Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850


ΙΙ. 13 ΤΟΥ ΙΟΥΝΗ 1849

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Από το 1830, η αστικοδημοκρατική ομάδα, με τους συγγραφείς της, τους εκπροσώπους της, τις αξίες της, τις φιλοδοξίες της, τους βουλευτές της, τους στρατηγούς της, τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους της, συγκεντρώθηκε γύρω από μια παρισινή εφημερίδα, τη Νασιονάλ. Η εφημερίδα αυτή είχε τις δικές της εκδόσεις στις επαρχίες. Η κλίκα της Νασιονάλ ήταν η δυναστεία της τρίχρωμης δημοκρατίας. Κατέλαβε αμέσως όλα τα κρατικά αξιώματα, τα υπουργεία, τη διεύθυνση της αστυνομίας, τη διεύθυνση των ταχυδρομείων, τις θέσεις των νομαρχών, τις θέσεις των ανώτερων αξιωματικών που είχαν μείνει κενές στο στρατό. Επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας βρισκόταν ο στρατηγός της, ο Καβενιάκ, και ο αρχισυντάκτης της Μαράστ έγινε ο μόνιμος πρόεδρος της συντακτικής εθνοσυνέλευσης. Στα σαλόνια του, σαν τελετάρχης, απέδιδε τιμές εξ ονόματος της «καθώς πρέπει» δημοκρατίας.

1
(…)

Η πρώτη πράξη της συντακτικής εθνοσυνέλευσης ήταν ο διορισμός μιας ανακριτικής επιτροπής για τα γεγονότα του Ιούνη και της 15ης του Μάη, και για τη συμμετοχή των ηγετών του σοσιαλιστικού και του δημοκρατικού κόμματος στα γεγονότα αυτών των ημερών. Η ανάκριση στρεφόταν άμεσα ενάντια στον Λουί Μπλαν, τον Λεντρί – Ρολέν και τον Κοσιντιέρ. Οι αστοί δημοκράτες φλογίζονταν από ανυπομονησία να ξεφορτωθούν τους αντιπάλους αυτούς. Την ικανοποίηση της μνησικακίας τους δεν μπορούσαν να την εμπιστευθούν σε πιο κατάλληλο υποκείμενο από τον κ. Οντιλόν Μπαρό, τον πρώην αρχηγό της δυναστικής αντιπολίτευσης, την ενσάρκωση του φιλελευθερισμού, το μεγαλόπρεπο μηδενικό (nullite grave), την εμβριθή επιπολαιότητα που δεν είχε να εκδικηθεί μονάχα μια δυναστεία, αλλά και να ζητήσει λογαριασμό από τους επαναστάτες για τη ματαίωση μιας πρωθυπουργίας.

(…)

Το σχέδιο για φορολογία του κεφαλαίου, που είχε συλλάβει η προσωρινή κυβέρνηση και που το υιοθέτησε ξανά ο Γκουτσό – με τη μορφή ενός ενυπόθηκου δανείου – απορρίφθηκε από τη συντακτική συνέλευση. Ο νόμος που περιόριζε τη μέρα εργασίας σε δέκα ώρες καταργήθηκε. Η φυλάκιση για χρέη μπήκε ξανά σ’ εφαρμογή, αποκλείστηκε η συμμετοχή στο σώμα των ενόρκων μεγάλου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού που δεν ξέρει ούτε ανάγνωση, ούτε γραφή. Γιατί όχι κι από το δικαίωμα ψήφου; Ξαναεφαρμόστηκε η κατάθεση χρηματικής εγγύησης για τις εφημερίδες. Περιορίστηκε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.

Στη βιασύνη τους όμως να ξαναδώσουν πίσω στις παλιές αστικές σχέσεις τις παλιές τους εγγυήσεις και να εξαλείψουν κάθε ίχνος που άφησαν πίσω τους τα κύματα της επανάστασης, οι αστοί δημοκράτες σκόνταψαν σε μιαν αντίσταση που τους «απειλούσε» με αναπάντεχο κίνδυνο.

Κανένας δεν είχε αγωνιστεί στις μέρες του Ιούνη για τη σωτηρία της ιδιοκτησίας και για την αποκατάσταση της πίστης πιο φανατικά από τους Παρισινούς μικροαστούς – τους καφετζήδες, τους εστιάτορες, τους ταβερνιάρηδες, τους μικρεμπόρους, πραματευτάδες, επαγγελματίες κ.λπ. Το μαγαζί ανασκουμπώθηκε και βάδισε ενάντια στο οδόφραγμα για ν’ αποκαταστήσει την κυκλοφορία που οδηγεί από το δρόμο στο μαγαζί. Πίσω όμως από το οδόφραγμα στέκονταν οι πελάτες κι οι οφειλέτες, μπρος του οι πιστωτές του μαγαζιού. Κι όταν τα οδοφράγματα γκρεμίστηκαν και οι εργάτες συντρίφτηκαν, κι όταν οι μαγαζάτορες, μεθυσμένοι από τη νίκη, έτρεξαν πίσω στα μαγαζιά τους, βρήκαν την είσοδο φραγμένη από ένα σωτήρα της ιδιοκτησίας, έναν επίσημο πράκτορα της πίστης, που τους παρουσίαζε τις απειλητικές επιστολές: ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο! ληξιπρόθεσμο νοίκι! ληξιπρόθεσμη τραβηχτική! χρεοκοπημένο μαγαζί! χρεοκοπημένος μαγαζάτορας!

2

Διάσωση της ιδιοκτησίας! Ομως το σπίτι όπου κατοικούσαν δεν ήταν ιδιοκτησία τους. Το μαγαζί που φυλάγανε δεν ήταν ιδιοκτησία τους. Τα εμπορεύματα που πουλούσαν δεν ήταν ιδιοκτησία τους. Ούτε το μαγαζί τους, ούτε το πιάτο όπου τρώγανε, ούτε το κρεβάτι όπου κοιμούνταν ανήκαν πια σ’ αυτούς. Απ’ αυτούς ακριβώς έμπαινε ζήτημα να σωθεί αυτή η ιδιοκτησία προς όφελος του ιδιοκτήτη που τους είχε νοικιάσει το σπίτι, του τραπεζίτη που τους είχε προεξοφλήσει το γραμμάτιο, του κεφαλαιούχου που τους είχε δανείσει μετρητά χρήματα, του εργοστασιάρχη που είχε εμπιστευθεί σ’ αυτούς τους λιανοπωλητές εμπορεύματα για πούληση, προς όφελος του μεγαλέμπορα που είχε δώσει επί πιστώσει τις πρώτες ύλες σ’ αυτούς τους επαγγελματίες. Αποκατάσταση της πίστης! Μα η ξαναδυναμωμένη πίστη αποδείχτηκε ένας ζωηρός και γεμάτος ζήλο θεός, ακριβώς γιατί έδιωξε από τους τέσσερις τοίχους του τον αναξιόχρεο οφειλέτη μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του, παραδίνοντας την εικονική ιδιοκτησία του στο κεφάλαιο και ρίχνοντας τον ίδιο στη φυλακή για χρέη, στη φυλακή που ξαναϋψώθηκε απειλητικά πάνω από τα πτώματα των εξεγερμένων του Ιούνη.

Οι μικροαστοί είδαν με τρόμο ότι τσακίζοντας τους εργάτες παραδώσανε τους εαυτούς τους χωρίς αντίσταση στα χέρια των πιστωτών τους. Η χρεοκοπία τους, που από το Φλεβάρη και ύστερα κέρδιζε χρόνο και που είχε φαινομενικά αγνοηθεί, κηρύχτηκε ανοιχτά ύστερα από τον Ιούνη.

Η ονομαστική ιδιοκτησία τους είχε αφεθεί απείραχτη τόσο καιρό, όσο χρειαζόταν για να τους οδηγήσουν στο πεδίο της μάχης, εν ονόματι της ιδιοκτησίας. Τώρα που είχε ξεκαθαριστεί ο μεγάλος λογαριασμός με το προλεταριάτο, μπορούσε να ξαναξεκαθαριστεί κι ο μικρός λογαριασμός με τον μπακάλη. Στο Παρίσι, το συνολικό ποσό των γραμματίων που εκκρεμούσε η πληρωμή τους ήταν πάνω από 21 εκατομμύρια φράγκα, στις επαρχίες πάνω από 11 εκατομμύρια. Οι ιδιοκτήτες άνω των 7.000 εμπορικών επιχειρήσεων του Παρισιού δεν είχαν πληρώσει το νοίκι τους από το Φλεβάρη.

(…)

Στο πρώτο σχέδιο Συντάγματος που καταρτίστηκε πριν από τις μέρες του Ιούνη, βρισκόταν ακόμα το «droit au travail», το δικαίωμα στην εργασία, η πρώτη αδέξια διατύπωση όπου συνοψίζονται οι επαναστατικές αξιώσεις του προλεταριάτου. Αυτό μετατράπηκε στο droit a l’ assistance, στο δικαίωμα να παίρνει βοήθημα απ’ το δημόσιο. Και ποιο σύγχρονο κράτος δεν τρέφει τους απόρους του με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο; Το δικαίωμα στην εργασία είναι, με την αστική έννοια, ένας παραλογισμός, ένας άθλιος, ευσεβής πόθος. Πίσω όμως απ’ το δικαίωμα στην εργασία κρύβεται η βία πάνω στο κεφάλαιο, πίσω απ’ τη βία πάνω στο κεφάλαιο η ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, η υπαγωγή τους στην οργανωμένη εργατική τάξη, επομένως, η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κεφαλαίου και των αμοιβαίων σχέσεών τους. Πίσω απ’ το «δικαίωμα στην εργασία» βρισκόταν η εξέγερση του Ιούνη. Η συντακτική συνέλευση, που έθετε ουσιαστικά το επαναστατικό προλεταριάτο εκτός νόμου, ήταν για λόγους αρχής υποχρεωμένη να βγάλει τη διατύπωση του δικαιώματος εργασίας απ’ το Σύνταγμα, αυτό το νόμο των νόμων, ήταν υποχρεωμένη να ρίξει το ανάθεμα στο «δικαίωμα στην εργασία».

3Στις 21 του Μάρτη, στην ημερήσια διάταξη της εθνοσυνέλευσης βρισκόταν το νομοσχέδιο του Φοσέ ενάντια στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι: Η κατάργηση των λεσχών. Το άρθρο 8 του Συντάγματος εγγυάται σ’ όλους τους Γάλλους το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Η απαγόρευση των λεσχών ήταν, λοιπόν, μια αναμφισβήτητη παραβίαση του Συντάγματος, και η συντακτική η ίδια έπρεπε να ευλογήσει τη βεβήλωση των αγίων της. Οι λέσχες όμως ήταν τα σημεία συγκέντρωσης, τα συνωμοτικά κέντρα του επαναστατικού προλεταριάτου. Η ίδια η εθνοσυνέλευση είχε απαγορεύσει το συνασπισμό των εργατών ενάντια στους κεφαλαιοκράτες τους. Και οι λέσχες, τι άλλο ήταν παρά ένας συνασπισμός ολόκληρης της εργατικής τάξης ενάντια σ’ ολόκληρη την αστική τάξη, η συγκρότηση ενός εργατικού κράτους ενάντια στο αστικό κράτος; Μήπως δεν ήταν άλλες τόσες συντακτικές συνελεύσεις του προλεταριάτου και άλλες τόσες ετοιμοπόλεμες στρατιωτικές μονάδες της εξέγερσης; Εκείνο που έπρεπε πριν απ’ όλα να θεσπίσει το Σύνταγμα, ήταν η κυριαρχία της αστικής τάξης. Είναι φανερό, λοιπόν, πως με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το Σύνταγμα μπορούσε να εννοεί μόνο τα σωματεία που βρίσκονταν σε αρμονία με την κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή με το αστικό καθεστώς. Αν, για λόγους θεωρητικής ευπρέπειας, το Σύνταγμα εκφραζόταν γενικά, δεν υπήρχαν τάχα η κυβέρνηση και η εθνοσυνέλευση για να το ερμηνεύσουν και να το εφαρμόσουν σε κάθε ειδική περίπτωση; Και αν στην προκατακλυσμιαία εποχή της δημοκρατίας, οι λέσχες απαγορεύονταν ουσιαστικά από την κατάσταση πολιορκίας, δε θα έπρεπε μήπως ν’ απαγορεύονται από το νόμο, στην ταχτοποιημένη, συγκροτημένη δημοκρατία; Οι τρίχρωμοι δημοκράτες δεν είχαν τίποτε άλλο ν’ αντιτάξουν σ’ αυτή την πεζή ερμηνεία του Συντάγματος εκτός από την εμφαντική φρασεολογία του Συντάγματος.

Ενα μέρος απ’ αυτούς, οι Πανιέρ, Ντικλέρ κ.λπ., ψήφισαν για την κυβέρνηση και της εξασφάλισαν έτσι την πλειοψηφία. Το άλλο μέρος, με τον αρχάγγελο Καβενιάκ και τον πατέρα της εκκλησίας Μαράστ επικεφαλής, όταν εγκρίθηκε το άρθρο για την απαγόρευση των λεσχών, αποσύρθηκε σε μια ιδιαίτερη αίθουσα του γραφείου, μαζί με τον Λεντρί – Ρολέν και τους ορεινούς – «και αντάλλαξαν γνώμες». Η εθνοσυνέλευση είχε παραλύσει: Δεν είχε πια απαρτία. Στην κατάλληλη στιγμή, στα γραφεία της επιτροπής, ο κ. Κρεμιέ θυμήθηκε ότι από δω μπορεί κανείς να πάει κατευθείαν στο δρόμο, κι ότι τώρα δεν ήταν πια Φλεβάρης του 1848, αλλά Μάρτης του 1849. Το κόμμα της Νασιονάλ, ξαφνικά φωτίστηκε και γύρισε πίσω στην αίθουσα των συνεδριάσεων της εθνοσυνέλευσης και από πίσω του ακολούθησαν οι ορεινοί, εξαπατημένοι για μιαν ακόμα φορά, που ενώ τυραννιούνταν διαρκώς από επαναστατικές διαθέσεις, επιζητούσαν επίσης διαρκώς συνταγματικές δυνατότητες κι ένιωθαν τον εαυτό τους ακόμα περισσότερο στη θέση του όταν βρίσκονταν πίσω από τους αστούς δημοκράτες παρά όταν βρίσκονταν μπροστά στο επαναστατικό προλεταριάτο. Ετσι παίχτηκε η κωμωδία. Και η συντακτική η ίδια είχε θεσπίσει ότι η παραβίαση του γράμματος του Συντάγματος αποτελεί τη μόνη πιστή πραγματοποίηση του πνεύματός του.

Δεν έμενε να κανονιστεί παρά ένα μόνο σημείο, η σχέση της συγκροτημένης δημοκρατίας με την ευρωπαϊκή επανάσταση, η εξωτερική πολιτική της. Στις 8 του Μάη 1849 επικρατούσε μια ασυνήθιστη έξαψη στη συντακτική, που ζούσε τις τελευταίες της μέρες. Η επίθεση του γαλλικού στρατού ενάντια στη Ρώμη, η απόκρουσή του από τους Ρωμαίους, η πολιτική του ατίμωση και η στρατιωτική του καταισχύνη, η άνανδρη δολοφονία της δημοκρατίας της Ρώμης από τη γαλλική δημοκρατία, δηλαδή η πρώτη ιταλική εκστρατεία του δεύτερου Βοναπάρτη βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Οι ορεινοί είχαν για μιαν ακόμα φορά παίξει το μεγάλο τους ατού: Ο Λεντρί – Ρολέν είχε καταθέσει στο προεδρικό τραπέζι την απαραίτητη μήνυση ενάντια στην κυβέρνηση, κι αυτή τη φορά ενάντια και στον Βοναπάρτη, για παραβίαση του Συντάγματος.

(…)

4Στις 28 του Μάη συνήλθε η νομοθετική συνέλευση. Στις 11 του Ιούνη επαναλήφθηκε η σύγκρουση της 8 του Μάη και, στο όνομα των ορεινών, ο Λεντρί – Ρολέν έκανε μήνυση ενάντια στον πρόεδρο και την κυβέρνηση για παραβίαση του Συντάγματος, για το βομβαρδισμό της Ρώμης. Στις 12 του Ιούνη, η νομοθετική συνέλευση απέρριψε τη μήνυση ακριβώς όπως την είχε απορρίψει στις 11 του Μάη η συντακτική συνέλευση, μα τη φορά αυτή το προλεταριάτο έσπρωξε τους ορεινούς στους δρόμους, όχι όμως σε οδομαχίες, αλλά μονάχα σε μια παρέλαση. Αρκεί να ειπωθεί ότι οι ορεινοί βρίσκονταν επικεφαλής αυτής της κίνησης, για να ξέρουμε ότι το κίνημα νικήθηκε και ότι ο Ιούνης του 1849 ήταν μια γελοιογραφία τόσο καταγέλαστη όσο και τιποτένια του Ιούνη του 1848. Η μεγάλη υποχώρηση της 13 του Ιούνη δεν επισκιάστηκε παρά από την ακόμα μεγαλύτερη έκθεση της μάχης του Σανγκαρνιέ, του μεγάλου άνδρα που ξεφούρνισε το κόμμα της τάξης. Κάθε κοινωνική εποχή χρειάζεται τους μεγάλους άνδρες της κι όταν δεν τους βρίσκει, τους εφευρίσκει, όπως λέει κι ο Ελβέτιος.

Στις 20 του Δεκέμβρη υπήρχε μονάχα το πρώτο μισό της συγκροτημένης αστικής δημοκρατίας, ο πρόεδρος. Στις 28 του Μάη συμπληρώθηκε με το άλλο μισό, με τη νομοθετική συνέλευση. Τον Ιούνη του 1848 η διαμορφωμένη αστική δημοκρατία είχε χαράξει τη μέρα της γέννησής της στο μητρώο της Ιστορίας με μιαν απερίγραπτη μάχη ενάντια στο προλεταριάτο, και τον Ιούνη του 1849, την είχε χαράξει η συγκροτημένη αστική δημοκρατία με μιαν ακατονόμαστη κωμωδία που έπαιξε με τη μικροαστική τάξη. Ο Ιούνης του 1849 ήταν η Νέμεση του Ιούνη του 1848. Τον Ιούνη του 1849 δε νικήθηκαν οι εργάτες, μα πέσανε οι μικροαστοί που στέκονταν ανάμεσα σ’ αυτούς και στην επανάσταση. Ο Ιούνης του 1849 δεν ήταν η αιματηρή τραγωδία ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και στο κεφάλαιο, μα το γεμάτο με φυλακές αξιοθρήνητο δράμα, που παίχτηκε ανάμεσα στον οφειλέτη και τον πιστωτή. Το κόμμα της τάξης είχε νικήσει, ήταν παντοδύναμο, έπρεπε τώρα να δείξει τι ήταν!

Πηγή. http://www.rizospastis.gr/story.do?id=6303486&publDate=19/6/2011

Το μεγάλο κόλπο με τα mini-jobs και τα 1euro jobs


της Βάλια Μπαζού

Είναι απλό. Η Γερμανία έφτασε στο ιστορικό χαμηλό ποσοστό ανεργίας του 6,8%, κάνοντας αόρατους τους ανέργους και πραγματοποιώντας στα μουγκά τη μεγαλύτερη αλλαγή προς το χειρότερο στις εργασιακές σχέσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεν το έκανε τώρα, το κάνει συστηματικά τα τελευταία 10 χρόνια. Απλώς τότε ήταν παχιές οι μύγες και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν ασχολούνταν με το γερμανικό «θαύμα». Τώρα, όμως, που έσφιξαν τα γάλατα, άλλοι διαμαρτύρονται για αθέμιτο ανταγωνισμό όπως το Βέλγιο που πρόσφατα  προέβη σε καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις γερμανικές «μίνι θέσεις εργασίας», υποστηρίζοντας ότι υπονομεύουν τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού και άλλοι, καλή ώρα εμείς, θα το εφαρμόσουμε για τη «σωτηρία» της πατρίδας.
Η πιο διαδεδομένος θεσμός στη Γερμανία είναι η λεγόμενη «μικροεργασία» (mini job) στην οποία απασχολούνται 7,8 εκατομμύρια στη Γερμανία και η «εργασία του 1 ευρώ την ώρα» (1 euro job).

Τα αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι τα εξής:
-πέφτουν διαρκώς τα ποσοστά ανεργίας αφού πλέον ακόμα και όσοι εργάζονται για 1 ευρώ την ώρα δεν θεωρούνται άνεργοι
-τα κονδύλια μεταφέρονται από το ταμείο ανεργίας στο ταμείο επιδότησης νεόπτωχων
-δημιουργούνται θέσεις εργασίας προσωρινής απασχόλησης με εργαζομένους που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας
-καθιερώνεται μισθός 400 ευρώ το μήνα χωρίς φορολογία και χωρίς παράλληλα την καθιέρωση ανώτατου ορίου ωρών εργασίας την εβδομάδα
-οι κανονικές δουλειές «σπάνε» σε δουλειές μερικής απασχόλησης αφού οι εργοδότες συν τοις άλλος για τα mini-jobs πληρώνουν αισθητά λιγότερες εισφορές

1euro jobs

Πρόκειται για «καλοπληρωμένη» εργασία που προσφέρεται σε ανέργους και ιδίως μακροχρόνια ανέργους κάτω από τον μανδύα της παροχής «κοινωνικών υπηρεσιών». Οι άνεργοι πληρώνονται με 1 ευρώ την ώρα για εργασία έως 30 ώρες την εβδομάδα για διάστημα 6 μηνών. Το σχέδιο περνά μέσα από εταιρείες εργολάβους που προωθούν τους εργαζόμενους σε θέσεις εργασίας κοινωφελούς σημασίας που δεν καλύπτουν κανονικά αμοιβόμενες θέσεις. Ο άνεργος δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη θέση «εργασίας» αφού κινδυνεύει να χάσει μέρος του επιδόματος ανεργίας ή άλλα προνομιακά επιδόματα.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια παραλλαγή του συστήματος με προσλήψεις μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας, που υλοποιούν Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Οι μισθοί δεν είναι του ενός ευρώ την ώρα αλλά το 80% της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για διάστημα 5 μηνών χωρίς δυνατότητα κατοχύρωσης εργασιακού δικαιώματος.

0 ευρώ την ώρα

Ναι, υπάρχει και αυτός ο «θεσμός» διαδομένος ευρέως στις ΗΠΑ . Με 0 ευρώ την ώρα εργάζονται οι λεγόμενοι baggers, νέοι και νέες που στέκονται στα ταμεία των σούπερ μάρκετ και βάζουν τα προϊόντα των πελατών στις σακούλες. Η συμφωνία είναι ότι δεν πληρώνονται από το σούπερ μάρκετ αλλά από τα φιλοδωρήματα των πελατών. Η τελευταία εξέλιξη λένε ότι είναι γερμανικής εμπνεύσεως. Επειδή στην Ευρώπη οι  baggers  είναι μια κατηγορία «εργαζομένων» που δεν υπάρχει αφού βοήθεια στους πελάτες προσφέρουν εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ, κάποιοι ευφάνταστοι επιχειρηματίες σκέφτηκαν το εξής. Νοικιάζουν στα σούπερ μάρκετ baggers προς 3 ευρώ την ώρα και οι νέοι και οι νέες που δουλεύουν πληρώνονται μόνον από τα φιλοδωρήματα. Με τον τρόπο αυτό τα σούπερ μάρκετ δεν «χαραμίζουν» εργαζομένους σε αυτό το πόστο αλλά μπορούν να χρησιμοποιούν μόνον τις ώρες αιχμής τους baggers χωρίς να πληρώνουν μισθό, εισφορές κλπ.

Πηγή. το Ποντίκι

Το είδα: http://aienaristeyein.com/2013/07/02/%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%BF-%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CF%80%CE%BF-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B1-mini-jobs-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B1-1euro-jobs/

Δεν αξίζει να μας λυπηθεί κανείς


Γράφει η  Κρυσταλία Πατούλη

Εδώ και πέντε χρόνια, η χώρα κατρακυλάει από το κακό στο χειρότερο, και καθόμαστε ακόμα να το συζητάμε. Στα παράθυρα, στα ραδιόφωνα, στις εφημερίδες, στα βιβλία, στο διαδίκτυο. Παρατηρούμε αυτούς που μας βασανίζουν, μας κακοποιούν, μας προδίδουν, μας εκπορνεύουν, μας καταστρέφουν, μας ξεπουλάνε. Και το μόνο που κάνουμε είναι να τους σχολιάζουμε. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία διέξοδος στο τούνελ. 

Ούτε να μας λυπηθεί ακριβώς μπορεί κανείς. Ούτε και να γελάσει. Ένας κλαυσίγελος γελοίος – πικρός ντουμανιάζει τη χώρα.
Για ποιούς να πρωτογελάσεις; Για ποιούς να πρωτοκλάψεις;
Τους χιλιάδες αυτόχειρες; Τα 3 εκατομμύρια άνεργους που κάθονται και κοιτάνε; Τα 3,9 εκατομμύρια έλληνες κάτω από το όριο της φτώχειας; Τους τόσους χιλιάδες υποαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες που φυτοζωούν; Τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους έσχατους σκλάβους αυτής της χώρας; Ή για τους δημόσιους -κατά πλειοψηφία- παρτάκηδες; Τους χιλιάδες απλήρωτους εργαζόμενους ή τους επιστρατευμένους απεργούς; Τους ανασφάλιστους; Τους συνταξιούχους; Ή μήπως τους χιλιάδες άστεγους;
Φυσικά και τολμάει σε ένα τέτοιο σκηνικό, να ξεμυτίσει μια μαριονέτα για να ξεστομίσει ότι είναι υψηλός ο κατώτατος μισθός! Αυτή είναι η στιγμή της κορύφωσης της παρωδίας της τραγωδίας μας.
Ανάθεμα τα τάλαρα. Τι ακριβώς περιμένουμε; Τι χειρότερο πρέπει να δούμε, για να κάνουμε μία γενική απεργία διαρκείας – συγκέντρωση που θα συμμετέχουν οι πάντες; Άνεργοι και εξαθλιωμένοι, άποροι και άστεγοι, μαζί με τους… προνομιούχους εργαζόμενους δημόσιους, ελεύθερους και ιδιωτικούς; Να απαιτήσουμε. Να αλλάξουμε. Να δηλώσουμε έστω την ύπαρξή μας;
Ως άφωνα φαντάσματα παρατηρούμε. Την ουσιαστική απραγία της πλειοψηφίας. Μόνο οι αγανακτισμένοι πελάτες ξεσηκώνονται πια, για να απαιτήσουν για τις συντεχνίες τους. Τι γίνεται σ’ αυτή τη χώρα; Αν ήμουν Αντιστασιακός που πολέμησα για την πατρίδα μου το ’40, θα έβγαινα στους δρόμους ουρλιάζοντας. Και όχι μόνο, για την κατακομμένη μου σύνταξη…
Μια μέρα μόνο γενική απεργία, λέει (ευφυέστατο!) στις 20 του μήνα. Μάλιστα. Σωθήκαμε.
Και η οργή σιγά σιγά ξεχειλίζει. Το ποτάμι της δεν μπορεί μια μέρα παρά να τους πνίξει. Αργά ή γρήγορα. Τα παιδιά ήδη πήραν τα καλάσνικοφ.
Τί εθελοτυφλία να νομίζουν ότι θα μπορέσουν να κλείσουν σε κελιά εκατομμύρια οργισμένους αύριο-μεθαύριο για να τους… δείξουν(την ψυχοπάθειά τους, τη δειλία τους, τον τρόμο τους).
Τι περιμένετε να συμβεί σε μια χώρα που όσοι έχουν, δεν νοιάζονται γι αυτούς που δεν έχουν; Για κείνους που τους άρπαξαν ότι είχαν και δεν είχαν; Τι περιμένετε να γίνει σε μια χώρα που ακόμα και σήμερα κυβερνήσεις που την κατέστρεψαν βγαίνουν πρώτες στις δημοσκοπήσεις;
Μια παρωδία δημοκρατίας ζούμε, μια παρωδία τραγωδίας, αλλά δεν μπορεί παρά να καταφτάνει η ώρα της τραγωδίας σκέτο.
Γιατί εκεί βαδίζουμε. Κι όσοι κάθονται και διυλίζουν τον κώνωπα, και διαστρεβλώνουν ή στην καλύτερη στρογγυλεύουν πολιτικάντικα τις γωνίες, σε λίγο θα θερίζουν τα αποτελέσματα.
Το αδιέξοδο τούνελ που μας χώσανε με τη βία, χτίζεται τουβλάκι τουβλάκι, μόνο από οργή. Και η έξοδος από αυτό μόνο μία μπορεί να είναι. Φανταστείτε την.
Καθίστε λοιπόν αναπαυτικά στις θέσεις των συμφερόντων σας να την απολαύσετε.
Και η κατάντια μας είναι, πως δεν αξίζει να μας λυπηθεί κανείς.-
Πηγή,afigisizois.wordpress.com

Nτρέπομαι!


World AIDS Day

Με αφορμή την απόφαση του Α. Γεωργιάδη να επαναφέρει την υγειονομική διάταξη του Α. Λοβέρδου για τις οροθετικές ιερόδουλες, άγνωστος αρθρογράφος δημοσιεύει  την παρακάτω ιστορία. Αληθινή ή όχι, δείχνει τη σκληρή πραγματικότητα. Την αντιμετώπιση των αρμοδίων Αρχών και της κοινωνίας απέναντι στους οροθετικούς, τη διαπόμπευση των οποίων έχει αναδείξει με ρεπορτάζ

και συνεντεύξεις τοHOT DOC στο τεύχος 22 που κυκλοφόρησε τον περασμένο Φεβρουάριο.

——————————————————————————-

«Ένα τσούρμο φοιτητών, θα ήταν περίπου 20 χρονών, περπατούσε στο διάδρομο του 7ου ορόφου του νοσοκομείου. Μπροστά ο καθηγητής, πίσω αυτά ακολουθούσανε. Σταθήκανε μπροστά στην πόρτα ενός θαλάμου. Κάτι τους είπανε, τους δώσανε μάσκες και μπήκανε.

Στο μοναδικό κατειλημμένο κρεββάτι, μία γυναίκα. Σκεπασμένη με ένα σεντόνι ως το λαιμό, μόνο το κεφάλι και τα χέρια έξω απ’ αυτό. Διάσπαρτες στο δέρμα της, οι χαρακτηριστικές σκουροκόκκινες κηλίδες των ανθρώπων που νοσούν από AIDS. Όση ώρα ο καθηγητής τις έδειχνε στους φοιτητές, αυτή κοιτούσε έξω από το παράθυρο.

Δεν ήξερε καν τί ήταν ο HIV. Δεν ήξερε καν γιατί ήταν εκεί. Δεν ήξερε καν γιατί το σώμα της έκανε αυτά που έκανε. Ήταν από ένα ορεινό χωριό ενός μεγάλου νησιού. Μία φορά στη ζωή της είχε κάνει σεξ με έναν επισκέπτη του νησιού. Τώρα δεν είχε κανέναν δίπλα της. Την είχε παρατήσει η οικογένειά της, εκεί στον έβδομο όροφο, να κοιτάει έξω από το παράθυρο και να αναρωτιέται.

Ξεσκεπάσου, της είπε ο καθηγητής. Αυτή έσφιξε το σεντόνι ακόμη περισσότερο. Ξεσκεπάσου, της είπε πιο δυνατά, πιο άγρια. Άρχισε να κλαίει σιγανά και κουκουλώθηκε ακόμη περισσότερο. Ο καθηγητής τότε, έπιασε το σεντόνι νευριασμένος και της το τράβηξε δυνατά, αποκαλύπτοντας ένα γυμνό κορμί, γεμάτο με κοκκινάδια. Ντρέπομαι, έλεγε αυτή κι έκλαιγε με λυγμούς πια. Ντρέπομαι, είμαι γυμνή, με βλέπουν, και με τα χέρια της προσπαθούσε να καλύψει το στήθος της και το μ*** της. Άνοιξε τα πόδια σου, της είπε κοφτά. Ντρέπομαι, ξανά και ξανά. Παραδόθηκε όμως τελικά, μέσα στα ακατάσχετα αναφιλητά, παραδόθηκε στο γαντοφορεμένο χέρι, που της σήκωσε βίαια το ένα πόδι, για να αποκαλύψει μια τεράστια κόκκινη πληγή εκεί ανάμεσα.

Οι φοιτητές είχαν βουβαθεί. Μερικοί είχαν πισωπατήσει προς την πόρτα. Κανά δυο είχαν βουρκώσει. Κανένας όμως δεν μίλησε.

~

Είναι μερικοί άνθρωποι που κουβαλούν τη ντροπή του κόσμου όλου. Κουβαλούν ακόμη και τη ντροπή αυτών που δεν έχουν ντροπή.

Και είναι και μερικοί άλλοι, που δεν θα καταλάβουν ποτέ τί σημαίνειαξιοπρέπεια. Γιατί οι ίδιοι, δεν έχουν.

(Με αφορμή την απόφαση του Α. Γεωργιάδη να επαναφέρει την υγειονομική διάταξη του Α. Λοβέρδου για τις οροθετικές ιερόδουλες)«

Πηγή άρθρου,  tintooth.wordpress.com

Πρόλογος,http://www.inews.gr

Είμαι αναρχοπατριώτισσα!


Έψαξα στο διαδίκτυο να βρω αν υπάρχει ο όρος «αναρχοπατριωτισμός» και δεν βρήκα τίποτα. Ας δούμε τα δυο συνθετικά της λέξης: Αναρχισμός, Πατριωτισμός.
Ο Αναρχισμός νοείται ως μια αντίληψη του κόσμου που δεν αναγνωρίζει την εξουσία [α- αρχή (εξουσία)]. Σήμερα που συζητάμε πολύ για άμεση δημοκρατία, για αυτοοργάνωση, και που βλέπουμε τις συνέπειες της εναπόθεσης της συλλογικής αλλά και ατομικής μας μοίρας στα χέρια των λίγων και ανεξέλεγκτων, μη ανακλητών πολιτικών, συνδικαλιστών, διευθυντών, δικαστών που καβαλάνε μια καρέκλα στο όνομα της ψήφου που έλαβαν ή του διορισμού τους και υπηρετούν συμφέροντα άλλα από αυτά για τα οποία υποτίθεται πως εκλέχτηκαν, σήμερα γίνεται όλο και πιο βαθιά και συνειδητά αντιληπτή η ανάγκη αυτοοργάνωσης, αυτοδιεύθυνσης, αυτοδιάθεσης ως ο μόνος δρόμος που εγγυάται την ύπαρξη και την επικράτηση της υγιούς κοινωνίας έναντι της βίας, της αυθαιρεσίας και της αγριότητας της εξουσίας που δεν γνωρίζει όρια.
Σήμερα το να είσαι αναρχικός δεν σημαίνει παρά να προστατεύεις τη ζωή σου και τη ζωή του κοινωνικού συνόλου από την απύθμενη βία που έχει εξαπολύσει εναντίον μας το σύστημα εξουσίας, το κράτος σε όλες του τις εκφάνσεις, μέσα απ’ όλες του τις δομές: κοινοβούλιο, δικαστήρια, αστυνομία, διοίκηση. Αποδεικνύεται δε, μέσα από τη μακρά νεοελληνική ιστορία, πως δεν είναι τόσο θέμα προσώπων, πως μια εναλλαγή τους στις ίδιες καρέκλες δεν διασφαλίζει τίποτα, αν δεν αλλάξουν οι δομές της κοινωνικής οργάνωσης. Πρόσφατα είδαμε όλο το συνδικαλιστικό εσμό να καταρρέει, να μην τηρεί ούτε τα προσχήματα, να ξεπουλά τη βάση.
Η Πατρίδα από την άλλη, είναι μια έννοια που φορτίζεται ανάλογα την εποχή, το πλαίσιο, τα συμφραζόμενα, αλλά που σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την εθνολατρεία ή εθνοκαπηλεία, τον εθνικισμό και τα λοιπά εθνικοκεντρικά. Αντίθετα, έχει μια πιο γενική, φιλοσοφική, συναισθηματική διάσταση, πέρα από την πολιτική. Πολλοί μεγάλοι, αδιαμφισβήτητοι επαναστάτες  αλλά και προοδευτικοί φιλόσοφοι, καλλιτέχνες, ποιητές, συγγραφείς, αναφέρθηκαν σε αυτήν, το έργο τους εδράζεται επάνω στο σώμα της.
Ο υπέροχος Άρης Βελουχιώτης, στο διάσημο Λόγο στη Λαμία:
» Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;»
O Άρης, σοφός, αυθόρμητος, βαθιά συναισθητικός, χρησιμοποιεί τις λέξεις όπως «κράτος» με τη λαϊκή έννοια, όπως τις βιώνει ο λαός, και όχι την επιστημονική που δεν θα είχε κανένα νόημα σε μια τέτοια ομιλία. Ο Άρης απέδειξε στο τέλος, με την απόφαση να μην παραδώσει τα όπλα και να μην υποταχθεί στις εντολές του κόμματος, πως έβαζε πάνω από την κομματική εξουσία αυτό που γνώριζε ως σωστό, αληθινό και δίκαιο, μέσα από την συσσωρευμένη αγωνιστική εμπειρία του χρόνων επάνω στα βουνά.
Από την ποίηση του Φεντερικό Γκαρθία Λόρκα, που δολοφονήθηκε από τους φαλαγγίτες του Φράνκο, αναδύονται τα αρώματα του τόπου του, διάχυτα σε όλο το έργο του. Να τι γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης, ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Καθημερινή», λίγο καιρό μετά τη δολοφονία του ποιητή, σε εκτενές άρθρο. (πηγή: αρισμαρί)
«Είχα γνωρίσει τον Λόρκα  ένα βράδυ, σε μια σάλα του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης. Είχε οργανώσει ένα ερασιτεχνικό θίασο από φοιτητές και παρίστανε τη βραδειά κείνη ένα «Μυστήριο» του Καλδερόν. Νεώτατος, τσιγγάνικη ομορφιά, ανησυχία και δύναμη. Έλαμπε. Ωνειροπολούσε μιαν πνευματική αναγέννηση της πατρίδας του, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ράτσας του.
[…]
Είχε γεννηθεί στη Γρανάδα το 1898, σπούδασε νομικά, μα τα παράτησε και ρίχτηκε στη ζωγραφική, στη μουσική, στην ποίηση.
[…]
Λάτρευε τα λαϊκά τραγούδια, την τέχνη του λαού και την παράδοση. Ήξερε ένα απλούστατο πράγμα που τόσο συχνά ξεχνούν οι συντηρητικοί και οι επαναστάτες:
Για να προχωρήσει μια ράτσα πρέπει ν` ακολουθήση τον δρόμο τον εδικό της, που τον έχουν πια χαράξει χιλιάδες γενεές. Δηλ. ν` ακολουθήσει την παράδοση.
Μα ακολουθάει πιστά την παράδοση μονάχα όποιος την ξεπερνάει. Όποιος δημιουργεί νέα πραγματικότητα δηλ. νέα παράδοση.
Όλη η ποίηση του Λόρκα έχει τις ρίζες της στην ισπανική παράδοση και συνάμα φέρνει νέα, μοντέρνα στοιχεία και φόρμες τολμηρότατες.»

Νίκος Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο:

 
«Ενας άνθρωπος, όταν, ύστερα από πολλά χρόνια αγώνα και περιπλάνηση στην ξενιτιά, γυρίσει στην πατρίδα κι ακουμπήσει στις πατρικές πέτρες και σβαρνίσει γύρα του με τη ματιά, τα γνώριμα πυκνοκατοικημένα από ντόπια πνέματα και παιδικές θύμησες και νεανικές λαχτάρες τοπία, τον κόβει ξαφνικά κρύος ιδρώτας.
Η επιστροφή στο πατρικό χώμα ταράζει την καρδιά μας· σαν να γυρίζουμε από ανομολόγητες περιπέτειες σε ξένους απαγορεμένους τόπους, και ξάφνου πέρα στην ξενιτιά νιώθουμε βάρος στην καρδιά, τι γυρεύουμε εδώ με τους χοίρους και τρώμε βελάνια, κοιτάζουμε πίσω απ” όπου φύγαμε κι αναστενάζουμε, θυμούμαστε τη ζεστασιά, την καλοπέραση, τη γαλήνη, κι επιστρέφουμε, σαν τον άσωτο υιό, στο μητρικό κόρφο. Σε μένα πάντα η επιστροφή αυτή μου “δινε μια κρυφή ανατριχίλα, πρόγεψη σαν να “ταν θανάτου, θαρρείς και γύριζα ύστερα από τα κονταροχτυπήματα και τις ασωτείες της ζωής στο μακροπόθητο πατρικό χώμα. Θαρρείς κι υπόγειες σκοτεινές δυνάμες, που δεν μπορείς να τους ξεφύγεις, σου μπιστεύτηκαν να εκτελέσεις ορισμένη παραγγελιά και τώρα που γυρίζεις, αυστηρή φωνή ανεβαίνει από το μεγάλο σπλάχνο της γης σου και σε ρωτάει: «Έκαμες αυτό που σου μπιστεύτηκα; Δώσε λογαριασμό!»
Άσφαλτα κατέχει η χωματένια αυτή μήτρα την αξία του κάθε παιδιού της· κι όσο ανώτερη η ψυχή που έπλασε, τόσο και δυσκολότερη της αναθέτει εντολή: να σώσει τον εαυτό του ή τη ράτσα του ή τον κόσμο· από την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη εντολή που σου αναθέτει διαβαθμίζεται η ψυχή σου.
Είναι φυσικό τον ανήφορο τούτο, που έχει χρέος να πάρει η ψυχή, να τον ξεκρίνει. Κάθε άνθρωπος χαραγμένο βαθύτερα. Απάνω στα χώματα όπου γεννήθηκε. Τα χώματα αυτά που σ” έπλασαν βρίσκουνται σε μυστική επαφή και συνεννόηση με την ψυχή σου· όπως οι ρίζες ξαποστέλνουν στο δέντρο την κρυφή προσταγή ν’ ανθίσει και να καρπίσει, για να δικαιωθούν οι ρίζες και να φτάσουν στο τέρμα της πορείας τους, όμοια τα πατρικά χώματα αναθέτουν δύσκολες εντολές στις ψυχές που γέννησαν θαρρείς χώματα και ψυχή πως είναι από την ίδια, ουσία κι επιχειρούν την ίδια έφοδο· κι η ψυχή είναι μονάχα η ακρότατη νίκη.
Να μην αρνιέσαι τη νιότη σου ως τα βαθιά γεράματα, να μάχεσαι σε όλη σου τη ζωή να μετουσιώσεις σε κατάκαρπο δέντρο την εφηβική σου άνθηση, αυτός, θαρρώ, είναι ο δρόμος του ολοκληρωμένου ανθρώπου.
Η ψυχή ξέρει πολύ καλά, κι ας κάνει πολλές φορές πως το ξεχνάει, πως έχει να δώσει λόγο στα πατρικά χώματα, δε λέω πατρίδα, λέω πατρικά χώματα· τα πατρικά χώματα είναι κάτι βαθύτερο, πιο σεμνό και λιγομίλητο, καμωμένο από τριμμένα παμπάλαια κόκαλα…»
*****
Αναρχισμός και πατριωτισμός δεν είναι ασυμβίβαστες έννοιες, ο αναρχισμός θεωρούμενος ως άρνηση της βίας της εξουσίας, και ο πατριωτισμός θεωρούμενος ως έδραση σε μνήμες τόπων και τρόπων. Αντίθετα, η «πατρίδα», τα «τριμμένα παμπάλαια κόκαλα», η παράδοση, «τα πεζούλια μας», με ένα λόγο η μνήμη είναι ο μεγάλος εχθρός της εξουσίας, γι αυτό η έννοια της «πατρίδας» όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο χειραγώγησης, από ζωντανή, εναργής μνήμη μετατρέπεται σε νεκρό απολίθωμα, σε λατρευτικό είδωλο, σε στατική εικόνα, ακριβώς επειδή η δύναμή της είναι τεράστια. Πατρίδα είναι οι εργατικοί αγώνες, οι επαναστάσεις, η ιστορία των τόπων, που είναι η ιστορία των ανθρώπων και των πραγμάτων. Πιασμένοι στη συνέχεια αυτού του νήματος, είμαστε πολύ δυνατοί. Αποκομμένοι από αυτό, όταν μας παραμένει άγνωστο, δεν υπάρχουμε.