Ο Άνθρωπος
Ο εξυγιαίνων τον κόσμο, ο θεραπεύων τας αμαρτίας πάσας,
ο ήλιος, έχει αποθέσει την παλάμη του στην κεφαλή μου.
Η ευσεβεστέρα των καλογραιών, η νύχτα, έχει καλύψει με το
πέπλο της τους ώμους μου.
Ασπάζομαι το χιλιοσέλιδο Ευαγγέλιο του έρωτά μου.
Στον έρωτα ανυψώνω την οδυνηρή και ηχηρή δέησή μου,
η ψυχή μου
μιαν άλλην έλευση αναμένει
ακούω
γη, το
“Νυν απολύεις!” σου.
Στην κιβωτό της νύχτας
καινούριος Νώε
περιμένω
το σκοτεινότριχο περιβλημένος κύμα
ότι θαρθούν
να με ζητήσουν
ότι θα κόψει η αυγή με τις ρομφαίες της
τον γήινο λώρο.
Έρχεται
Έφτασε
Νάτην ξεδιπλωμένη
Οι ακτίνες της παντού
Αποκαθαίρουν
Οι βόστρυχοι των ακτίνων τραγουδούν
και οι μέρες ήρεμα γλιστρούν εκεί
μ όλο το κέλυφος της ταραχής τους.
Α, ο ήλιος πάλι.
Καλεί τους λοχαγούς του της φωτιάς.
Η αυγή χτυπάει το τύμπανο.
Εμπρός,
ενάντια στην επίγεια τούτη λάσπη
Ήλιε!
Θα λησμονήσεις
τον εξάγγελό σου;
* Η γέννηση του Μαγιακόβσκη
Οι ηλίθιοι ιστορικοί, ενθαρρυμένοι από τους σύγχρονους,
ας γράψουν αν θέλουν: “Αυτός ο αξιοσημείωτος ποιητής έζησε
μιαν ανιαρή ζωή, χωρίς ενδιαφέρον.”
Ξέρω
πως οι αμαρτωλοί
βογκώντας μες στην κόλαση
δεν θα επικαλεστούνε το όνομά μου.
Στων ιερέων τα χειροκροτήματα
η αυλαία μου δε θα πέσει μπρος στο Γολγοθά.
Θα πάω απλά-απλά
να πάρω τον καφέ μου
στο Θερινό Κήπο.