ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΒΙΑ: ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ… ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ


ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣΤου ΤΑΚΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ*

Η πιο ακραία ίσως μορφή οικονομικής συστημικής βίας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι η ανεργία ή, εναλλακτικά, η περιστασιακή και μερική (υπό)απασχόληση. Η ανεργία όμως είχε αρχίσει να φουντώνει από τον καιρό της ένταξής μας στην ΕΟΚ/ΕΕ και απλά σήμερα …απογειώθηκε. Ακόμη και στην εποχή των «παχιών αγελάδων», η ανεργία είχε διπλασιαστεί, από 3,6% το 1984, σε 7% το 1997, παρά το γεγονός ότι το εργατικό κόστος μειωνόταν δραστικά όλη την δεκαετία του 1990, ενώ τα κέρδη στις μεγάλες επιχειρήσεις πολλαπλασιάζονταν. Την περασμένη δεκαετία σημειώθηκε μια εντελώς παροδική μείωση της ανεργίας, σαν αποτέλεσμα της Ολυμπιάδας και των έργων «βιτρίνας» που χρηματοδοτούσε η ΕΕ, για να συνεχίσει κατόπιν την ανοδική πορεία της. Έτσι, οι άνεργοι, το 2005-08 είχαν φθάσει σχεδόν στο 8% του ενεργού πληθυσμού, ενώ το 2009 είχαν ανεβεί στο 9,5%. Με το σκάσιμο της «φούσκας» οι άνεργοι τριπλασιάστηκαν και σήμερα φθάνουν το 28%!

Είναι, επομένως, άλλος ένας αποπροσανατολισμός ότι η ανεργία και η φτωχοποίηση του Λαού είναι αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας, σαν αποτέλεσμα της «κρίσης του Χρέους» και των Μνημονίων. Στην πραγματικότητα, ήταν τα «δομικά» προβλήματα της οικονομίας που οδήγησαν στην έκρηξη του Χρέους. Τα διογκούμενα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών καθώς και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, που οδήγησαν τελικά στην χρεωκοπία, μπορεί να δειχτεί οτι άρχισαν να χειροτερεύουν δραματικά από την ένταξή μας στην ΕΕ (βλ. Τ.Φ, Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ, Γόρδιος, 2010).

Η θεμελιακή δηλαδή αιτία της ανεργίας, στο Ελληνικό μοντέλο εξωστρεφούς ανάπτυξης που θεσμοποιήθηκε μεταπολεμικά με την ένταξή μας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, ήταν η ουσιαστική έλλειψη παραγωγικής δομής, την οποία δραματικά επιδείνωσαν το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών που επέβαλε η ένταξή μας στην ΕΕ. Και, φυσικά, η μετανάστευση ελάχιστη σχέση είχε με την έκρηξη της ανεργίας, όπως άμεσα ή έμμεσα διακήρυσσαν τότε οι ελίτ, καθώς και η Πατριωτική «Αριστερά», καλλιεργώντας πρώτοι τη ξενοφοβία και τον ρατσισμό, για να πάρει σήμερα τη σκυτάλη από αυτούς η Χρυσή Αυγή. Οι μετανάστες καταλάμβαναν ανειδίκευτες θέσεις εργασίας και βασικά ανταγωνίζονταν τους δικούς μας απόφοιτους του δημοτικού, όπου όμως η ανεργία μειωνόταν, ενώ, αντίθετα, φούντωνε στους απόφοιτους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δηλαδή, οι μετανάστες ουσιαστικά έπαιζαν τον ρόλο της φτηνής αύξησης της παραγωγής (και της παραγωγικότητας) και της παράλληλης —σωτήριας για τους εργοδότες— συμπίεσης των μισθών.

Με άλλα λόγια, όταν η ένταξη στην ΕΕ μας υποχρέωσε σε άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών, η Ελληνική οικονομία δεν ήταν ανταγωνιστική μέσα στην ΕΕ, όχι βέβαια λόγω των υψηλών μισθών της, που ήταν πολύ χαμηλότεροι από αυτούς στα Ευρωπαϊκά κέντρα, αλλά εξαιτίας της χρόνιας έλλειψης παραγωγικών επενδύσεων. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι μια από τις πρώτες δουλειές της κοινοβουλευτικής Χούντας και της Τρόικας ήταν να ελαστικοποιήσουν, με τα Μνημόνια, ακόμη περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις, ουσιαστικά αποβλέποντας στην υποτίμηση του κόστους εργασίας, ώστε να «βελτιώσουν» τεχνητά την ανταγωνιστικότητα, ιδιαίτερα αφού δεν ήταν πια δυνατή η υποτίμηση του νομίσματος. Και, φυσικά, στον βαθμό που το σχέδιο των Ευρώ-ελίτ για την «Κινεζοποίηση» χωρών όπως η Ελλάδα πετύχει, τότε πράγματι, θα υπάρξει «ανάπτυξη», σαν συνέπεια μιας δήθεν «βελτίωσης» της ανταγωνιστικότητας, η οποία όμως θα συνοδεύεται από μαζική ανεργία ή υποαπασχόληση, και μισθούς επιβίωσης για τους πολλούς και …άγριο βόλεμα για τους λίγους!

Ήδη, άλλωστε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η πρώτη «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε ανακοινώσει την έναρξη ενός κοινωνικού διαλόγου για τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό, όπου οι παράμετροι των «λύσεων» είχαν αυστηρά προκαθοριστεί. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα κοινωνικό διάλογο-μαϊμού όπου επιχειρείτο οι προσκείμενες στα «εκσυγχρονιστικά» κόμματα εξουσίας (που σήμερα απαρτίζουν την κοινοβουλευτική Χούντα) συνδικαλιστικές ηγεσίες να περάσουν στη βάση τους, όσο πιο ανώδυνα γινόταν, τις λύσεις «ελαστικοποίησης» της εργασίας, που είχαν προκαθορίσει οι συστημικές τάσεις στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Τάσεις, οι οποίες, χάρις στη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έφθαναν γρήγορα και στον εκάστοτε παριστάνοντα τον πρωθυπουργό της χώρας. Τότε, όμως, το πολιτικό κλίμα δεν επέτρεπε να περάσουν παρόμοια μέτρα.

Αντίθετα, σήμερα, με την αφορμή της δήθεν «κρίσης του Χρέους», οι ελίτ πέρασαν όχι μόνο τις πιο ελαστικές ίσως σχέσεις εργασίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά άρχισαν τώρα να περνούν ακόμη και την κατάργηση θέσεων στον δημόσιο τομέα. Και αυτό, τη στιγμή μάλιστα που η χώρα έχει ανεργία ρεκόρ στην Ευρωζώνη! Έτσι, απολύουν σχολικούς φύλακες, καθαρίστριες, δημοτικούς αστυνομικούς και συμβασιούχους, ενώ αύριο θα αρχίσουν τις μαζικές απολύσεις στον δημόσιο τομέα, δήθεν για να τον εξυγιάνουν, όπως ξεδιάντροπα υποστηρίζουν τα καλοταϊσμένα παπαγαλάκια των ελίτ στα τηλεοπτικά κανάλια —ενώ η κατειλημμένη ΕΡΤ δεν διανοείται να αναλάβει εκστρατεία «απομυθοποίησης της κρίσης», όπως όφειλε, αλλά συνεχίζει «κανονικά» τον αποπροσανατολισμό!

Στην πραγματικότητα, ο στόχος δεν είναι βέβαια η εξυγίανση του δημόσιου τομέα, που αναντίρρητα χρειάζεται ριζικές αλλαγές, χωρίς απολύσεις προσωπικού, για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Το επιχείρημα δηλαδή της δήθεν μεταρρύθμισης είναι άθλιο ψέμα, αφού ο βασικός λόγος που γίνονται οι μαζικές απολύσεις δεν είναι καν η ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών. Ούτε είναι βέβαια ο εξαναγκασμός μας από την Ευρώ-ελίτ σε «κακές» πολιτικές (λιτότητας κ.λπ.), όπως εντελώς αποπροσανατολιστικά υποστηρίζουν «προοδευτικοί» οικονομολόγοι (που προβάλλουν ακόμη και οι New York Times, αλλά και παρ’ ημιν «αναρχικοί διανοητές» ––ακόμη και αυτή η σύμπλευση είναι δυνατή στην Ελλάδα!) οι οποίοι «αγνοούν» το φαινόμενο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και βρίσκονται κάπου μεταξύ …1929 και 1945.

Ο προφανής στόχος των ελίτ είναι να παραδώσουν τομείς του δημόσιου τομέα στον ληστρικό και ανεξέλεγκτο ιδιωτικό τομέα που ελπίζεται ότι με τον μισό αριθμό υπαλλήλων (και μισούς μισθούς!) θα προσφέρει «ανταγωνιστικές» υπηρεσίες. Αύριο θα κάνουν το ίδιο και με τα νοσοκομεία, τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια, αφήνοντας ένα υποτυπώδη δημόσιο τομέα για τους απόρους, όπως στις ΗΠΑ.

Όμως, γιατί άραγε πρέπει να γίνει η οικονομική και κοινωνική αυτή καταστροφή; Όχι βέβαια γιατί, όπως υποστηρίζει η «Αριστερά», Μαρξο-Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι κ.λπ. γιατί μας επιβάλλονται οι «κακές» πολιτικές των Μέρκελ–Σόιμπλε. Προφανώς, έξω από την ΕΕ (την οποία δεν αμφισβητούν οι καλοβολεμένοι μέσα στην ΕΕ Πανεπιστημιακοί, αναλυτές κ.λπ.) καμιά Μέρκελ δεν θα μπορούσε να μας επιβάλλει τις «κακές» πολιτικές της. Όμως οι ελίτ μας έκριναν ότι τα συμφέροντά τους ικανοποιούνται καλύτερα μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, οπότε, με δεδομένη την έλλειψη κάθε οικονομικής κυριαρχίας μέσα στην ΕΕ, δεν μπορούμε παρά να εφαρμόζουμε πιστά τις όποιες εντολές των γκαουλάιτερ. Εκτός βέβαια αν πιστεύουμε το παραμύθι (για παιδιά προσχολικής ηλικίας) ότι… αν εκλεγεί ο Τσίπρας θα λειτουργήσει σαν καταλύτης για να αλλάξουν οι Ευρωπαϊκοί συσχετισμοί και οι Ευρωπαϊκές πολιτικές! Και δυστυχώς στην εξαπάτηση αυτή μετέχει σύσσωμη η Αριστερά (εξωκοινοβουλευτική, πατριωτική, «ελευθεριακή» κ.λπ.), πλην ΚΚΕ. Και αυτό, γιατί ακόμη και όταν τμήμα της Αριστεράς αυτής θέτει θέμα εξόδου από την Ευρωζώνη, ποτέ δεν θέτει θέμα άμεσης εξόδου από την ΕΕ, με στόχους την διαγραφή του Χρέους και την κατάργηση των Μνημονίων, αλλά και την αναγκαία κοινωνικοποίηση των τομέων-κλειδιά, ώστε μέσα από ένα πρόγραμμα μετάβασης σε μια αυτοδύναμη οικονομία να τεθούν οι βάσεις για την ρήξη με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών.

Με άλλα λόγια, ακόμη και η έξοδος από την ΕΕ, χωρίς πρόγραμμα οικονομικής αυτοδυναμίας, θα είναι το ίδιο καταστροφική.

Έτσι, οι αποθρασυμένες ξένες και ντόπιες ελίτ, μπροστά στην αδράνεια, (παρά την διογκούμενη εξαθλίωση) των λαϊκών στρωμάτων, εξακολουθούν και εντείνουν το καταστροφικό έργο τους. Όμως, η αδράνεια αυτή σε μεγάλο βαθμό είναι τεχνητή, σαν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι κομματοκρατούμενες συνδικαλιστικές ηγεσίες, εσκεμμένα, εκτονώνουν την λαϊκή οργή με υποτονικές απεργίες, πορείες-λιτανείες στο Σύνταγμα και «συλλαλητήρια» συνοδευόμενα από …συναυλίες.

Γι’ αυτό είναι πια άμεση επιτακτική ανάγκη η δημιουργία ενός παλλαϊκού Μετώπου «από τα κάτω» που, με συγκεκριμένους στόχους όπως οι παραπάνω και κυρίως την άμεση έξοδο από την ΕΕ και την αυτοδυναμία, θα ηγηθεί του αγώνα αυτού για την αποτροπή της συντελούμενης καταστροφής, πριν ολοκληρωθεί, οπότε θα είναι αργά, για πολλές δεκαετίες…

*Δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» την Κυριακή 14 Ιουλίου 2013
To είδα στο iskra.gr

Η Τραμπάλα!


Είχα μια παιδική φίλη που την έλεγαν Μαίρη.
 
Μαζί περάσαμε  σχεδόν όλο το δημοτικό.
 
Η Μαίρη είχε ξανθά μαλλιά .
 
Παραδόξως της τα κόβανε κοντό καρέ.
 
Η Μαίρη έδειχνε να με αντιπαθεί και να με ανταγωνίζεται.
 
Προσπαθούσα να την καλοπιάνω ματαίως .
 
Μου άρεσε αλλά έκανε ότι ήταν δυνατόν για να την αντιπαθήσω.
 
Παρόλα αυτά συνέχεια μαζί είμαστε.
 
Κάτι συνέβαινε και ανάμεσα σε δεκάδες παιδιά βρισκόμαστε πάντα δίπλα- δίπλα.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια στην παιδική χαρά όταν κάναμε τραμπάλα έκανε ότι μπορούσε για να καθίσει κάτω με το βάρος της και να με κρατήσει ψηλά.
Έτσι αισθανόταν ότι με νικούσε.
Πολλές φορές την άφηνα να με νικήσει.
 
Έτσι όταν έβαζε τα δυνατά της να καθίσει κάτω με το βάρος της , μετά από λίγο  το παιχνίδι έχανε το νόημα του και  άφηνε μόνη της να συνεχιστεί η ταλάντευση.
 
Εγώ πάλι είχα, από τότε,  μια εμμονή με την «απόλυτη εξισορρόπηση».
 
Πίστευα ότι το ζητούμενο  (και πιο δίκαιο) θα ήταν να ισορροπήσουμε στην μέση.
 
Ακόμα όμως , και τότε που νόμιζα ότι το κατάφερνα, το παιχνίδι έχανε ξανά το νόημα του.
 
Έτσι συνεχίζαμε καυγαδίζοντας ασταμάτητα μέχρι που βγάλαμε το δημοτικό.
 
Πέρασαν τα χρόνια και η μικρή Μαίρη αποκήρυξε τους Ολύμπιανς , κατέβασε από τους τοίχους του δωματίου της τις φωτογραφίες τους  , σοβαρεύτηκε , κόλλησε στη θέση τους  αφίσες  του Τζίμ Μόρισσον και ασπάσθηκε τουςDoors.
 
Με τούτα και με κείνα μεγαλώσαμε επιτέλους.
 
Η Μαίρη δεν έγινε επιτυχημένη επιχειρηματίας , η αυστηρή δασκάλα  (όπως φανταζόμουνα).
 
Πέθανε μερικά χρόνια αργότερα  (όπως δεν θα μπορούσα να φανταστώ).
 
Ένα βράδυ μόλις τελείωσα έναν από τους συνηθισμένους λόγους μου περί μιας «απολύτως ισορροπημένης και δίκαιης κοινωνίας», με πλησίασε ένας παλιός συμμαθητής και μου είπε ότι η Μαίρη πέθανε από «υπερβολική δόση».
 
Δεν άντεξα να πάω στην κηδεία.
 
Αυτές τις μέρες θα έρθουν οι μικρούλες δίδυμες ανιψιές μου για καλοκαιρινές διακοπές.
 
Έχουν αρχίσει να περπατούν και να μιλάνε.
 
Θα τις πάω στην παιδική χαρά.
 
Θα τους εξηγήσω τους κινδύνους  που θα αντιμετωπίσουν (ιδιαίτερα στην τραμπάλα).
 
Μου λένε ότι είναι νωρίς ακόμα για να καταλάβουν.
 
Έτσι λοιπόν τα γράφω εδώ με την ελπίδα ότι θα τα βρούνε όταν  θάμαι  (οπωσδήποτε)  στον παράδεισο.
 
Κάπου εκεί  (τρίτο παγκάκι δεξιά όπως μπαίνουμε από την πύλη) θα είναι  και η Μαίρη.
 
Επειδή  (καθώς λένε αυτοί που ξέρουν)  στον παράδεισο απαγορεύονται οι ερωτικές περιπτύξεις  με την απειλή της αποβολής, θα συζητάμε για το νόημα της αθανασίας .
 
Άλλωστε το ζήτημα του νοήματος της ζωής , νομίζω  το έχουμε εξαντλήσει ήδη.
 
Αν συνεχίζει να ακούει Doors , λέω να την μυήσω και στα Windows.
 
Αυτά δεν τα πρόλαβε.
 
Ίσως μάλιστα να ανακαλύψω και κάποια άλλη ακλόνητη αλήθεια  και να εκφωνώ  πύρινους λόγους  προς τους καθήμενους  των διπλανών παγκακιών «για μια απόλυτα ισορροπημένη κοινωνία του κόσμου της  αθανασίας». 

Οι Καρυάτιδες!


Γιάννης Τσαρούχης, Το σπίτι με τις Καρυάτιδες

Κάθισα στο μεταλλικό παγκάκι της στάσης. Κοίταξε πίσω απ, την κουκούλα, πλαγίως το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας που είχα ανοιχτό στα γονατά μου. “Κατασχέσεις για 600€”.

“Το 36 μόλις πέρασε…” γύρισε προς το μέρος μου. Ε, θα περιμένω το επόμενο, χαμογέλασα. “Τους ξεφτιλισμένους. Μας έχουν καταστρέψει. Ας έρθουν, τι θα πάρουν; Το πολύ πολύ να κατάσχουν εμένα. Αλλά εγώ είμαι Καρυάτιδα. Μόνο στο μουσείο μπορούν να με βάλουν πια. Στο Λούβρο, ή καλύτερα στο Βρετανικό.”

Γύρισα να κοιτάξω την Καρυατιδά. Ρυτίδες σε όλο το πρόσωπο. Γυαλιά ηλίου. Κάτω από την κουκούλα του μπουφάν ξεχώριζαν μερικές αδύναμες τούφες μαλλιών βαμμένες ανοιχτόχρωμες, χάλκινες. Και στο αυτί ένα μικρό ροζ τριαντάφυλλο, το πιο παιδικό σκουλαρίκι. Χαμογέλασα ασυναίσθητα.

“Με πήραν τηλέφωνο από το ΓΝΑ, με ήθελε λέει ο διευθυντής. Ξέρεις, κι εκεί τους μειώνουν το προσωπικό. Πήγα. Τους λέω τι με θέλετε εμένα; Τι να σας κάνω; Να κάνω ενέσεις; Εγώ διοικητικό προσωπικό ήμουν” και μου περιγράφει τη δουλειά της. “Έστω να σηκώνεις τηλέφωνα, μου λένε. Είστε τρελοί, τους είπα κι εγώ κι έφυγα. Εδώ όλοι θέλουν να δουλεύουμε εθελοντικά. Ακόμα κι εγώ! Αν είναι να δουλέψω εθελοντικά να πάω στις φυλακές. Εκεί θα έχω φαγητό και κρεβάτι. Κι αν θέλει και κανένας από τους κρατούμενους να μου την πέσει θα του πω “Εγώ είμαι Καρυάτιδα” και θα του φύγει η όρεξη. Στην Ελλάδα να ξέρεις, για να τη βγάλεις πρέπει να είσαι τρελή και να σ’ αρέσει!”.

Κατέβασε την κουκούλα και με κοίταξε γελώντας. Γερόντισα. Αρχαία. Χάλκινη. Με τα λιγοστά κοντοκομένα μαλλιά της, λευκά στη ρίζα. Στο χέρι κρατούσε μια γαλάζια πλαστική σακούλα. “Εσύ δουλεύεις;” Της είπα τα χαΐρια μου. Μου έδωσε επαγγελματικές συμβουλές. Και μετά κοίταξε τη σακούλα.

“Πήγα απέναντι” και έδειξε με τα μάτια προς το κτίριο των κοινωνικών συσσιτίων του δήμου. Συσσίτιο με κόστος δυόμισι ευρώ το γεύμα. Η κοινωνική πολιτική στον μικροαστικό μας παράδεισο έχει το χαριτωμένο όνομα “Κουζίνα για όλους” και φιλοξενείται στις στήλες των γκουρμέ ενθέτων. “Ένα ευρώ το τυλιχτό”, συνέχισε. “Τι τυλίγουν και κοστίζει ένα ευρώ; Κι εμένα να τύλιγαν πιο φτηνή θα ερχόμουν. Πήρα που λες αυτά.” και μου έδειξε. “Αν τη βγάλω καθαρή σήμερα με αυτά που θα φάω τυχερή θα είμαι. Αν με ξαναδούν να μου γράψεις. Είχα κάποτε μια κάποια περιουσία. Τώρα μένω σε ένα σπίτι 24 τετραγωνικά. Λένε οι συμμαθήτριές μου να έρθουν να πιούμε καφέ. Τους λέω  καλέ, δεν χωράνε δύο μαζί στο σπίτι! Εγώ, ξέρεις… χωρίς εμένα δεν γινόταν πάρτυ και με εμένα δεν γινόταν μάθημα” μου λέει και ξεκαρδίζεται.

Μετά σηκώνεται απότομα. “Ήρθε!”, μου λέει. Το λεωφορείο σταματάει, κάνω πίσω για να ανέβει πρώτη. Πατάει στο σκαλί με κόπο, κάθεται στο πρώτο πρώτο κάθισμα και μου κάνει δείχνει να καθίσω ακριβώς απέναντι της. Ανάμεσά μας ο μικρός διάδρομος. Δίπλα μου κάθεται ένας νεαρός.

“Που λες, όπως βλέπεις από αντανακλαστικά σκίζω αλλά θέλω κι εγώ τον χρόνο μου να ανέβω το σκαλί. Βλέπεις, με χτύπησε μια ζαρτινιέρα. Έπεσε πάνω μου” και μου δειχνει γελώντας το δεξί της πόδι. Βλέπω μόνο το μαύρο παντελόνι. “Αλλά είδες που σου είπα να καθίσεις; Αν καθόμουν εγώ εκεί θα του κοβόταν η όρεξη του ανθρώπου.” το χαμόγελο μου δεν λέει να φύγει, οι μυς του προσώπου παίρνουν πλέον εγκεφαλικές εντολές διαρκείας.

Δύο καθίσματα πιο μπροστά ένα κεφάλι με λευκά μαλλιά μέχρι τους ώμους στρέφεται προς το μέρος μας. Η γυναίκα μας χαμογελάει. “Σε άκουσα”, λέει στην Καρυάτιδά μου, “σολάρεις πάλι!” “Δίνω κοντσέρτο για πιάνο και βιολί” , αστράφτει η χάλκινη. “Το βλέπω” ανταπαντά η λευκή, “είπες και για τη ζαρτινιέρα”. “Ε, αφού έπεσε πάνω μου! Κακό του κεφαλιού της” λέει η χάλκινη, “αυτή έσπασε. Άλλο γάλα, κι άλλο καβάλα” και γελάει. “Δεν άκουσα;” ρωτά η λευκή. “Δεν πειράζει, μας ακούν και μικρά παιδιά” λέει παιχνιδιάρικα η χάλκινη. Και γυρίζει και συνεχίζει να μου διηγείται απτόητη. Μου λέει που μένει, σε ποια στάση θα κατέβει, ιστορίες από τα μαγαζιά της γειτονιάς που βλέπει να περνάνε δίπλα μας. Μετά από λίγο σηκώνεται. “Θα πρέπει να ρωτήσω τον οδηγό που ακριβώς θα κατέβω για να πάρω το τράμ. Ε, να μην πάω απότομα και τρομάξει” λέει η και προχωρά σιγά σιγά προς το κουβούκλιο του οδηγού αφού με χαιρετά.

Λίγο πριν την επόμενη στάση η γυναίκα με τα ολόλευκα μαλλιά σηκώνεται και πλησιάζει την πόρτα του λεωφορείου. “Φαντάζεσαι πόσο ωραία θα περνάγανε αυτοί που δουλεύανε παλιότερα μαζί της; Σου είπε που δούλευε;” Ναι, της απαντάω και εξομολογούμαι πως ήταν η πιο ωραία συζήτηση που έχω κάνει σε στάση λεωφορείου. “Ναι, γιατί κανείς δεν μιλάει πια!” διαπιστώνει. Η πόρτα ανοίγει, με κοιτάζει, χαμογελά. “Κυνήγα τα ονειρά σου!” μου λέει με το πιο φωτεινό και πονηρό βλέμμα που έχω δει και σχηματίζει το σήμα της νίκης με τα δύο δάχτυλα. Την κοιτάζω αποσβολωμένη και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τα μεγέθη!

Στην υπόλοιπη διαδρομή, ανάμεσα στα γυάλινα κτίρια, επιστρέφω με σταθερή επιτάχυνση στην Καρυάτιδα που με μεγάλωσε. Με την μακριά, λεπτή, λευκή κοτσίδα της που γυρνούσε γύρω γύρω σε κότσο και την φθαρμένη μαγκούρα. Τα πρησμένα πόδια και την ποδιά στη μέση. Τις τηγανίτες με μέλι, τα παραμύθια για τον Γιάννη που φωνάζει επίμονα τον χαμένο του αδερφό τον Γκιώνη και δεν θα ησύχαζε αν δεν τον βρει, το κατσικάκι στο κουτί που ταΐζαμε με το μπιμπερό για να μεγαλώσει. Και συνειδητοποιώ έκπληκτη, μετά από τόσα χρόνια, πως έκανε τη φτώχεια της να φαίνεται στα παιδικά μου μάτια  ανύπαρκτη και την αντικαθιστούσε επιδέξια με συναρπαστικές περιπέτειες. Και αναρωτιέμαι αν δεν την έννοιαζε που δεν πλούτισε ποτέ επειδή είχε άντρα αντάρτη. Η διαδρομή μέχρι το μετρό διαρκεί ξαφνικά δευτερόλεπτα.

Στα μεγάφωνα της αποβάθρας ανακοινώνουν μια ξένη πραγματικότητα. “Σύμφωνα με διαταγή της αστυνομίας ο σταθμός του μετρό Μέγαρο Μουσικής θα παραμείνει κλειστός από τις τέσσερις και μετά για λόγους ασφαλείας”. Κατακαημένοι! Δεν θα γνωρίσετε ποτέ τις Καρυάτιδές μου…

Πηγή,http://jaquou.wordpress.com

Κοίτα από το παράθυρο…και μην Μιλάς!


απογνωσηΜιας και οι συζητήσεις γύρω από το θέμα “τρομοκρατία” έχουν ανάψει πάλι για τα καλά, και μιας και η συνεχώς υποσχόμενη “διαφάνεια” στα οικονομικά του Δημοσίου, αλλά και μεγάλων εταιριών όλο γίνεται μεζές σε ένα πιάτο γεμάτο σάλτσες, αλλά χωρίς μεζέ (εκτός για αυτούς που “μαζί τα φάγανε”), είναι μάλλον η καλύτερη συγκυρία να δημοσιεύσω έναν προβληματισμό μου βασισμένο στο παρακάτω μέηλ…

Γιατρέ μου δεν κοιμάμαι τα βράδια πια! Έχω θέμα! Δουλεύω για τρομοκράτες.
 -Ένα εργασιακό περιβάλλον σε Διαχειριστική Αρχή, που απ’ έξω φαίνεται ιδανικό, ευχάριστο, ανθρώπινο και με έναν αέρα “ευρωπαϊκό” τόση βρωμιά και ανηθικότητα κρύβει από μέσα.
-Αλλά κοίτα από το παράθυρο την ανεργία που καλπάζει και ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ.
-Εργαζόμενοι που ως άλλα “Golden Boys” έχουν τις εξασφαλισμένες θεσάρες τους και από εκεί ψηλά ελέγχουν τους πάντες και ξεζουμίζουν αυτούς με τους μισθούς πείνας.
-Αλλά κοίτα από το παράθυρο την ανεργία που καλπάζει και ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ.
-Ο πρόεδρος του Δ.Σ. με τις ευλογίες του Πρωθυπουργού πάντα, αποφασίζει και διατάζει, όπως γίνεται άλλωστε στη Χούντα. Χωρίς να λογαριάζει ότι έχει να κάνει με ανθρώπους.
-Αλλά κοίτα από το παράθυρο την ανεργία που καλπάζει και ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ.
-Λεφτά υπάρχουν και τρώγονται. Πολλά λεφτά, μπροστά από τα μάτια σου να περνάνε κάθε μέρα δεκάδες χιλιάδες ευρώ άλλα με θράσος, άλλα κάτω από το τραπέζι, άλλα μεταμφιεσμένα σε ταξίδια, άλλα καμουφλαρισμένα σε πανάκριβα κινητά, τάμπλετ και υπολογιστές και άλλα βαφτισμένα σε μπόνους. Για σένα υπάρχει μόνο το “ξέρεις πόσοι είναι με πτυχία και μεταπτυχιακά που θα ερχόντουσαν και με λιγότερα λεφτά από σένα?” Και ματώνεις τα χείλη σου από το δάγκωμα.
-Αλλά κοίτα από το παράθυρο την ανεργία που καλπάζει και ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ.
Να παίζεις την “χαζή ξανθιά” σε όλα τα κοινωνικοπολιτικά θέματα για να μην φανεί ότι είσαι κατά του συστήματος. Να “πατάνε” στην βιοποριστική σου ανάγκη. Να σου κάνουν ψυχολογικό πόλεμο καθημερινά . Να θες να πλακώσεις στο ξύλο φασίστες συναδέλφους και να μην μπορείς. Να ντρέπεσαι να κοιτάξεις τους άνεργους φίλους σου στα μάτια. Να κλαις στο τηλέφωνο στην οικογένεια σου ότι δεν αντέχεις άλλο. Να νιώθεις ότι σου κόβεται η ανάσα το βράδυ που ξαπλώνεις και το μυαλό σου επεξεργάζεται όλη αυτή την κατάσταση και το μέσα σου δεν αντέχει. Να ονειρεύεσαι την στιγμή που θα βρεις μια άλλη δουλειά και φεύγοντας θα βάλεις μπουρλότο και φωτιά. Να θες να φύγεις στο εξωτερικό αλλά κατά βάθος να πιστεύεις ότι θα γίνει η κοινωνική επανάσταση και να μένεις.
 Έχω θέμα ηθικό, είπα, και η απάντηση ήταν: “Κοίτα από το παράθυρο την ανεργία που καλπάζει και ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ“.
ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ? Αν δεν είναι αυτό τρομοκρατία τότε ΤΙ ΕΙΝΑΙ??
Αν δεν είναι αυτοί τρομοκράτες? Τότε ποιοι είναι?

Κι εγώ γιατρέ τι κάνω?

—————————————————
Και μιας και απάντηση δεν κατάφερα να δώσω στο ερώτημα της φίλης που μου έστειλε αυτό το γεμάτο αδιέξοδα μέηλ, αποφάσισα (με την σύμφωνη γνώμη της) να το δημοσιεύσω για δύο λόγους…
Ο ένας είναι για να ψιλο-ορίσουμε πάλι από την αρχή τον όρο τρομοκρατία που τον έχουν φέρει στα μέτρα τους αυτοί οι ίδιοι που τρομοκρατούν τον κόσμο.
Ο δεύτερος είναι επειδή το πήρα προσωπικά που δεν μπόρεσα να δώσω μια έστω κάποια διέξοδο σε εκείνο το βαρύ “Κι εγώ γιατρέ τι κάνω?” και θέλησα να το εκφράσω έστω ως συγνώμη…

Πηγή,http://parallhlografos.wordpress.com