Η ιαπωνική πολεμική τάξη


Ήδη από το τέλος της περιόδου Χεϊάν (794-1185), οι πολεμιστές της Ιαπωνίας αποκαλούνταν μπούσι, ένας όρος που εισήχθηκε από την Κίνα. Στις πιο πρώιμες εποχές οι αυλικοί που ανέμεναν τις εντολές του αυτοκράτορα ονομάζονταν σαμπούρο-μπίτο, από το ρήμα σαμπουρό, που σημαίνει υπηρετώ ή περιμένω εντολές. Οι μπούσι πολεμιστές, που είχαν αναλάβει τη φύλαξη του αυτοκράτορα, έγιναν γνωστοί ως σαμπουράι. Περίπου στο τέλος του 13ου αιώνα οι κληρονομικοί πολεμιστές, οι αξιωματούχοι που υπηρετούσαν τους πρίγκιπες, οι δικαστικοί και άλλα άτομα των ανώτερων τάξεων ονομάζονταν επίσης σαμπουράι. Στην πορεία του χρόνου το όνομά τους άλλαξε για να είναι ευκολοπρόφερτο κι έτσι έγιναν οι γνωστοί μας σαμουράι. Η περίφημη πλέον τάξη των πολεμιστών σαμουράι ενδυναμώθηκε περισσότερο με τη θέσπιση ενός θεσμού από τον Γιοριτόμο Μιναμότο, λίγα χρόνια πριν εγκαθιδρύσει την πρώτη κυβέρνηση σόγκουν στη χώρα.
 Οι σαμουράι έγιναν αυτοδύναμη τάξη περίπου το 12ο αιώνα, αν και ο όρος σαμουράι αναφερόταν κυρίως στους ιππότες-ευγενείς, ενώ ο όρος μπούσι αναφερόταν στους πολεμιστές. Κάποιοι από αυτούς σχετίστηκαν με την άρχουσα τάξη, ενώ άλλοι ήταν απλοί μισθοφόροι. Απέδιδαν πλήρη υποταγή στο φεουδάρχη τους (νταΐμιο) κι έπαιρναν ως αντάλλαγμα γη και αξιώματα. Κάθε νταΐμιο χρησιμοποιούσε τον ή τους σαμουράι του για να προστατέψει τη γη του ή να επεκτείνει τη δύναμή του και τα δικαιώματά του σε περισσότερη γη. Συνέχεια

Bία και Kοινωνική Δικαιοσύνη


Caravaggio
Το καλό και το κακό στην κινέζικη φιλοσοφία αναπαρίστανται με το γιν και το γιαν. Το ένα αποτελεί όχι μόνο αντίθεση αλλά και αιτία ύπαρξης του άλλου.

Στη Δύση, οι φιλόσοφοι προσπαθούν ανά τους αιώνες να καταλήξουν στο αν ο άνθρωπος είναι φύσει καλός ή κακός. Ίσως όμως, όπως το γιν και το γιαν ενυπάρχουν το ένα στο άλλο, έτσι και ο άνθρωπος δε μπορεί να είναι αμιγώς καλός ή αμιγώς κακός. Δεν είμαστε μονοδιάστατοι αλλά συγκερασμός πολλών πραγμάτων. Η ψυχολογία υποστηρίζει πως ό,τι είμαστε είναι αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβάλλοντος. Εφόσον λοιπόν το περιβάλλον είναι καταλυτικός παράγοντας στην ανάδειξη ενός ατόμου σε καλό ή κακό και στη μετατροπή από το δυνάμει στο ενεργεία είναι, καθώς μεταφερόμαστε στο πεδίο της κοινωνικής φιλοσοφίας θα διερευνήσουμε φιλοσοφικές προσεγγίσεις ως προς αυτό. Oρισμένες στηρίχτηκαν είτε στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου ενώ άλλες στην έμφυτη κακία του. Θα δούμε επίσης, πως η κοινωνία όταν γίνεται εχθρική, τα μέλη της εύκολα μπορούν να προσφύγουν στη βία.

Ο Τόμας Χόμπς αναπτύσσει το φιλοσοφικό του στοχασμό βασιζόμενος στην έμφυτη κακία του ανθρώπου. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, “Ηomo hominis lupus”. Ο άνθρωπος συμπεριφέρεται στο συνάνθρωπό του σαν λύκος και είναι έρμαιο των κατώτερων παθών και ενστίκτων του, με κυρίαρχα πάθη τη φιλαυτία, τον εγωισμό και την απληστία. Ο Χόμπς θεωρεί πως η φυσική κατάσταση, μια κατάσταση ισότητας στην οποία βρισκόταν ο άνθρωπος ήταν μια πολεμική κατάσταση, ένας εφιάλτης, εφόσον κινδύνευε ανά πάσα στιγμή η ζωή του. Υπήρξε λοιπόν μια καταλυτική ανάγκη του ανθρώπου να αποδράσει από τη φυσική κατάσταση[1].

Θα δούμε ότι το πέρασμα από τη φυσική κατάσταση στην κοινωνία και πολιτική κατάσταση γίνεται εν είδει συμβολαίου, του κοινωνικού συμβολαίου, με σκοπό να διαφυλαχθεί το πολύτιμο αγαθό της ζωής. Ο Χόμπς είναι κατηγορηματικός ως προς αυτό: ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία των ανθρώπων ακόμα και αν αυτό σημαίνει απεμπόληση του αγαθού της ελευθερίας, είναι να δηλώσουν απόλυτη υποταγή στο Λεβιάθαν. Τι είναι Λεβιάθαν;«Θνητός Θεός, στον οποίο οφείλουμε κάτω από το όνομα του αθάνατου Θεού, την ειρήνη μας και την προστασία μας…»[2].

H Χομπσιανή εμμονή στην απόλυτη υποταγή του ατόμου σε ένα πρόσωπο ή ομάδα ανθρώπων μπορεί να θεωρηθεί ακραία και υπερβολική, γιατί θεωρεί τον άνθρωπο αποκλειστικά ως ένα ον που άγεται και φέρεται από τα πάθη του και όχι ένα έλλογο ον που μπορεί να χαλιναγωγήσει τα ένστικτά του. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η άποψη του Ρουσσώ για τον άνθρωπο. Η θέση αυτή βασίζεται στην πίστη του Pουσώ στην απόλυτη καλοσύνη και στην ανάγκη του ανθρώπου για συνεχή βελτίωση και υπέρβαση της φύσης του. Ο Pουσώ είναι πεπεισμένος, ότι αν κάναμε μια ανατομία της ανθρώπινης ψυχής και απομακρύναμε κάθε εξωγενή παράγοντα που επηρεάζει τη συμπεριφορά μας, θα καταλήγαμε στο ότι ο άνθρωπος είναι κατεξοχήν φιλεύσπλαχνος. O εξωγενής παράγοντας που είναι υπεύθυνος για την αλλαγή της συμπεριφοράς του ανθρώπου της οργανωμένης κοινωνίας είναι η έλευση και επικράτηση του θεσμού της ιδιοκτησίας. Κατά τον Ρουσσώ πάντα, «οι ισχυροί θέσπισαν τους πολιτικούς νόμους για να διαιωνίσουν την ανισότητα που δημιουργήθηκε από τη συσσώρευση ιδιοκτησίας, νομιμοποιώντας έτσι για πάντα την ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων…»[3]. Η ιδιοκτησία είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη και ένταξη του ανθρώπου σε πολιτική κοινότητα. Επειδή όμως η εξελικτική πορεία ενίοτε καταλήγει σε εκφυλισμό, έτσι και ο άνθρωπος, μοιραία, αφού αποκόπηκε από τη φύση και προσαρμόστηκε στην κοινωνική κατάσταση, εκφυλίστηκε. Το τίμημα για τη συμμετοχή στα αγαθά του πολιτισμού ήταν η καλλιέργεια του εγωισμού.

Πως μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί από αυτό ενταγμένος ταυτόχρονα και σε μια κοινωνία; Η κοινωνική δικαιοσύνη και στη θεωρία του Ρουσσώ θα εξασφαλιστεί μέσω ενός κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο όμως έχει ως κύριο άξονα τη λαϊκή κυριαρχία. Το νέο αυτό συμβόλαιο δεν είναι περιοριστικό της ελευθερίας σε μια κοινότητα, αλλά αντίθετα τη μεγεθύνει επεκτείνοντας τους ορίζοντές της. Ο στοχαστής της Γενεύης παρότρυνε την επιστροφή στη φύση και κατ’ επέκτασιν την ανάκτηση της έμφυτης ανθρώπινης καλοσύνης. Aυτή η προτροπή συχνά παρεξηγείται. Όμως, κάνοντας έκκληση για επιστροφή στη φυσική κατάσταση, ο Pουσσώ «δεν εννοούσε μια πρωτόγονη ζωή στα δάση, αλλά μια ζωή ισότητας και πραγματικής ελευθερίας σε μια κοινότητα»[4].

Το μόνο περιοριστικό της ελευθερίας του ατόμου σε μια κοινότητα θα είναι η γενική βούληση, η οποία πρέπει να εννοηθεί ως ένα ενωμένο όλον και όχι απλά ως το άθροισμα της βούλησης του καθενός ξεχωριστά.

Επειδή όμως δε βρισκόμαστε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο και επειδή κάποιος άλλος δρόμος πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στην απόλυτη υποταγή του ανθρώπου στο Λεβιάθαν και στην απόλυτη εμπιστοσύνη στην έμφυτη καλοσύνη του, αποκτά ξεχωριστή σημασία η σχετική άποψη του Τζον Λοκ. Ο Λοκ θεωρεί ότι «ο άνθρωπος είναι αγαθός, αλλά δεν είναι τέλειος»[5]. Ο θεμελιωτής του πολιτικού φιλελευθερισμού δέχεται πως όλοι οι άνθρωποι, δεδομένου ότι γεννιούνται και παραμένουν ίσοι, παραχωρούν στην εξουσία ορισμένες ελευθερίες με σκοπό να διαφυλαχθούν τα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας και της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Λοκ προσφεύγει στο νομικό όρο καταπίστευμα, για να ονομάσει αυτή την παραχώρηση, αυτό το πρωταρχικό κοινωνικό συμβόλαιο.

Για τον κήρυκα της Ένδοξης Eπανάστασης η εξουσία παραχωρείται από τους πολίτες στον κυβερνήτη δίκην δανείου[6]. Το πιο σημαντικό σημείο το οποίο κρίνω ως κατευθυντήρια γραμμή του παρόντος δοκιμίου είναι αυτός ακριβώς ο σκοπός για τον οποίο θεσπίζεται η πολιτική κοινότητα, που είναι και μία εκ των βασικών αρχών του φιλελευθερισμού: « Η πολιτεία είναι ένας υπηρέτης των ανθρώπων»[7]. Αρμονία υπάρχει όταν διατηρείται η ισότητα μεταξύ των πολιτών, η εξουσία ελέγχεται και οι κυβερνώντες δεν καταχρώνται της «εμπιστοσύνης» των πολιτών.

Aμυντική Bία

Όπως είδαμε στην αρχή, ο άνθρωπος είναι και καλός και κακός, εξαρτάται από το ποιο στοιχείο από τα δύο υπερισχύει κάθε φορά. Κατά την άποψή μου, η κοινωνία πρέπει να είναι σαν μια «φωλιά», μια μεγάλη μητέρα που με βάση την ισότητα βοηθάει τον κάθε πολίτη να γίνεται συνεχώς καλύτερος. Όταν η πολιτεία παύει να εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε, η «φωλιά» μετατρέπεται σε κλουβί. Όπως η γάτα όταν νιώσει ότι απειλείται γίνεται τίγρη, έτσι και ο άνθρωπος, αντιδρά για να υπερασπίσει τα συμφέροντά του, πράγμα που είναι και καθήκον του. Aσφαλώς, σε ενδεχόμενη κατάχρηση της εμπιστοσύνης των πολιτών απο μέρους της εξουσίας, αυτοί διατηρούν το δικαίωμα της αντίστασης.

Κατά τον Xέρμπερτ Μαρκούζε, υπέρμαχο της βίαιης αντίστασης, «χωρίς το δικαίωμα αντίστασης… θα ήμασταν ακόμα στο επίπεδο της πρωτόγονης βαρβαρότητας»[8]. Ο τελευταίος, διατείνεται πως η κοινωνία της αφθονίας στην οποία ζούμε είναι κίβδηλη και καταπιεστική. Διατηρεί την ανισότητα και την αδικία και αλυσοδένει σε ένα σύστημα καταστροφικό για την ευημερία μας. «Πολλές φορές το συμφέρον της ανθρωπότητας είναι συνδεδεμένο με την προσφυγή στη βία…»[9].

Το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι η αντίσταση καθεαυτή, αλλά ο τρόπος της αντίστασης. Θα έλεγε κανείς ότι η βία είναι η εύκολη λύση όταν η εύθραυστη ισορροπία μεταξύ πολίτη και εξουσίας διαταραχθεί. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι για κάποιους στοχαστές ήταν ο μόνος δρόμος. Για παράδειγμα, ο Μιχαήλ Μπακούνιν διακηρύσσει πως το πάθος της καταστροφής είναι ταυτόχρονα δημιουργικό πάθος. Στο ίδιο μήκος κύματος, ένας άλλος αναρχικός, ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν υποστηρίζει πως το κράτος είναι το έγκλημα και η επανάσταση είναι όχι μόνο το αγαθό, αλλά γιορτή χωρίς αρχή και τέλος για τους καταπιεζόμενους. Ο Μπακούνιν, πνευματικός πατέρας του πολιτικού αναρχισμού, προτείνει «Η θύελλα και η ζωή. Να τι μας χρειάζεται! Ένας νέος κόσμος, χωρίς νόμους και γι’ αυτό ελεύθερος»[10]. Eξωθώντας τον αναρχισμό στά άκρα ο Σεργκέι Νετσάγιεφ, βροντοφωνάζει υπέρ της δικαίωσης της βίας. Στο ερώτημα «τι δικαίωμα έχουμε να στερούμε τη ζωή από έναν άνθρωπο» ο Νετσάγιεφ απαντά: Δεν είναι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον μας να εξαλείψουμε ο,τιδήποτε βλάπτει την υπόθεσή μας[11].

Όλα αυτά δεν είναι παρά η απόδειξη πως όταν τεντωθεί το σκοινί και οι άνθρωποι ασφυκτιούν, είναι εύκολο να οδηγηθεί η κοινωνία σε ακρότητες.

Όμως, η αλόγιστη άσκηση της βίας γεννά νέα βία, δημιουργεί μόνο χάος και τυφλό φανατισμό. Η βία είναι ίσως δικαιολογημένη μόνο ως έσχατη λύση σε περίπτωση προάσπισης του δικαιώματος της ζωής, άποψη που συμπίπτει όχι μόνο με αυτή του Λοκ, αλλά ακόμη και του Χόμπς. Όταν η εξουσία φέρεται με τρόπο που πλήττει τα δικαιώματά σου μήπως υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος άμυνας;

Στον 20ο αιώνα ο Τζων Ρωλς με το έργο του «Η θεωρία της δικαιοσύνης» προσπαθώντας να συγκεράσει μια ελεύθερη, δίκαιη και πολιτικά βιώσιμη κοινωνία, αντιλαμβάνεται τη δικαιοσύνη ως ακριβοδικία. Η τελευταία είναι η γνωστή σε μας αντίληψη του κοινωνικού συμβολαίου, αλλά σε υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης. Η αφαίρεση αυτή νοείται ως εξής: Εφόσον τυχαίοι παράγοντες όπως η τάξη, η θρησκεία η οικονομική θέση καθορίζουν τη ζωή μας, τι θα γινόταν αν φανταζόμασταν τους εαυτούς μας σε μια πρωταρχική θέση ισότητας και άγνοιας; Κατά τον Ρωλς αυτό το πέπλο άγνοιας είναι καταλυτικός παράγοντας στη διαμόρφωση μιας δίκαιης κοινωνίας, εφόσον κανείς δε δεσμεύεται από προσωπικά συμφέροντα και ανταγωνισμούς. Θεωρεί ο Pωλς πως η κοινωνία είναι «ένα συνεργατικό εγχείρημα με στόχο το αμοιβαίο όφελος»[12].

Δεδομένης της συμμετρίας των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, συνεπάγεται ότι θα έπρεπε να υπάρχει και συμμετρία και ακριβοδικία και στις θεμελιώδεις συμφωνίες που συνάπτονται σ’ αυτήν.

Η εισήγηση του Pωλς είναι μια πολύ γοητευτική προσέγγιση του θέματος της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ίσης ελευθερίας, αν και κάπως ουτοπική ή έστω με πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή της, κάτι που δεν αρνείται και ο ίδιος. Ίσως θα πρέπει να αρκεστούμε στο να τη δούμε σαν μια εναλλακτική πρόταση ή δυνατότητα. Aσφαλώς, η εμπεριστατωμένη ανάλυση και κριτική της θεωρίας του Ρωλς εκφεύγει από το περιεχόμενο αυτής της εργασίας. Θα περιοριστώ μόνο, στο να σχολιάσω δύο από τις κυριότερες παραμέτρους της.

Το όλο οικοδόμημα της ρωλσιανής θεωρίας κτίστηκε με υλικό την εξής ερώτηση: «Αν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε σε μια νέα χώρα και να ιδρύσουμε εκεί μια νέα και βιώσιμη πολιτεία, αν ήταν στο χέρι μας να διαμορφώσουμε τις βάσεις πάνω στις οποίες θα οργανώναμε τη νέα μας πολιτεία, πώς και τι θα αποφασίζαμε;»[13].

Aσπάζομαι το κομμάτι της θεωρίας του για τη μη βίαιη εναντίωση, την οποία ο ίδιος ονομάζει πολιτική ανυπακοή. Εξετάζει την τελευταία παίρνοντας ως δεδομένο ότι προορίζεται για μια δίκαιη και ευτεταγμένη κοινωνία και όχι αντίδραση σε ένα «διεφθαρμένο» σύστημα. Θεωρεί πως δεν πρέπει να είναι βίαιη: «Πρόκειται για μια μορφή προσφυγής, έκφραση βαθιά ριζωμένων στη συνείδηση πολιτικών πεποιθήσεων…»[14].

H βία ενδέχεται να βλάψει και να παραβιάσει ελευθερίες των άλλων. Η εναντίωση λοιπόν δεν πρέπει να είναι βίαιη, όχι τόσο γιατί απεχθανόμαστε τη βία, όσο για το ότι αυτή συνιστά την ύστατη έκφραση ενός αιτήματος. Μια τελευταία καταφυγή όταν οι άλλες προσπάθειες έχουν αποτύχει. Το να καταφεύγει κανείς σε βία δε συνάδει με την, κατά Pωλς, πολιτική ανυπακοή ως τρόπο δημόσιας προσφυγής. Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει τη βίαιη πρόταση με μια γυναίκα που εν βρασμώ ψυχής ουρλιάζει, σπάει πιάτα και χιμάει για να ζητήσει το δίκιο της. Κανείς δεν πρόκειται να την ακούσει. Ενώ μια γυναίκα που θα εκφραστεί με ήρεμο τρόπο, έχει από την αρχή κερδίσει έδαφος.

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Xάρβαρντ αντιτίθεται στη βία και για έναν ακόμα λόγο: η πολιτική ανυπακοή αν και λειτουργεί ως ανυπακοή σε ένα νόμο, λειτουργεί στο πλαίσιο της πίστης σ’ αυτόν. Δε μπορεί δηλαδή να αρνηθεί το συσχετισμό με το νόμο, ακόμα και αν ο συσχετισμός αυτός έχει να κάνει με ένσταση. Μόνο αν η προσφυγή αυτή γίνει χωρίς βία μπορεί να πείσει και να αγγίξει το αίσθημα δικαιοσύνης του λαού.

Κλείνοντας, αν έπρεπε να πάρω μια θέση για το ρόλο της βίας ως μέσο για την επίτευξη της κοινωνικής δικαιοσύνης, θα τασσόμουν εναντίον της βίας. Δεν μπορώ όμως, να εθελοτυφλώ πιστεύοντας πως μια προσέγγιση σαν αυτή του Ρωλς είναι πάντοτε συντελεστική. Όταν φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθεί η βία. Το περιστέρι της ειρήνης και της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης είναι ένα ωραίο θέμα για διήγημα· η πραγματικότητα είναι σαφώς απογοητευτική. Θα στραφώ λοιπόν σ’ αυτό που ο Καμύ βρίσκει ως έρεισμα για τον άνθρωπο που κατακλύζεται από την παράνοια της εποχής του:«Το μόνο που του απομένει είναι η προσήλωση σε ένα ιδανικό, ικανό να διαφυλάξει μέσα στον κόσμο υψηλότερες ηθικές και πνευματικές αξίες…»[15].

1. Hans Fink, Social Philosophy, London, 1981, pg. 32.

2. Τόμας Χόμπς, Λεβιάθαν, μτφρ. Α. Βαγενά, σελ. 116.

3. Jean Jacques Rousseau, “Discours sur l’ origine et les fondements de l’ inégalité parmi les hommes”, στο OEuvres Completes de Jean Jacques Rousseau, τ. 3, Paris,1964, σσ. 174-184, παρά Γιώργου N. Πολίτη, Το Δικαίωμα της Πολιτικής Aνυπακοής και η Φιλοσοφία του Τζόν Λοκ, Έννοια, Αθήνα, 2004, σελ. 66, σημ. 51.

4. Hans Fink, Social Philosophy, London 1981, pg. 49.

5. Γιώργος N. Πολίτης, Το Δικαίωμα της Πολιτικής Aνυπακοής και η Φιλοσοφία του Τζoν Λοκ, Έννοια, Αθήνα, 2004, σελ. 30.

6. Θεοδόσης Πελεγρίνης, Το Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 280.

7. Hans Fink, Social Philosophy, London 1981, pg. 43.

8. Χέρμπερτ Μαρκούζε, Το Tέλος της Oυτοπίας, μτφρ. Ζάσης Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1985.

9. Χέρμπερτ Μαρκούζε, ό.π, σελ. 67.

10. Αλμπέρ Καμύ, Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, μτφρ. Τζούλιας Τσακίρη, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ 201.

11. Αλμπέρ Καμύ, Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, σελ. 207.

12. John Rawls, H Θεωρία της Δικαιοσύνης, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2003, σελ. 29.

13. Ό.π επίμετρο, σελ. 677.

14. Ό.π., σελ. 426.

15. Αλμπέρ Καμύ, Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, μτφρ. Τζούλιας Τσακίρη, Αθήνα 1971, σελ. 12.

Πηγή. http://www.ethics.gr/content.php?id=23

Άμυνες! (Χτίζουμε άμυνες)


Άμυνες. Χτίζουμε άμυνες. Προστατευόμαστε. Και προστατεύουμε μαζί και τους δικούς μας ανθρωπους. Μόνο αυτούς. Τους προστατεύουμε από όλους τους άλλους. Κι εκείνοι προστατεύονται από μας.

Γεμίσαμε τις πόλεις μας με τείχη, ορατά ή αόρατα, για να προστατευτούμε από μία απειλή. Έτσι μας είπαν. Οι περισσότεροι δεν είδαμε καμία απειλή. Μόνο ακούσαμε να μιλάνε γι’ αυτήν. Και αμέσως τη νιώσαμε κι εμείς. Κι αρχίσαμε να χτίζουμε τείχη.
Για να ξέρουμε τι γίνεται έξω από τα τείχη μας, ανοίξαμε μικρές τρύπες. Μικρά παρατηρητήρια. Από εκεί μαθαίνουμε τα νέα. Και τα νέα είναι πάντα άσχημα. Καινούργιες, ακόμα πιο τρομακτικές απειλές ξεφυτρώνουν κάθε μέρα. Τις βλέπουμε, είναι εκεί έξω. Όμως εμείς δεν κινδυνεύουμε. Έχουμε τις άμυνές μας.
Τα τείχη μας δεν αφήνουμε να τα περάσει κανείς. Κι αν τύχει και τα περάσει, θα τον σταματήσει η τάφρος. Κι αν τυχόν περάσει και την τάφρο; Θεέ μου, χρειαζόμαστε άμυνες. Περισσότερες άμυνες.
Κι όσο περισσότερες άμυνες χτίζουμε, τόσο νιώθουμε περισσότερο ασφαλείς. Περισσότερο δυνατοί. Περισσότερο σίγουροι. Και λιγότερο, πολύ λιγότερο ανθρώπινοι. Και άρα λιγότερο αδύναμοι.
Κι όσο εμείς χτίζουμε άμυνες, όλο και περισσότερες άμυνες, κάποιοι άλλοι κυκλοφορούν στους άδειους δρόμους. Έτοιμοι για επίθεση. Τους βλέπεις από το παρατηρητήριό σου και τρέμεις. Νιώθεις πως κινδυνεύεις, ό,τι κι αν κάνεις. Χρειάζεσαι άμυνες, περισσότερες άμυνες.
Αναρωτιέσαι τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί. Μοιάζουν να μη φοβούνται τίποτα απολύτως. Μοιάζουν με άγρια σκυλιά, που δε διστάζουν να επιτεθούν σε οποιονδήποτε. Άραγε αυτοί δε φοβούνται τίποτα; Ούτε ο ένας τον άλλο; Δε χρειάζονται κι αυτοί άμυνες;
Λένε ότι οι μόνοι που επιτίθενται είναι αυτοί που δεν έχουν πια τίποτα να προστατεύσουν. Τίποτα να χάσουν. Ό,τι κι αν τους συμβεί, κερδισμένοι θα είναι. Είναι αυτοί που αμύνθηκαν, αλλά έχασαν. Και τώρα προσπαθούν να πάρουν τη ρεβάνς.
Δεν υπάρχουν πια καλοί και κακοί. Μόνο άνθρωποι που φοβούνται ακόμα και άνθρωποι που δε φοβούνται πια. Ποιοι λες να είναι λιγότερο δυστυχισμένοι, αλήθεια; Αυτοί που τα είχαν όλα και τα έχασαν ή αυτοί που δεν έχουν τίποτα, αλλά ξοδεύουν τις μέρες και τις νύχτες τους παλεύοντας να διατηρήσουν αυτό το τίποτα ανέπαφο;
Τους βλέπεις και λες ότι, και να μη φοβόσουν, πάλι δε θα μπορούσες να είσαι εκεί, μαζί τους. Είναι πια αργά για σένα, λες. Δεν είσαι πια για τέτοια, λες. Όμως κι αυτοί κάποτε δεν ήταν για τέτοια. Και μια μέρα, άθελά τους, συνειδητοποίησαν ότι ήταν ικανοί για πολλά περισσότερα από όσα νόμιζαν.
Άμυνες. Χτίζουμε άμυνες. Προστατευόμαστε. Προστατευόμαστε από τον εαυτό μας. Μην τυχόν και μάθουμε κι εμείς πως τα έχουμε ήδη χάσει όλα και φυλάμε το τίποτα. Μην τυχόν και πάψουμε να φοβόμαστε.

Θα μας τα πάρουν τα σπίτια πατριώτη!


Στην Ελλάδα ο φόβος των κομμουνιστών που «θα μας πάρουν τα σπίτια» ήταν βασικό όπλο της Δεξιάς από τα χρόνια του Εμφυλίου.

Εξάλλου, μιλάμε για μια χώρα όπου υπήρχαν πάντα πολλοί μικροαστοί, δηλαδή άνθρωποι για τους οποίους ΔΕΝ ισχύει ότι «το μόνο που έχουν να χάσουν είναι οι αλυσίδες τους». Οι άνθρωποι αυτοί είχαν σπίτια, χωράφια, κτλ, και άρα δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι προτάσεις όπως «κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας» που έλεγαν οι κομμουνιστές, διότι αυτοί είχαν ατομική ιδιοκτησία, και ίσως να μην ήταν «πάμπλουτοι», αλλά ήταν «βολεμένοι» και τα «έβγαζαν πέρα».

Τουλάχιστον αυτό ίσχυε μέχρι τώρα. Όμως, το μεγάλο κεφάλαιο, αφού έχει λιώσει τους προλετάριους, τώρα λιώνει και τους «μικρομεσαίους», αυτούς που έως τώρα ζούσαν ως μέλη της «μεσαίας τάξης» χωρίς ποτέ να τους έχει περάσει από το μυαλό ότι θα βρεθούν σε κατάσταση φτώχειας. Η μικρή ιδιοκτησία είναι πλέον κάτι το δύσκολο, διότι τρώγεται και αυτή στη γενικότερη τάση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, όπου δε θα υπάρχουν πλέον πχ πολλά μικρά χωράφια αλλά λίγα και μεγάλα, στη διάθεση των λίγων μεγαλοτσιφλικάδων.

Η «μεσαία τάξη» δεν είναι ικανή να έχει κάποιο δικό της πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, και μοιραία είτε θα πάει με το μέρος του «μεγάλου κεφαλαίου», είτε θα πάει με τους εργάτες (υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι εργάτες θα έχουν μια σοβαρή οργάνωση και σχέδιο ώστε να τραβήξουν με το μέρος τους τη «μεσαία τάξη», αλλιώς χαιρετίσματα).

Προς το παρόν, η συντριβή της «μεσαίας τάξης», αλλά και των εργατών συνεχίζεται κανονικά, και μία δημοφιλέστατη μέθοδος για να ενισχυθεί η άρχουσα τάξη έναντι όλων των άλλων, είναι να αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας σπίτια, χωράφια και άλλα περιουσιακά στοιχεία από αυτούς που έχουν χρεωκοπήσει και δε μπορούν να τα κρατήσουν.

Αφού λοιπόν πρώτα έγινε η επίθεση και τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας φτώχυναν, τώρα η κυβέρνηση για μία ακόμα φορά «κλείνει το μάτι» σε αυτούς που έχουν λεφτά, κάνοντας μία ωραία νομοθετική ρύθμιση ώστε να μην χρειάζεται να πληρώνουν μεγάλο φόρο μεταβίβασης. Έτσι, οι τιμές των ακινήτων θα πέσουν ακόμα περισσότερο προς όφελος του αγοραστή, σε μια προσπάθεια να επιταχυνθούν-αυξηθούν οι πωλήσεις ακινήτων και να επιτευχθεί έτσι η πολυπόθητη μεταφορά πλούτου από τους φτωχούς στους πλούσιους. Δηλαδή οι φορολογίες για τους εργάτες αυξάνονται, και οι μόνες φορολογίες που πέφτουν είναι αυτές που αφορούν…τους αγοραστές ακινήτων, ώστε να βγάζουν ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Το μεγάλο πάρτι βέβαια θα γίνει μόλις «απελευθερωθούν» οι πλειστηριασμοί όσων χρωστούν…

Για να λέμε βέβαια και κάτι το θετικό, η κυβέρνηση χτυπά και κάποια δικά της παράσιτα, που πλέον δεν τα χρειάζεται όσο παλιότερα, οπότε τους κάνει ένα «κούρεμα», τόσο στον αριθμό τους, όσο και στις αμοιβές τους. Έτσι, καταργεί τις αμοιβές των δικηγόρων για τα συμβολαιογραφικά, αν και είμαστε σίγουροι ότι όλο και κάποια ρύθμιση θα βρει για αυτούς ώστε οι περισσότεροι (όχι όλοι πάντως) να φυτοζωούν έστω. Θυμίζουμε πχ μια πρόσφατη ρύθμιση της κυβέρνησης να πληρώνουν παράβολο στους συμβολαιογράφους (άλλα παράσιτα αυτοί) όσοι θέλουν να παντρευτούν, κτλ. Αυτές οι ρυθμίσεις απλά θα συντηρήσουν τον κλάδο των συμβολαιογράφων, που αποτελούν αγαπημένα γραφειοκρατικά παράσιτα κάθε κυβέρνησης και κάθε συστήματος ατομικής ιδιοκτησίας, και δε μπορούν να τα αφήσουν και να ψοφήσουν της πείνας τώρα που η αγορά έχει βουλιάξει, οπότε τους δίνουν κάτι τέτοια ψίχουλα, ώστε να συντηρούνται.

Πηγή,http://ciaoant1.blogspot.gr

«Τα Αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών Κουλτουριάρηδων» Ντίνος Χριστιανόπουλος-Περικλής Σφυρίδης,


Α΄ Έκδοση: 1990, «Τα τραμάκια»- Από τη συζήτηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου με τον Περικλή Σφυρίδη.

Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ότι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ’ όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τους κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση. Αλλά και παλαιότερα όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων» νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ καταβάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιεί σωστά.

Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ’ ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»; Ρωτήθηκαν κάποιοι να τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ’ αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»; Αυτά είναι ακατανόητα και γι’ αυτόν που τα γράφει και γι’ αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό. Πάντως μ’ αυτά και μ’ αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πως είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν; Βέβαια ο ποιητής έχει τη δικαιολογία ότι γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξύλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλας, που γράφουν ότι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως έτσι εμπλουτίζεται η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας, γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές τις Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η αιτία του φαινομένου αυτού, οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δε θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ’ όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ’ όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι ταπεινός, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή.Μέσα σ’ αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι. Κάποτε ένας κομμουνιστής πιπίλιζε τον Μαρξ και τελικά αποδείχτηκε πως δεν είχε διαβάσει ούτε μια σελίδα από το «Κεφάλαιο». Και πόσοι χριστιανοί δεν έχουν μεσάνυχτα από το ευαγγέλιο; Κι αφήστε εκείνους που δεν διαβάζουν λογοτεχνία, αλλά μόνο τις βιβλιοπαρουσιάσεις, κι έτσι είναι σαν να τα έχουν διαβάσει όλα!

Ας αφήσουμε όμως την πολλή θεωρία κι ας δούμε ένα παράδειγμα κουλτουριάρη. Ας δούμε λ.χ. ένα τεχνοκριτικό σημείωμα που αναφέρεται στη ζωγραφική ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Απολαύστε λοιπόν κριτική ζωγραφικής:
«Η χρονικότητα -στον τάδε ζωγράφο- είναι ψευδαίσθηση, απάτη, διάσπαση, εξαλλαγή, διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, κατακερματισμός και αλλοτρίωση, γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση (βάι, βάι, βάι, κι εδώ αναδόμηση), ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».
Καταλάβατε τίποτα ή νιώθετε ανεπαρκείς; Το πιο πιθανό είναι να μην καταλάβατε τίποτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είστε ανεπαρκείς. Ανεπαρκείς είναι αυτοί που γράφουν τέτοια πράγματα. Αλλά ας αρχίσουμε το ψείρισμα. Πρόκειται ουσιαστικά για μία και μόνη πρόταση. Στην αρχή δίνει την εντύπωση, πως αν το διαβάσεις προσεκτικά, θα βγάλεις κάποιο νόημα. Γελιέσαι, γιατί όσο προχωράς, ακόμη κι εκείνο που υποτίθεται κατάλαβες στην αρχή, ξεχνιέται. Η «χρονικότητα» λοιπόν για τον ζωγράφο μας, είναι «ψευδαίσθηση». Λογικά, η χρονικότητα πρέπει να έχει σχέση με την έννοια του χρόνου. Τώρα πως ο χρόνος γίνεται χρονικότητα, αυτό είναι ένα από τα μυστήρια των κουλτουριάρηδων. Εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο έργο, ζωγραφιές, υλικά, τεχνοτροπίες, και μόνο στη χρονικότητα βρήκες να σκαλώσεις; Έστω. Ο χρόνος λοιπόν για τον ζωγράφο μας είναι «ψευδαίσθηση». Είναι όμως και «απάτη». Πως μπορούν αυτά τα δύο να σταθούν πλάι πλάι; Δηλαδή, αν ο χρόνος τον εξαπατά, τότε πως μπορεί ο χρόνος να είναι ψευδαίσθηση; Ακολουθεί η «διάσπαση». Ο χρόνος δηλαδή, πρώτα τον εξαπατάει και τον κοροϊδεύει και ύστερα τον αναγκάζει να διασπαστεί; Και ποιο είναι το υποκείμενο; Διασπάται ο ζωγράφος ή ο ίδιος ο χρόνος είναι διασπασμένος; Τι από τα δύο συμβαίνει; Ακολουθεί η «εξαλλαγή». Τι σημαίνει εξαλλαγή; Είναι ιατρικός όρος που σημαίνει την μεταβολή των καλοηθών νεοπλασμάτων σε κακοήθη. Δηλαδή ο χρόνος είναι καρκίνος; Καλό κι αυτό: Αμ τότε πως ο καρκίνος είναι ψευδαίσθηση; Παρακάτω γράφει: «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου». Η φράση ταιριάζει σε φιλοσοφική πραγματεία, όχι σε τεχνοκριτικό σημείωμα. Το κάθε ουσιαστικό απ’ αυτά που είδαμε ως τώρα δεν ταιριάζει με το διπλανό του, αλλά το ένα αναιρεί το άλλο. Προχωρώντας, διαβάζουμε «κατακερματισμός και αλλοτρίωση». Ενώ η προηγούμενη φρασούλα «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου», είναι παρμένη από την φιλοσοφία, το «κατακερματισμός και αλλοτρίωση» ανήκει στο σύγχρονο λεξιλόγιο των κουλτουριάρηδων.

Συνοψίζοντας: Η χρονικότητα του τάδε ζωγράφου είναι 1) ψευδαίσθηση, 2) απάτη, 3) διάσπαση, 4) εξαλλαγή, 5) διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, 6) κατακερματισμός, 7) αλλοτρίωση.
Κατάλαβε φαίνεται η συγγραφέας ότι μας μπούκωσε αρκετά και σταμάτησε εδώ τον κατάλογο, για να προχωρήσει σε κάποιες επεξηγήσεις: «γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει». Το «την» αναφέρεται βέβαια στην χρονικότητα, θα μπορούσε όμως ν’ αναφέρεται και σε οποιοδήποτε ουσιαστικό θηλυκού γένους που αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως την ψευδαίσθηση, την απάτη, την εξαλλαγή. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι σύγχυση δημιουργείται όταν κάποιος δεν ελέγχει τα λόγια του; Θέλει να πει ότι ο ζωγράφος προσπαθεί να βγάλει τον χρόνο έξω από το έργο του και για να το πει αυτό αυτό, μας αράδιασε του κόσμου τα αφηρημένα ουσιαστικά. Πως όμως θα το κάνει αυτό (να εξοστρακίσει τη χρονικότητα); «Αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας». Τι σημαίνει άραγε η λέξη «πρωτογένεια»; Μήπως θα πει το πρώτο γένος; Η πρώτη γέννηση; Η πρώτη φάση της ζωής του ανθρώπου; Αλλά εκείνο που είναι για γέλια, είναι η «νέα ονοματοθεσία». Τι θέλει να πει η ποιήτρια, ότι να εξοστρακίσει ο ζωγράφος τον χρόνο από τους πίνακές του, δίνει νέα ονομασία στα πράγματα; Γιατί μιλούμε βέβαια, για ζωγράφο. Και στη ζωγραφική, τι πάει να πει «ονοματοθεσία»; Και ποια είναι η νέα ονοματοθεσία και τι σχέση έχει με την πρωτογένεια, με τη διάσπαση του χρόνου και μ’ όλα τ’ άλλα που μας είπε παραπάνω;
Και δεν σταματά εδώ, αλλά συνεχίζει: Μέλημα του ζωγράφου είναι να εξοστρακίσει τη χρονικότητα, αναζητώντας, εκτός από την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, και την πρωτογένεια μιας «ιδιωματικής γραφής». Αυτό το τελευταίο, παραδόξως φαίνεται κάπως κατανοητό. Υποθετικά πάντα, η ιδιωματική μορφή, είναι μια δική του τεχνοτροπία που αποδίδει το δικό του πρόσωπο ή έστω το ιδίωμα. Κι αυτό το απλό πράγμα, δηλαδή το να βρει ο ζωγράφος το προσωπικό του ύφος, το κάνει μόνο και μόνο για να εξοστρακίσει τον χρόνο; Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν στον χώρο της τέχνης κι ακόμα πιο μυστήρια στον χώρο της κριτικής…

Προσέξτε όμως να δείτε, ότι αυτή η ιδιωματική μορφή θα εκκολάψει στην τεχνοκριτικό, πολλά πράγματα παρακάτω:

«…μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση, ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».


Εδώ μπαίνει και το ερωτικό στοιχείο. Έτσι, πρωτού τελειώσει το τεχνοκριτικό σημείωμα της κυρίας αυτής, εμείς θα έχουμε γνωρίσει και το πρόβλημα του έρωτα του καλλιτέχνη μας. Αν καταλάβαμε λοιπόν σωστά, ο ζωγράφος προσπαθεί να εξοστρακίσει τον χρόνο, που είναι ένα σωρό πράγματα -αυτά τα περνάμε στο ντούκου- κι αυτό το κάνει αναζητώντας την προσωπική του έκφραση για να ξαναδημιουργήσει (η αναδόμηση που λέγαμε) τον κόσμο και να πετύχει και στον έρωτα, θαρρείς πως ο έρωτας δεν έχει σχέση με τον χρόνο. Βλέπετε λοιπόν, ότι αυτή κουλτουριάρα, με το να θέλει να πει πολλά, τελικά δεν λέει τίποτα;

Το «αφιέρωμα» στα αλαμπουρνέζικα των κουλτουριάρηδων, θα κλείσει με ένα ακόμα μικρό δείγμα της «κουλτούρας» τους. Δεν θα γίνει κάποια ανάλυση, όπως στο προηγούμενο κείμενο. Πάρτε το ως «άσκηση» για το σπίτι και πέστε και σε μας τι καταλάβατε:
«Ο ελλαδικός άνθρωπος στην Ορθοδοξία διατυπώνει τον αρνητικό του νόστο ως «ζώο θεούμενο», μέσα από τον διάλογο του Εγώ του με το Άλλο, ως Ανταρσία ενάντια σε ένα Είναι δίχως Πρόσωπο, αφηγείται το καθολικό του βίωμα, τη διαδικασία ενσάρκωσης στο Εγώ του, την πρόσκτηση, με ενοποιό τον εαυτό του, του διάχυτου και απρόσωπου ως την έλευση του γίγνεσθαι που μετουσιώνεται τώρα, μέσα από την ιστορία του, την διάρκεια της Πράξης του, στο Εσύ και το Εμείς του Εκκαθολικευόμενου Εγώ του…
Ο χριστιανικός άνθρωπος εγκολπώνει το Άλλο στο εκκαθολικευμένο του Εγώ, στο Εσύ και στο Εμείς, «ζωντανό σώμα του Θεού», εκκλησία του. Το Άλλο γίνεται έτσι Εσύ για να θριαμβεύσει ως Εμείς μέσα σε ένα Εγώ μεγαλωμένο δυνάμει στο άπειρο, Έρωτας ως Πράξη του Εσύ έξω από τον Καιρό, και ιστορία ως Πράξη του Εμείς, ενσαρκωμένος Καιρός, συμπίπτουν σε μια δισυπόστατη υφή ενός γίγνεσθαι που εκφράζεται στο Πρόσωπο, στην Παρουσία του Ανθρώπου ως ερωτικής σχέσεως, ως αγαπητικής πράξης».
(Περιοδικό «Αντί», αρ. 239, σελ. 20-21, 1983)

Κείμενα σαν τα παραπάνω, δίνουν το κακό παράδειγμα στη χρήση της γλώσσας, στους νέους που τα διαβάζουν. Η νεότερη γενιά που ψευτομορφώνεται με τέτοια κείμενα, θα γράφει ακόμα χειρότερα και οι παρατηρήσεις της θα είναι και χειρότερες και πιο γελοίες. Ο Στρατής Δούκας έλεγε χαρακτηριστικά, ότι με την λογοτεχνία σήμερα ασχολούνται αποκλειστικά οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα από γλώσσα. Τα κακά επομένως είναι δύο:
1) Η διαφθορά των νέων που θα εκφράζονται χειρότερα στο μέλλον.
2) Η διαφθορά της ίδιας της γλώσσας που κι αυτή θα γίνει θολή και νερόβραστη.
Παλαιότερα, κάποιος καθηγητής γλωσσολογίας έλεγε: «Μακριά από τους μορφωμένους!» κι αυτό που έλεγε εκείνος ο αγαθός άνθρωπος, ισχύει εκατό φορές περισσότερο για τους σύγχρονους κουλτουριάρηδες που ούτε τη γλώσσα ξέρουν και ούτε έχουν οργανωμένη σκέψη.

Για όσους συναισθάνονται αυτή την εξαχρείωση της γλώσσας και θλίβονται κατάκαρδα για όλη αυτή την κατάντια, η λύση είναι μία: Να προσέχουμε πολύ τα λόγια μας κι ακόμα περισσότερο τα γραπτά μας. Κάθε τι που λέμε να το σκεφτόμαστε, και προπάντων πρέπει να γράφουμε κατανοητά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να διαβάζουμε κλασικά κείμενα της λογοτεχνίας μας, που έχουν σωστή και ζωντανή γλώσσα κι επίσης να στήνουμε αυτί στις κουβέντες του λαού. Ο Σολωμός πήγαινε στις ταβέρνες της Κέρκυρας για ν’ ακούσει πρόσφυγες από την Κρήτη που τραγουδούσαν μαντινάδες. Ο Καβάφης πήγαινε στα καφενεία και τα φαρμακεία της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας κι έστηνε αυτί για να τσακώσει καμιά ζωντανή ελληνική φράση. Ενώ εμείς, σήμερα διαμορφώνουμε τη γλώσσα μας από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, και χώρια που δεν μας μένει καιρός ούτε να σκεφτούμε, ούτε να χωνέψουμε αυτά που βλέπουμε κι ακούμε. Πάντως, ούτε το να στήνουμε αυτί αρκεί. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: Να ασκούμαστε στο γράψιμο. Και η άσκηση γραφής, κρατάει μια ζωή…

Σημ Απερ. Γαλάζιου: ευχαριστούμε θερμά τη φίλη genienenoglou  που μας θύμισε αυτόν τον σπουδαίο Ελληνα ποιητή και στοχαστή…

Πηγή,http://www.poiein.gr