Τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Τ. Σ. Έλιοτ Φωτίζοντας την αόρατη καμπύλη του Απόλυτου…


13245607

Γράφει ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος

Ο Τ. Σ. Έλιοτ προσπάθησε με την ποίηση του να συλάβει το άπιαστο. Προσπάθησε να το κατανοήσει και να το παραδώσει στο αναγνωστικό κοινό.

Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος, κινείται στον χωροχρόνο. Η ύπαρξή του αποτελεί ένα ιδιότυπο ράγισμα σε μια αέναη κίνηση. Ο Έλιοτ ήθελε να βρει το ακίνητο-κινητό σημείο του χρόνου. Κατά κάποιο τρόπο επιδίωξε να μείνει στη μέση δύο άκρων και να διαπιστώσει τί τα ενώνει. Κανείς δεν μπορεί να πει αν τα κατάφερε. Το σίγουρο είναι ότι έριξε λίγο φως στην αόρατη καμπύλη του χωροχρόνου. Στο Απόλυτο.


Η χαρτογράφηση των ποιητικών τόπων

Η επιρροή του στην ποίηση και την κριτική ήταν τεράστια. Ο Εζρα Πάουντ δήλωσε γι’ αυτόν: «Στην πραγματικότητα, εκπαίδευσε και εκμοντέρνισε τον εαυτό του με τον δικό του τρόπο». Η Ερημη Χώρα ήταν αυτή που τον τοποθέτησε στο επίκεντρο της παγκόσμιας ποίησης. Παρ’ όλα αυτά, το έργο που τον έκανε να κερδίσει την υστεροφημία του και οι κριτικοί το χαρακτήρισαν μεγαλειώδες, είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα. Μάλιστα, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να το ολοκληρώσει.

Περιλαμβάνει τέσσερα μεγάλα ποιήματα, αποτελούμενα από πέντε μέρη το καθένα. Στην ποιητική σύνθεση ενσωματώνονται μια σειρά από θέματα τα οποία ήταν ουσιώδη στο πρότερο έργο του. Μολαταύτα, το μήκος και η διάρθρωση, συνδυασμένα με επιμονή και ωριμότητα, επέτρεψαν στον Έλιοτ στο να τα απλώσει σε μεγαλύτερο βάθος και με μεγαλύτερη συνεκτικότητα.

Οι τίτλοι των ποιημάτων αφορούν σε μέρη που είχαν σημασία για τον ποιητή. Γι’ αυτό και η αποκωδικοποίηση του συνολικού μηνύματος του ποιητή, περνά από τη χαρτογράφηση και τη γνωριμία με αυτούς τους… ποιητικούς τόπους. Βήμα-βήμα θα φτάσουμε στο τέλος, που για τον Έλιοτ είναι η αρχή.

ts-eliot-pensive

Burnt Norton

Το Burnt Norton αφορά σε ένα μοναχικό και εγκαταλειμμένο αρχοντικό του 14ου αιώνα στο Aston-sub-Edge, κάτω από τους λόφους του Cotswold, στο Gloucester. Εκεί κοντά είχε ζήσει ο Έλιοτ το καλοκαίρι του 1934.

Από την πρώτη ενότητα ο χρόνος απασχολεί τον ποιητή. Του δίνει ζωή όταν γράφει ότι είναιπαρών, ενώ μάς υπενθυμίζει ότι δεν αγοράζεται, μια και πάντα υπάρχει. Είναι αιώνια παρών. Στη συνέχεια πλάθει ένα μυθικό, παραδεισένιο σκηνικό. Μάς μιλά για τον πρώτο κόσμο και τη συνάντηση των παιδιών με τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κομμάτι του χρόνου, αλλά δεν βρίσκεται στο σωστό σημείο, μια και όπως σημειώνει Το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί ν’ αντέξει πάρα πολλή πραγματικότητα (στχ.44-45).

Στη δεύτερη ενότητα από τον χρόνο πάμε στο ακίνητο σημείο κι αυτό μπορεί να εκφραστεί μέσω της συνειδητότητας. Εδώ ο Έλιοτ ξεκινά κάτι υπεράνθρωπο. Μας λέει ότι ο άνθρωπος κατανοεί τον χρόνο όταν βγαίνει εκτός χρόνου! Όταν στέκεται απέναντι του μπορεί να δει την αξία του χρόνου. Με αυτόν ζωντανεύει η μνήμη (παρελθόν – μέλλον) και με αυτόν κατακτιέται το όλον του χρόνου. Όταν ο άνθρωπος κατανοεί τις διαστάσεις του, τότε είναι και συνειδητός.

Η τρίτη ενότητα μάς μεταφέρει σε τόπο αποξένωσης. Τόπος που υπάρχει σε χρόνο πριν και χρόνο μετά. Εκεί, μόνο ο άνεμος ζει, μια και ακολουθεί και προπορεύεται του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά πάντα υπάρχει κι άλλη πλευρά. Ο Έλιοτ πιστεύει ότι υπάρχει κόσμος που τιτιβίζει, αλλά για να φτάσεις εκεί χρειάζεται δυνατή επιθυμία.

Στην επόμενη ενότητα δίνει ακουστική ταυτότητα στον χρόνο, αφού συνοδοιπορεί με τον ήχο της καμπάνας. Το ακίνητο σημείο κάνει και πάλι την εμφάνιση του. Αν ο άνθρωπος μείνει ακίνητος το φως θα πέσει πάνω του και θα επιστρέψει στην πηγή του. Το Burnt Norton ολοκληρώνεται με την συνύπαρξη. Την συμπόρευση ύλης και μη ύλης (ένα κινέζικο βάζο ακίνητο κινείται διαρκώς μες την ακινησία του, στχ. 145-146). Την περιγραφή του αδύνατου και το «ξάφνιασμα» του χρόνου. Την αδυναμία του μπροστά στο κρυμμένο γέλιο παιδιών μες στα φυλλώματα/Γρήγορα τώρα, εδώ, τώρα, για πάντα/Γελοίος ο θλιβερός αχρηστεμένος χρόνος (στχ. 174-176).

East Coker

Ο τίτλος προέρχεται από ένα μικρό χωριό στο Somerset, στα σύνορα των κομητειών Dorsetshire και Somersetshire. Στο ενοριακό παρεκκλήσι του Somerset βρίσκεται θαμμένη η τέφρα του Έλιοτ. Το East Coker συνδέεται με τους προγόνους του από την πλευρά του πατέρα του, που έζησαν εκεί για δύο περίπου αιώνες, αλλά και της μητέρας του.

Σ’ αυτό το ποίημα ο Έλιοτ μάς δίνει ξεκάθαρα το μήνυμα του. Την σκέψη που κινεί τα Κουαρτέτακαι εντοπίζεται στη φράση Στην αρχή μου είναι το τέλος μου. Ο χρόνος αμετακίνητος στο κείμενο. Στην δεύτερη ενότητα ενώνεται με τη διάρκεια και τη γνώση. Η πείρα είναι η πορεία μας στον χρόνο. Η γνώση την καθορίζει, αλλά μόνο οι ταπεινοί γίνονται σοφοί. Βέβαια, ο χρόνος «κουβαλά» και το σκοτάδι και σ’ αυτό μας βάζει στην τρίτη ενότητα. Μας ζητά να βυθιστούμε στο σκοτάδι, γιατί μόνο έτσι θα βρούμε το φως. Κατά κάποιο τρόπο γίνεται μηδενιστής, ενώ εμφανίζει και κάποια συγγένεια με τον Σωκράτη, μια και κλείνει την ενότητα με την φράση Κι εκεί που είσαι είναι εκεί που δεν είσαι (στχ.148). Η τέταρτη ενότητα είναι γεμάτη αντιθέσεις σε ένα ιδιαίτερο χωροχρονικό συνεχές. Πυρήνας του η υγεία και η αρρώστεια. Οι δύο καταστάσεις δεν σταματάνε ποτέ και η γη ολόκληρη είναι το νοσοκομείο μας (στχ 159). Στους πέντε τελευταίους στίχους αναδεικνύει, διακριτικά, την θεϊκή μας καταγωγή και την δική της αντίφαση. Το τέλος του ποιήματος ανήκει στις λέξεις και στην προσπάθεια του να μάθει τις χρησιμοποιεί. Οι λέξεις μεταφέρουν τα πάντα. Όταν τις προσπερνάμε μένει μόνο το συναίσθημα και η σύγχυση του. Το να μην τις προσπερνάς είναι αδύνατο. Μπορείς όμως να προσπαθείς να εκφράσεις τα πάντα μέσω αυτών.

BB0350

The Dry Salvages

Ο τίτλος του ποιήματος προέρχεται, όπως αναφέρεται σε σημείωση του ίδιου του Έλιοτ, από μια ομάδα βράχων μ’ ένα φάρο στα ανοιχτά της Μασαχουσέτης.

Η μεταφορά του τίτλου στα γαλλικά πιθανώς είναι les trios sauvages, που σημαίνει οι τρείς άγριοι. Ο βράχος που συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο την κίνηση του ακίνητου σημείου.  Παράλληλα, σ’ αυτό το ποίημα ξεκινά η συνάντηση με το υγρό στοιχείο. Στον στίχο 15 δηλώνει: Ο ποταμός είναι μέσα μας, η θάλασσα ολόγυρα μας. Από το νερό, πηγή ζωής, ξεκινούν όλα. Στη συνέχεια δείχνει την παντοδυναμία του χρόνου, αφού είναι καταστροφέας και συντηρητής. Στην τρίτη ενότητα ανατρέπει την στερεότυπη αντίληψη πως ο χρόνος γιατρεύει. Ο χρόνος δεν είναι θεραπευτής (στχ. 133). Ο χρόνος παίρνει μαζί του παρελθόν και μέλλον. Μόνο ο θάνατος μπορεί να σταματήσει τον χρόνο. Η ώρα του θανάτου είναι η μόνη δράση. Στο τέλος της ενότητας, ζητά από τους ταξιδιώτες, αυτούς που θα υποφέρουν τη δοκιμασία και την κρίση της θάλασσας (στχ. 167) να τραβήξουν προς τα εμπρός. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να εκπληρωθεί η αέναη κίνηση της ζωής μια και ο δρόμος προς τα εμπρός είναι ο δρόμος τα πίσω (στχ. 130). Η επόμενη ενότητα εμφανίζει την αγωνία του για την ανθρωπότητα και τονίζει τη δύναμη της προσευχής, καθώς ζητά από την Δέσποινα (την Παναγία) να δεηθεί για όλους αυτούς που είναι σε πλοία. Το τέλος του ποιήματος επικεντρώνεται στο σημείο διατομής του άχρονου με το χρόνο. Η κατανόηση του σημείου είναι δουλειά αγίου, αλλά σύμφωνα με τον Έλιοτ, όλοι μπορούμε να είμαστε άγιοι αρκεί να πληρώσουμε το τίμημα (πεθαίνοντας μια ολόκληρη ζωή). Από την κατανόηση μπορούμε να περάσουμε στην βίωση με την μετενσάρκωση. Εδώ η αδύνατη ένωση σφαιρών ύπαρξης είναι πραγματική. (στχ. 220-221). Η μετενσάρκωση ξεπερνά χώρο και χρόνο. Μας οδηγεί στην ελευθερία. Ωστόσο, δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ εδώ (στχ. 231). Μόνο πρόσκαιρα μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Να επιστρέψουμε στη ζωή με νέο σώμα και να φθάσουμε στην άλλη σφαίρα ύπαρξης.

Little Gidding

Τον τίτλο του τελευταίου ποιήματος τον έχει εμπνευσθεί ο Έλιοτ από το χωριό του Huntingtonshire Little Gidding, τη θρησκευτική κοινότητα του Nicholas Ferrar.

Εδώ, μας ταξιδεύει σε μια τοποθεσία που ξεπερνά τον χρόνο. Κινούμαστε εκτός χρόνου. Σε μια ξεχωριστή εποχή. Την άνοιξη του μεσοχείμωνου, όπου το κρύο έρχεται χωρίς τον άνεμο. Εκεί συναντάμε ένα υδάτινο καθρέφτη. Σε αυτή την εποχή το χιόνι ανθίζει και σ’ αυτό το μέρος ο σκοπός είναι πέρα από το τέλος. Όταν φτάσεις εκεί, αφήνεις για πάντα την λογική και τις ιδέες. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να προσευχηθείς. Να προσευχηθείς με τη δύναμη της ψυχής για να «μιλήσεις» με τους νεκρούς. Ναι, εκεί βρίσκεται ο Έλιοτ. Στον χώρο των νεκρών και για να ακουστείς, ο ήχος της φωνής πρέπει να διαρρήξει το χώρο για να δει το μη ανθρώπινο: Οι νεκροί επικοινωνούν μόνο με τη φωτιά. Αυτό το ταξίδι, είναι η διατομή της άχρονης στιγμής.

Σε αυτή την πέρα από τον χρόνο μετακίνηση, ο ταξιδευτής δεν είναι μόνος. Κάποιος-κάτι τούς περιμένει. Βέβαια, πριν την συνάντηση όλα πεθαίνουν. Ο αέρας, η γη, το νερό και η φωτιά. Η ζωή. Τότε, στο πουθενά εμφανίζεται ένα γνώριμο, εξαγριωμένο, πνεύμα. Η περιγραφή του Έλιοτ μάς οδηγεί στο πουθενά,  μια και κάνει λόγο για την αβέβαιη ώρα πριν απ’ απ’ το πρωί/κοντά στο τέλος ατέρμονης νύχτας/στο παλίνδρομο τέλος του ατέλειωτου (στχ. 80-82). Το πουθενά βρίσκεται μεταξύ χρόνου και άχρονου. Ο Έλιοτ μιλά με τον άλλο του εαυτό. Όχι αυτόν που πέθανε, αλλά αυτόν που άφησε πριν πεθάνει. Ο λόγος μας δίνει ζωή, αλλά πριν ξαναγεννηθούμε, η τιμωρία είναι αναπόφευκτη γι’ αυτό και το πνεύμα δίνει τέσσερα δώρα-βασανιστήρια.

Ο δρόμος είναι πάντα μοναχικός, γι’ αυτό και στην τρίτη ενότητα η μνήμη είναι που μας βοηθά να θυμηθούμε τί αξίζει να αγαπάμε. Να αγαπάμε χωρίς να περιμένουμε τίποτα. Αν θυμάσαι τι είναι αυτό που αγάπησες, ξέρεις και τι θα είναι στο μέλλον. Βέβαια, όλα κινούνται και βρίσκονται στον χρόνο. Ο χρόνος παίρνει πράγματα, πρόσωπα και τα μεταμορφώνει σ’ ένα άλλο σχήμα και η ροή δεν σταματά ποτέ. Με τον χρόνο, όμως, ταξιδεύει στο άπειρο και ο θάνατος και τα πάντα συνομολογούν σ’ ένα καθεστώς σιωπής. Λίγο πριν το τέλος, βάζει το περιστέρι (σύμβολο ειρήνης) να κατέβει με φλόγα πυρωμένου τρόμου. Η φωτιά είναι το στοιχείο που μάς καίει και μας λυτρώνει. Ή αλλιώς, στην αμαρτία υπάρχει η αγάπη.

Το τέλος του ποιήματος και των Κουαρτέτων είναι μοναδικό. Στην πέμπτη ενότητα ο Έλιοτ μας υπενθυμίζει ότι κάθε τέλος και μια αρχή. Από το ίδιο σημείο τελειώνουν κι αρχίζουν τα πάντα. Οι σωστές προτάσεις η καθημερινή απόδειξη της αδιάκοπης σχέσης τέλους-αρχής. Με κάθε μας πράξη πλησιάζουμε το τέλος, άρα και την αρχή. Μολαταύτα, ο χρόνος έχει και μια αδυναμία. Δεν μπορεί να «σβήσει» στιγμές που τον ξεπερνούν. Η Ιστορία γεννιέται κάθε στιγμή. Ζει στο τώρα. Στους τελευταίους στίχους μας καλεί να βρούμε τα παιδιά και να φτάσουμε σε μια κατάσταση τέλειας απλότητας δίνοντας τα πάντα. Τότε, φωτιά και ρόδο θα γίνουν ένα. Το τέλος και η αρχή θα συναντηθούν.

41xPxQ0Qr-L._SX305_BO1,204,203,200_

Εργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς

Αναμφίβολα, τα Τέσσερα Κουαρτέτα είναι έργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς. Ο Ελιοτ προσπάθησε να ξεπεράσει τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Να ανακαλύψει όσα δεν φαίνονται. Να ερμηνεύσει το σημείο-μηδέν. Το σημείο που συναντώνται αρχή και τέλος. Εκεί που βρίσκονται τα στοιχεία της ζωής. Αέρας, γη, νερό, φωτιά. Όπως αναφέρει η Έφη Αθανασίου: «Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, το έργο είναι ένα μήνυμα εσωτερικής εμπειρίας από την υπερβατική Γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα […] μια εξαιρετικά αρμονική δομή που προσεγγίζει την τελειότητα της μορφής. Είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση, που κορυφώνεται στην Ενωση με το Απόλυτο».

 
 

Σημειώσεις

  1. Τ.Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα. Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Μετάφραση και ερμηνευτικό δοκίμιο Έφη Αθανασίου (εκδ. Ικαρος)
  2. The Wall Street Journal

Από:http://www.toperiodiko.gr/%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%AD%CF%83%CF%83%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AD%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%84-%CF%83-%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%84/#.WVlYz1SLRWc

Μπαλάντα της μοναξιάς και της περιπλάνησης …


Μπαλάντα της μοναξιάς και της περιπλάνησης – Ο Βακαλόπουλος για το ‘Επάγγελμα: Ρεπόρτερ’

Το κείμενο που ακολουθεί, για την ταινία Επάγγελμα: Ρεπόρτερ (1975) του  Michelangelo Antonioni, περιλαμβάνεται στο (εξαντλημένο) βιβλίο Δεύτερη Προβολή του Χρήστου Βακαλόπουλου.

Μπαλάντα της μοναξιάς και της περιπλάνησης

Μικελάντζελο Αντονιόνι, Επάγγελμα: Ρεπόρτερ

Δύσκολο να μιλήσει κανείς για το Επάγγελμα: Ρεπόρτερ. Η κριτική, φροντίζοντας να επιβιώσει, αποφεύγει όλα όσα την ξεπερνούν και την καταργούν: κάτω η ειλικρίνεια, ζήτω οι φόρμουλες! Σε μια προσπάθεια θεωρητικοποίησης του εμπειρισμού και του δογματισμού της, η κριτική ληστεύει τα ίδια της τα φαντάσματα: πώς είναι δυνατόν τότε να δεχτεί ότι υπάρχουν ταινίες (ότι υπάρχουν ιδεολογικά προϊόντα) που εγγράφουν την ίδια τους την κριτική, που προσθέτουν ένα δεύτερο, κριτικό λόγο, πάνω στον πρωτογενή ιδεολογικό λόγο που αναπτύσσουν; Το μέλλον διαγράφεται σκοτεινό για την κριτική του είδους. Απ’ τη στιγμή που το αντικείμενό της την καταργεί, το φορμαλιστικό της μίσος μετατρέπεται σε φανατικό λόγο, σε μια πορεία προς την αυτοκαταστροφή. Η κριτική δεν έχει παρά μια επιλογή: το άνοιγμα στη θεωρία, την εγκαθίδρυση ενός κριτικού λόγου για την ίδια της την ύπαρξη.

Αν το Επάγγελμα: Ρεπόρτερ μπλοκάρει την κριτική, είναι σίγουρο ότι ξεμπλοκάρει έναν κάποιο κινηματογράφο: εκείνον που ονομάστηκε κινηματογράφος «ποιότητας» (για να διαχωριστεί τεχνητά απ’ τον «εμπορικό» κινηματογράφο και ν’ αποκρύψει έτσι την ιδεολογική φύση του κινηματογραφικού προϊόντος) και που δικαιώθηκε απ’ την θεωρία των δημιουργών, δίνοντας ένα παραπάνω άλλοθι στην κινηματογραφοφιλία, μασκαρεύοντας για μια ακόμα φορά, μέσα από τερτίπια «ανωτερότητας», «ευαισθησίας» και «υπερβατικής έμπνευσης», μια κάποια πραγματικότητα (η θεωρία των δημιουργών δέχτηκε την πάλη των τάξεων μόνο και μόνο για να την τοποθετήσει στο περιθώριο και την Ιστορία σαν ένα χρήσιμο ντεκόρ της «εμπνευσμένης δημιουργίας»). Πώς όμως ν’ αντιμετωπίσει κανείς μια ταινία που θεμελιώνεται πάνω στα ερείπια μιας τέτοιας θεώρησης, που της δίνει το τελευταίο και αποφασιστικό χτύπημα, όταν μάλιστα πρόκειται για την τελευταία δουλειά του κατεξοχήν «δημιουργού» Αντονιόνι;

Το Επάγγελμα: Ρεπόρτερ καταγγέλλει (δίνοντας μιαν απάντηση από μόνο του στο ερώτημά μας) την κινηματογραφική αυθεντία: αυθεντία του σκηνοθέτη (ενός άλλου ρεπόρτερ), αυθεντία του ηθοποιού – σταρ (Τζακ Νίκολσον, Μαρία Σνάιντερ), αυθεντία (ασφάλεια) του θεατή (του ρεπόρτερ της κινηματογραφικής αίθουσας), αυθεντία της καλλιτεχνικής δημιουργίας (όχι μιας αφηρημένης δημιουργίας αλλά αυτής που στηρίζεται πάνω στις αισθητικές αρχές που επεξεργάστηκε η αστική τέχνη: από δω ξεκινάει και η αδυναμία απ’ την πλευρά της κριτικής να κατανοήσει τη χρήση των κινηματογραφικών μέσων στην ταινία, οι κατηγορίες της για φορμαλισμό και αδιεξοδική αυτοκατανάλωση). Η καταγγελία όμως της αυθεντίας του «δημιουργού» και του ιερού δημιουργήματός του, ακριβώς επειδή αρθρώνεται και αναπτύσσεται μέσα στην ίδια την ταινία (δεν είναι το αποτέλεσμα δηλαδή μιας ακαθόριστης σχέσης της ταινίας με τον θεατή) δεν φετιχοποιείται, δεν προσπαθεί να «καταστρέφει» τον κινηματογράφο γενικά, δεν περιέχει την αυταπάτη της «ανατροπής του θεάματος μέσα απ’ το ίδιο το θέαμα» (τάση που παρουσιάζεται έντονα μέσα απ’ τις νιχιλιστικές διαθέσεις των a priori πρωτοποριών, ακόμα και κάτω από μια χονδροειδή μορφή, όπως στην πρόσφατη περίπτωση της Βιογραφίας του Θανάση Ρεντζή, στη χώρα μας). Αντίθετα μια τέτοια καταγγελία, αποφεύγοντας να γίνει το αγαπημένο φετίχ του θεατή, είναι το πρώτο βήμα, η απαραίτητη προϋπόθεση για το χτίσιμο ενός πραγματικά μοντέρνου κινηματογράφου. Το Επάγγελμα: Ρεπόρτερ επιμένει στην αυτοκριτική του. Η ταινία δομείται πάνω στα συντρίμμια μιας άλλης ταινίας, εκείνης που ο παραγωγός Μάρτιν προσπαθεί να ολοκληρώσει, πάνω στον ρεπόρτερ Ντέηβιντ Λοκ. Ο Λοκ αλλάζει ταυτότητα, αμφισβητώντας την αντικειμενικότητά του, προσπαθώντας να ανακτήσει μια (χαμένη;) υποκειμενικότητα. Όσα συμβαίνουν στον Λοκ, συμβαίνουν και δεν συμβαίνουν, γιατί ο Λοκ δεν είναι πια ο Λοκ: ο μύθος (ο μύθος μιας ταινίας) δεν μπορεί να λειτουργήσει. Όσοι ψάχνουν για τον Λοκ, τι ακριβώς ψάχνουν; Ο θάνατος του Λοκ είναι ο θάνατος του μύθου (αυτού του ανικανοποίητου, ατέλειωτου, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, γιατί συνέχεια ανατρέπεται, μύθου). Αυτός ο θάνατος δεν μπορεί να εγγραφεί μέσα στην ταινία παρά σαν μια απουσία προσδιοριστική: το πλάνο των 7[1] (θα επανέλθουμε σ’ αυτό) είναι καθοριστικό πάνω στη διαδικασία (αυτό)ανατροπής του μύθου μέσα στην ταινία. Όλα αυτά συμβαίνουν μόνο και μόνο για ν’ αρχίσει μια διαδικασία κινηματογραφικής απόδοσης των μεγάλων θεμάτων που απασχόλησαν τους «δημιουργούς» (μοναξιά, περιπλάνηση, θάνατος, έρωτας) χωρίς μεταφυσικούς όρους. Το κινηματογραφικό παιχνίδι που εγκαθιδρύει ο Αντονιόνι βρίσκεται στον αντίποδα του φορμαλισμού: οι λεπτεπίλεπτες κινήσεις της κάμερας όχι μόνο εγγράφουν την αδυναμία της αισθητικής του κινηματογράφου να μιλήσει πέρα από τους ιδεολογικούς προσδιορισμούς της αστικής ιδεολογίας (σαδισμός του δημιουργού, παθητικότητα του θεατή, φετιχισμός της εικόνας), παράγοντας μια συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας (μια και είναι κινήσεις που ο θεατής δεν μπορεί να τις αιτιολογήσει ούτε εντάσσοντάς τες μέσα στους δαιδάλους του «μηνύματος» της ταινίας, ούτε απολαμβάνοντάς τες σαν μαγικά εφέ, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στον Γιάντσο), αλλά παράγουν και το ξεπέρασμά τους. Γιατί μέσα απ’ αυτή την «αναιτιολόγητη» χρήση των κινηματογραφικών μέσων εγκαθιδρύεται ένα πεδίο εγγραφής του ακωδικοποίητου, του ανείπωτου, του μη εγγράψιμου, του «άλλου». Στην περίπτωσή μας, της μοναξιάς, της περιπλάνησης και του θανάτου, που αποδίδονται με υλιστικούς όρους, χωρίς να παραπέμπουν στα (προϋπάρχοντα) «μηνύματα» που υποτίθεται ότι ο μέγας δημιουργός εκπέμπει στους ασφαλείς θεατές του.

Συνέχεια

Ζακ Ρανσιέρ: Οι επιθέσεις στον «λαϊκισμό» προσπαθούν να «σφραγίσουν» την αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική…


Μετάφραση για τον Νόστιμον Ήμαρ: Afterwords

Το δοκίμιο του Ζακ Ρανσιέρ δημοσιεύτηκε στη Libération τον Ιανουάριο ου 2011 και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε για την ισπανική έκδοσή του στο συλλογικό έργο. ¿Qué es elpueblo?. Το αγγλικό κείμενο από το οποίο και μεταφράζουμε είναι μετάφραση του ισπανικού από τον David Broder.

Δεν περνά ούτε μια μέρα χωρίς κάποιος στην Ευρώπη να καταγγείλει τους κινδύνους που εγκυμονεί ο λαϊκισμός. Αλλά δεν είναι εύκολο να αντιληφθούμε τι ακριβώς σημαίνει αυτή η λέξη. Στη Λατινική Αμερική της δεκαετίας του ’30 και ‘40 εξυπηρέτησε τον προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου τρόπου διακυβέρνησης, παρακάμπτοντας τις κοινοβουλευτικές μορφές αντιπροσώπευσης προς όφελος μιας σχέσης στην οποία ο λαός εκπροσωπούταν απευθείας από τον ηγέτη του. Αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης, αρχέτυπα του οποίου ήταν ο Βάργας στην Βραζιλία και ο Περόν στην Αργεντινή επαναβαπτίστηκε από τον Ούγκο Τσάβες ως «σοσιαλισμός του εικοστού πρώτου αιώνα».

Ωστόσο, στην Ευρώπη του σήμερα η ετικέτα «λαϊκισμός» χρησιμοποιείται για να ορίσει κάτι άλλο. Δεν αποτελεί τρόπο διακυβέρνησης. Αντιθέτως, πρόκειται για μια κάποια στάση άρνησης, αντιμέτωπη με τις κυρίαρχες πρακτικές της διακυβέρνησης. Τι είναι ο «λαϊκιστής», όπως ορίζεται σήμερα από τις κυβερνητικές ελίτ και τους ιδεολόγους τους; Πέρα από τις πλείστες παραλλαγές αυτής της λέξης, ο κυρίαρχος λόγος φαίνεται να τη χαρακτηρίζει βάσει τριών βασικών γνωρισμάτων: (1) ένας τρόπος διαλόγου που απευθύνεται απευθείας στον λαό, παρακάμπτοντας τους αντιπροσώπους του και τα υψηλά στελέχη, (2) ο ισχυρισμός ότι οι κυβερνήσεις και οι κυβερνούσες ελίτ νοιάζονται περισσότερο για τα συμφέροντά τους παρά για τη res publica, (3) μια ταυτοτική ρητορική που εκφράζει τον φόβο και την απόρριψη απέναντι στους ξένους.

Μολαταύτα είναι σαφές ότι δεν υπάρχει απαραίτητη σύνδεση μεταξύ των τριών αυτών χαρακτηριστικών. Τα ίδια τα συντάγματά μας αξιώνουν την ύπαρξη ενός σώματος που ονομάζεται λαός, ο οποίος αποτελεί την πηγή εξουσίας και τον προνομιούχο συνδιαλεγόμενο στον πολιτικό διάλογο. Πρόκειται για την ίδια πεποίθηση που ανέπτυξαν οι ρεπουμπλικάνοι και σοσιαλιστές ρήτορες του παρελθόντος, χωρίς κρυφή ατζέντα. Αυτό δε συνδέεται με καμία μορφή ρατσιστικού ή ξενοφοβικού αισθήματος. Δε χρειάζεται δημαγωγία για να διατυπώσει κανείς τον ισχυρισμό ότι οι πολιτικοί μας σκέφτονται περισσότερο την καριέρα τους παρά τις μελλοντικές προοπτικές των συμπολιτών τους και ότι οι άρχοντες ζουν σε σύμπλευση με τους εκπροσώπους μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Ο ίδιος ο τύπος που επιτίθεται στην τάση «λαϊκισμού» μέρα με τη μέρα μας προσφέρει την πιο στοιχειοθετημένη απόδειξη για αυτό. Από την πλευρά τους, αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων που έχουν ενίοτε κατηγορηθεί για λαϊκισμό, όπως ο Μπερλουσκόνι κι ο Σαρκοζί, αποφεύγουν να προπαγανδίσουν τη «λαϊκίστικη» ιδέα ότι οι ελίτ είναι διεφθαρμένες.

Ο όρος «λαϊκισμός» δεν εξυπηρετεί τον χαρακτηρισμό μιας ορισμένης πολιτικής δύναμης. Αντιθέτως, αντλεί την ισχύ του από τα αμαλγάματα που επιτρέπει να υπάρχουν μεταξύ πολιτικών δυνάμεων που εκτείνονται από την ακροδεξιά έως την άκρα αριστερά. Ούτε χαρακτηρίζει ο όρος αυτός μια ιδεολογία ή ακόμα ένα συνεκτικό πολιτικό ύφος. Απλώς σκιαγραφεί την εικόνα ενός ορισμένου λαού.

Συνέχεια

Ντανιέλλα Πρελορέντζου: Ένας «λάιτ» θάνατος…


της Μαριάννας Τζιαντζή

Στον θαυμαστό μνημονιακό κόσμο της «πρώτης φοράς Αριστεράς» οι οδοκαθαρίστριες εργάζονται και μετά τα 60 τους χωρίς τον κίνδυνο να πέσουν ξερές, ακόμα και όταν η θερμοκρασία ξεπερνά τους 40 βαθμούς.

«Σε ένα τέλειο, σχεδιασμένο σοσιαλιστικό σύστημα μεταφορών, δεν θα συμβαίνουν ατυχήματα».

Αυτή η απάντηση δόθηκε στον Αντρέ Μαλρό στο Συνέδριο Συγγραφέων στη Μόσχα τη δεκαετία του ’30. Ύστερα από πάμπολλες ομιλίες που υπόσχονταν έναν σοσιαλιστικό κόσμο δίχως δάκρυ, πόνο και στεναγμό, ο γάλλος συγγραφέας ρώτησε: «Και αν το τραμ πατήσει και σκοτώσει ένα παιδί;» Και μετά την απάντηση, ακολούθησαν ενθουσιώδη χειροκροτήματα.

Στον θαυμαστό μνημονιακό κόσμο της «πρώτης φοράς Αριστεράς» οι οδοκαθαρίστριες εργάζονται και μετά τα 60 τους χωρίς τον κίνδυνο να πέσουν ξερές, ακόμα και όταν η θερμοκρασία ξεπερνά τους 40 βαθμούς. Ακόμα και αν είναι η δεύτερη φορά στο ίδιο 24ωρο που βγαίνουν για δουλειά.

Και όχι μόνο οι καθαρίστριες των δρόμων και των δημόσιων κτιρίων. Οι νοσοκόμες, οι δασκάλες, οι νηπιαγωγοί, οι υπάλληλοι σε σούπερ μάρκετ και οι εργάτριες σε βιομηχανίες θα εργάζονται μέχρι τα 65 ή τα 67 και μετά. Όσο αντέξουν.

Δεν δούλεψε οκτάωρο η 62χρονη Ντανιέλλα Πρελορέντζου, εξηγεί με ανακοίνωσή του ο Δήμος Ζωγράφου. Τρεις ωρίτσες μόνο το πρωί μάζευε τα σκουπίδια από τα καλαθάκια στη λεωφόρο Παπάγου. Μόνο που οι περισσότεροι από εμάς δεν θα αντέχαμε ούτε μισή ώρα να κάνουμε αυτή τη δουλειά μες στον καύσωνα, ακόμα και νωρίς το πρωί.

Αν η 62χρονη καθαρίστρια ήταν τώρα ζωντανή, πόσα χρόνια ακόμα θα έπρεπε να δουλεύει μέχρι να πάρει μια υποτυπώδη σύνταξη; Πόσο δίκαιο, πόσο αριστερό είναι οι γιαγιάδες να ξεβρωμίζουν την πόλη ή τις σκάλες των πολυκατοικιών; Πού τάχα βρίσκεται το αριστερό, το κοινωνικό πρόσημο με το οποίο μας έχει ζαλίσει η κυβέρνηση;

«Λάιτ είναι τα μέτρα που περάσαμε», δήλωσε πρόσφατα ο Πάνος Σκουρλέτης, πάντως πιο λάιτ από εκείνα που είχαν επιβάλει οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Λάιτ ήταν και ο θάνατος της Ντανιέλλας.

 

Λάιτ τα μέτρα τους, όμως πλούσια σε λιπαρή υποκρισία τα λόγια τους και γουρουνίσια η αναισθησία τους.


Aπό:https://www.kommon.gr/iv/1037-daniella-prelorentzou-enas-lait-thanatos-tis-mariannas-tziantzi

Πετρέλαια, φυσικό αέριο και Ζωτικός Χώρος φέρνουν τον πόλεμο στα Βαλκάνια αλλά και καθεστώς Άμυνας/Ασφάλειας…


Αυτό που αποκαλύπτεται είναι ότι με πρωταγωνιστή το ελληνικό κράτος και σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, οικοδομείται ένας άξονας Άμυνας/’Ασφάλειας ικανός να εγγυηθεί την Νέα Καπιταλιστική Ιμπεριαλιστική Τάξη Πραγμάτων στα Βαλκάνια-Αν.Μεσόγειο και τα ενεργειακά τους σχέδια.
Εντείνεται η στρατιωτικοποίηση στα Βαλκάνια καθώς σε έξαρση βρίσκεται ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε-Ρωσίας, ενώ Ελληνικό και Τουρκικό κράτος ανταγωνίζονται για Ζωτικό Χώρο.
Δημοσιογραφικά παπαγαλάκια γράφουν για Ασκήσεις μεταξύ της Ελλάδας και Βαλκανικών χωρών που δίνουν επιχειρησιακή διάσταση στις επικίνδυνες θεωρίες του ΥΕΘΑ Π.Καμμένου περί «Χριστιανικών Τόξων» και του ΥΠΕΞ Ν.Κοτζιά για προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων!

Στην σκιά λοιπόν των αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων και ανακατατάξεων στη Μέση Ανατολή, των απειλών μιας νέας σύγκρουσης στην Κορεατική Χερσόνησο, στα Βαλκάνια αυξάνονται οι πολεμικές προετοιμασίες.

Τον τόνο δείχνει να τον δίνουν ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, με την Ρωσία να μετρά την δραματική απώλεια του Μαυροβουνίου και να εναγκαλίζεται το Σερβικό κράτος, που όμως έχει στραμμένο το βλέμμα του και στην ΕΕ, αλλά και στο ΝΑΤΟ.
Έτσι λοιπόν, λίγες μέρες μετά την τεράστια άσκηση ΝΑΤΟ “NOBLE JUMP 2017” που διεξήχθη στη Ρουμανία, με την συμμετοχή 4.000 Μισθοφόρων από 10 κράτη μέλη της συμμαχίας (Αλβανία, Βουλγαρία, Ην. Βασίλειο, ΗΠΑ, Ισπανία, Λεττονία, Ρουμανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Πολωνία και με σκοπό της άσκησης τον έλεγχο των διαδικασιών ανάπτυξης και λειτουργικότητας του επιχειρησιακού Νατοϊκού σχηματισμού, Very High Readiness Joint Task Force-VJTF.
Στη Βουλγαρία ξεκίνησε η πρώτη από μια σειρά ασκήσεων σχετικά με την «Saber Gurdian- 2017». Η άσκηση των ειδικών δυνάμεων «Black Swan-2017» θα κρατήσει μέχρι τις 22 Ιουλίου στο έδαφος τριών χωρών, οι οποίες φιλοξενούν την πολυεθνική άσκηση «Saber Gurdian- 2017», δηλαδή στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και Ουγγαρία.
Η «Black Swan-2017» είναι η πρώτη από μια σειρά ασκήσεων που σχετίζονται με την «Saber Gurdian- 2017» και σύμφωνα με την αρθρογραφία «βοηθά τους συμμετέχοντες να επεξεργασθούν και να επιδείξουν τις ικανότητες των ειδικών δυνάμεων σε επιχειρήσεις καθώς και την ετοιμότητα των συμβατικών δυνάμεων στην αντιμετώπιση πραγματικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης».
Στη Βουλγαρία, η «Black Swan-2017» θα πραγματοποιηθεί στο κέντρο κατάρτισης «Νόβο Σέλο» καθώς και σε άλλες περιοχές της χώρας. Σε αυτήν θα λάβουν μέρος και αμερικανικές δυνάμεις.

η συνέχεια της ενδιαφέρουσας ανάλυσης ΕΔΩ http://diktiospartakos.blogspot.gr
__________________________________________________________

Κυνήγι μαγισσών – not a fairytale…


Η δαιμονοποίηση των γυναικών στην πατριαρχία είναι μια ιστορία γραμμένη με αίμα στους αιώνες.

Από την αρχαιότητα οι γυναικείες θεότητες που σχετίζονταν με την ελεύθερη σεξουαλικότητα παρουσιάζονται ως σκοτεινές, δαιμονικές, υποχθόνιες, ως απειλή για την ανθρωπότητα. Είναι οι σεληνιακές θεότητες, είναι οι βακχικές μαινάδες, είναι η Ινδή Κάλι, η Εκάτη, η Λάμια (ή λάμιες στη συνέχεια), είναι η μάγισσα Μήδεια, οι γοργόνες, οι σειρήνες κ.α. Γυμνόστηθες και ελεύθερες δολοφονούν άντρες και παιδιά, πίνουν αίμα, ζουν σε δάση, σε λίμνες και ξέφωτα, σε ακτές και σε αφρισμένα κύμματα. Ειναι οι μάγισσες που εξ αρχής οι γενναίοι άντρες κυνηγούν να εξαφανίσουν, για να «σώσουν» από αυτές τις νεαρές γυναίκες πριν ξεμυαλιστούν και εγκαταλείψουν την αναπαραγωγή και την συζυγική υπηρεσία, αλλά και ολόκληρο το αντρικό φύλο. Οι μάγισσες αυτές άλλοτε παραπλανούν με τη σατανική τους γοητεία ενάρετους, γενναίους, εργατικούς, φιλότιμους άντρες πριν τους πιουν το αίμα ή τους καταβροχθίσουν και άλλοτε τους τεμαχίζουν πριν καταναλώσουν το ωμό αντρικό κρέας.

Είναι οι γυναίκες που σπάσαν τα δεσμά της πατριαρχίας, όρισαν το σώμα τους και την ελευθερία τους και «πρόδωσαν» τον ιερό σκοπό του γάμου και της μητρότητας, της εξαρτημένης κοινωνικά και οικονομικά ζωής από τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αδελφό. Είναι οι σεξουαλικά απελευθερωμένες γυναίκες που δεν δέχονται το σώμα τους να γίνεται εργαλείο αναπαραγωγής των αντρών. Και το τίμημα αυτής της απελευθέρωσης στην πατριαρχία είναι η δαιμονοποίηση και ο θάνατος.

Σε αντίθεση με τις δαιμονικές γυναίκες, οι θεότητες που συμβολίζουν την «ενάρετη» πιστή κα αφοσιωμένη σύζυγο, μητέρα, κόρη και αδελφή, έχουν συνδεθεί με την αναπαραγωγή, την μητρότητα, τη γονιμότητα, την γεωργία. Είναι το μόνο αποδεκτό πρότυπο στην πατριαρχία και αυτό αποτελεί αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας χιλιάδες χρόνια πίσω. Μέχρι σήμερα η γυναίκα έχει ταυτότητα ως κόρη, αδελφή, σύζυγος, μητέρα κάποιου άντρα. Ή αλλιώς η γνωστή σε όλες μας ερώτηση: «τίνος είσαι εσύ;»

Η επιθυμία του πατέρα διαταγή. Εκατομμύρια γυναίκες στους αιώνες παντρεύτηκαν άντρες που δεν ήθελαν αλλά αυτό όριζε η επιθυμία και οικονομική συμφωνία του πατέρα, του αδελφού, του θείου. Εκατομμύρια γυναίκες υποδουλωμένες στην συζυγική υπηρεσία και στο νοικοκυριό βιάζονταν και βιάζονται, προκειμένου να εκπληρώσουν τον σκοπό που προσδιορίζει για αυτές η πατριαρχία από την στιγμή που γεννιούνται: να γεννήσουν παιδιά. Βασικά να γεννήσουν αγόρια. Τους αυριανούς εργάτες ή τους πολεμιστές παλιότερα, τους αυριανούς συζύγους και πατέρες. Κι αν γεννιόταν κορίτσι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ακόμη σκλάβα που θα πουλιόταν σε κάποιον άλλο άντρα.

Συνέχεια