Ο τελευταίος των μεγάλων Γάλλων φιλοσόφων, Αλαίν Μπαντιού, διερευνά: Τελικά υπάρχει καθαρός έρωτας πέρα από τη σεξουαλική επιθυμία και απόλαυση;


eros-and-psyche-2Τι είναι ο έρωτας; Τι είναι αυτό που διακυβεύεται σε μια ερωτική συνάντηση; Γιατί ο έρωτας έχει ανάγκη από «τεχνική υποστήριξη»; Υπάρχει αυθεντικός, καθαρός έρωτας χωρίς τεχνικά βοηθήματα (λέξεις, λόγια, ερωτικές τακτικές, πρακτικές, μεθόδους, «εργαλεία» παντός είδους, «παιχνιδάκια», σκηνοθεσίες κ.ο.κ.);

Θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, μαθηματικός, πολιτικός αγωνιστής, ο Alain Badiou είναι μια από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης φιλοσοφίας. Τα δύο μνημειώδη έργα του “Είναι και συμβάν” και “Λογικές των κόσμων” αποτελούν σταθμούς στη σύγχρονη σκέψη. Έχουν καταγραφεί πλέον ως το μείζον εγχείρημα συνολικού επαναπροσδιορισμού της φιλοσοφίας αυτής καθαυτήν όσο και των σχέσεών της με την Επιστήμη, την Πολιτική, την Τέχνη και τον Έρωτα ως πεδία παραγωγής αληθειών και ως «γενολογικές διαδικασίες».

Η απήχηση του έργου του είναι τεράστια τόσο στην Ευρώπη όσο και στα αμερικανικά πανεπιστήμια και στα πολιτικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Είναι καθηγητής στην Ecole Normale Supérieure και ιδρυτής του CIEPFC (Διεθνoύς Κέντρου Μελετών της Σύγχρονης Γαλλικής Φιλοσοφίας). Από τις Εκδ. Πατάκη κυκλοφορούν τα βιβλία του: Η κομμουνιστική υπόθεση, Από το είναι στο συμβάν και Δεύτερο μανιφέστο για τη φιλοσοφία. Ο Νικολά Τρουόνγκ είναι δημοσιογράφος της εφημερίδας Le Monde.

Σε τι συνίσταται, λοιπόν, το συμβάν του έρωτα; Σ’ αυτό το ερώτημα ο Αλαίν Μπαντιού δίνει μια πρωτόγνωρη απάντηση, υπό μορφή συζήτησης με τον Νικολά Τρυόνγκ. Τίτλος του βιβλίου-συζήτηση: Εγκώμιο για τον Έρωτα, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε εγκυρότατη μετάφραση των Φώτη Σιατίστα και Δημήτρι Βεργέτη.

Βασιζόμενος στο δίπολο φιλοσοφία – ψυχανάλυση, ανασκευάζει όλες τις καθιερωμένες απαντήσεις: τη ρομαντική μυθολογία του έρωτα ως εκστατικής συνένωσης των ερωτευμένων, τη θεολογική σύλληψη του έρωτα ως εμπειρίας της ετερότητας, τη μοραλιστική προσέγγιση του έρωτα ως εργαλειοποιημένης αυταπάτης στην υπηρεσία της σεξουαλικότητας και, τέλος, τον μεταμοντέρνο εκφυλισμό του σε συμβόλαιο και εφήμερη περιπέτεια.

Αναδεικνύει ότι ο έρωτας έχει δομή συμβάντος και αποτελεί υπέρβαση του χάσματος των δύο φύλων, η οποία ωστόσο δεν αίρει την ασυμμετρία των έμφυλων υποκειμενικών στάσεων. Τον διαφοροποιεί από την επιθυμία και την απόλαυση και χαρτογραφεί τη σχέση του με τη φιλοσοφία και την πολιτική.

«Η παραδεδομένη αντίληψη σήμερα είναι πως ο καθένας κυνηγάει μόνο το συμφέρον του. Ο έρωτας είναι όμως η απόδειξη του αντιθέτου, καθώς πρόκειται για την εμπιστοσύνη στο τυχαίο και το άγνωστο…».

Είναι, όμως, πάντα έτσι τα πράγματα; Ή μπορούν να διατυπωθούν και αντιρρήσεις στον τρόπο με τον οποίο ο Μπαντιού προσεγγίζει το συμβάν του έρωτα;

Μία τέτοια κριτική ανάγνωση του βιβλίου επιχειρεί ο επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διονύσης Καββαθάς, σε άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα, με τίτλο: «Η τεχνολογία του έρωτα».

Γράφει:

Τι είναι o έρωτας ώστε από τη φύση του να έχει ανάγκη τη συνεχή τεχνική υποστήριξη από ποιήματα, φιλοσοφικά πονήματα, εικόνες, τραγούδια, κινηματογραφικά έργα, σιωπές και ατελείωτες συζητήσεις στο τηλέφωνο ή στο διαδίκτυο, ενίοτε μέχρι τελικής πτώσης; Πτώσης όχι μόνο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή αλλά και στο τραπέζι του χειρουργού ακόμη;

Έλλειψη ή πληθώρα

Τι σημαίνει η πληθωριστική παρουσία όλων αυτών των λόγων και πρακτικών που πλαισιώνουν την εμφάνιση του έρωτα; Η απάντηση είναι απλή και δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι ο πληθωρισμός είναι σημάδι μιας έλλειψης: ο έρωτας, γιος –ας μην το ξεχνάμε– του Πόρου και της Πενίας, χρειάζεται τον συνεχή σχολιασμό, την επιβεβαίωση, την αδιάλειπτη φροντίδα, ακόμη και την επινόησή του ή τη σκηνοθεσία του, διότι είναι σπάνιος και εύθραυστος. Ήδη το 1881 ο Νίτσε αποφαινόταν: «Για τον έρωτα οι άνθρωποι έχουν μιλήσει συνολικά με τόση έμφαση και με τέτοια διάθεση θεοποίησης, επειδή ποτέ δεν τον είχαν όσο ήθελαν και δεν τους επετράπη να χορτάσουν μ’ αυτή την τροφή». Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της έλλειψης και της πληθώρας ο Μπαντιού προσθέτει και προσυπογράφει τον λακανικό ορισμό: ο έρωτας είναι αυτό που αναπληρώνει την ανυπαρξία διάφυλης σχέσης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι το καθένα φύλο απολαμβάνει με τον δικό του, αυτιστικό τρόπο.

Κριτική του καθαρού έρωτα

Σύμφωνα με τον Αλαίν Μπαντιού, ο έρωτας, μολονότι γιος και του Πόρου, «δεν πορεύεται ανεμπόδιστα» και απειλείται από τουλάχιστον δύο κινδύνους: από «μια ελεγχόμενη συζυγικότητα που θα συνεχιστεί μέσα στη γαλήνη της κατανάλωσης» και από «την άνεση των οριοθετημένων απολαύσεων», χωρίς το ρίσκο του «πάθους». Στο επίμετρό του ο Δ. Βεργέτης κάνει λόγο με το ασίγαστο χιούμορ του για τον «έρωτα με νομικό προφυλακτικό» ή τον «ντεκαφεϊνέ έρωτα».

O προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει τον εννοιολογικό μόχθο που καταβάλλει ο Γάλλος φιλόσοφος, στη συζήτησή του με τον Νικολά Τρυόνγκ, για να διακρίνει τον αυθεντικό έρωτα από άλλα, αναυθεντικά φαινόμενα, που τον «παραμορφώνουν» και τον μπλοκάρουν, όπως το σεξ, η επιθυμία, ο εγωισμός, η απόλαυση, ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, ο φετιχισμός, η ζήλεια κ.λπ., σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Μπαρτ που, στα Απόσπασματα του ερωτικού λόγου (1977), αναδεικνύει την αξεδιάλυτη μείξη τους, χωρίς «αλλά» και «ωστόσο».

Η ρητορική κατασκευή των επιχειρημάτων του Μπαντιού είναι ενδεικτική αυτής της τάσης: «Ενώ η επιθυμία απευθύνεται στον άλλο με έναν τρόπο πάντοτε λίγο φετιχιστικό, σε επιλεγμένα αντικείμενα όπως τα στήθη, οι γλουτοί, το πέος…, ο έρωτας απευθύνεται στο ίδιο το είναι του άλλου […], στην ολότητα του είναι του άλλου». «Στο σεξ [….] ο άλλος σάς χρησιμεύει για να ανακαλύψετε το πραγματικό της απόλαυσης. Στον έρωτα, αντίθετα, η μεσολάβηση του άλλου έχει προσίδια αξία». Αυτή η ρητορική της αυθεντικότητας έρχεται σε αντιδιαστολή με άλλες «κατασκευές του έρωτα», όπως του Ντερριντά ή του Αγκάμπεν, οι οποίοι, εκκινώντας από τις αναλύσεις του Χάιντεγγερ, καταφάσκουν τη διάχυση της ύπαρξης σε μορφές και διαβαθμίσεις της σεξουαλικότητας που χαρακτηρίζονται από την ουδετερότητα του φύλου και κινούνται πέραν της μπαντιουζικής πρωταρχικής «σκηνής του Δύο». Και αυτό γιατί ο έρωτας δεν έχει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, είναι ένα ον χωρίς ιδιότητες («τρανς-σέξουαλ» κατά Βεργέτη), πάντα αυθεντικά αναυθευντικός ή αναυθεντικά αυθεντικός. Ποιος μπορεί να διακρίνει με απόλυτη σαφήνεια ότι το «σ’ αγαπώ» είναι γνήσιο και όχι εγωιστικό; Ότι ο έρωτας δεν είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή της ιδιοτέλειας; Να γιατί ο Μπαρτ θεωρεί το «σ’ αγαπώ» μια «λέξη-μπαλαντέρ».

Τι απομένει από τον έρωτα αν αφαιρέσουμε όλα τα «συμπτώματά» του; Μένει, μας λέει ο Μπαντιού, η άθεη πλατωνική, αρχετυπική ιδέα του έρωτα, κυρίως όμως μένει το έργο της «επινόησής του από την αρχή», σύμφωνα με το αίτημα του Ρεμπώ και μοτίβο του βιβλίου. Βέβαια, μπορεί ο Μπαντιού να παραδέχεται ότι ο έρωτας είναι υποχρεωμένος να περάσει μέσα από τη στενωπό της σεξουαλικής επιθυμίας και απόλαυσης, του ναρκισσισμού, του φετιχισμού κ.λπ., αλλά το κάνει για να «φτάσει» στον οντολογικό παράδεισο, την ουσία του ερωτικού φαινομένου: στη θεραπεία της διάφυλης διαφοράς, στην κατασκευή ενός καθεστώτος αληθείας «με βάση τη διαφορά και όχι την ταυτότητα».

Τεχνικές του έρωτα

Ο Μπαντιού δεν ενδιαφέρεται μόνο για το «θαύμα της συνάντησης». Το βασικό του ερώτημα είναι επιτακτικό: πόσο «πιστοί» μένουμε στο συμβάν του έρωτα; Μπορεί ο έρωτας να ξεκινά ως ένα τυχαίο συμβάν, όμως το ζητούμενο είναι η αποδοχή και η ανάληψη όλων των συνεπειών ενός τέτοιου συμβάντος και η «παγίωσή του στο κατάστιχο της αιωνιότητας». «Διάρκεια», «αιωνιότητα», «αλήθεια», «καθολικότητα» αποτελούν βασικές έννοιες του Μπαντιού στο Εγκώμιο για τον έρωτα. Έχοντας κατά νου αυτήν τη συνεχή μετατροπή κάθε μοναδικού πράγματος σε καθολικότητα, ένας κριτικός του Μπαντιού δεν δίστασε να τον αποκαλέσει «μάτσο της υπερβατολογικής φιλοσοφίας», καταλογίζοντάς του ότι η «αρρενωπή οντολογία» του αφενός αποσπά το συμβάν (απόλαυση) από το είναι (επιθυμία) και αφετέρου προσκολλάται στα κανονιστικά σημαίνοντα «άνδρας» και «γυναίκα», αντί να στοχάζεται τις δυνατότητες πολλαπλών ενδοδιαφοροποιήσεων και μείξεων του φύλου, που δεν ανάγονται στη «σκηνή του Δύο» και δεν κωδικοποιούνται μέσω αυτής. Σύμφωνα με τον ίδιο κριτικό, οι αποκλίσεις από τον διάφυλο κανόνα (τη «φύση») υπήρξαν ανέκαθεν ίδιον της «τεχνολογίας του έρωτα», που ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της τεχνικής του χειρουργικού νυστεριού και της χημείας των ορμονών μάς μεταθέτει πέραν του κανονικού και του παθολογικού, ενώ την ίδια στιγμή μάς καλεί σε άλλες, καινοφανείς «επινοήσεις του έρωτα». Ποτέ δεν υπήρξαμε τόσο «πολύμορφα διεστραμμένοι» όσο στη σημερινή εποχή. Αυτές τις «λοξές» επινοήσεις του έρωτα θα τις δεχόταν άραγε ο Μπαντιού;

Πηγή:  http://www.iefimerida.gr/node/111899#ixzz2X9IEx5b7

Το είδα: http://www.anixneuseis.gr/?p=69724

ΔΕΝ καταδικάζουμε την βία απ’όπου κι αν προέρχεται


Ο τίτλος του παρόντος είναι εσκεμμένως προκλητικός και αποσκοπεί στην ενεργοποίηση της ενστικτώδους αντίδρασης που έχει ενσταλάξει μέσα μας η εξουσία. Παντού γύρω μου ακούω ανθρώπους να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους επιμένοντας πως το κίνημα διεκδίκησης πραγματικής δημοκρατίας ή το οποιοδήποτε κίνημα, είναι και πρέπει να παραμείνει ειρηνικό. Συμφωνώ απολύτως με την τακτική αυτή όμως πρέπει να γνωρίζουμε να θέτουμε τις δικές μας στρατηγικές και όρια με βάση τις ανθρωπιστικές αξίες κι όχι με βάση τις ανάγκες και τις θεωρήσεις των καταπιεστών μας.

Η φράση “καταδικάζουμε την βία απ’όπου κι αν προέρχεται” έχει γίνει η σταθερή απάντηση της εξουσίας κάθε φορά που αποκαλύπτονται θηριωδίες, βασανισμοί και δολοφονίες από “όργανα της τάξης” (προσφάτως επαναβαπτισμένα σε “προστάτες του πολίτη”). Συχνά βλέπουμε την προσπάθεια των ΜΜΕ, κυβέρνησης και φασιζόντων κοινωνικών κύκλων, να βάλουν τις ζωές των ανθρώπων στο ζύγι· να υποβαθμίσουν δηλαδή τον βασανισμό ή τις δολοφονικές επιθέσεις του κράτους (μέσω της αστυνομίας) προς τους πολίτες και δη τους μετανάστες, σε σχέση με τις επιθέσεις διαδηλωτών ενάντια στα ΜΑΤ για παράδειγμα. Ξέρουμε πολύ καλά πλέον για ποιους κάποιες ζωές αξίζουν περισσότερο από κάποιες άλλες, κι αυτό είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να απορρίψουμε· αυτό είναι εξάλλου η ουσία του ανθρωπισμού.

Ο Δυτικός πολιτισμός από τον Διαφωτισμό και μετά, σε όλες του τις νομικές πρακτικές έχει διαβαθμίσει ξεκάθαρα την βία σε διαφορετικά επίπεδα . Το έγκλημα δηλαδή χαρακτηρίζεται ειδεχθές και βαρύτερο όταν αυτό τελείται από άτομο το οποίο έχει ρόλο προστάτη ή μεγαλύτερη εξουσία από το θύμα. Ακόμη περισσότερο, σε όλες τις διακηρύξεις δικαιωμάτων αλλά και στα δεδικασμένα υποθέσεων στον δυτικό κόσμο, ακόμη και η μη τέλεση παράνομης πράξης αλλά η εκμετάλλευση της θέσης ενός ανθρώπου ο οποίος τελεί μια πράξη που κατά τ’άλλα μπορεί νά’ναι καθ’όλα νόμιμη, θεωρείται παράνομη και καταχρηστική.

Γι’αυτόν τον λόγο ο γονέας βιαστής είναι ειδεχθής εγκληματίας. Για τον ίδιο λόγο δάσκαλος ή ο προϊστάμενος εκτελεί σεξουαλική παρενόχληση όταν φλερτάρει με έναν μαθητή του ή έναν υφιστάμενο, ή το αφεντικό θεωρείται πως εκβιάζει ψυχολογικά έναν υπάλληλό του όταν του φωνάζει. Βασισμένος σε αυτή την αρχή θεωρεί ο νόμος τον έχοντα εξουσία διπλά υπεύθυνο για την τέλεση της παράνομης πράξης. Είναι η εκμετάλλευση της θέσης του θύτη και η παράβαση του καθήκοντος που έχει οριστεί να εκτελεί που κάνει την πράξη του ειδεχθή. Και γι’αυτό ακριβώς ο ξυλοδαρμός, η παρενόχληση, η καταστροφή περιουσίας και εν τέλει η δολοφονία ενός ατόμου από έναν αστυνομικό έχουν μεγαλύτερο βάρος ειδέχθότητος (sic) από την τέλεση των ιδίων πράξεων από έναν τυχαίο πολίτη.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο η υπεξαίρεση χρήματος ή η απλή κλοπή είναι κατά πολύ ειδεχθέστερες όταν τελούνται από έναν πολιτικό ο οποίος έχει εκλεγεί ώστε να προασπίζεται το δημόσιο συμφέρον, απ’ότι εάν αυτή τελεσθεί από έναν απλό πολίτη. Γι’αυτό η τιμωρία του Γιάννη Αγιάννη στους Αθλίους θεωρείται πανανθρωπίνως άδικη σε σχέση με την τιμωρία ενός πολιτικού που έχει υπεξαιρέσει οποιοδήποτε ποσό από τα δημόσια ταμία· όχι λόγω του μεγέθους της κλοπής, αλλά λόγω της θέσης την οποία κατείχε ο δράστης κατά την τέλεση της παράνομης πράξης.

Ο νόμος επίσης αναγνωρίζει ελαφρυντικά όπως η τέλεση του εγκλήματος “εν βρασμώ ψυχής”, η “αυτοάμυνα” κτλ. Όλα αυτά η εξουσία, από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και τα ΜΜΕ μέχρι την αστυνομία την ίδια, έχει βάλει σκοπό να μας κάνει να τα ξεχάσουμε ώστε να θεωρούμε πως η βία είναι το ίδιο καταδικαστέα απ’όπου κι αν προέρχεται· είτε από τον βιαστή, είτε από τον βιαζόμενο. Αυτό είναι απλούστατα μια προσπάθεια ισοπέδωσης και εξίσωσης της βίας του καταπιεστή με την όποια νόμιμη αυτοάμυνα του καταπιεζόμενου.

Γι’αυτό αν και αγωνίζομαι ειρηνικά για έναν δίκαιο κόσμο, ΔΕΝ καταδικάζω την βία απ’όπου κι αν προέρχεται.

Νικόλαος Γρυσπολάκης

Πηγή, http://sxoliastesxwrissynora.wordpress.com

Γιατί έφυγε ο Τσε απ’ την Κούβα;


Η απόφαση του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα να εγκαταλείψει την Κούβα το 1965, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην προσπάθεια δημιουργίας αντάρτικου αγώνα στο Κονγκό, αποτελεί μια απ’ τις πλέον πολυσυζητημένες φάσεις της ζωής του αργεντίνου επαναστάτη. Η αναχώρηση του Τσε απ’ την Κούβα προσφέρθηκε για πλήθος συνωμοσιολογικών θεωριών γύρω απ’ το “γιατί” και “πως” πήρε αυτήν την απόφαση ο Γκεβάρα. Μέχρι και σήμερα άλλωστε συνεχίζουν να υπάρχουν διάφορες θεωρίες οι οποίες – άλλοτε εκ του πονηρού και άλλοτε από αφέλεια και άγνοια – αναδεικνύουν περίεργες σκοτεινές συνωμοσίες.
Η πιο διαδεδομένη θεωρία συνωμοσίας αναφορικά με το θέμα αυτό σχετίζεται με την παρέμβαση του σοβιετικού παράγοντα – πως η ομιλία του Γκεβάρα στο Αλγέρι, το 1965, προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση της ηγεσίας της ΕΣΣΔ η οποία και απαίτησε από τον Κάστρο την απομάκρυνση του Τσε απ’ την κουβανική κυβέρνηση. Στο γαλλικόντοκυμαντέρ “Le Journal de Bolivie”, παραγωγής 1994, αναφέρεται πως η κριτική του Τσε απέναντι στην σοβιετική εξωτερική πολιτική αποτέλεσε το έναυσμα για την απομάκρυνση του από την Κούβα.
Αυτή η άποψη υποστηρίζει ότι κατά την επιστροφή του Γκεβάρα στην Αβάνα από το Αλγέρι, όπου μετείχε στην Αφρο-Ασιατική Σύνοδο, ο Τσε ενημερώνεται πως οι σοβιετικοί διαμαρτυρήθηκαν επίσημα για την κριτική που άσκησε στη Μόσχα. Μετά από συνάντηση που είχαν Γκεβάρα και Κάστρο, ο Τσε αποφάσισε να παραιτηθεί απ’ τη θέση του υπουργού Βιομηχανίας, υποστηρίζει το ντοκυμαντέρ – μια άποψη ιδιαίτερα διαδεδομένη, η οποία όμως ουδέποτε έχει επιβεβαιωθεί. Άλλη θεωρία συνομωσίας – πλήρως αστήρικτη και ανεπιβεβαίωτη – θέλει τον Φιντέλ Κάστρο να έχει όχι απλώς διαφωνίες με τον Τσε σε πολιτικό επίπεδο, αλλά να προσπαθεί να τον “ξεφορτωθεί” φοβούμενος την υψηλή δημοτικότητα του αργεντίνου!
Στις 16 Γενάρη 1966, ο Φιντέλ Κάστρο αναφέρθηκε σε αυτές τις θεωρίες συνωμοσίες που, ειδικά εκείνη την εποχή, ακούγονταν ολοένα και περισσότερο. Άλλωστε, διάφορα δυτικά ΜΜΕ έγραφαν τα πιο απίστευτα πράγματα για την “εξαφάνιση του Τσε” – απ’ το ότι κρατούνταν σε κουβανική φυλακή μέχρι του ότι είχε πεθάνει εξόριστος στον Άγιο Δομίνικο. Μιλώντας στο κλείσιμο της Τριηπειρωτικής Συνδιάσκεψης στην Αβάνα ο Φιντέλ καταφέρθηκε τόσο εναντίον των Ιμπεριαλιστικών συνομωσιών όσο και όσων αριστερών υιοθετούσαν τις ψευδολογίες που εκπορεύονταν από κέντρα των ΗΠΑ. Στο κομμάτι της ομιλίας που ακολουθεί, ο Κάστρο καταφέρεται ενάντια στις – ψευδεπίγραφες όπως αποδείχτηκε – κατηγορίες που εξαπέλυαν εκείνη την εποχή εναντίον της κουβανικής επαναστατικής κυβέρνησης λατινοαμερικάνοι τροτσκιστές και πολιτικοί εκπρόσωποι της 4ης Διεθνούς, πάντα σε σχέση με την τύχη του Τσε.
Σημείωνε λοιπόν ο Κομαντάντε Φιντέλ, μεταξύ άλλων, στην ομιλία του:
«Υπάρχει ένα γεγονός που θα ήθελα να το θέσω ως παράδειγμα για να δείξω πως λειτουργεί ο Ιμπεριαλισμός και οι πράκτορες του. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός. Αναφέρομαι στην καμπάνια που ξεσήκωσε ο Ιμπεριαλισμός των Γιάνκηδων και οι πράκτορες του σχετικά με την αναχώρηση του συντρόφου μας Ερνέστο Γκεβάρα. Πιστεύω πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε στα ίσια αυτό το ζήτημα για να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Ο σύντροφος Ερνέστο Γκεβάρα και λίγοι επαναστάτες από αυτήν εδώ τη χώρα – και λίγοι επαναστάτες εκτός Κούβας – γνωρίζουν πότε έφυγε και τι κάνει όλη αυτήν την περίοδο. Οι ιμπεριαλιστές, ασφαλώς, ενδιαφέρονται πολύ στο να μάθουν όλες τις λεπτομέρειες για το που βρίσκεται, τι πράττει και πως. Προφανώς δεν γνωρίζουν, αλλά και αν γνωρίζουν το καλύπτουν πολύ καλά.
Αυτά είναι πράγματα, φυσικά, που ο χρόνος, όταν το επιτρέψουν οι περιστάσεις, θα ξεκαθαριστούν. Παρ’ όλα αυτά, εμείς οι επαναστάτες δεν χρειαζόμαστε καμία αποσαφήνιση. Ο εχθρός προσπαθεί να πιαστεί απ’ τις περιστάσεις ώστε να προσπαθήσει να συνωμοτήσει και να σπιλώσει. Ο σύντροφος Γκεβάρα έγινε μέλος του κινήματος μας όταν ήμασταν σε εξορία στο Μεξικό. Από την πρώτη μέρα είχε πάντα την ιδέα, ξεκάθαρα εκπεφρασμένη, πως όταν ο αγώνας στην Κούβα θα τελείωνε ο ίδιος θα είχε άλλα καθήκοντα να διεκπεραιώσει αλλού. Του είχαμε δώσει το λόγο μας πως κανένας κρατικός η εθνικός λόγος, καμία περίσταση, δεν θα μας έκανε να ζητήσουμε να παραμείνει στη χώρα αποτρέποντας τον απ’ το να εκπληρώσει την θέληση του. Και εκπληρώσαμε πλήρως και πιστά αυτή μας την υπόσχεση στον σύντροφο Γκεβάρα. Φυσικά, εάν ο σύντροφος Γκεβάρα επρόκειτο να φύγει απ’ τη χώρα, θα ήταν λογικό για τον ίδιο να το πράξει μυστικά. Θα ήταν λογικό να μετακινηθεί με τρόπο που να μην κινεί υποψίες. Είναι λογικό ότι δεν θα ενημέρωνε τους δημοσιογράφους. Είναι λογικό πως δεν θα συγκαλούσε συνεντεύξεις Τύπου. Είναι λογικό πως θα έπραττε ότι είχε σχεδιάσει με τον τρόπο που το έπραξε. Παρ’ όλα αυτά, πόσο προσπάθησαν να κεφαλαιοποιήσουν προς όφελος τους αυτήν την κατάσταση οι ιμπεριαλιστές και πόσο τα κατάφεραν!

Αυτός είναι ο λόγος που έφερα σήμερα μαζί μου ορισμένα έγγραφα. Μην ανησυχείτε πως θα διαβάσω όλα τα έγγραφα εδώ. Πρόκειται μόνο να σας αναγνώσω ορισμένα πράγματα. Επειδή εδώ έχω αυτά που οι ιμπεριαλιστικές και αστικές εφημερίδες έχουν γράψει αναφορικά με την περίπτωση του στρατηγού Γκεβάρα, τι έγραψαν οι εφημερίδες των ΗΠΑ, τα περιοδικά τους, τα πρακτορεία ειδήσεων, οι λατινοαμερικανικές αστικές εφημερίδες και τα έντυπα σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και πρόκειται να δούμε ποιός έπαιξε το ρόλο του βασικού εκπροσώπου της ιμπεριαλιστικής καμπάνιας της ίντριγκας και των σκευωριών κατά της Κούβας με αφορμή το θέμα του συντρόφου Γκεβάρα. Αρχικά, υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία κατά τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών έχουν χρησιμοποιηθεί συνεχώς ενάντια στο επαναστατικό κίνημα. Και αν μου δώσετε λίγο χρόνο, πρόκειται να σας παρουσιάσω τα σημαντικότερα από αυτά. (Σύντομη παύση κατά την οποία ο Φιντέλ κοιτάει τα έγγραφα του και επιλέγει ένα απο αυτά).
Εδώ είναι μια ανταπόκριση του UPI (σ.σ: πρακτορείο ειδήσεων United Press International) με ημερομηνία 6 Δεκέμβρη 1965: “Ο Ερνέστο Γκεβάρα δολοφονήθηκε απ’ τον κουβανό πρωθυπουργό Φιντέλ Κάστρο έπειτα από εντολή της ΕΣΣΔ, ανακοίνωσε ο Φελίπε Αλμπαγκουάντε, επικεφαλής των μεξικανών τροτσκιστών σε δήλωσε του στην El Universal”. Σημειώνει δε πως ο Τσε εξολοθρεύτηκε για την εμμονή του να θέσει την Κούβα στην κινεζική γραμμή επιρροής. Αυτό, φυσικά, ήλθε την ίδια στιγμή που τροτσκιστικά στοιχεία ξεκίνησαν μια καμπάνια σε πολλά μέρη.
Όπως και πριν, με ημερομηνία 22 Οκτώβρη 1965, στην εβδομαδιαία εφημερίδα Marcha δημοσιεύθηκε άρθρο του γνωστού τροτσκιστή θεωρητικού Αδόλφο Γκιλ που αναφέρει ότι ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα λόγω διαφορών με τον Φιντέλ αναφορικά με την Σινο-Σοβιετική διαμάχη κι πως ο Τσε δεν ήταν διατεθειμένος να επιβάλει την άποψη του στην ηγεσία. Ο ίδιος υποστήριζε πως ο Τσε πρότεινε την διάδοση της επανάστασης στο υπόλοιπο της Λατινικής Αμερικής, σε αντίθεση με την σοβιετική γραμμή. Γράφει (ο Γκιλ) πως η κουβανική ηγεσία είναι χωρισμένη σε μια συντηρητική πτέρυγα παλαιών αρχηγών του παρελθόντος, των οπαδών του Τσε, τον Φιντέλ και την ομάδα του. Γράφει πως ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα επειδή ο Τσε δεν είχε τα μέσα προκειμένου να εκφραστεί δημόσια και πως ο Φιντέλ φοβόταν να αντιμετωπίσει το λαό και να εξηγήσει την περίπτωση του Τσε.
Στις 31 Οκτώβρη 1965, ο ίδιος αυτός τροτσκιστής θεωρητικός, ως ανταποκριτής της ιταλικής εφημερίδας Nuovo Mondo, γράφει ένα άρθρο όπου αποκαλεί την κουβανική ηγεσία ως “φιλοσοβιετική” και κατηγορεί τον Φιντέλ πως δεν έχει εξηγήσει πολιτικά τι συνέβη στον Τσε. Γράφει πως ο Στρατηγός Γκεβάρα ηττήθηκε από την ομάδα του Κάστρο. Κριτικάρει τον Τσε διότι δεν αγωνίστηκε προκειμένου να επιβάλει την άποψη του και συμπεραίνει πως το κουβανικό κράτος, παραλυμένο απ’ την ίδια του την πολιτική, δεν υποστήριξε ανοιχτά τη δομινικανή επανάσταση.
Στην έκδοση του Οκτώβρη 1965, η ισπανική τροτσκιστική εφημερίδα Batalla ανακοινώνει: “Το μυστήριο που καλύπτει την υπόθεση του Τσε Γκεβάρα πρέπει να ξεκαθαριστεί. Φίλοι του Τσε υποθέτουν ότι το γράμμα που διαβάστηκε από τον Κάστρο είναι πλαστό και ρωτούν αν η κουβανική ηγεσία προσανατολίζεται σε συμβιβασμό με την γραφειοκρατεία του Κρεμλίνου”. Περίπου την ίδια περίοδο, το επίσημο όργανο των τροτσκιστών της Αργεντινής εκδίδει άρθρο στο οποίο αφήνει υπόνοιες πως ο Τσε είναι νεκρός ή κρατείται φυλακισμένος στην Κούβα. Γράφει: “Ξεκίνησε κόντρα με τον Φιντέλ Κάστρο αναφορικά με τη λειτουργία των εργατικών ενώσεων και την οργάνωση του στρατού”. Προσθέτει πως ο Τσε ήταν αντίθετος στη δημιουργία Κεντρικής Επιτροπής με τους εκλεκτούς του Κάστρο, ιδιαίτερα με στρατιωτικούς που υποστήριζαν τους σκληροπυρηνικούς της Μόσχας.
Παρ’ όλα αυτά, ένα απ’ τα πιο άθλια άρθρα, το πιο απαίσιο, το πιο απρεπές, είναι αυτό που γράφτηκε απ’ τον ηγέτη του πολιτικού γραφείου της 4ης Διεθνούς στη Λατινική Αμερική, και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Lucha Operaria της Ιταλίας. Από αυτό το μεγάλο άρθρο θα σας διαβάσω μόνο τρείς παραγράφους. Ξεκινάει λέγοντας:
“Μια παράμετρος της χειροτέρευσης της διεθνούς κρίσης της γραφειοκρατίας είναι η απέλαση του Γκεβάρα. Ο Γκεβάρα απελάθηκε τώρα, όχι οκτώ μήνες πριν. Η συζήτηση με τον Γκεβάρα έχει διαρκέσει οκτώ μήνες. Αυτοί οι μήνες δεν πέρασαν πίνοντας καφέ. Πάλεψαν σκληρά και ίσως υπάρχουν νεκροί, ίσως ξηγήθηκαν με πιστόλια. Δε μπορούμε να πούμε εάν σκότωσαν ή οχι τον Γκεβάρα, αλλά έχουμε το δικαίωμα να υποθέτουμε πως τον σκότωσαν. Γιατί δεν έχει εμφανιστεί ο Γκεβάρα; Δεν τον έχουν παρουσιάσει στην Αβάνα με τον φόβο των επιπτώσεων, για την αντίδραση του πληθυσμού – αλλά στο κάτω κάτω, κρύβοντας τον προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα. Ο κόσμος λέει, “γιατί ο Γκεβάρα δεν εμφανίζεται;” Δεν πρόκειται για πολιτική κατηγορία.
Τον επαινούν πολιτικά. Γιατί δεν έχουν παρουσιάσει τον Γκεβάρα; Γιατί δεν έχει μιλήσει; Πως είναι δυνατόν ένας απ’ τους ιδρυτές του κουβανικού εργατικού κράτους, ο οποίος μέχρι πριν από λίγο καιρό γυρνούσε τον κόσμο στο όνομα αυτού του κράτους, απροσδόκητα να λέει: “Βαρέθηκα με την κουβανική επανάσταση. Πάω να δημιουργήσω επανάσταση κάπου αλλού”. Κάπου αλλού, και δεν λένε που έχει πάει, και δεν εμφανίζεται. Εάν δεν υπάρχουν διαφορές, γιατί δεν εμφανίζεται; Ολόκληρος ο κουβανικός λαός αντιλαμβάνεται πως υπάρχει μια τεράστια μάχη και αυτή η μάχη δεν έχει τελειώσει. Ο Γκεβάρα δεν ήταν μόνος και δεν είναι μόνος. Εάν λάβουν αυτά τα μέρα ενάντια στο Γκεβάρα, είναι εξαιτίας της μεγάλης υποστήριξης που έχει.
Λίγο καιρό πριν η κουβανική κυβέρνηση δημοσίευσε μια πολύ αυστηρή οδηγία σύμφωνα με την οποία καθίσταται αναγκαία η επιστροφή όλων των όπλων και οπλικών συστημάτων στο κράτος. Σε αυτή τη φάση η κατάσταση ήταν κάπως συγκεχυμένη. Τώρα είναι ξεκάθαρο γιατί εκδόθηκε η οδηγία αυτή. Ήταν ενάντια στους παρτιζάνους του Γκεβάρα. Φοβούνται κάποια εξέγερση”. Ορίστε και μια άλλη παράγραφος: “Γιατί έχουν σωπάσει το Γκεβάρα; Η 4η Διεθνής οφείλει να ξεκινήσει δημόσια καμπάνια γι’ αυτό το θέμα, ζητώντας την εμφάνιση του Γκεβάρα, το δικαίωμα του Γκεβάρα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να εκφράζεται ελεύθερα, να ζητήσει απ’ το λαό να μην εμπιστεύεται τα μέτρα που παίρνει το κουβανικό κράτος επειδή πρόκειται για γραφειοκρατικά μέτρα, ίσως εκδιδόμενα από δολοφόνους. Έχουν εξοντώσει το Γκεβάρα για να σταματήσει τον αγώνα του”. […]
Στην συνέχεια γράφει: “Αυτό αποδεικνύει όχι μόνο τη δύναμη του Γκεβάρα, ή μιας ομάδας φιλικά προσκείμενης προς τον ίδιο στην Κούβα, αλλά την ωριμότητα των συνθηκών στα υπόλοιπα εργατικά κράτη για την καρποφορία αυτών των θέσεων μέσα σε λίγο χρόνο. Η γραφειοκρατία δεν εξαπατάται με μέσα αυτού του τύπου. Η εξολόθρευση του Γκεβάρα σημαίνει για τη γραφειοκρατία την προσπάθεια αποψίλωσης μιας βάσης πιθανών επαναστατικών τάσεων που συνεχίζουν να αναπτύσσουν την παγκόσμια επανάσταση. Αυτή είναι η βάση για την εξολόθρευση του Γκεβάρα. Και όχι μόνο είναι κίνδυνος για την Κούβα, αλλά ασκεί επιρροή και στις υπόλοιπες επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής. Η Γουατεμάλα είναι στο πλευρό της Κούβας – είναι στο πλευρό της με το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Παρά την ισχύ και τους λόγους του σπουδαιότερου ηγέτη της, του Φιντέλ Κάστρο, δεν έχει καταφέρει να αποσοβήσει τη μετατροπή του Κινήματος της 13ης Νοέμβρη σε επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα που παλεύει κατευθείαν για τον Σοσιαλισμό”.
Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι αυτός ο κύριος, ένας ηγέτης της 4ης Διεθνούς, αναφέρει εδώ με αλαζονεία την περίπτωση της Γουατεμάλας και του Κινήματος της 13ης Νοέμβρη. Επειδή, ακριβώς σε σχέση με αυτό το κίνημα, ο ιμπεριαλισμός των Γιάνκηδων έχει χρησιμοποιήσει μια απ’ τις πλέον ευφυείς τακτικές για να αποδομήσει ένα επαναστατικό κίνημα, όπως με τη διείσδυση πρακτόρων της 4ης Διεθνούς οι οποίοι, από άγνοια – πολιτική άγνοια – έκαναν τον βασικό πολιτικό αρχηγό (σ.σ: εννοεί του Κινήματος 13ης Νοέμβρη) να υιοθετήσει αυτές τις ψευδεπίγραφες, αντι-ιστορικές απόψεις που χωρίς αμφιβολία υπηρετούν τον Ιμπεριαλισμό, όπως κάνει και το πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς. […] Κάνοντας το αυτό, η 4η Διεθνής διέπραξε ένα αληθινό έγκλημα κατά του επαναστατικού κινήματος απομονώνοντας το απ’ τον υπόλοιπο λαό, από τις μάζες, ιδιαίτερα όταν το εμποτίζει με ανοησίες, με ψευτιές και με το απεχθές πράγμα που ο Τροτσκισμός σήμερα παριστάνει στο πολιτικό στερέωμα. Παρόλο που κάποια στιγμή ο Τροτσκισμός εκπροσωπούσε μια λανθασμένη θέση, αλλά μια θέση στο πεδίο των πολιτικών ιδεών, έγινε στα επόμενα χρόνια ένα χυδαίο όργανο του Ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης. Αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτονται αυτοί οι κύριοι».
Με τον παραπάνω λόγο του, ο Φιντέλ Κάστρο απαντούσε σε όλους σε εκείνους που έπαιζαν το ρόλο του ιμπεριαλιστικού “δούρειου ίππου” στο επαναστατικό κίνημα, που μέχρι και σήμερα κάνουν λόγο για εξαναγκασμό του Τσε Γκεβάρα να φύγει απ’ την Κούβα, να εξαφανιστεί απ’ το πολιτικό προσκήνιο. Η ίδια η αλληλογραφία του Τσε – το τελευταίο γράμμα στον Φιντέλ αλλά και τα γράμματα που του είχε στείλει από το Κονγκό – αποδεικνύουν ότι οι δύο άνδρες διατηρούσαν πάντοτε μια αμοιβαία φιλία, στη βάση της συντροφικότητας και του σεβασμού.
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, μιλώντας στον Ιγνάσιο Ραμονέ για το βιβλίο “Εκατό ώρες με τον Φιντέλ”, ο Φιντέλ μιλά για την εποχή εκείνη της αναχώρησης του Γκεβάρα απ’ το νησί.
Ρωτά ο Ραμονέ: Ο διεθνής τύπος έλεγε ότι υπήρχε ρήξη ανάμεσα στους δυο σας, σοβαρές πολιτικές διαφωνίες, έλεγαν ότι τον είχαν φυλακίσει εδώ, ακόμα και ότι τον είχαν σκοτώσει…
Φιντέλ: Ανεχτήκαμε σιωπηλά εκείνον τον σωρό των φημών και των μηχανορραφιών. Όμως αυτός, φεύγοντας στα τέλη Μαρτίου του 1965, μου είχε γράψει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. […] Και στο μεταξύ αυτή η μηχανορραφία να προχωράει, ο εχθρός να σπέρνει ζιζάνια και αμφιβολίες ότι ο Τσε Γκεβάρα είχε “εκκαθαριστεί”, όχι είχαν σημειωθεί διαφωνίες…
Ραμονέ: Υπήρχε μια ολόκληρη εκστρατεία φημολογιών.
Φιντέλ: Ο Τσε μου γράφει αυτό το γράμμα (σ.σ: αυτό που ο Κάστρο διάβασε δημόσια τον Οκτώβρη του 1965 κατά την συγκρότηση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας) αυθόρμητα, νομίζω μάλιστα και με μεγάλη ειλικρίνεια: “Μετανιώνω που δεν πίστεψα αρκετά σε σένα…” και μιλάει για την κρίση του Οκτωβρίου και άλλα πράγματα. Νομίζω ότι δεν πίστευε σε κανέναν, γιατί ήταν αυστηρός απέναντι στους πολιτικούς, είχε υποφέρει… […] Από την Αφρική, πάει στην Τσεχοσλοβακία, στην Πράγα το Μάρτιο του 1966 – μια περίπλοκη κατάσταση, βρίσκεται εκεί, πράγματι, κρυφά. Δεν του περνούσε απ’ το μυαλό, από την στιγμή που είχε αποχαιρετήσει να γυρίσει εδώ. Αλλά τα στελέχη για τη Βολιβία είχαν ήδη επιλεγεί… Τότε είναι που του γράφω ένα γράμμα όπου του μιλάω λογικά, κάνω έκκληση στην αίσθηση καθήκοντος και στον ορθολογισμό του.
Ραμονέ: Για να γυρίσει στην Κούβα;
Φιντέλ: Ναι, αυτό το γράμμα νομίζω ότι έχει δημοσιευτεί, η οικογένεια του δημοσίευσε αυτό το γράμμα. Τον πείθω να γυρίσει, του λέω ότι είναι το πιο βολικό γι’ αυτό που ήθελε να κάνει. “Απο κει είναι αδύνατον να το κάνεις αυτό. Πρέπει να έρθεις”. Δεν του λέω “πρέπει” ως διαταγή να έρθει, τον πείθω, του λέω ότι το καθήκον του είναι να γυρίσει, να παραβλέψει τα πάντα και να τελειώσει την προετοιμασία για την υπόθεση της Βολιβίας. Και γυρίζει κρυφά. Κανείς δεν το γνώρισε πουθενά. Ούτε στη διάρκεια του ταξιδιού. Γύρισε εδώ τον Ιούλιο του 1966.

* Επιμέλεια-Μετάφραση: Ν.Μόττας/Guevaristas. Πηγές: Castro Speech Database, Latin American Network Information & Ιγνάσιο Ραμονέ, “Εκατό ώρες με τον Φιντέλ”, Εκδ. Πατάκης, 2007.

Πηγή, http://lanuestrapasion.blogspot.gr

Αυτή η μηχανή σκοτώνει φασίστες!


Ο Γούντι Γκάθρι με την αχώριστη κιθάρα του. Διακρίνεται
η επιγραφή: «Αυτή η μηχανή σκοτώνει φασίστες»

 Μια θέση ξεχωριστή στην ιστορία της μουσικής και στην καρδιά της εργατικής τάξης των ΗΠΑ κατέχει ο θρυλικός Αμερικανός κομμουνιστής τραγουδοποιός Γούντι Γκάθρι, ο ανυπότακτος ταλαντούχος καλλιτέχνης, που με τους στίχους του και τη μουσική του, σ’ όλη του τη ζωή στάθηκε στο πλευρό των κοινωνικά αδικημένων, καταγγέλλοντας πλευρές ενός απάνθρωπου συστήματος ταξικής ανισότητας και εκμετάλλευσης.
Σαράντα έξη  χρόνια συμπληρώθηκαν  από το θάνατο του Γούντι Γκάθρι (πέθανε το 1967, μόλις στα 55 του χρόνια), του σπουδαίου καλλιτέχνη της φολκ και κάντρι μουσικής, ο οποίος υπήρξε θεμελιωτής του αμερικανικού τραγουδιού διαμαρτυρίας, ασκώντας τεράστια επιρροή στους μεταγενέστερους τραγουδοποιούς (δημιουργοί όπως ο Μπομπ Ντύλαν τον θεωρούν δάσκαλό τους), ενώ αποτέλεσε και συνεχίζει ν’ αποτελεί πρότυπο για κάθε Αμερικανό – και όχι μόνο – μουσικό που θέλει να είναι κοινωνικά χρήσιμος μέσα από το έργο του.
Τραγούδια με ταξική …συνείδηση
Γεννημένος στις 14 Ιούλη 1912 στην Οκλαχόμα, σε φτωχή αγροτική οικογένεια, ο Γούντι Γκάθρι αναγκάζεται να παρατήσει νωρίς το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Η έκρηξη της Μεγάλης Υφεσης βρίσκει την οικογένειά του να έχει ήδη μετακομίσει στο Τέξας, απ’ όπου περνάνε ορδές των περιπλανώμενων Okies…Είναι οι ακτήμονες αγρότες, οι άνθρωποι που έχουν χάσει τα πάντα και ταξιδεύουν αναζητώντας δουλειά, αναγκασμένοι να γίνονται πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα.
Ο Γούντι αποφασίζει να τους ακολουθήσει προς την Καλιφόρνια…Ταξιδεύει μπαίνοντας κρυφά σε τρένα που μεταφέρουν κάρβουνο, όπου συναντά εκείνους που γεύονται πλέον τη σκοτεινή, σκληρή και άδικη πλευρά του «αμερικάνικου ονείρου». Ανακαλύπτει τα βάσανα, την εκμετάλλευση που υφίστανται, αλλά και τη δύναμη που μπορούν να κρύβουν μέσα τους. Η απίστευτη φτώχεια, η δυστυχία που αντικρίζει στα ταξίδιά του τον επηρεάζουν βαθιά. Ολα αυτά τα βιώματα και η ξεκάθαρη πλέον άποψή του για την ταξική διάρθρωση της αμερικανικής κοινωνίας, τον οδηγούν στο να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα.
 
Το 1936 γίνεται μέλος του ΚΚ ΗΠΑ και, από αυτήν τη χρονιά και μετά, δε σταματά να ταξιδεύει στην αμερικανική ενδοχώρα, δουλεύοντας και ο ίδιος ως εποχιακός εργάτης. Παράλληλα, συνθέτει και παίζει τα τραγούδια του μπροστά στους βιοπαλαιστές για τους οποίους τα έχει γράψει – τραγούδια που διακρίνονται για την αλήθεια και την εκφραστική τους αμεσότητα. «Ο πυρήνας των ιδεών του προέρχεται απ’ την επαφή του με τη συνδικαλιστική ιδεολογία και ιδιαίτερα με δύο μαχητικούς κομμουνιστές από την Οκλαχόμα, τον Μπομπ και την Ινα Γουντ», αναφέρει ο Πιτ Σίγκερ, ένας άλλος θρύλος της λαϊκής αμερικανικής μουσικής, με τον οποίο ο Γκάθρι συνδέθηκε στενά φιλικά και καλλιτεχνικά.
Τα λόγια του επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Γκάθρι: «Μου έδωσαν να καταλάβω γιατί έπρεπε να συνεχίσω να γυρνάω με την κιθάρα μου, γράφοντας τραγούδια και τραγουδώντας τα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ότι η ανθρωπότητα είναι τόσο μεγάλη, ότι ο αγώνας είναι τόσο μεγάλος και άνισος…». Παράλληλα, με τα τραγούδια του, αρθρογραφεί στο δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚ ΗΠΑ «The Daily Worker», όπου έχει δική του στήλη.
Αυτή η γη είναι η δική σου γη…
Το 1940, κι ενώ πλέον είναι στη Νέα Υόρκη, γράφει το περίφημο τραγούδι του «This Land is your Land», έναν «πατριωτικό απ’ την ανάποδη» ύμνο, όπου κάνει αναφορά στις ταξικές ανισότητες των ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τραγούδι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κόντεψε να γίνει εθνικός ύμνος της Αμερικής, όμως τελικά απορρίφθηκε από το κογκρέσο, γιατί οι στίχοι …«δεν έδειχναν αρκετό σεβασμό στο θεσμό της ιδιοκτησίας». Το 1941, ο Γκάθρι συναντά τον Πιτ Σίγκερ και γίνεται μέλος των θρυλικών «Almanac Singers», με τους οποίους ταξιδεύει σε όλη τη χώρα. Γράφουν και παίζουν αντιπολεμικά τραγούδια, ενώ συμμετέχουν ενεργά στο αντιφασιστικό κίνημα. Πάνω στην κιθάρα του ο Γούντι Γκάθρι έχει γράψει: «Αυτό το μηχάνημα σκοτώνει φασίστες»…
 
Και συνεχίζει να γράφει τραγούδια διαμαρτυρίας…Ανάμεσά τους, ο κύκλος «Dust Bawl Ballads», αλλά και τα 150 κομμάτια – με τη συνοδεία του Cisco Houston και του Sonny Terry – που ηχογράφησε μέσα σε πέντε μόλις μέρες…Ανάμεσα στα τραγούδια αυτής της περιόδου ήταν και το «The Ludlow Massacre», εμπνευσμένο από τη μεγαλειώδη εργατική απεργία στα ανθρακωρυχεία της οικογένειας Ροκφέλερ στο Λάντλοου της πολιτείας Κολοράντο, που βάφτηκε στο αίμα τη Δευτέρα του Πάσχα του 1914. Παράλληλα με τη μουσική του δημιουργία, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940, ο Γκάθρι συνεχίζει να εμφανίζεται αφιλοκερδώς όπου τον καλεί το ιστορικό καθήκον: στις απεργίες και στις πικετοφορίες που διοργανώνουν τα εργατικά συνδικάτα, σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά των φυλετικών διακρίσεων…
Το 1943 εκδίδει το πρώτο του αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με τίτλο «Bound For Glory» και μεταπολεμικά το δεύτερο βιβλίο του «Seeds Of Man». Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εμφανίζονται τα προβλήματα υγείας του – ασθένεια που πλήττει το νευρικό σύστημα και από την οποία είχε χάσει και τη μητέρα του – με αποτέλεσμα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε νοσοκομεία.
Ο καλλιτέχνης που τάχθηκε με την υπόθεση της εργατικής τάξης, που έγινε η «φωνή» της εργατικής τάξης των ΗΠΑ, άφησε πίσω του εκατοντάδες τραγούδια, τα οποία θα βρίσκονται για πάντα στα χείλη των εκμεταλλευομένων αυτού του πλανήτη. Ανάμεσά τους, τα: «This Land Is Your Land», «Hard Travelin’», «Pretty Boy Floyd», «Nine Hundred Miles», «Worried Man Blues», «John Henry», «You Gotta Go Down and Join the Union», «Tear the Facists Down», «Ain’t Nobody’s Business», «Talking Dust Bowl», «Will You Miss Me When I’m Gone?», «Going Down the Road» (I Ain’t Gonna Be Treated This Way) κ.ά.
 
Κόντρα στο ρεύμα…
Ο Γούντι Γκάθρι είχε την παλικαριά να πάει κόντρα …στο ρεύμα, στρατευμένος στον αγώνα ενάντια σ’ ένα κοινωνικά άδικο και απάνθρωπο σύστημα. Τα παρακάτω λόγια του είναι αποκαλυπτικά της στάσης ζωής του και της θεώρησής του για τον κοινωνικό ρόλο της δημιουργίας: «Σιχαίνομαι ένα τραγούδι που σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι άχρηστος. Σιχαίνομαι ένα τραγούδι που σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι απλά γεννημένος για να χάνεις. Καταδικασμένος να χάνεις. Οτι είσαι άχρηστος για όλους, για οτιδήποτε. Επειδή είσαι πολύ γέρος ή πολύ νέος ή πολύ παχύς ή πολύ λεπτός, πολύ άσχημος ή πολύ το ένα ή… ή το άλλο.
Τραγούδια που σε ταπεινώνουν ή σε κοροϊδεύουν για την τύχη σου. Εγώ είμαι στο δρόμο για να παλέψω ενάντια σε αυτά τα τραγούδια μέχρι την τελευταία μου ανάσα και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου. Είμαι στο δρόμο για να τραγουδήσω τραγούδια που θα σου αποδείξουν πως αυτός είναι ο δικός σου κόσμος και πως ακόμα κι αν σου έχει φερθεί σκληρά και σε έχει κλωτσήσει κάτω μια ντουζίνα φορές, ό,τι χρώμα και αν είσαι, ό,τι είδους άνθρωπος και αν είσαι, εγώ είμαι στο δρόμο για να πω τραγούδια που θα σε κάνουν να νιώσεις περηφάνια γι’ αυτό που είσαι και γι’ αυτό που κάνεις. Τα τραγούδια που γράφω φτιάχνονται για όλους τους ανθρώπους που είναι σαν κι εσένα.
Θα μπορούσα να περάσω από την άλλη πλευρά, την πλευρά με τα πολλά λεφτά και να παίρνω αρκετά δολάρια κάθε βδομάδα απλά για να σταματήσω να τραγουδάω αυτά που τραγουδάω και να λέω το άλλο είδος τραγουδιών που θα σε συντρίβουν ακόμα περισσότερο και θα σε ταπεινώνουν ακόμα περισσότερο και θα σε κάνουν να νιώθεις πως δεν έχεις καθόλου μυαλό. Ομως, έχω αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό ότι θα πρέπει να φτάσω στο σημείο να πεθαίνω της πείνας για να τραγουδήσω τέτοια τραγούδια. Ετσι κι αλλιώς, τα ραδιόφωνα και οι ταινίες σας και τα τζουκ μποξ σας και τα βιβλία σας με τραγούδια, ήδη ξεχειλίζουν από αυτά τα άσχημα τραγούδια…».
Κείμενο της Ρουμπίνης Σούλη (από τον Ριζοσπάστη)