Στην ανάρτηση Το πολιτικό πρόταγμα της σχιζοανάλυσης, παραθέσαμε μερικά πολιτικά κρίσιμα αποσπάσματα από τονΑντι-Οιδίποδα των Deleuze-Guattari. Σε αυτό το σύντομο σημείωμα, θα προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε μερικά σημεία.
Με βάση τη διάκριση του Freud σε ασυνείδητο, προσυνειδητό, συνειδητό, οι Deleuze-Guattari διακρίνουν στον Αντι-Οιδίποδα τρία επίπεδα ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης και θέλησης:
1) Το συνειδητό επίπεδο, που περιλαμβάνει στοιχεία υπό την άμεση επίγνωση του ατόμου.
2) Το προσυνειδητό επίπεδο, του δομικού-ταξικού συμφέροντος, που δεν βρίσκεται στην άμεση επίγνωση του ατόμου αλλά μπορεί να ανακληθεί με συνειδητή προσπάθεια.
3) Το ασυνείδητο επίπεδο της απωθημένης επιθυμητικής παραγωγής, που είναι πανανθρώπινο-οικουμενικό, αν και συνεπάγεται διαφορετικά περιεχόμενα και διαφορετικές ποσότητες απωθημένης libido, ανάλογα με την ταξική θέση.
Η παραδοσιακή μαρξιστική διάκριση ανάμεσα στην »τάξη καθεαυτή» και την »τάξη δι’εαυτή», αφορά μόνο, κατά σειρά, το 2ο και το 1ο επίπεδο, το πέρασμα δηλαδή από το ταξικό προσυνειδητό στην ταξική συνείδηση.
Όμως η διαμόρφωση της συνείδησης ενός ανθρώπου δεν εξαρτάται μόνο από την ταξική του θέση.
Η Οικογένεια, η Αγορά, το Έθνος, αποτελούν μηχανισμούς της κοινωνικο-ιστορικά προσδιορισμένης «αρχής της πραγματικότητας» στην οποία τα υποκείμενα καλούνται να προσαρμοστούν περιορίζοντας την »αρχή της ηδονής», με τρόπο που συνδέται με την ταξική δομή της κοινωνίας αλλά έχει και μια αυτοτέλεια. Μολονότι η πυρηνική οικογένεια εδραιώνεται και αναπτύσσεται με την εδραίωση της καπιταλιστικής κοινωνίας, η δομή παιδί-μητέρα-πατέρας αφορά ανθρώπους από όλες τις τάξεις. Η Αγορά αφορά την κυκλοφορία εμπορευμάτων και χρήματος που αναπτύσσει ό,τι ο Μάρξ αποτελεί »φετιχισμό του εμπορεύματος-χρήματος», μαγνητίζοντας την επιθυμία όλων των τάξεων. Το Έθνος αποτελεί αντικείμενο λιβιδινικής επένδυσης ατόμων που τοποθετούνται σε διαφορετικές κοινωνικο-ταξικές θέσεις στην κοινωνία.
Εκείνο, λοιπόν, που δεν μπορεί να συλλάβει η παραδοσιακή, ορθόδοξη διάκριση »τάξη καθεαυτή-τάξη δι’εαυτή», είναι το 3ο επίπεδο, το ασυνείδητο επίπεδο της επιθυμητικής παραγωγής μέσα στις καθορισμένες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες.
Ο κλασικός μαρξισμός έχει μια πολύ στενή θεώρηση της συνείδησης και της θέλησης του υποκειμένου. Μια θεώρηση που συνάντησε και συναντά συνεχώς όρια στο να κατανοήσει την οικογένεια, τον εμπορευματικό-χρηματικό φετιχισμό, την εθνική συνείδηση, και άλλα φαινόμενα, συναντώντας σε τελική ανάλυση όρια στην κατανόηση του υποκειμένου και της διαδικασίας επαναστατικοποίησης της συνείδησης και θέλησής του. Ακραίο σύμπτωμα αυτής της αδυναμίας ήταν και είναι η αναπαραγωγή στερεοτυπικών, κυρίαρχων οικογενειοκρατικών-πατριαρχικών αντιλήψεων στους κόλπους της εργατικής τάξης και των κομμουνιστικών κομμάτων, ο »καταναλωτισμός» που διαπερνά τα εργατικά στρώματα, ο εθνορατσισμός και τελικά ο εκφασισμός κομματιών της ίδιας της εργατικής τάξης. Και φυσικά, ο κλασικός μαρξισμός έχει ιδιαίτερη δυσκολία στο να εξηγήσει την αυτο-θυσία των μελών του υπέρ της διαιώνισης οράματος του Κομμουνισμού και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Στη πραγματικότητα, ο κλασικός μαρξισμός δεν έχει καν συγκροτήσει κάποια συστηματική θεωρία του υποκειμένου. Θεωρεί δεδομένη την αντιστοίχηση του ατόμου με την τάξη, του ατομικού με το ταξικό συμφέρον, ενώ σπάνια κάνει νύξεις για διαστάσεις άλλες, πέραν του συμφέροντος. Αυτή η αντιστοίχιση δομικά ισχύει, όμως πρόκειται, όπως είδαμε, μόνο για το 1 από τα 3 επίπεδα, και η ενεργοποίηση του περάσματος από την ταξική θέση στην ταξική (αυτο)συνείδηση είναι μια πολύ πιο σύνθεση διαδικασία.
Η επαναστατική συνείδηση και θέληση σημαίνει την επαναστατικοποίηση και των τριών επιπέδων του υποκειμένου. Της συνείδησης, του ταξικού προσυνειδητού συμφέροντος, της ασυνείδητης επιθυμητικής παραγωγής.
Η αστική τάξη εμποδίζει την ανάκληση του προσυνειδητού ταξικού συμφέροντος με δύο τρόπους:
α) με την κυρίαρχη ιδεολογία και με πακέτα ιδεολογημάτων μερικής-αποσπασματικής-αξιολογικά τοποθετημένης γνώσης, που επιδρούν στο συνειδητό επίπεδο
β) με την αιχμαλώτιση της επιθυμίας από μηχανισμούς αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, όπως η οικογένεια, η αγορά, το έθνος.
Μέσα από αυτές τις δύο μεθόδους, τις οποίες είναι αναγκαίο να διακρίνουμε μεθοδολογικά, η κυρίαρχη τάξη καταφέρνει η συνείδηση και το ασυνείδητο των υποτελών τάξεων να μπλοκάρουν την ανάκληση του προσυνειδητού ταξικού συμφέροντος, μέσα από κοινωνικο-ιστορικές, ιδεολογικές κατασκευές αλήθειας-γνώσης και μέσα από κοινωνικο-ιστορικά συμπλέγματα. Έτσι η κυρίαρχη τάξη καταφέρνει να διαιρεί ιδεολογικά και επιθυμητικά τους υποτελείς, με διάφορους διαχωρισμούς κωδικοποιημένης γνώσης και κωδικοποιημένης libido (έμφυλους, ρατσιστικούς και εθνικούς, κ.α).
Υπερασπιζόμενοι, σε παλιότερη ανάρτηση, τη «λενινιστική μηχανή» ενάντια στον «λενινισμό, υπερασπιζόμαστε την ενόραση του Λένιν, που είδε στην επαναστατικοποίηση της θέλησης το οικονομικό, το πολιτικό, το ιδεολογικό, και το επιθυμητικό στοιχείο. Βλ. εδώ https://bestimmung.blogspot.gr/2017/05/blog-post_9.html. Ωστόσο, η συνέχεια της Σοβιετικής Ένωσης απέδειξε ότι η επαναστατικοποίηση της θέλησης κάποια στιγμή ανακόπηκε και αντιστράφηκε, με διαφιλονικούμενο το ποιό ήταν αυτό το ιστορικό σημείο. H καταστολή της ψυχανάλυσης και των πολλαπλών μορφών τέχνης μετά το 1930, υποδεικνύει, τουλάχιστον, το σημείο απώλειας κάθε δυνατότητας περαιτέρω επαναστατικοποίησης της θέλησης, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η αρνητική αυτή εξέλιξη αποδίδεται στις αντικειμενικές, πολεμικές ιστορικές συνθήκες και το τεχνολογικό επίπεδο παραγωγής-κατανάλωσης της προεπαναστατικής Ρωσίας.
Η διαρκώς αυξανόμενη γκρίνια και το ανάθεμα των ριζοσπαστικών κύκλων ότι έχει αυξηθεί, στον δυτικό κόσμο, η »αλλοτρίωση», αποτυπώνει με πάσα βεβαιότητα ότι αδυνατούν, και συχνά δεν θέλουν, να κατανοήσουν τους μηχανισμούς αιχμαλώτισης της επιθυμίας από τις κεφαλαιοκρατικές μηχανές αναπαραγωγής της κυριαρχίας, και να αναζητήσουν τρόπους προσέλκυσης και επαναστατικοποίησης της επιθυμίας των υποτελών, διαμορφώνοντας μια σύγχρονη, συνειδητή, προσυνειδητή και ασυνείδητη επαναστατικοποίηση.
Από:https://bestimmung.blogspot.gr/2017/06/t.html