Η ώρα του διαβόλου…


«Αλλά εγώ δεν είμαι αυτό που νομίζουν. Οι Εκκλησίες με μισούν. Οι πιστοί τρέμουν στο όνομά μου. Αλλά, είτε το θέλουν είτε όχι, έχω έναν ρόλο στον κόσμο. Δεν είμαι ούτε επαναστατημένος εναντίον του θεού ούτε το πνεύμα που αρνείται. Είμαι ο Θεός της Φαντασίας, απολωλώς γιατί δεν δημιουργώ. […]
Είμαι το πνεύμα που δημιουργεί χωρίς να δημιουργεί, που η φωνή του είναι καπνός και η ψυχή του ένα λάθος. Ο θεός με δημιούργησε για να τον μιμούμαι τη νύχτα. Αυτός είναι ο Ηλιος, εγώ είμαι η Σελήνη.
Το φως μου αιωρείται πάνω από το καθετί που είναι μάταιο ή ψεύτικο, φωσφορισμούς, όχθες ποταμών, έλη και σκιές».

Το διήγημα «Η ώρα του διαβόλου» (απόσπασμα του οποίου μόλις διαβάσατε) αποτελεί ένα από τα πιο πρώιμα έργα του Φερνάντο Πεσόα.
Κρυμμένο στο μυθικό μπαούλο με τα χειρόγραφα, το έργο εκδόθηκε πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή.
Ο διάβολος συναντά μια συνηθισμένη Μαρία. Σε ελάχιστο χρόνο τής αποκαλύπτει μυστικά του κόσμου και της ύπαρξης και της αναγγέλλει τη γέννηση του ποιητή, του γιου της.
Ο διάβολος-ποιητής, μορφή βαθιά, ευγενική και οικεία, οντολογεί περιγράφοντας τη δική του ιστορία, το πλέγμα των σχέσεων ανάμεσα στον ίδιο, τον θεό και τους ανθρώπους.
Ποίηση και πραγματικότητα ταυτίζονται σε ένα σύντομο διαμάντι που δεν ηθικολογεί, δεν θεολογεί, αλλά παραχωρεί στη φαντασία μια κοσμογονική δύναμη.
Πόσο περίεργο, πόσο άβολο και παράδοξο είναι να μιλάς για τον Φερνάντο Πεσόα με αφορμή επεισόδια σαν αυτά έξω από το θέατρο «Αριστοτέλειον» της Θεσσαλονίκης!
Εδώ που οι χριστιανοί Ταλιμπάν των τριών συμφώνων συναντούν τους χουλιγκάνους ιερολοχίτες τον δύο φωνηέντων.
Είμαστε μπροστά στην επιστροφή σε μια προγλωσσική εποχή, όταν ο ήχος ήταν το ίδιο το νόημα του ήχου, το μούγκρισμα το νόημα του μουγκρίσματος.
Σε μια εποχή που δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράστασή της, στο γεγονός και το είδωλό του.
Σε μια εποχή που δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε αυτό που μου ανήκει και σε αυτό που μπορεί να ανήκει ή να αναφέρεται σε άλλους.
Σε μια εποχή που η επιβολή είναι απλώς προέκταση του σώματός μου.
Ολη αυτή η σκοτεινή μάζα, η μαύρη ύλη που έρχεται συμπαγής μέσα από την ιστορία και φέρνει τα στοιχεία της περιόδου πριν από την ίδια την ιστορία, είναι παρούσα στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ενα κομμάτι που όσο ψηλά κτίρια κι αν χτιστούν, όσες ανακαλύψεις κι αν καταγραφούν, όση παιδεία κι αν μοιραστεί ισόποσα, το αυτό θα παραμείνει.

Το σκοτάδι αυτό ίσως να μη μετακινείται, υπάρχει εκεί για να μας θυμίζει μια άλλη εκδοχή της ανθρώπινης εμπειρίας που πεισματικά προσπαθούμε να παρακάμψουμε, χρησιμοποιώντας το πιο αναίμακτο και υποκριτικό μας ξόρκι: αν κάτι το αγνοήσεις ηθελημένα, παύει να υπάρχει.
Υπάρχουν όμως κάποιοι που φυσικά και δεν θα τους αγνοήσουν. Γιατί αυτό που έχει σημασία είναι πως η μάζα αυτή είναι πιο εύκολα χειραγωγήσιμη από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία ανθρώπων.
Η Χρυσή Αυγή έστησε την εκλογική της άνοδο αντλώντας ακριβώς από αυτή τη δεξαμενή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως εμφανίστηκε για ακόμα μία φορά, τώρα έξω από το «Αριστοτέλειον».
Οπως έγινε γνωστό, βουλευτές της Χρυσής Αυγής κατέθεσαν μηνυτήρια αναφορά κατά των συντελεστών της παράστασης. Η δικογραφία θα αποσταλεί στο εισαγγελέα.
Οι διαμαρτυρίες των σκοταδιστών δεν έχουν να κάνουν ούτε με κάποια θρησκευτική αντίθεση ούτε με κάποια πίστη ούτε με τίποτα.
Είναι η επιθυμία του σκοταδιού να επαληθεύσει τον εαυτό του. Να τον επιβάλει ως μόνη επιλογή σε έναν κόσμο χωρίς επιλογές. Οπως το απόσπασμα του έργου που παραθέτουμε αποδεικνύει, είναι αντίθεση απέναντι στην ίδια τη φαντασία των κοινωνιών.
Την ελευθερία, την έκφραση, οτιδήποτε διαχωρίζει τον άνθρωπο από την τετράποδη εκδοχή του που διαδηλώνει έξω από το θέατρο.
Για τον λόγο αυτό, όσο γραφικά και αν μας φαίνονται τέτοια περιστατικά, στην πραγματικότητα μας αφορούν όλους άμεσα.
Και ο εναγκαλισμός των χρυσαυγιτών έξω από το θέατρο μας υποδεικνύει ξεκάθαρα όλους τους λόγους που κάτι τέτοιο ισχύει.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)


Από:http://tsalapatis.blogspot.gr/2017/10/blog-post_30.html

Alain Badiou-Το Εργοστάσιο ως Συμβαντικός Τόπος…


Λεζάντα: Ο Μόργκαν δηλώνει: «Το Κράτος είμαι Εγώ! Τι νόημα έχει να πληρώνω φόρους, αφού όλοι οι φόροι τελικά καταλήγουν στο θησαυροφυλάκιό μου;»)
 –
Το Εργοστάσιο ως Συμβαντικός Τόπος
Αλαίν Μπαντιού
 –
Γιατί πρέπει ο εργάτης να αποτελεί σημείο αναφοράς τού πολιτικού μας οράματος;
 –
Η αναγκαιότητα τής αναφοράς αυτής είναι το αποτέλεσμα μιας αναλυτικής και αντικειμενικής σύλληψης που στηρίζεται στο δεδομένο τής αδιάσπαστης συνοχής τού κοινωνικού δεσμού, πράγμα το οποίο, με τη σειρά του, συνάγεται βάσει τής δεδομένης θέσης που κατέχουν τα υπό εκμετάλλευση στρώματα. Όμως, εδώ, απαιτείται μια πολύ πιο περίπλοκη προσέγγιση από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται αναγκαίο. Μια οξυδερκής αναλυτική εκτίμηση (όπως αυτή, για παράδειγμα, που διατυπώθηκε από τον Μαρξ) θα έδειχνε με σαφήνεια ότι από τον μηχανισμό τής εκμετάλλευσης — από την απόσπαση δηλ. τής υπεραξίας — μπορεί μεν κατ’ αρχάς να συναχθεί ο ανταγωνισμός των εργατών στην αγορά εργατικού δυναμικού, αλλά αυτό δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να οδηγήσει στη διαπίστωση ενός άμεσα αναπαραστήσιµου δεσμού. Αν, ωστόσο, η οφειλόμενη στον ανταγωνισμό διάρρηξη των δεσμών αποτελούσε πάγια και σταθερή κατάσταση, τότε θα έπρεπε — από τη σκοπιά τουλάχιστον όσων προσεγγίζουν την πολιτική υπό το πρίσμα τού δεσμού και των κοινωνικών συνεκτικοτήτων, δηλαδή, υπό το θεωρητικό πρίσμα των «αντικειμενικών υποκειμένων» — να ευθυγραμμιστούν οι εργάτες με τους κολλήγους, των οποίων ο εγωτισμός και οι πολλαπλές αντιπαραθέσεις, όπως είναι γνωστό, οδήγησαν τον Μαρξ στην εκτίμηση ότι ήταν ανίκανοι να συγκροτήσουν ανεξάρτητη πολιτική δύναμη. Τι είναι όμως εκείνο που αποσταθεροποιεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και ενοποιεί την εργατική τάξη στο ενδεχόμενο πλαίσιο μιας πολιτικής εκπροσώπησης; Για να είμαστε ακριβείς, υπάρχουν δύο απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Η πρώτη (η οποία εμφανίζεται στα «Χειρόγραφα τού 1844») στηρίζει τη συλλογιστική της στο στοιχείο τού κενού, το οποίο εντάσσεται ευθέως στο γενολογικό είναι των εργατών, εφόσον το μόνο που οι τελευταίοι κατέχουν είναι μια προς πώληση αφαίρεση, με άλλα λόγια, την εργατική τους δύναμη. Η δεύτερη απάντηση (που πρέπει μάλλον να αποδοθεί στον Ένγκελς) επιχειρηματολογεί στη βάση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τής βιομηχανικής εργασίας: συγκέντρωση μεγάλων ανθρώπινων μαζών, στρατιωτική πειθαρχία, και ούτω καθεξής. Αυτή τη φορά, πρόκειται για το στοιχείο τού εξαναγκαστικού δεσμού — τής οργάνωσης τής εργασίας, τού τρόπου δηλαδή με τον οποίο «ό,τι είναι νεκρό (η μηχανική και αυταρχική ρύθμιση) ιδιοποιείται και νέμεται ό,τι είναι ζωντανό (την εργασία τού εργάτη)» — το οποίο αναστρέφεται σε ελεύθερο και συνάμα άτεγκτο δεσμό: τον διεκδικητικό συνδικαλισμό, τού οποίου έπεται  το κόμμα εκπροσώπησης.
 –

Συνέχεια

Οι παρελάσεις και το «μήκος της φούστας»…


Υποκρισία, πουριτανισμός, γελιοποίηση ενός παρηκμασμένου θεσμού και στο βάθος σεξισμός

d32

Νατάσα Κεφαλληνού

Τα τελευταία χρόνια με τη θεαματικοποίηση των παρελάσεων (μιλιταριστικού / εθνικιστικού θεσμού) κάθε χρόνο καλούμαστε να διαπραγματευτούμε ένα κάρο σχόλια για το «μήκος της φούστας». Έφηβα κορίτσια αλλά και μεγαλύτερες γυναίκες, μαθήτριες, δασκάλες και καθηγήτριες, που συμμετέχουν στην παρέλαση, γίνονται στόχοι επικριτικών σχολιασμών που σχετίζονται με την εμφάνιση τους.

Στα ΜΜΕ αλλά και social media γίνεται πλειοδοσία  σεξισμού, εσωτερικευμένου μισογυνισμού, με αρκετές δόσεις λιγούρικης ηδονοβλεψίας.  Φέτος στόχος ήταν μια καθηγήτρια που οι ενδυματολογικές τις επιλογές κρίθηκε ότι δεν συνάδουν με τον …ιερό θεσμό των παρελάσεων. Το μήκος του φορέματος, το βάψιμο, αλλά και ο σίγουρος και δυναμικός βηματισμός προκάλεσαν τη μήνιν.

Όσοι υπερασπίζουν το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια είδαν στην εικόνα της εν λόγω γυναίκας μια απειλή για τα ιερά και τα όσια της φυλής, συστατικό μέλος της οποίας είναι η «ελληνίδα γυναίκα» και  κυρίως η «ελληνίδα μάνα». Στα μυαλά τους, άλλωστε, το μοντέλο της ελληνίδας «πατριώτισσας» συνδυάζεται πάντοτεμε την εικόνα της άσπιλης μάνας (ωσάν την Παναγία), που γεννά και κλαίει στρατιώτες, της μειλίχιας νοσοκόμας που φροντίζει με υπομονή τα αγόρια του λόχου, της φιλήσυχης γυναίκας που πλέκει την κάλτσατου στρατιώτη και άλλα παρόμοια.

Εικονογράφηση Κατερίνα Καραλή

Πώς λοιπόν να ταιριάξει σε αυτό το μοντέλο η καθηγήτρια με την επιμελημένη εμφάνιση και το …περίσσιο θάρρος προβολής της στο δημόσιο χώρο, ιδίως σε μια τελετουργία που το βασικό και κύριο μέλημα της είναι να τιμήσουμε απερίσπαστα το μεγαλείο της πατρίδας. Βγήκαν λοιπόν από τα ρούχα τους, οι κήνσορες της ηθικής, μιας και οι εμφανώς καλλίγραμμες γάμπες της καθηγήτριας τους απέσπασαν την προσοχή από το …ιερό καθήκον. Τη ρητορική τους ήρθαν να συνδράμουν, όπως αντελήφθην από τα social media, και ορισμένοι άνθρωποι που αυτό-τοποθετούνται στο προοδευτικό στρατόπεδο, οι οποίοι έκριναν την εμφάνιση της γυναίκας κιτς, κακόγουστη, σε κάθε περίπτωση αναντίστοιχη με την περίσταση. Πάντως σίγουρα άξια σχολιασμού. Ενώ δεν ήταν λίγοι που της αναγνώρισαν (κλαπ κλαπ) το δικαίωμα να ντύνεται όπως θέλει αλλά όρισαν αυστηρά τον τόπο, π.χ. βλ σχόλιο  «αυτή η εμφάνιση είναι για μπουζούκια».

Είναι πραγματικά απορίας άξιο, πως τα παραπάνω υποκείμενα που καταναλώνουν  καθημερινά απενοχοποιημένα τις εμπορευματοποιημένες και πλήρως σεξουαλικοποιημένες αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος, που σερβίρουν τα  κυρίαρχα ΜΜΕ, αναπαράγουν ταυτόχρονα τις ρητορικές για το «μήκος της φούστας». Μα καλά, τι διπολισμός είν’ τούτος; Το πρωί ηδονοβλεψίας το βράδυ πουριτανός; Από την άλλη φορείς ιδεολογιών που υπερασπίζουν την απελευθέρωση του ανθρώπου, την κατάργηση του εξαναγκασμού και του ελέγχου, είναι λογικό να κρίνουν / απαξιώνουν τις γυναίκες από το πώς επιτελούν τη θηλυκότητα τους;

Γιατί λοιπόν όλος αυτός ο κακός χαμός; Υποκρισία, πουριτανισμός, συντηρητισμός, πλήρης γελιοποίηση ενός παρηκμασμένου θεσμού (παρελάσεις) που πλέον λειτουργεί ως «coming out» όλων των ρατσιστικών και μισογυνικών αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας; Να μην ξεχάσουμε βρε αδερφή πόσο μάτσο ρατσίστες είμαστε! Βροντερή υπενθύμιση …στο άλλο μισό του ουρανού ότι το έθνος ενσαρκώνεται μέσα από το λευκό, sic, βαρβάτο αρσενικό;

mockup-88a49979__85593.1483672385

Κι όμως είναι κάτι πιο βαθύ, οι γυναίκες στο πλαίσιο της πατριαρχίας (και της σύμφυσης της με τον καπιταλισμό), καλούνται να πειθαρχήσουν στην επιτέλεση μια θηλυκότητας, ακίνδυνης και μη απειλητικής. Καλούνται να εφαρμόσουν όλες τις βίαιες επιταγές αυτής της θηλυκότητας. Παράλληλα «φέρουν τα σώματά τους περισσότερο ως αντικείμενα θέασης και κριτικής παρά ως βιώσιμα και βιωμένα σώματα», τονίζει η Sandra Lee Bartky, στο κείμενο «Foucault, θηλυκότητα και εκσυγχρονισμός της πατριαρχικής κυριαρχίας».

Ο έλεγχος και η πειθαρχική εξουσία πάνω στο γυναικείο σώμα είναι διαρκής και άτεγκτος: Η γυναίκα απαιτείται να έχει το «κατάλληλο» μέγεθος σώματος διαφορετικά γίνεται αντικείμενο κριτικής. Το «καλό» κορίτσι πρέπει να μοιράζει χαμόγελα και να είναι ευχάριστο, ενώ μαθαίνει να αποφεύγει το θαρραλέο βλέμμα της «χαλαρής» γυναίκας που κοιτάζει οτιδήποτε και οποιονδήποτε της κάνει κέφι. Η στάση, οι χειρονομίες, η γενική συμπεριφορά στο χώρο και η εμφάνιση, το σωστό  make up και η επιλογή των ρούχων είναι υπό διαρκή παρατήρηση και επιτήρηση.

Από πολύ νωρίς γονείς και δάσκαλοι, ΜΜΕ, «ειδικοί ομορφιάς», γείτονες, συνάδελφοι, φίλοι, θα σχολιάσουν, θα στιγματίσουν ή θα επιβραβεύσουν. Αν είσαι μια χοντρούλα έφηβη με γυαλιά (όπως ήμουν εγώ) μπορεί να γίνεις αντικείμενο χλεύης από τους συμμαθητές σου, αν είσαι ενήλικη μεγαλύτερου μεγέθους (από τα κυρίαρχα πρότυπα) θα κατακριθείς γιατί δεν έχεις αυτοέλεγχο, αν επιθυμείς να αναδεικνύεις ένα όμορφο και επιθυμητό σώμα θα σεξουαλικοποιηθείς, ενώ μπορεί να μην αποφύγεις τη γελοιοποίηση ή/και περιφρόνηση για την ενασχόλησή σου, με τέτοια «επουσιώδη» πράγματα όπως τα ρούχα και το μακιγιάζ.

Όπως και να έχει, όποια κι αν είσαι, όπως και αν είσαι, αυτό που είναι αναγκαίο να εμπεδώσεις είναι ότι σε όλη σου τη ζωή θα αποτελείς αντικείμενο κριτικής και σεξιστικών σχολίων, για την εμφάνιση σου. Κάθε σου επιλογή θα μπορεί να γίνεται πεδίο επίκρισης, είτε είσαι «θεούσα», «τσουλάκι», «χοντρούλα», «κοντούλα», λευκή, μαύρη, ξανθιά ή καστανή, πάντα κάποιος θα δράττει του δικαιώματος, που του δίνει η πατριαρχική οπτική, να σε κρίνει και να σε καλεί να πειθαρχήσεις, σε κάποια χιμαιρικά πρότυπα θηλυκότητας. Αλλά και πάλι, ακόμη και να κατορθώσεις να τα πιάσεις ποτέ δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα κριθείς, ή θα απολαύσεις όποιας κοινωνικής καταξίωσης. Βασικός στόχος αυτού του παραλογισμού ένας και μόνο: η υποταγή, η εμπέδωση της υποδεέστερης κοινωνική θέσης που σου επιφυλάσσει πατριαρχία και καπιταλισμός.

Εν τέλει μοιάζει «στη σύγχρονη πατριαρχική κουλτούρα», όπως τονίζει η Sandra Lee Bartky, «ένας πανοπτικός αρσενικός ειδήμων» να σε παρακολουθεί διαρκώς, διαμορφώνοντας τις ορίζουσες της θηλυκότητας, για εσένα χωρίς εσένα.  Και αυτό είναι πολύ πολύ καταπιεστικό.  Και ήρθε η ώρα να βάλουμε ένα stop, κάνοντας ακριβώς ότι γουστάρουμε, ορίζοντας εμείς οι ίδιες τη «θηλυκότητα» που κάθε φορά θέλουμε να επιτελέσουμε.

ΥΓ: Ένα φεμινιστικό σύνθημα λέει «Τσούλες, λεσβίες, ιέρειες του αίσχους είμαστε υπερήφανα οι ντροπή του έθνους», ίσως ήρθε η ώρα να το φωνάξουμε σε καμιά παρέλαση, όπως έλεγε μια φίλη πρόσφατα…


Από:http://www.toperiodiko.gr/%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%AE%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%86%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82/#.WfjlzU6LRWc

Από την Ιρλανδία στην Σινγκαπούρη (και ολίγος Λένιν)…


Επειδή κάθε ιστολόγιο που σέβεται και τον εαυτό του και τους φίλους του οφείλει, στο μέτρο τού δυνατού, να είναι διαδραστικό, παίρνω αφορμή από τα χτεσινά σχόλια για να ανοίξω λίγο την κουβέντα.

Κατ’ αρχήν, ας ξεκαθαρίσουμε μια παρανόηση ώστε να μη γίνει γάγγραινα. Είναι άλλο να διαπιστώνεις ότι ο καπιταλισμός τα έφαγε τα ψωμιά του και άλλο να περιμένεις να καταρρεύσει από μόνος του. Είναι γνωστή η πολεμική που άσκησε ο Λένιν στην οπορτουνιστική θέση ότι ο καπιταλισμός θα μετεξελιχθεί νομοτελειακά σε σοσιαλισμό χωρίς να απαιτείται επαναστατική πάλη. Στο μνημειώδες έργο του «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», ο Βλαδίμηρος Ίλιτς γράφει ότι «οι σχέσεις της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελούν ένα περίβλημα, που δεν ανταποκρίνεται πια στο περιεχόμενο, περίβλημα που αναπόφευκτα δεν μπορεί παρά να σαπίσει, αν αναβληθεί τεχνητά ο παραμερισμός του, περίβλημα που μπορεί να παραμένει σε κατάσταση αποσύνθεσης ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (στη χειρότερη περίπτωση, αν η θεραπεία του οπορτουνιστικού αποστήματος τραβήξει σε μάκρος), που αναπόφευκτα όμως θα παραμεριστεί» (*). Συνεπώς, μακρυά από μας τα καναπεδίστικα «πέσε πίτα να σε φάω».

Ιρλανδία: ποσοστιαία εξέλιξη του κόστους εργασίας 2007-2017 (βάση: 2007 = 100)

Πάμε τώρα παρακάτω και, συγκεκριμένα, σε ένα εξαιρετικά εύστοχο σχόλιο που γράφτηκε για το χτεσινό κείμενο και αναφερόταν στην Ιρλανδία. Η Ιρλανδία αποτελεί τελείως διαφορετική περίπτωση από εκείνη της Μεγάλης Βρεττανίας, την οποία αναλύσαμε, εφ’ όσον η χώρα δεν διέθετε ποτέ αξιόλογο βιομηχανικό τομέα, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα τού προηγούμενου αιώνα. Μέχρι τότε, οι ιρλανδοί ήσαν γνωστοί για τα άλογά τους, το βοδινό τους και την μπύρα τους.

Παρά την φτώχεια της, όμως, αυτή η χώρα πρωτοπορούσε σε έναν τομέα όπου η υπόλοιπη Ευρώπη βρισκόταν πολύ πίσω: στην κατασκευή κατοικιών για τον λαό. Μέχρι και την δεκαετία τού 1970, τα τρία στα δέκα καινούργια σπίτια φτιάχνονταν από το κράτος! Δυστυχώς, κάπου εκεί άρχισε να κερδίζει έδαφος η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι το κράτος δεν πρέπει να επεμβαίνει στην οικονομία. Έτσι, η κατασκευή τέτοιων κατοικιών άρχισε να φθίνει, με αποτέλεσμα οι ιρλανδοί να στραφούν στον δανεισμό προκειμένου να στεγάσουν τις οικογένειές τους. Και κάπως έτσι τροφοδοτήθηκε μια από τις μεγαλύτερες φούσκες ακινήτων της Ευρώπης, η οποία έσκασε αμέσως με την εκδήλωση της κρίσης του 2008, οδηγώντας τις ιρλανδικές τράπεζες στην χρεωκοπία, την χώρα στα μνημόνια και το δημόσιο χρέος σε δυσθεώρητα ύψη.

Σήμερα, οι δείκτες λένε πως η Ιρλανδία έχει ανακάμψει από την κρίση. Από μια πλευρά, αυτό είναι σωστό. Όμως, ας μη ξεχνάμε ότι συνήθως «εκεί όπου ευημερούν οι δείκτες, δυστυχούν οι άνθρωποι». Η Ιρλανδία ανέκαμψε από την κρίση επειδή έχει καταντήσει αποικία των πολιτειακών πολυεθνικών για φορολογικούς λόγους, τους οποίους απέδωσε σχηματικά, λακωνικά και ευφυώς ο χτεσινός σχολιαστής. Το θέμα είναι ότι από αυτή την ανάκαμψη οι ιρλανδοί πολίτες έχουν ωφεληθεί ελάχιστα. Μπορεί ο ελάχιστος μισθός, μετά από οκτώ χρόνια που βρισκόταν καθηλωμένος στα 1.461,85 ευρώ να αυξήθηκε προοδευτικά στα 1.563,25 ευρώ (ποσοστιαία, αυτή η αύξηση είναι σαν να πάει ο δικός μας ελάχιστος μισθός από τα σημερινά 586,08 ευρώ στα 626,73) αλλά το συνολικό κόστος εργασίας είναι μειωμένο σχεδόν κατά 20% σε σχέση με το 2007, κάτι που σημαίνει ότι έχουν καρατομηθεί άλλες παροχές προς τους εργαζόμενους, όπως οι ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών κλπ. (βλ. παραπάνω διάγραμμα).

Περισσότερα για την Ιρλανδία και για το πώς η χώρα μπλέχτηκε στα γρανάζια των μνημονίων, γράψαμε στις αρχές της χρονιάς, σε δυο διαδοχικά κείμενα με τίτλο «Μια φορά κι έναν καιρό στην Ιρλανδία…«, στα οποία μπορεί να προστρέξει ο αναγνώστης. Για σήμερα θα κλείσουμε με μια αναφορά σε μιαν άλλη χώρα που προκαλεί εντύπωση με την παρουσία της στις πρώτες θέσεις τού δεύτερου χτεσινού διαγράμματος: την Σινγκαπούρη. Μιλάμε για μια χώρα, η οποία προβάλλεται ως παράδειγμα προς μίμηση. Πολλοί την χαρακτηρίζουν ως την «Ελβετία της Ασίας», επειδή -δήθεν- έχει υιοθετήσει έναν «ανόθευτο» καπιταλισμό, με πλήρη ελευθερία στο εμπόριο και στην διακίνηση κεφαλαίων.

Το ερώτημα είναι πόσο «ανόθευτος» είναι ο καπιταλισμός στην Σινγκαπούρη, από την στιγμή που:
– το 80% των εδαφών της συνιστά δημόσια περιουσία,
– το 85% των κατοικιών της κατασκευάζεται από το κράτος,
– το 22% του ΑΕΠ προέρχεται από δημόσιες επιχειρήσεις και
– η πλειοψηφία των ιδιωτικών επιχειρήσεων ελέγχεται από το πανίσχυρο κρατικό επενδυτικό κεφάλαιο Temasek.

Διάγραμμα που αποτυπώνει την συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα (λευκή γραμμή, δεξιός 
άξονας) στην αύξηση του συνολικού  ΑΕΠ (μπλε μπάρες, αριστερός άξονας) της Σινγκαπούρης.
Ήδη το 12,5-13% του ΑΕΠ της χώρας παράγεται από χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

Τέλος πάντων, ας αφήσουμε αυτή την απορία κατά μέρος για να σημειώσουμε κάτι άλλο, πολύ πιο ενδιαφέρον, κάτι που οι υμνητές τής Σινγκαπούρης «ξεχνούν» να μας πουν. Κι αυτό δεν είναι άλλο παρά το ότι η χώρα ανήκει στους φορολογικούς παραδείσους, κάτι που διογκώνει ανελέητα και επικίνδυνα τον χρηματοπιστωτικό της τομέα, το ενεργητικό του οποίου ξεπερνά ήδη το εξαπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας (σημ.: όταν η Ισλανδία κατέρρευσε, το ενεργητικό των τράπεζών της έφτανε στο τριπλάσιο του ΑΕΠ).

Τί σημαίνει αυτό για μια χώρα η οποία αυξάνει το ΑΕΠ της παράγοντας αέρα κοπανιστό; Πολύ απλά: μόλις σκάσει (μόλις, όχι αν!) η κινεζική φούσκα, η έκρηξη θα εξαφανίσει την Σινγκαπούρη από τον χάρτη. Μαζί με αρκετούς άλλους, φυσικά, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.

(*) Β.Ι.Λένιν, «Άπαντα», τόμος 27, σελ. 432 – Σύγχρονη Εποχή, 1980.


Από:http://teddygr.blogspot.gr/2017/10/blog-post_31.html

Ζαν Ζιγκλέρ – (Offshore) Οι παράδεισοι των πειρατών…


Ανάμεσα στα αρπακτικά και τα λαϊκά δημοκρατικά κράτη υπάρχει απόλυτη ασυμφωνία. Τα αφεντικά θέλουν να εγκαθιδρύσουν την τάξη της stateless global governance, της χωρίς κράτος πλανητικής κυβέρνησης, στην οποία οι κάποιοι απαραίτητοι κανόνες για την καλή λειτουργία του μονοπωλιακού χρηματιστηριακού καπιταλισμού (των επενδύσεων του, του εμπορίου, της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας κτλ.) θα καθορίζονται από τον ΠΟΕ και ορισμένα άλλα γραφεία που εργάζονται για λογαριασμό τους.

Οι κύριες αξίες που εμπνέουν τις στρατηγικές της ιδιωτικοποίησης του κόσμου είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, η συνεχής επέκταση των αγορών, η παγκοσμιοποίηση των χρηματιστηριακών κυκλωμάτων, η επιτάχυνση του ρυθμού συσσώρευσης και η κατά το δυνατόν παντελής κατάργηση κάθε αρχής, θεσμού ή οργάνωσης ικανής να επιβραδύνει την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου. Αντίθετα, θεμέλιο του δημοκρατικού και λαϊκού κράτους είναι η υπεράσπιση του κοινού καλού, η προώθηση του γενικού συμφέροντος, η προστασία του έθνους, η αλληλεγγύη και η εδαφική κυριαρχία.

‘Ετη φωτός λοιπόν χωρίζουν τις κοινωνικές αντιλήψεις των ολιγαρχών από εκείνες των δημοκρατών, ή γενικότερα, των οπαδών του πρωτείου του κρατικού μορφώματος. Και η σύγκρουση διεξάγεται σε έναν ευαίσθητο χώρο: τις κάθε είδους κρατήσεις-εισφορές και το φορολογικό σύστημα.

Για την πλειονότητα των πειρατών, είναι οντολογικά μισαλλόδοξο να πληρώνουν φόρους (όπως επίσης ασφαλιστικές εισφορές, δασμούς κτλ.) Εξομοιώνουν τον φόρο με δήμευση. Ο άρχοντας βλέπει τον εαυτό του ως τον μοναδικό κινητήρα της οικονομίας, και θεωρεί τους υπαλλήλους του κράτους άχρηστα πλάσματα, χαραμοφάηδες, μη παραγωγικούς, υπερόπτες και με μια λέξη: επιζήμιους.

Συνέχεια