελιχθεί σταδιακά η οικονομία της δυτικής Ευρώπης από εμπορική και φεουδαρχική, σε καπιταλιστική.
Την έκφραση του ο καπιταλισμός την βρήκε μέσα από την καπιταλιστική επιχείρηση, ένα σύνολο δηλαδή λειτουργιών, που αποσκοπούσαν στο νόμιμο κέρδος μέσα από ορθολογικές διαδικασίες(ας έχουμε υπόψη μας και την παραπομπή αρ. 5). Η καπιταλιστική επιχείρηση ήταν μπορεί να πει κανείς ο «τόπος» που μπορούσαν να βρουν εφαρμογή όλες αυτές οι εξελίξεις που αναφέραμε παραπάνω αλλά και να προκύψουν νέες μέσα από την επιχειρηματικότητα, τον ανταγωνισμό και την καινοτομία.
Όμως γύρω από τον καπιταλισμό αναπτύχθηκε μια ολόκληρη ιδεολογία που εκθείαζε την εργασία, την κερδοφορία, την τιμιότητα στις συναλλαγές, τον ορθό λόγο, υφαίνοντας έτσι ένα είδος «ηθικού κανόνα» που αφορούσε τον επιχειρηματία καπιταλιστή, την συμπεριφορά του, την επιχείρηση του και τον περίγυρο του. Ο προτεσταντικός κόσμος, έναντι άλλων θρησκευτικών δογμάτων, ασπάστηκε με μεγαλύτερη ευκολία αυτές τις ιδέες, αφού υπήρχε μία ταύτιση μεταξύ του καπιταλιστικού πνεύματος και της προτεσταντικής ηθικής. Σημαντικότερο ίσως σημείο ταύτισης μπορεί να θεωρηθεί η αντίληψη ότι η εργασία αποτελούσε για τους πιστούς ένα είδος ιερού καθήκοντος.
Φυσικά δεν δημιούργησε η μεταρρύθμιση τον καπιταλισμό, ούτε και το αντίστροφο, όμως μπορεί να πει κανείς ότι στην «σούπα» των κοινωνικών εξελίξεων σταδιακά αυτοί οι λαοί, και επωφελούμενοι από την συμβολή διαφόρων παραγόντων(όπως ο προτεσταντισμός ή ο εξορθολογισμός), οδηγήθηκαν διαλεκτικά και με την σταδιακή αλλαγή των δομών, σε ένα νέο και ανώτερο οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό επίπεδο.
Βιβλιογραφία
–        Μαξ Βέμπερ, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα, 2006
–        Σ. Κονιόρδος, Ειδικά θέματα Ευρωπαικού πολιτισμού, Τόμος Α, Η θέση του Βέμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Πάτρα, 2002

[1] Στο εξής ΠΗ
[2] Μαξ Βέμπερ, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα, 2006, σελ. 12
[3] Βέμπερ, ο.π, σελ. 12
[4] Βέμπερ, ο.π, σελ. 15,20
[5] Στην πραγματικότητα ακόμα και σήμερα,  η συσσώρευση πλούτου, είναι στενά συνδεδεμένη με την άσκηση βίας, σωματικής και ψυχολογικής, καθώς το σύστημα βασίζεται και βασιζόταν σε σχέσεις εξάρτησης και εκμετάλλευσης τις οποίες τα υπό εκμετάλλευση υποκείμενα δεν είναι εύκολο να τις παραβιάσουν/αποφύγουν. Επειδή και ο Βέμπερ το γνώριζε αυτό, αυτός είναι ο λόγος που στο έργο του μιλάει για την «τυπικά» ελεύθερη εργασία και όχι την ουσιαστικά ελεύθερη εργασία.
[6] Στην έννοια της παραδοσιοκρατίας θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω.
[7] Βέμπερ, ο.π, σελ. 19
[8] Σ. Κονιόρδος, Ειδικά θέματα Ευρωπαικού πολιτισμού, Τόμος Α, Η θέση του Βέμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Πάτρα, 2002, σελ. 26-27
[9] Βέμπερ, ο.π, σελ. 31
[10] Βέμπερ, ο.π, σελ. 34
[11] Βέμπερ, ο.π, σελ. 34-35
[12] Αφού οι καθολικοί για παράδειγμα ακόμα και όπου ήταν μειονότητες δεν ασχολούταν ιδιαίτερα με οικονομικές δραστηριότητες.
[13] Βέμπερ, ο.π, σελ. 48
[14]Βέμπερ, ο.π, σελ. 35-36
[15] Κονιόρδος, ο.π, σελ. 57-58
[16] Βέμπερ, ο.π, σελ. 50
[17] Αν και ο Βέμπερ το υποστήριζε αυτό, εγώ προσωπικά δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι τα κίνητρα του Λούθηρου και των υπολοίπων μεταρρυθμιστών ήταν αποκλειστικά θρησκευτικά και αφορούσαν μόνο ζητήματα πίστεως.
[18] Βέμπερ, ο.π, σελ. 78
[19] Βέμπερ, ο.π, σελ. 69,70,75
[20] Μια πολύ διαφωτιστική σύνοψη/παράθεση των ιδεών του Φραγκλίνου για την εργασία, το χρήμα και την κερδοφορία, που λόγω έλλειψης χώρου δεν μπορώ να την παραθέσω εδώ, υπάρχει στις σελίδες 42 – 44 της Π.Η
[21] Βέμπερ, ο.π, σελ. 63
[22] Βέμπερ, ο.π, σελ. 47
[23] Βέμπερ, ο.π, σελ. 65
[24] Εξού και το τυπικά και όχι ουσιαστικά ελεύθερη εργασία, αφού στον καπιταλισμό αυτός που έχει το πάνω χέρι(ο εργοδότης), μπορεί να ασκήσει τις ανάλογες πιέσεις στους εργαζόμενους, όντας αυτοί «εξαρτημένοι» από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που του δίνουν τη δύναμη να τους επιβληθεί.
[25] Ανάλογα και με τις ανοχές της αγοράς ή τις αντικειμενικές συνθήκες. Βέβαια σε περιόδους κρίσεων για μια πλειάδα λόγων(συγκράτηση ποσοστών κέρδους, υψηλή ανεργία, έλλειψη ζήτησης κ.α.), και όχι τόσο ως κίνητρο για παραπάνω εργασία, οι μισθοί(ή η αξία αυτών) μπορεί να μειωθούν ραγδαία.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

Σχολιάστε