όλα τα όμορφα υπεραστικά λεωφορεία…


Α1.

Τα είδα για πρώτη φορά στο ΚΤΕΛ Υπεραστικών Λεωφορείων πάνω από την Λιοσίων, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μάλλον τα είχα παρατηρήσει και πιο πριν, στις αστικές μορφές τους, αλλά τώρα ήταν όλα στη σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο, κάτω από τα υπόστεγα. Αν η φωτογραφική μνήμη μπορεί πράγματι να εμφανίσει ανά πάσα στιγμή κάποιο καρέ, βλέπω από δεξιά το πρώτο λεωφορείο, με την ετικέτα στα κεφαλαία: Λαμία· δίπλα βρίσκεται το δικό μας, Αιδηψός, παραδίπλα ο Βόλος, τα Τρίκαλα, η Καρδίτσα. Εντυπωσιάστηκα, σαγηνεύτηκα. Μια ολόκληρη συλλογή από διαφορετικά μοντέλα και αμαξώματα· κανένα δεν έμοιαζε με το άλλο. Δεν μπορώ να σας τα περιγράψω, μπορώ όμως ακόμα να τα ζωγραφίσω, όπως έκανα και τότε. Όλα αυτά τα λεωφορεία, παραταγμένα «κατά πρόσωπο» έμοιαζαν με πρωτόφαντη συλλογή από πρόσωπα, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση που είχα από παιδί, πως η πρόσοψη κάθε οχήματος είναι και το δικό του πρόσωπο, και το καθένα διαφέρει από τα άλλα όπως και οι άνθρωποι.

A2

Τα μάτια των αυτοκινήτων ήταν τα φανάρια αλλά εδώ στα λεωφορεία ήταν τα δυο μπροστινά παράθυρα. Αν ήταν πλαγιαστά προς τις εξωτερικές άκρες, έμοιαζαν με μάτια που λυγίζουν προς τα κάτω, με έκφραση απορημένη ή λυπημένη. Αν η διαγώνια γραμμή τους στρεφόταν προς το κέντρο, επρόκειτο σαφώς για ύφος αυστηρό. Άλλα ήταν μεγάλα, ορθάνοιχτα, άλλα τετράγωνα, μικρότερα. Το κάτω μέρος της πρόσοψης ολοκλήρωνε την έκφρασή τους: η μαύρη σχάρα που κάλυπτε την μηχανή έμοιαζε με στόμα που χάσκει, έτοιμο να μιλήσει ή να τραγουδήσει· ένα ελλειψοειδές κόσμημα με μεταλλικές βέργες αποκάλυπτε λαμπρές οδοντοστοιχίες· αν υπήρχε μόνο μια οριζόντια γραμμή, τα χείλη ήταν σαφώς κλειστά. Υπήρχαν πρόσωπα χαμογελαστά, συνοφρυωμένα, έκπληκτα.

Β20

Αλλά δεν ήταν μόνο εκείνη η ερεθιστική ποικιλία που έκανε το κάθε λεωφορείο μοναδικό. Το μικρό κουβούκλιο στο απώτατο σημείο της πρόσοψης, με την ετικέτα που δήλωνε τον προορισμό, έμοιαζε να αποτελεί μια δεύτερη, παροδική και γι’ αυτό ακόμα γοητευτικότερη ταυτότητα. Στον κύλινδρό της ξετυλίγονταν πόλεις και κωμοπόλεις γνωστές μέχρι τότε μόνο από τους χάρτες – τον πολιτικό, με τους διαφορετικά χρωματισμένους νομούς και τον γεωφυσικό, με την συνεχή, ασύνορη εναλλαγή πράσινων πεδιάδων και καφέ βουνών. Τώρα για πρώτη φορά αποτελούσαν πραγματικό προορισμό, άρα αληθινή ύπαρξη. Αυτή η χαρτογράφηση αποκάλυπτε μια καινούργια γεωγραφία διακοπών.

A4

Αμυδρά θυμάμαι πως μόλις αποχωρούσε η παλαιότερη ονομασία ΚΤΕΥΛ, που διατήρησα στα πρώτα μου κατάστιχα εφόσον το ύψιλον των υπεραστικών έκανε την λέξη εύηχη και εξωτική, διπλά ηχούμενη, σαν κτέυλ ή κτεβλ. Κτέυλα ονόμασα κάποτε στα αυτοσχέδια σκίτσα που σκάρωνα στο τσιγαρόχαρτο τραπεζομάντηλο των εστιατορίων την εφηβίνα της απέναντι παραθεριστικής αυλής. Μου άρεσε και το στρέβλωμα της γλώσσας στο Κτέβλα, χωρίς ακόμα να έχω αντιληφθεί κάποια επικίνδυνη παρήχηση ή παρακινδυνευμένη εξομολόγηση.

Υ14

Υπήρχε λοιπόν μια ιδιαίτερη συλλογική συνοικία λεωφορείων ονόματι ΚΤΕΛ. Η περιπλάνηση μπροστά από τις διαδοχικές στοές ήταν συναρπαστική· κάποιο έφευγε, άλλο ερχόταν· κάποιο μόναζε, άλλο καλλωπιζόταν. Γύρω τους σαν το σμάρι των μελισσών μαζεύονταν οι επιβάτες, που αυτή την εποχή ήταν παραθεριστές. Πολύχρωμα ρούχα, ψάθινα καπέλα, καρό βαλίτσες, ριγέ μπλούζες, πλαστικές τσάντες για την θάλασσα (που είναι ακόμα μακριά, αλλά εκείνες την έφερναν κοντά), τσόκαρα, σαγιονάρες με μαργαρίτες. Εδώ που ξεκινάνε όλα, εδώ θα έπρεπε να περνάω ώρες.

Υ10

Το ανοιχτοπράσινο χρώμα τους μου ενέπνευσε έκλαμψη λαμπρή, για το ταίριασμα ιδιότητας και χρώματος. Εκείνα τα οχήματα μεγάλης διαδρομής τροχοδρομούσαν σε ανοιχτές περιοχές πρασίνου, δικαιολογώντας την χρωματική επιλογή, όπως ακριβώς το σκούρο μπλε των αστικών λεωφορείων δεν αντανακλούσε παρά τη μόνη προσβάσιμη φυσική εικόνα της πόλης μου, το διαθέσιμο κομμάτι του ουρανού. Να λοιπόν που οι δυο κατηγορίες λεωφορείων γίνονταν αναπόσπαστα φυσικά στοιχεία της πόλης και της εξοχής. Επρόκειτο για μια φιλοσοφημένη διαπίστωση που κράτησα ως κόρη οφθαλμού, όπως κρατούσα και τις συνομήλικες παραθερίστριες ως κόρες οφθαλμόλουτρου.

Β9_

Τα λεωφορεία με τραβούσαν μ’ ένα τρόπο ακαταμάχητο, ολότελο. Αποφάσισα να τα γνωρίσω, να τα χαίρομαι με την αίσθηση της γνώσης που σε φέρνει πιο κοντά σε κάτι και βέβαια να αποκτήσω το δικό μου. Θα του άλλαζα κι εγώ κάθε τόσο προορισμό, για να κυλάμε σε περισσότερες κωμοπόλεις. Το λεωφορείο μου θα γινόταν εκδρομικό μέσο, ποθητό παιχνίδι, επαγγελματικό εργαλείο, αγαπημένο συντρόφευμα, δεκτικός φίλος. Θα μετέφερα ανθρώπους θερινούς και παραθεριστέους, σε μέρη που θα ξαναγίνονταν αυτό που είναι. Θα γινόμουν ένα κτέλειος χειριστής των ωραίων υπεραστικών λεωφορείων.

Β1.

Το εσωτερικό τους είχε του κόσμου τα θέλγητρα. Η περιστόλιστη καμπίνα του οδηγού είχε στο γείσο της διάφορα κρεμαστά, σταυράκια και εικονίσματα, κομπολόγια και κοσμήματα, το διαρκές λίκνισμα των οποίων τα έκανε να μοιάζουν με λιλιπούτεια θυμιατήρια που ευλογούσαν την ενίοτε επίπονη διαδρομή. Κάτω ξεχώριζε ο μακρύς μαύρος λεβιές των ταχυτήτων, που φύτρωνε μέσα από μια λαστιχένια φυσαρμόνικα και κατέληγε σε ολοστρόγγυλη μαύρη σφαίρα που γέμιζε μια παλάμη. Και τι δεν θα έδινα να κινήσω εκείνο το  μονοπόδαρο πλάσμα προς όλες τις κατευθύνσεις – που έμοιαζαν να ακολουθούν την τετραπλότητα των σημείων του ορίζοντα και των ενδιάμεσων υποδιαιρέσεων. Ύστερα υπήρχαν τόσοι διακόπτες και κουμπιά με ακατανόητη χρήση σε ανύποπτες στιγμές.

A5

Σ’ εκείνο το πλοηγικό βασίλειο αδιαφιλονίκητος άρχων ήταν τιμόνι, η τεράστια διάμετρος του οποίου απαιτούσε ιδιαίτερη κινητική προσπάθεια ακόμα και για μισή στροφή, με κάποιο τρόπο θεαματική σαν την οριζόντια ρόδα του λούνα παρκ. Στον πυθμένα της ζηλευτής θέσης, ένα τετράγωνο, ένα παραλληλόγραμμο κι ένα στρογγυλό πεντάλ, στα πάνω διαζώματα καθρέφτες στα ίδια ποικίλα σχήματα συμπλήρωναν την πλήρη γεωμετρική ποικιλότητα του βασιλείου, ενώ γνωστές φράσεις – προτροπές να προσέχεις (μπαμπά), μην τρέχεις και η Παναγιά μαζί σου, διάφορα αυτοκόλλητα με εμβλήματα ποδοσφαιρικών ομάδων, σήματα αυτοκινήτων, επωνυμίες συνεργείων αλλά και βιδωμένες μεταλλικές ταμπέλες με γράμματα και αριθμούς ολοκλήρωναν μια πλήρη εικόνα ιδιότυπου εκκλησιαστικού ιερού.

Α7.

Ανάμεσα στη θέση του οδηγού και του συνοδηγού υπήρχε ένα χώρισμα σαν ογκώδες κουτί, που θωράκιζε την μηχανή αλλά αποτελούσε και ανεπίσημο κάθισμα, νπρόχειρο μεν και ολισθηρό, αλλά ιδανικό για παιδιά, που μπορούσαν να συνδυάζουν κλεφτές ματιές στον μάγο τιμονιέρη, ασκήσεις ισορροπίας στις στροφές και βέβαια πλήρη ορατότητα διαδρομής. Έξω και κάτω κυριαρχούσαν οι ρόδες με τα τεράστια παξιμάδια, πάνω οι κυλινδρικοί δίσκοι του εξαερισμού…κι εκείνος ο περιστρεφόμενος μηχανισμός με τους τόπους, κατασκευασμένος από άγνωστο επάγγελμα, γεμάτος από κρυμμένες πόλεις.

Α3.

Αλλά ήταν η μικρή καμπύλη σκάλα στην κυρτωμένη ράχη εκείνων των λεωφορείων που με εξέπληξε, η μικρόστενη κλίμακα που υποσχόταν την συνέχεια προς στην οροφή, μια άνοδο προς ένα θησαυρό που ήταν η σχάρα με τις πλεγμένες αποσκευές, που θεώρησα φυσικό να αποτελεί επιβατική θέση πρώτης κατηγορίας. Αλλά μέχρι τότε το προνόμιο της ανάβασης το είχε μόνο ο προνομιούχος υπάλληλος του πρακτορείου. Πόσο παράξενο: δεν αντιλαμβανόταν την εκλεκτή του μοίρα παρά φώναζε ζητώντας τις βαλίτσες, τυχερές κι αυτές για το εναέριο ταξίδι τους – γιατί και τα αντικείμενα είχαν και έχουν ζωή, θα χαίρονταν συνεπώς οι αποσκευές που έμπαιναν στην άκρη και χάζευαν εκ του πλαγίου την διαδρομή, ενώ μισότυχες θα ήταν εκείνες που θα στριμώχνονταν στη μέση και βέβαια άτυχη όποια ξεχνιόταν σπίτι, αναγκασμένη να περιμένει ολόκληρο χρόνο μέχρι τις επόμενες διακοπές – σκέψη συντριπτική πλην σύντομη, σ’ ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο, της ιδιωτικής ζωής των αντικειμένων.

736_n

Έκτοτε οι σταθμοί των υπεραστικών λεωφορείων έγιναν φυσικοί μου χώροι. Πήγαινα και παρατηρούσα ανάμεσα στις αργόσυρτες εναλλαγές των οχημάτων, μοντέλα και δρομολόγια, αναχωρητές και επιστροφείς. Περιτριγύριζα το τεράστιο σκεπαστό πρακτορείο του Κηφισσού ή τα πορτοκαλί λεωφορεία της Ανατολικής Αττικής, στην Πλατεία Αιγύπτου κι έξω από το Γκρην Παρκ. Αργότερα, στην Θεσσαλονίκη, μάθαινα άγνωστα χωριά στις αφετηρίες της Χαλκιδικής, πέρα στην οδό Μακεδονίας ενώ στην άλλη πλευρά της πόλης, κολλητά στα βυζαντινά ερειπιώδη τείχη του Βαρδαρίου, στριμώχνονταν τα λεωφορεία της Κομοτηνής, όχι μακριά από τα κακόφημα ταβερνεία και τα πορνοσινεμά. Πέρασα ώρες με τα βυσσινιά λεωφορεία της Πάτρας και τα λαδί του Ηρακλείου, κάτω από το ερειπωμένο τότε Μέγαρο Φυτάκη. Στο Λουτράκι το τυρκουάζ λεωφορείο του ΟΣΕ σταματούσε στο τέρμα της σιδηροδρομικής γραμμής, εκεί που κάποτε έσβηνε μεγαλοπρεπώς η αυτοκινητάμαξα.

Β10.

Μα όσο μικρότερη η πόλη, τόσο πιο οικεία η αίσθηση του ΚΤΕΛ. Σας διαβεβαιώνω, αναζήτησα το σχετικό σημείο σε κάθε κωμόπολη, πολίχνη ή χωριό που επισκέφτηκα. Ένας μικρός χώρος, τα δρομολόγια πίσω σε ξύλινο ταμπλό με τις μικρές πλάκες με τους αριθμούς, ένα υποτυπώδες καφενείο, η μυρωδιά των τσιγάρων που έχει διαποτίσει τον χώρο, πλαστικά σταχτοδοχεία Henninger και Fix, τα γνωστά βλέμματα της αναμονής και της μετακίνησης. Ακόμα και τα φιλιά της άφιξης είχαν την πικρή γεύση της απόστασης. Κι έξω να στέκει ένα και μοναδικό λεωφορείο, αυτό που είχε φτάσει, αυτό που θα έφευγε· εδώ δεν υπήρχε η πολυτέλεια της πολλαπλής συνεύρεσης.

Σταθμός Αιδηψού

Πίσω στην Αιδηψό, περίμενα το τελευταίο ανηφόρισμα στην έρημη κεντρική οδό Θερμοποτάμου, βράδυ πια, για να το δω έξω από το κλειστό ΚΤΕΛ, παρκαρισμένο και έρημο, στην δική του νυχτερινή ξεκούραση. Άπλωνα το χέρι μου να αγκαλιάσω το τεράστιο πρόσωπό του για να μετρήσω ασφαλέστερα τις διαστάσεις του· πλησίαζα να το μυρίσω για να πιάσω κάτι από τα χιλιόμετρα της ημέρας. Είναι άλλη η αίσθηση τόσο κοντά· ακούς την σιωπή της μηχανής, αγγίζεις την δροσεμένη λαμαρίνα, σχεδόν βλέπεις τα χέρια που σμίλεψαν πλαίσια και αμαξώματα. Θυμάμαι πολύ καλά το λεωφορείο που με περίμενε τις περισσότερες φορές στο νυχτέρι του. Είχα κάνει την επιλογή μου.

Α11

Από τότε άρχισα να μελετώ με πάθος και τα αστικά λεωφορεία. Ήταν σκληρή η σύγκριση με τα επαρχιακά και όσα εκείνα σηματοδοτούσαν αλλά μπορούσε η άχρωμη καθημερινότητα να χρωματιστεί με το δικό τους αγέρωχο ραφ μπλε. Ήταν το ίδιο μπλε που κυριαρχούσε μαζί με το έντονο πράσινο της τσόχας και το πορτοκαλί στις τέντες των πολυκατοικιών, κύματα στην άλλη θάλασσα, των πολυκατοικιών της πόλης.

MBO317.4285F11

Το καύκαλο με τις ετικέτες  είχε ένα πρόσθετο μικρότερο κουτάκι, με την ένδειξη του αριθμού της διαδρομής, δημιουργώντας την εικόνα ενός βαθμιδωτού καπέλου και νέα δαιδαλώδη παιχνιδίσματα συλλογισμών. Ποιος να επιλέγει τις αντιστοιχίες αριθμών και προορισμών; Γιατί η Κάτω Πεύκη, η «Μαγκουφάνα» της μηνιαίας μας απογευματινής επίσκεψης είχε το 155, η Άνω Πεύκη το 166, το Αμαρούσσιον το 121, η Αλσούπολη το 122; Σ’ εκείνο το στενόμακρο πλαίσιο κάποτε στριμώχνονταν πρόσθετες τοπωνυμικές ενδείξεις, που έκαναν την Ιωνία Νέα και το Τέρμα Παλαιό, κάποτε δε και δυο μαζί, όπως η Άνω Νέα Σμύρνη, άρα πολεοδομούσαν τόπους που θα μπορούσαν εσαεί να χωρίζονται, σ’ ένα παιχνίδι που διαρκούσε μέχρι να έρθει το λεωφορείο: Βόρεια Άνω Νέα Σμύρνη, Δυτική Βόρεια Άνω Νέα Σμύρνη… διαιρούσα και βασίλευα, δίκαιος πάντως κυβερνήτης τόπων που τιμούσαν τα λεωφορεία. Μήπως αν δεν τα κατάφερνα με τα υπεραστικά να γινόμουν ένας καθαρόαιμος αναβάτης των αστικών; Θα έβλεπα γειτονιές και συνοικίες, θα παρατηρούσα τις επιβάτισσες, θα έβαζα ευχάριστη μουσική για φερόμενους και μεταφερόμενους.

Οδός Πατησίων 1979.

Τα τρόλλεϋ εξήπταν λιγότερο τη φαντασία, καθώς υπήρχαν μόνο τρία μοντέλα: τα παλιά με το χαμηλωμένο κασκέτο πάνω από τα μπροστινά παράθυρα, καταργημένο στην Αθήνα και σε κυκλοφορία μόνο στον Πειραιά, προτού χαθεί σύντομα και από εκεί· τα μεγάλα φαιοκίτρινα, που οπωσδήποτε απέκτησαν περιδεές πρόσωπο ως οδοφράγματα σε ταραγμένες περιόδους· και τέλος τα πλέον διαδεδομένα που σύντομα θα επέκτειναν την πλήρη ομοιομορφία του ηλεκτροκίνητου οχήματος. Κι όμως πήγαινα και στους δικούς τους αφετηριακούς σταθμούς, στην Πλατεία Κυψέλης ή στην Πλατεία Κολιάτσου, που κύκλωναν αργά αργά σαν πελώριες χελώνες, αθόρυβες έτσι όπως κυλούσαν με σβηστή τη μηχανή. Άλλωστε ο οδηγός τους διέθετε αξιοθαύμαστες χειρωνακτικές ιδιότητες, έτσι όπως όφειλε κάθε τόσο να κατεβαίνει και να επαναφέρει τις κεραίες που είχαν διαφύγει από τα ηλεκτρικά σύρματα,

Δ8_

Η αναμονή του λεωφορείου της Κάτω Πεύκης στην στάση της οδού Δροσοπούλου, πάνω από την Πλατεία Αμερικής, για την μηνιαία απογευματινή βόλτα ήταν μια άλλη περιπετειώδης δραστηριότητα, με κάθε έκβαση να έχει τα δικά της ωφελήματα. Στεκόμασταν όλη η οικογένεια στη στάση με το βλέμμα στο βάθος του δρόμου, για να δούμε από μακριά την τετράγωνη κεφαλή του να μας πλησιάζει, με τον χρόνο να παρατείνεται λόγω ενδιάμεσων στάσεων και σηματοδοτών κι εκείνη να μεγαλώνει σταδιακά και ανεπαίσθητα. Αν το πρώτο ερχόμενο λεωφορείο ήταν «το δικό μας», τότε δοκιμάζαμε την αγνώστων πηγών ικανοποίηση πως ανάμεσα στις πιθανότητες των δέκα περαστικών «γραμμών» η δική σου έλαχε πρώτη, σαν τυχερή ζαριά σε τεράστιο επί δρόμου παιχνίδι. Στο βάθος επιθυμούσα να παρελαύνουν άλλοι προορισμοί, για να χορταίνω αμαξώματα και τοπωνύμια. Θυμάμαι ακόμα τους παλιούς αριθμούς, προτού αντικατασταθούν από τους υπερβολικούς τριψήφιους: 54 το Γαλάτσι, 55 η Νέα Ιωνία, 56 ο Περισσός…

Ath1

Ο κορμός του μηχανικού πλάσματος ήταν κι αυτός γεμάτος αντικείμενα για άλλους αδιάφορα ή αυτονόητα, για μένα διαρκώς αξιοπαρατήρητα, όπως οι υποκίτρινες πλαστικές τριγωνικές χειρολαβές που καλούσαν σε χείρα γνωριμίας και σύσφιξης κατά την ακροβατική ορθοστασία της διαδρομής. Αργότερα θα βρήκα μια τέτοια προς πώληση σε κάποιον παλαιοπωλητήριο χώρο δίπλα σ’ ένα κυανόλευκο κουβούκλιο τροχονόμου. Ποιος θα την αγόραζε; Πόσα χέρια τις κράτησαν  για να κρατηθούν, πώς κρατήθηκαν στην ζωή και πως κρατούν τώρα άλλα κρατήματα; Κάθε τόσο μια μαυρισμένη χρυσή μεταλλική επιγραφή με συμβούλευε να μην κύπτω έξω. Με τόσο ενδιαφέρον μέσα, δεν υπήρχε περίπτωση. Εκείνο που διακαώς ποθούσα ήταν το ειδικό σκεύος για τα κέρματα που κρατούσε χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό ο εισπράκτορας, από το θυρωρείο του οποίου οφείλαμε όλοι να περάσουμε. Κάποτε του ζήτησα εκείνο το πλαστικό κερματοφυλάκιο στο χρώμα της καραμέλας του καφέ και δεν με πήρε καθόλου στα σοβαρά, απαντώντας μ’ ένα σιωπηλό χαμόγελο.

naxou 06 e volvoSB85-sarakakis_naxos_ioun1992

Ο χρόνος ξεπέρασε τα λεωφορεία, όπως και οτιδήποτε άλλο· μοιάζει αργός, αλλά είναι το ταχύτερο τροχοφόρο. Άρχισαν σταδιακά να αποσύρονται, να αχρηστεύονται, να πωλούνται. Κάποια γνώρισαν μια δεύτερη θητεία, σε μικρότερες επαρχίες, σε νησιά: ένα αντίστροφο αγροτικό στο τέλος της καριέρας τους. Αλλού απέκτησαν διαφορετικές αποστολές, λιγότερο περιπετειώδεις: έγιναν υπηρεσιακά, εργοστασιακά, σχολικά. Τους άλλαζαν το χρώμα, τους άλλαξαν τα φώτα. Πολλά δόθηκαν για κομμάτιασμα σε βιομηχανίες· ένα τέλος που δεν αποκλείει την μετενσάρκωση. Άλλα τυχερότερα κούρνιασαν σε αυλές και κάμπινγκ, έγιναν τροχόσπιτα και καντίνες· έμειναν στάσιμα αλλά τουλάχιστον στα ίδια κλίματα, σε παρόμοιες κλίμακες. Το αποτελείωμα ήταν μια πολιτική απόφαση στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, που απελευθέρωνε την εισαγωγή λεωφορείων ανεξαρτήτου παλαιότητας. Οι εγχώριοι αμαξοποιοί, όπως οι αδελφοί Σαρακάκη και η Βιαμάξ, που μέχρι τότε παρέδιδαν τόσα καλλιτεχνημένα αμαξώματα, καταδικάστηκαν σε μια έρημη αγορά.

Β19-

Άρχισα να τα βλέπω παρατημένα σε μάντρες, διάσπαρτα σε χωράφια. Τα αλλοτινά αεικίνητα, με μερίδιο σε σημαντικές στιγμές ανθρώπων, τώρα ακίνητα προσαρτήματα άλλων ακινήτων. Τα πιο αδικημένα, παραχωμένα σε φυλλώματα, σε απόμακρες εξοχές, έμοιαζαν μεγάλα ζώα σε νάρκη χειμερινή και θερινή μαζί. Η αρχική τους «έκφραση» είχε διατηρηθεί αλλά τώρα έμοιαζε ποτισμένη με πικρία. Κατέγραφα τις τοποθεσίες να τα μαζέψω κάποτε, να κάνω ένα μουσείο υπεραστικών ονείρων. Μπορεί να είχαν γοητεύσει και άλλους, ποιος ξέρει; Θα μπορούσα και να συλλέξω όλες τις λεωφορειακές τους αναμνήσεις. Κάποτε βρήκα σε μια ερημιά εκείνο το μοντέλο και δεν δυσκολεύτηκα να το αναγνωρίσω, παρά την σκεβρωμένη του κοψιά. Σπασμένα τζάμια, ξεχαρβαλωμένα καθίσματα, ξεβγαλμένες ρόδες, χρώμα ξεθωριασμένο από το ανελέητο ηλιόκαμμα τόσων θέρων. Θα μπορούσε να είναι εκείνο που είχα επιλέξει, κάποιο με το οποίο είχα ταξιδέψει ή είχα δει να σουλατσάρει περήφανο σε αφετηρίες και τέρματα;

Β6

Τώρα πια δικό μου, παραπλευρίζει ένα παλιό ξενοδοχείο, δίπλα στους λουτήρες που κάποτε έρεαν τα ιαματικά τους ρεύματα σε σώματα που είχαν φέρει εκείνα τα λεωφορεία. Αντάλλαξα πολλά καλοκαίρια απαραθέριστα, για να καταφέρω να το αγοράσω. Το αχνό του πράσινο ταιριάζει με τα κίτρινα ξερόχορτα που το κυκλώνουν. Μοιάζει να είναι αυτό που ήταν πάντα: ένα συστατικό των εξοχών. Τώρα δεν ανήκει σε κανένα ΚΤΕΛ, δεν έχει πιστωθεί κανέναν προορισμό· ίσως αργήσαμε και να συναντηθούμε. Όμως βρίσκεται εδώ και διατηρεί απορροφημένο το παλιό μου βλέμμα. Το περιέχει σκαλωμένο στην γαλατερή του οροφή, στην σκουριασμένη σχάρα, στην ρόδα που έχει στρίψει έτοιμη να φύγει. Όπου και να το κοιτάξω, μου αντιγυρίζει αυτό το κοίταγμα, τότε που και οι δυο είχαμε μπροστά μας μια ολόκληρη ζωή, άγνωστη, ανεξερεύνητη, ανυπόμονη.

Β15__

Θα μπορούσα να του δώσω μια δεύτερη ζωή· να το κάνω σπιτάκι σε αυλή, αλλά δεν έχω ούτε σπίτι ούτε αυλή. Να το σύρω σε κάποιο κάμπινγκ να ξεκαλοκαιριάζω, σ’ εκείνο το μείγμα μοναξιάς και κοινότητας των κατασκηνωτικών κοινωνιών; Αλλά όσο κι αν η αρχοντική παλαιά κοπή κοψιά θα συγκινούσε νοσταλγούς και ρετρομανείς, η ακινησία δεν θα του ταίριαζε· ποιος θα με πείσει πως δεν θα το βασάνιζε; Σας το είπα από την αρχή; όλα τα αντικείμενα, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο, έχουν μια ιδιόμορφη ψυχή, που ευφραίνεται μόνο όταν ζουν γι’ αυτό που φτιάχτηκαν ή για κάτι άλλο που τους ταιριάζει ή θα εμπνευστεί εκείνος που τα φροντίζει. Ίσως θυσιάσω κι άλλα καλοκαίρια, να το λειτουργήσω.


Β13 MB1113 LASITHI_

Θα μπορούσα να το κάνω μια κινητή βιβλιοθήκη και να το ξαναβγάλω σε δρόμους έξοχους κι εξοχικούς. Θα είναι άδειο από επιβάτες αλλά γεμάτο με τους αμέτρητους χαρακτήρες των βιβλίων. Θα αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο παρελθόν – μέχρι πού φτάνουν οι ιστορίες; – και θα εκτείνεται άλλα τόσα χρόνια μπροστά, όσο τα βιβλία θα μένουν στην μνήμη των αναγνωστών τους, που θα θυμούνται πως ένα καλοκαίρι μπήκαν στο ζεστό του σώμα και δανείστηκαν ένα βιβλίο που γέμισε τις μεσημβρινές τους ώρες, τότε που τα παραθυρόφυλλα μισόκλειναν την ζέστη έξω ή τις βραδινές, κάτω από τις γυμνές λάμπες του παραθεριστικού δωματίου ή σε κάποιο μέρος που θα αυταπατώνται πως είναι η άκρη του κόσμου – μπορεί και να είναι. Κι αν τώρα δεν ταξιδεύει στους τόπους για τους οποίους δημιουργήθηκε, τώρα του χαρίζονται άλλοι, γραμμένοι στο φορτίο του, για άλλου είδους ταξιδευτές. Θα αποτελεί από μόνο του έναν Σταθμό αληθινά Υπεραστικό. Ίσως είναι η μόνη ευκαιρία να το κάνω να ξαναταξιδέψει.

Θεσσαλονίκη

Συντάκτης: Λάμπρος Σκουζάκης.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 43, φθινόπωρο 2015, αφιέρωμα Σταθμοί.

_____________________________________

Aπό:

http://pandoxeio.com/2015/10/31/ola_ta_omorfa_yperastika_leoforeia/

2 comments on “όλα τα όμορφα υπεραστικά λεωφορεία…

  1. Ο/Η pandoxeio λέει:

    Ευχαριστούμε για την αναδημοσίευση. Αν έχετε την καλοσύνη, πριν από την αναφορά της πηγής (περιοδικό δέκατα) προσθέστε το όνομα του συντάκτη: Λάμπρος Σκουζάκης.

Σχολιάστε