Η φιλοσοφική σκέψη του Αλμπέρ Καμύ


32222

Κάθε απλοϊκή προσέγγιση της απλότητας του έργου του Albert Camus καταρρέει εξ ορισμού, διότι δεν μπορεί ν’ αγγίξει το πρόγραμμά του, δηλαδή τη μελέτη του παράλογου. Ο Albert Camus δεν έγραψε μόνο λογοτεχνία. Δίχως τη φιλοσοφία του, η λογοτεχνία του θα ήταν παράλογη. Ενώ η αξία της προέρχεται από τη φιλοσοφία του παράλογου. Όταν έγραψε το Μύθο του Σισύφου, ο Albert Camus δεν ήξερε μόνο τι έκανε, ήξερε και για ποιο λόγο το έκανε. Για να δομήσει το σύστημά του, χρησιμοποίησε μία πολυπλευρική προσέγγιση.

Έτσι το θεατρικό του, Η Παρεξήγηση αποτελεί το πρώτο στίγμα του συστήματός του. Δημιούργησε ένα τεχνητό πλαίσιο για να αναδείξει το γνωστικό πυρήνα, πράγμα το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να πετύχει μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο. Η Παρεξήγηση είναι ένα έργο καθαρό από κάθε άποψη, με την έννοια ότι δημιουργήθηκε για ένα και μόνο σκοπό. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν προετοιμάζει το έδαφος για το θεατρικό ανωτέρας τάξεως, Ο Καλιγούλας. Το τεχνητό προετοιμάζει την τεχνική, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο της τέχνης. Η Παρεξήγηση δεν είναι φυσιολογική, δεν είναι όμως ούτε παράλογη. Εξετάζει κάθε λεπτομέρεια της διαδικασίας του παράλογου και αναλύει τα νοητικά σχήματα της αναγκαιότητας και της τυχαιότητας.

Ενοχλεί τα κοινωνικά δεδομένα, διότι θέλει μόνο και μόνο ν’ αγγίξει το ανθρώπινο στοιχείο. Η δομή της Παρεξήγησης είναι απλή, όσο απλή είναι η δομή της ηθικής του Spinoza μέσω των φιλοσοφικών του θεωρημάτων. Αν και το πλαίσιο είναι τεχνητό, δεν ισχύει το ίδιο για το περιεχόμενο, όπως μπορούμε να το αντιληφθούμε μέσω του διηγήματος Η εξορία και το βασίλειο, όπου ο Albert Camus ενσωματώνει στοιχεία της ιστορίας της Αλγερίας. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όλο το θέατρο είναι τεχνητό διότι είναι ο μοναδικός τρόπος για ν’ αναδείξει το αληθινό.

Η Παρεξήγηση είναι μία εισαγωγή. Δεν αποτελεί το κύριο έργο. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλιγούλα, αν και το ιστορικό του υπόβαθρο μάς αναγκάζει να το εξετάσουμε και να το μελετήσουμε και από μία άλλη οπτική γωνία. Η σύνθεση του έργου γίνεται μέσω του Μύθου του Σισύφου. Βέβαια, αυτό το έργο έχει ένα πολλαπλό υπόβαθρο που αποτελείται μεταξύ άλλων από τα έργα του Molière, του Достоевский και του Kafka. Με αυτόν τον τρόπο, ο Albert Camus αγκυροβολεί το έργο του στη θάλασσα της ανθρωπότητάς τους. Κατάφερε ν’ αποδείξει στην κοινωνία ότι ανήκε μόνο και μόνο στην ανθρωπότητα.

Ενσωμάτωσε την ερμηνεία του κόσμου και εξήγησε την ελευθερία του παράλογου. Ακόμα και αν είναι τολμηρή η αναλογία, ειδικά για τους κανονικούς φιλολόγους και κανονικούς μαθηματικούς, πρέπει να την κάνουμε διότι είναι το πρέπον. Η Παρεξήγηση έχει το ίδιο τεχνητό στοιχείο που έχει και το θεώρημα της μη πληρότητας του Kurt Gödel. Αλλά έχει επίσης και την ίδια αποτελεσματικότητα. Και τα δύο δίνουν μεγαλύτερη ελευθερία στον άνθρωπο που μπορεί να γράψει το πεπρωμένο του, γνωρίζοντας την αξία του παράδοξου που εξηγεί την παρεξήγηση.

Το να επιχειρήσει κανείς να υπερασπιστεί την ιδιότητα του φιλοσόφου του Albert Camus, σημαίνει ότι αποδέχεται πως υπάρχει μια κριτική στην οποία πρέπει να απαντήσει. Σε στρατηγικό επίπεδο, αυτό είναι ήδη ένα λάθος, δίχως να είναι απαραιτήτως μία λάθος κρίση. Να επιθυμεί κανείς να βάλει όλη την σκέψη τού Camus στο αυστηρό πλαίσιο του φιλοσόφου, δεν είναι μόνον απώλεια χρόνου μα και ανούσιο. Εν τέλει το να θεωρήσουμε ότι το συνονθύλευμα στη φιλοσοφία μπορεί να δώσει την ιδιότητα του φιλοσόφου, είναι μια πνευματική παράνοια.

Το συνονθύλευμα δεν τεκμηριώνει παρά μόνον αυτό που είναι, δηλαδή, απολύτως τίποτε στο επίπεδο της έρευνας και μια αναγκαιότητα για να διδάξουμε στη δευτεροβάθμια, που αντιστοιχεί, στην περίπτωση της «φιλοσοφικής» ύλης, σε μια διδασκαλία στην τρίτη λυκείου. Αυτό είναι το άκρον άωτον του χιούμορ, καθώς για να μην κατηγορηθείς ότι είσαι ένας φιλόσοφος της τρίτης λυκείου, πρέπει ν’ αποδείξεις ότι μπορείς να διδάξεις τη φιλοσοφία σ’ αυτή την ίδια τάξη! Γιατί να μην χρησιμοποιούμε την αναλογία του ορισμού των μαθηματικών του Jean Dieudonne’, δηλαδή, όπως ένας μαθηματικός είναι κάποιος που έχει διδακτορικό στις επιστήμες, ειδικότητα μαθηματικά, και μια δημοσίευση μετά το τελευταίο.

Σ’ αυτή την περίπτωση πόσοι επαγγελματίες φιλόσοφοι θα ήταν διαπιστευμένοι ως φιλόσοφοι; Δεν χρήζει απαντήσεως η ερώτηση τούτη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει παρά μόνον για να καταδείξει τον παραλογισμό του προηγούμενου κριτηρίου. Στην πραγματικότητα, το αληθινό πρόβλημα είναι ακόμη πιο απλό και δύναται να εκφραστεί με μία άλλη ερώτηση επίσης τελείως παράλογη. Ο Σωκράτης ήταν φιλόσοφος; Γι’ αυτόν τον λόγο, η αναλογία δεν στερείται ενδιαφέροντος, διότι είναι βέβαιο ότι αυτός ο τελευταίος δεν ήταν βεβαίως διαπιστευμένος ως τέτοιος από το σύνολο των επαγγελματιών ρητόρων.

Πρέπει να προτιμούμε τον Πρωταγόρα από τον Σωκράτη, όπως στην υποτιθέμενη περίπτωση με τον Jean-Paul Sartre και τον Albert Camus, όσο αφορά στην τεχνική φύση του φιλοσοφικού περιεχομένου, ή ακόμη τον Karl Marx από τον Joseph Proudhon. Εάν υπάρχει μια οντότητα που μπορεί να κρίνει και να ξεχωρίζει, δεν είναι βεβαίως οι κοινωνίες, που δεν είναι παρά μόνον φαινόμενα που παρέρχονται από τη φύση τους, μα η ανθρωπότητα η ίδια, που είναι διαχρονική από τη φύση της.

Ο Μύθος του Σισύφου του Albert Camus δεν είναι φιλοσοφία της επανάστασης, μα μία φιλοσοφική επανάσταση. Δεν μονοπώλησε την φιλοσοφική τεχνική για να δημιουργήσει ένα έργο που θεωρείται οικουμενικό, μα με αφετηρία τη φιλοσοφία την ίδια εξέφρασε ένα ρεύμα σκέψης που δεν είναι μόνον επανάσταση κατά του παραλόγου, μα και μία αληθινή ανθρώπινη επανάσταση κατά των κοινωνιών της τύχης, δίχως ανάγκη, στην αναζήτηση της ευτυχίας εις βάρος της ελευθερίας. Αυτή είναι η συμβολή του Albert Camus.

Αλμπέρ Καμύ ( 1913-1960 , Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1957)

Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας που γεννήθηκε στην Αλγερία. Ιδρυτής του Théâtre du Travail (1935), όπου δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός. Χρωστά τη φήμη του στα μυθιστορήματά του«Ο Ξένος» και «Η Πανούκλα», στα θεατρικά του έργα «Καλιγούλας» και «Οι Δίκαιοι» και στα φιλοσοφικά του δοκίμια: «Ο Μύθος του Σίσυφου» και «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος».
Κάποιοι τον κατατάσσουν στους υπαρξιστές, κάτι που ο ίδιος απέρριπτε. Τιμήθηκε το 1957 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Στο περιθώριο των κυριάρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στο θεό, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, το Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δε σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση. Μπορεί να βρεις κάτι σοφό στα λόγια του αλλά μπορεί και όχι, τον ίδιο πάντως καθόλου δεν τον ενδιαφέρει ! .. όπως κάθε αληθινά μεγάλο άνθρωπο !

• Δεν μου αρέσουν τα μυστικά των άλλων. Με ενδιαφέρουν όμως οι εξομολογήσεις τους.

• Πρέπει να θεωρείτε τον ηρωισμό και το θάρρος δευτερεύουσες αξίες, αφού όμως πρώτα δώσετε αποδείξεις ηρωισμού και θάρρους.

• Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.

• Ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα.

• Είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή μόνο αυτοί που δεν την έχουν ζήσει.

• Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος.

• Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα, έχουν σχολιαστές.

• Το να δημιουργείς είναι σαν να ζεις δυο φορές.

• Από την εμπειρία κανείς δεν γίνεται σοφός, αλλά εμπειρογνώμων. Σε τι όμως;

• Η αδράνεια είναι μοιραία μόνο για τις μετριότητες.

• Είναι πιθανό να είναι κανείς ενάρετος, αλλά μόνο από ιδιοτροπία.

• Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει.

• Δεν μπορείς να αποκτήσεις εμπειρία κάνοντας πειράματα. Δεν μπορείς να δημιουργήσεις εμπειρία. Πρέπει να την υποστείς.

• Στα τριάντα μου, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, γνώρισα τη φήμη. Τώρα ξέρω περί τίνος πρόκειται. Μικροπράγματα.

• Γοητεία είναι ένας τρόπος να παίρνεις την απάντηση «ναι», χωρίς να έχεις κάνει κάποια ξεκάθαρη ερώτηση.

• Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;

• Όλες οι σπουδαίες πράξεις και όλες οι σπουδαίες σκέψεις έχουν γελοίο ξεκίνημα.

• Η πραγματική γενναιοδωρία προς το μέλλον έγκειται στο να τα δίνουμε όλα στο παρόν.

• Το σχολείο μας προετοιμάζει για τη ζωή σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει.

• Όταν παραδέχεται κανείς κάποια -ασήμαντα- ελαττώματα, πιστεύει ότι αποφεύγει έτσι να γίνει λόγος για τα άλλα του ελαττώματα. Επειδή είναι φυσιολογικό, σε κάποιον που ομολογεί αυθόρμητα κάποια ελαττώματα, να μην αναζητούμε κι άλλα.

• Η ακεραιότητα δεν έχει ανάγκη από κανόνες.

• Οι άνθρωποι σπεύδουν να ασκήσουν κριτική για να μην κριθούν οι ίδιοι.

• Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας.

• Για τους πιο πολλούς ανθρώπους, ο πόλεμος είναι το τέλος της μοναξιάς. Για μένα, είναι η οριστική μοναξιά.

• Για να είμαστε ευτυχισμένοι, πρέπει να μη μας απασχολούν πολύ οι άλλοι.

• Υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα να θαυμάσουμε παρά να περιφρονήσουμε.

• Η παγίδα του μίσους είναι ότι σε δένει με τον χειρότερο εχθρό σου.

• Υπάρχουν κάποια πάθη τόσο δυνατά, που δεν μπορεί παρά να είναι αρετές.

• Σε συγχωρούν για την ευτυχία σου και τα πλούτη σου μόνο αν τα μοιράζεσαι γενναιόδωρα.

• Όλα όσα ξέρω για την ηθική και την αίσθηση καθήκοντος τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο.

(Στα νιάτα του ήταν τερματοφύλακας)

• Σε τελευταία ανάλυση, χρειάζεται περισσότερο κουράγιο για να ζήσεις παρά για να αυτοκτονήσεις.

• Η ζωή μπορεί να είναι υπέροχη και συνταρακτική, αυτή είναι όλη η τραγωδία της. Χωρίς ομορφιά, αγάπη ή κίνδυνο, θα ήταν σχεδόν εύκολο να ζεις.

• Ο σκλάβος ξεκινά ζητώντας δικαιοσύνη και καταλήγει να περιμένει να φορέσει ένα στέμμα.

• Χωρίς δουλειά, η ζωή σαπίζει, αλλά όταν η δουλειά είναι άψυχη, η ζωή εκφυλίζεται και ξεψυχάει.

• Μπορείς να κρίνεις το χαρακτήρα ενός άντρα παρατηρώντας την όψη της γυναίκας του.

• Πρέπει να έχει κανείς έναν έρωτα, ένα μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που κυριεύουν όλους μας.

• Προπαντός όταν οι μέρες φαίνονται ατέλειωτες, είναι που αρχίζουν τα χρόνια να περνάνε γρήγορα.

• Στην πραγματικότητα δεν ζούμε παρά μερικές ώρες της ζωής μας.

• Η αλήθεια, όπως και το φως, τυφλώνει.

• Αγαπώ υπερβολικά τη χώρα μου για να είμαι εθνικιστής.

• Ένας άντρας έχει πάντα δύο χαρακτήρες: τον δικό του και αυτόν που του δίνει η γυναίκα του.

• Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη, όπου κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι.

• Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα τελικά ότι μέσα μου υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι.

• Θα σου πω ένα μυστικό φίλε μου. Μην περιμένεις την Ημέρα της Κρίσης. Έρχεται κάθε μέρα.

• Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία, είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός.

• Αυτός που απελπίζεται από την ανθρώπινη μοίρα είναι δειλός. Αυτός που έχει ελπίδες γι’ αυτήν είναι ανόητος.

• Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σαν να ελπίζει ή να αυτοκτονεί. Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα.

• «Το αλκοόλ σβήνει τον άνθρωπο για ν’ ανάψει το κτήνος», κάτι που τον κάνει να αντιληφθεί γιατί του αρέσει το αλκοόλ.

• Η πολιτική και η μοίρα της ανθρωπότητας διαμορφώνονται από ανθρώπους χωρίς ιδανικά και χωρίς μεγαλείο. Άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική.

• Ο κόσμος όπου αισθάνομαι πιο άνετα, είναι ο Ελληνικός μύθος.

• Μη βαδίζεις μπροστά μου γιατί μπορεί να μην σε ακολουθήσω. Μη βαδίζεις πίσω μου γιατί μπορεί να μη σε οδηγήσω. Βάδιζε πλάι μου και γίνε ο σύντροφός μου.

• Στην πολιτική, είναι τα μέσα που καθαγιάζουν τον σκοπό και ποτέ ο σκοπός τα μέσα.

• Κατά τους Κινέζους, οι αυτοκράτορες που πλησιάζουν στο τέλος τους, εκδίδουν αναρίθμητους νόμους.

• Ανάμεσα στη δικαιοσύνη σας και τη μάνα μου, προτιμώ τη μάνα μου.

• Όλη η τέχνη στον Κάφκα συνίσταται στο ότι υποχρεώνει τον αναγνώστη να τον ξαναδιαβάσει.

• Σήμερα η μαμά πέθανε. Ή μπορεί χτες, δεν ξέρω. (από τον «Ξένο»)

• Ο σκοπός του συγγραφέα είναι να εμποδίσει τον πολιτισμό να καταστρέψει τον εαυτό του.

• Καλιγούλας: «αυτό που δεν θα καταλάβετε ποτέ είναι πως είμαι ένας άνθρωπος απλός».

Πηγή,terrapapers.

Άκρα Δεξιά


Στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης επικρατεί σύγχυση και αδυναμία εξήγησης του τι εστί άκρα δεξιά και τι Εθνικισμός.. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι κατά την διάρκεια της δικτατορίας διάφοροι αποκαλούμενοι «εθνικιστές» συνεργάζοταν με το καθεστώς, ενω μεταπολιτευτικά διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί σκοπίμως συνέχεαν τους δύο αυτούς όρους προκειμένου να πετύχουν την περίφημη ενότητα του «εθνικού χώρου». Κάτι τέτοιο γίνεται και στις μέρες μας από κόμματα – «κομήτες» που ξεπηδούν για ιδίον όφελος.  Όμως μπορεί στα αλήθεια να υπάρξει συνεργασία με τους ακροδεξιούς και αν όχι γιατί;
Αρχίζοντας από καθαρά πρακτικό επίπεδο εντοπίζουμε τις πρώτες ουσιώδεις διαφορές. Από την μια έχουμε μία καθαρά συντηρητική άκρο-δεξιά η οποία αποθεώνει το κράτος και τους θεσμούς του, δεχόμενη να παίζει με τους όρους του συστήματος αφενός μεν επειδή δεν έχει να αντιπροτείνει κάποιας άλλης μορφής κοινονικοπολιτική οργάνωση, αφετέρου δε διότι σε μεγάλο βαθμό δημιουργήθηκε ως βαλβίδα εκτόνωσης κοινωνικών αντιδράσεων από το ίδιο το σύστημα.
Από οικονομικής πλευράς, ένας ακροδεξιός στηρίζει τον Καπιταλισμό (άμεσα ή έμμεσα). Άμεσα όταν μόνο και μόνο στο άκουσμα άλλων οικονομικών μοντέλων ωρύεται ως γνήσιο τέκνο του Homo erectus και δηλώνοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων  (το ακούσαμε και αυτό τελευταία!) εθνικοφιλελεύθερος ή σωπαίνοντας λόγω την άγνοιας που τον διακατέχει στα σχετικά ζητήματα. Άλλωστε κανένα «εθνικιστικό κόμμα» δεν κατήγγειλε το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όσα έδρασαν στην ελληνική πολιτική σκηνή αρκέστηκαν να «στριφογυρίζουν» μέσα στο πρόβλημα. Εμμέσως πολλοί νεοεισερχόμενοι στο «χώρο» από αγνές προθέσεις, μην έχοντας κατανοήσει πλήρως το τι εστί Καπιταλισμός, τον χωρίζουν σε εγχώριο και ξένο. Δηλαδή π.χ. στηρίζουμε μια ελληνική μεγαλοεταιρία παρά μια γερμανική ενώ επί  της ουσίας ο Καπιταλιστής δεν έχει πατρίδα. Είναι ανεξαρτήτου καταγωγής το ίδιο αφεντικό που κερδίζει εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Εξάλλου δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε παρατηρήσει και εμείς οι ίδιοι ακροδεξιούς να εμπαίζουν τα εργατικά ζητήματα και να λοιδωρούν τους εργατικούς αγώνες αφήνωντας τους με αυτό το τρόπο έρμαιο το εργασιακό στο δίδυμο αδερφάκι του Καπιταλισμού, τον Κομμουνισμό.
Όσον αφορά στην κοινωνική οργάνωση την οποία έχει να προτείνει ο μέσος ακροδεξιός, αυτή συνοψίζεται σε ένα αυταρχικό, ολοκληρωτικό και συγκεντρωτικό κράτος στο οποίο η αστυνομία και ο στρατός θα λαμβάνουν ενεργό – αποφασιστικό μέρος στην άσκηση της εξουσίας. Με το πρόσχημα της «ασφάλειας», επιθυμούν να επιβάλλουν τη δική τους δικτατορία στις κοινωνίες, διαχειριζόμενοι την εξουσία σαν ένα όπλο κατά του πολίτη. 
Συνοψίζοντας, σε καθαρό προσωπικό επίπεδο τον Έλληνα ακροδεξιό θα βλέπαμε ως ένα άτομο μετρίου μορφωτικού επιπέδου με ελάχιστη ιδεολογική – πολιτική – ακτιβιστική κατάρτιση, να στρέφεται γύρω από τον άξονα «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», έχοντάς τον μετασχηματίσει σε «Κράτος – Εκκλησία – Πατριαρχία». Χωρίς ίχνος νεωτερικότητας, ριζοσπαστισμού, ακτιβιστικής λογικής, η ακροδεξιά σήμερα φαντάζει σαν ένα κοστούμι με τόνους σκόνης στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, που αποφασίζει ανά χρονικά διαστήματα να ξαναφορεθεί.
Πέραν, όχι μόνο των προαναφερθέντων εν συντομία ανομοιοτήτων αλλά πολύ περισσότερων, μας διαχωρίζει και μια άβυσσος αντιμετώπισης της καθημερινότητας. Οι έννοιες της αλληλεγγύης και της προσφοράς στον συνάνθρωπο άνευ προσωπικού συμφέροντος φαντάζουν άγνωστες. Απόδειξη ότι από τις δέκα εκδηλώσεις που θα κάνουν οι φορείς τους τουλάχιστον οι εννιά θα είναι γραφικού περιεχομένου ενώ ποτέ δε στήριξαν την όποια ακομμάτιστη συλλογική προσπάθεια κινητοποίησης από απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας. Η ενασχόληση τους με τον «χώρο» αποσκοπεί καθαρά σε ωφελιμιστικούς λόγους από πλευράς ηγεσίας και στην ανάγκη ένταξης σε κάποιο σύνολο λόγω έλλειψης ισχυρού χαρακτήρα από κομμάτι της μάζας τους.
Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί, μετά από όσα αναφέρθηκαν, το κατά πόσον έχουμε κάτι κοινό με τους ακροδεξιούς και το αν θα μπορούσε ποτέ, παρόλη την καλή διάθεση που δύναται να έχει κάποιος, να υπάρξει σημείο συνεννόησης.
Δημήτρης Κ.

Robert Wyatt


Ο Robert Wyatt είναι μουσικός και το βιογραφικό του θα το βρείτε εύκολα στο Google.
Τη νύχτα της 1ης Ιούνη 1973, πιωμένος λίγο παραπάνω σε ένα πάρτυ,
έπεσε από παράθυρο 4ου ορόφου και έσπασε τη σπονδυλική του στήλη στα 28 του.
Από τότε μέχρι και σήμερα, στα 68 του, ζει σε αναπηρικό καροτσάκι και παίζει μουσική.
Μιλάει πάντα ανοιχτά για το ατύχημά του και το χαρακτηρίζει απλά
σαν μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εφηβεία του και το υπόλοιπο της ζωής του.
Μπορείτε να ακούσετε του κόσμου τους παπάδες απ’ τον άνθρωπο αυτό
αλλά εγώ σας προτείνω το συγκεκριμένο που απαιτεί θέαση και ακρόαση μαζί.
70 χρονών άνθρωποι να παίζουν σαν παιδιά που μαθαίνουν να παίζουν.
Συμπεριλαμβανομένων και των λοιπών που βρίσκονται στη σκηνή,
αν δεν φοβόμουν ότι θα με ρίξουν στην πυρά, θα το έλεγα «η απόλυτη μουσική».
Τι παραπάνω να ζητήσουν τα καημένα τα αυτιά του ανθρώπου;…

Πηγή,  http://vasiliastismonaxias.blogspot.gr