Henry Charles Bukowski ( Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι) «εφυγε 9 Μαρτίου 1994»


«Όποιον και να ρωτήσετε, θα σας πει ότι δεν είμαι και πολύ καλός άνθρωπος. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη. Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα
ρεμάλια… Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά. Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους. Αυτοί με ενδιαφέρουν. Είναι γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις. Για μένα οι έκφυλοι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον απο τους αγίους. Οι αλήτες με ξεκουράζουν, γιατί και γω αλήτης είμαι. Δε γουστάρω τους νόμους, τη θρησκεία, την ηθική και τους κανόνες.

Δε γουστάρω να με φορμάρει η κοινωνία στα μέτρα της…»

Ένα ποίημα είναι μια πόλη

ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους και υπόνομους
γεμάτη αγίους, ήρωες, ζητιάνους, παλαβούς,
γεμάτη κοινοτοπίες και ποτά,
γεμάτη βροχή αστραπές και περιόδους
ξηρασίας,ένα ποίημα είναι μια πόλη εμπόλεμη.
ένα ποίημα είναι μια πόλη που ρωτάει γιατί το ρολόι,
ένα ποίημα είναι μια πόλη παραδομένη στη φωτιά.
ένα ποίημα είναι μια πόλη κατεχόμενη,
τα κουρεία της γεμάτα με κυνικούς μπεκρήδες.
ένα ποίημα είναι μια πόλη όπου ο Θεός διατρέχει
τους δρόμους με άλογο, γυμνός, σαν τη Λαίδη Γκοντίβα,
εκεί που σκύλοι γαβγίζουν μες στη νύχτα, κυνηγώντας
τη σημαία, ένα ποίημα είναι μια πόλη ποιητών,
σχεδόν όλοι όμοιοι μεταξύ τους,
και ζηλιάρηδες, και πικρόχολοι…
ένα ποίημα είναι τώρα αυτή η πόλη,
50 μίλια πιο πέρα από το πουθενά,
στις 9.09 το πρωί,
η γεύση του ποτού και του τσιγάρου,
δίχως αστυνόμους, δίχως εραστές στους δρόμους,
αυτό το ποίημα, αυτή η πόλη, τις πόρτες της κλείνει,
οχυρωμένη, σχεδόν αδειανή,
πένθιμη δίχως δάκρυα, γερνώντας δίχως λύπηση,
τα άγρια βουνά,
ο ωκεανός σαν φλόγα μαβιά,
ένα φεγγάρι που τη δόξα του στερείται,
μια αμυδρή μουσική από τσακισμένα παράθυρα…
ένα ποίημα είναι μια πόλη, ένα ποίημα είναι ένα έθνος,
ένα ποίημα είναι ο κόσμος…
και τώρα τούτο βάζω κάτω από το μικροσκόπιο
ο παλαβός εκδότης να το αξιολογήσει,
και η νύχτα είναι αλλού
και γριές κατάκοπες στέκονται στη σειρά,
στις εκβολές οι σκύλοι σε παράταξη,
οι σάλπιγγες αναγγέλουν κρεμάλες,
καθώς ασήμαντοι άνθρωποι κομπάζουν
για πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν.

Το πρόσωπό του ήταν ένα ζωντανό γλυπτό. Γεµάτο ουλές. Όπως και η ζωή του ήταν γεµάτη ουλές. Έπαιζε σαν µανιακός στον ιππόδροµο, αλλά αν πόνταρε κάπου τα πάντα ήταν στην αγάπη, στην κατανόηση, και στην ποίηση. Οι εξεγερµένοι νέοι τής Αµερικής, αλλά κυρίως της Ευρώπης, τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν από τους πιο θρυλικούς ήρωές τους. Ήταν ένας άδολος παρίας και έγραψε θαυµάσια ποιήµατα και βραχνά πεζογραφήµατα για τους άδολους παρίες. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την Κόλαση», έλεγε και αµέσως µετά κατέφευγε στην πρώτη πρόθυµη αγκαλιά. Του άρεσε να πίνει και να αλητεύει, αλλά του άρεσε εξίσου να συναρπάζεται από τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, και στους ρυθµούς των µεγάλων κλασικών, του Ντοστογιέφσκι και του Ντ. Χ. Λόρενς, του Έρνεστ «Πάπα» Χέµινγουεϊ και του Λουί Φερντινάν Σελίν, άγρια τα βράδια να χορεύει. Τον είπαν µισάνθρωπο, αλλά η αλήθεια είναι ότι πάντα βρισκόταν µε φίλους, ότι πάντα χάριζε ένα πλατύ χαµόγελο σε όσους το αποζητούσαν, απλώς ήξερε να εκφράζει µε εκπληκτική διαύγεια τη σκοτεινή πλευρά τής ζωής, τους ανήλιαγους χώρους τής ανθρώπινης ψυχής. Τον έλεγαν Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, στις 9 Μαρτίου του 1994, άφησε για πάντα την αγαπηµένη του Πόλη των Αγγέλων, το Λος Άντζελες, που το τραγούδησε όσο ο Ζακ Πρεβέρ το Παρίσι, και πήγε να σµίξει µε τους αγγέλους τ’ ουρανού που τόσο τους είχε ανάγκη όταν πάλευε µε τις κακουχίες και µε τα πλήκτρα τής παλιάς µαύρης βαριάς του γραφοµηχανής, µιας πάντα κλασικής Ρέµινγκτον.

Κάποιοι άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ.
εγώ κάποιες φορές,
θα ξαπλώσω πίσω από τον καναπέ
για 3 ή 4 μέρες.
θα με βρουν εκεί.
Χερουβείμ είναι, θα πούνε, και
θα ρίξουν κρασί μες στο λαρύγγι μου
θα μου τρίψουν το στήθος
με αιθέρια έλαια θα με ραντίσουν.

τότε, μ’έναν βρυχηθμό θα σηκωθώ,
πομπώδης, οργισμένος –
ρίχνοντας κατάρες σ’αυτούς και στο σύμπαν
την ώρα που θα τους σκορπίζω τριγύρω
στο γρασίδι.
θα νιώσω καλύτερα,
θα καθίσω να φάω αυγά και τοστ,
θα σιγοτραγουδήσω,
ξάφνου θα γίνω αξιαγάπητος σαν
ροζ παραφαγωμένη
φάλαινα.

κάποιοι άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ.
πόσο πραγματικά απαίσιες ζωές
πρέπει να ζουν.

Ο ποιητής, γεννηµένος στις 16 Αυγούστου του 1920, στο Άντερναχ, βορείως της Φρανκφούρτης, ήταν γιος του Χένρι Μπουκόφσκι, ενός αµερικανού λοχία πολωνικής καταγωγής που υπηρετούσε τότε σε βάσεις του Αμερικάνικου στρατού, και της Κατερίνας Φετ, µιας γερµανίδας ράπτριας.

Το ζευγάρι παντρεύτηκε και εγκαταστήθηκε οριστικά το 1923 στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του μικρού Τσαρλς τον έδερνε από πολύ μικρή ηλικία χρησιμοποιώντας το δερμάτινο λουρί με το οποίο ακόνιζε το ξυράφι του. Μεγαλώνοντας ο Τσαρλς συνήθισε τον πόνο, έπαψε να κλαίει και μετέτρεψε όλη του την οδύνη σε μίσος και απέχθεια προς τον πατέρα του, και ευρύτερα, ενάντια σε οτιδήποτε συμβόλιζε την εξουσία. Στα δεκάξι του αποφάσισε να βάλει ένα τέλος σ’αυτή τη βάναυση συμπεριφορά: χτύπησε τον πατέρα του στο πρόσωπο με μια γροθιά και τον έριξε σχεδόν αναίσθητο στο πάτωμα. Εκτότε ο πατέρας του δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά μαζί του.

Dinosauria, We

Born like this
Into this
As the chalk faces smile
As Mrs. Death laughs
As the elevators break
As political landscapes dissolve
As the supermarket bag boy holds a college degree
As the oily fish spit out their oily prey
As the sun is masked
We are
Born like this
Into this
Into these carefully mad wars
Into the sight of broken factory windows of emptiness
Into bars where people no longer speak to each other
Into fist fights that end as shootings and knifings
Born into this
Into hospitals which are so expensive that it’s cheaper to die
Into lawyers who charge so much it’s cheaper to plead guilty
Into a country where the jails are full and the madhouses closed
Into a place where the masses elevate fools into rich heroes
Born into this
Walking and living through this
Dying because of this
Muted because of this
Castrated
Debauched
Disinherited
Because of this
Fooled by this
Used by this
Pissed on by this
Made crazy and sick by this
Made violent
Made inhuman
By this
The heart is blackened
The fingers reach for the throat
The gun
The knife
The bomb
The fingers reach toward an unresponsive god
The fingers reach for the bottle
The pill
The powder
We are born into this sorrowful deadliness
We are born into a government 60 years in debt
That soon will be unable to even pay the interest on that debt
And the banks will burn
Money will be useless
There will be open and unpunished murder in the streets
It will be guns and roving mobs
Land will be useless
Food will become a diminishing return
Nuclear power will be taken over by the many
Explosions will continually shake the earth
Radiated robot men will stalk each other
The rich and the chosen will watch from space platforms
Dante’s Inferno will be made to look like a children’s playground
The sun will not be seen and it will always be night
Trees will die
All vegetation will die
Radiated men will eat the flesh of radiated men
The sea will be poisoned
The lakes and rivers will vanish
Rain will be the new gold
The rotting bodies of men and animals will stink in the dark wind
The last few survivors will be overtaken by new and hideous diseases
And the space platforms will be destroyed by attrition
The petering out of supplies
The natural effect of general decay
And there will be the most beautiful silence never heard
Born out of that.
The sun still hidden there
Awaiting the next chapter.

«Όταν σε δέρνουν τόσο πολύ βάναυσα και για τόσο μεγάλο διάστημα, αποκτάς την τάση να λες τα πράγματα με το όνομά τους – μ’ άλλα λόγια, η κατάσταση αυτή εξαφανίζει κάθε προσχηματική διάθεση από μέσα σου. Αν επιζήσει κάτι μέσα σου, συνήθως αυτό θα είναι κάτι αυθεντικό. Οποιοσδήποτε δέχεται τόση βία και τιμωρία στην παιδική του ηλικία, μπορεί να γίνει δυνατός, σωστός άνθρωπος, ή να γίνει βιαστής, φονιάς, να καταλήξει σε κάποιο τρελάδικο, ή να χαθεί μέσα στους αμέτρητους δρόμους της ζωής. Καταλαβαίνετε λοιπόν, πως ο πατέρας μου αποδείχτηκε σπουδαίος λογοτεχνικός δάσκαλος: με δίδαξε το νόημα του πόνου, του πόνου δίχως αιτία».

Στα δεκατρία του γέµισε µε δοθιήνες που πυορροούσαν. Κυκλοφορούσε µε επιδέσµους στο πρόσωπο, θύµιζε τέρας από ταινίες τρόµου.Η κατάσταση αυτή συνετέλεσε δραματικά στην απομόνωση και την άρνηση κοινωνικοποίησης που ήδη χαρακτήριζε τον ποιητή στην εφηβεία του. Κλείστηκε στον εαυτό του και αναζήτησε παρηγοριά στο διάβασµα. Καταβρόχθισε µε πάθος τους ρώσους κλασικούς, τον Τζον ντος Πάσος, τον Σίνκλαιρ Λιούις και άλλους ανατόµους τής ανθρώπινης ψυχής. Οι λέξεις, για τον µικρό Τσαρλς, δεν ήσαν ανιαρές, ήσαν ζώντες οργανισµοί που µπορούσαν να ζωντανέψουν το µυαλό του, που όταν τις διάβαζες σ’ έκαναν να νιώσεις τη µαγεία τους, σ’ έκαναν ανθεκτικό στην οδύνη, σου δώριζαν ελπίδα, σε δυνάµωναν ώστε τα πάντα να υποµένεις. Οι λέξεις έγιναν το βάλσαµο αλλά και το όπλο του. Οι λέξεις έγιναν η περιουσία του, η πατρίδα του, το κονάκι και το σύµπαν του. Με τις λέξεις κατάφερε να αντιµετωπίσει τις αντιξοότητες, να υπερβεί την ασχήµια, να δελεάσει δεκάδες γυναίκες, να ψάλλει ό,τι αγάπησε, να πλέξει συγκλονιστικά εγκώµια σε όσους ευγνωµονούσε.

Ποίηση

χρειάζεται
πολλή

απελπισία

δυσαρέσκεια

και
απογοήτευση

για να
γράψεις

λίγα
καλά
ποιήματα.

δεν
μπορεί
ο καθένας

ούτε να

την
γράψει

ούτε να

την
διαβάσει.

Όλες αυτές οι συγκυρίες χάρισαν στον Τσαρλς Μπουκόβσκι ευθύτητα και τόλμη. Μία οξύμωρη πολυτέλεια. Ουδέποτε φοβήθηκε πως ξεστομίζοντας τις πεποιθήσεις του, θα χάσει τη δουλειά του ή θα εκτοπιστεί από κάποια πολιτική ή ιδεολογική κλίκα. Ο Μπουκόβσκι δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιληφθεί την κοινωνία σαν κάποιος κοινωνικά ενταγμένος. Το πρόβλημα – ή απλώς ζήτημα, (ό,τι προτιμάτε), αυτής της ιδιοσυγκρασίας δεν προσδιόρισε μόνο την αποξένωση του από τους λογοτεχνικούς κύκλους. Η παραμόρφωση του προσώπου του και η προσβλητική συμπεριφορά απέναντί του, βρήκαν αντίκρισμα και εκφράστηκαν μεταφορικά στον ποίηση του, μια ποίηση στα όρια της αισχύνης, της προσβολής – την ποίηση μιας χαμένης ζωής.

Επιχείρησε να σπουδάσει, αλλά τα παράτησε. Ήθελε µονάχα να νιώθει τον αγέρα τής ελευθερίας. Κατέφευγε στη Δηµοτική βιβλιοθήκη τού Λος Άντζελες και αναζητούσε το νέκταρ των λέξεων. Μια µέρα πήρε από το ράφι ακόµα ένα µυθιστόρηµα. Ήταν το «Ρώτα τον Άνεµο» του Τζον Φάντε. Και άλλαξε άρδην η ζωή του. Τέτοια είναι η µαγεία και η δύναµη και η δόξα των λέξεων, όταν τις χειρίζονται οι µεγάλοι εραστές τους, οι ποιητές κι οι συγγραφείς.

Το µυθιστόρηµα του Φάντε περιγράφει τη ζωή ενός επίδοξου συγγραφέα, του Αρτούρο Μπαντίνι, που πηγαίνει να ζήσει στο Μπούνκερ Χιλ του Λος Άντζελες αναζητώντας τον έρωτα και τον πλούτο των εµπειριών. Ο Μπουκόφσκι εγκατέλειψε πάλι τα πάντα, πήγε κι αυτός στο Μπούνκερ Χιλ, νοίκιασε µια κάµαρα, έκανε δουλειές τού ποδαριού, έπινε στα καπηλειά τής περιοχής, και άρχισε να γράφει. Και συνάµα να διαµορφώνει ένα εγώ που έµελλε να λάβει µυθικές διαστάσεις. Έκανε παρέα µονάχα µε πόρνες, µε µπάρµαν, µε αλήτες και αποσυνάγωγους, µε χαµένα κορµιά, µε ξοφληµένους. Άκουγε τις ιστορίες τους, µοιραζόταν ό,τι είχε µαζί τους, τους απαθανάτισε µε αγάπη στα µυθιστορήµατα, στα διηγήµατα, στα ποιήµατά του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Μπουκόφσκι έγραφε για τα καλά, έδινε την ψυχή του όσο πιο αγνά και ανεξέλεγκτα µπορούσε, µε τα δάχτυλά του να κοπανάνε τα πλήκτρα τής Ρέµινγκτον και το ραδιόφωνο να παίζει πάντα κλασική µουσική. Και έµελλε, επί µία εικοσαετία και βάλε, να παραµείνει το πιο καλοκρυµµένο µυστικό τής αµερικανικής λογοτεχνίας.
Την άνοιξη του 1955, ο Μπουκόφσκι αρρώστησε άσχηµα, κλείστηκε στο νοσοκοµείο, λίγο έλειψε να πεθάνει. Στα 34 του ήταν ένας άνθρωπος άρρωστος, άνεργος, και µόνος. Και πάλι το γράψιµο ήταν η σωσίβια λέµβος.

Κλαμπ Κόλαση, 1942
το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο πράγμα
που είχε σημασία.
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και
το νοίκι
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση
για όλα
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα
τότε η ζωή ήταν στ’ αλήθεια ωραία.

κατάντησε να μας γίνει συνήθεια,
τρόπος ζωής.

πού θα μπορούσαμε να βρούμε άραγε το επόμενο
μπουκάλι;
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς,
τολμηρούς.
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.

το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να καθόμαστε
ένα γύρο και να συζητάμε για
βιβλία και λογοτεχνία
και να βάζουμε στα ποτήρια μας
κι άλλο κρασί.
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο
νόημα για μας.
είχαμε, βέβαια, και
τις περιπέτειές μας:
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την
αστυνομία.

προκόψαμε με το ποτό και
με την τρέλα και με τη
συζήτηση.
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν
κάρτα
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.

είχαμε αυτή τη μικρή συμμορία,
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε
έτσι που κάποια μέλη απλώς
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν,
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο
μα συνεχώς νέοι οπαδοί
κατέφθαναν.

ήταν το Κλαμπ από την Κόλαση
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού
Συμβουλίου.

Όταν επιµένεις, η ελπίδα γίνεται πράξη. Η Μπάρµπαρα Φράι, εκδότρια του λογοτεχνικού περιοδικού Harlequin, όχι µόνο δέχτηκε να δηµοσιεύσει ποίηση του Μπουκόφσκι αλλά του έστειλε µιαν ενθουσιώδη επιστολή όπου του έλεγε ότι ήταν ποιητής µεγάλος όσο ο Ουίλλιαµ Μπλέικ. Ακολούθησε µια αλληλογραφία έµπλεη κατανόησης και αγάπης. Η Μπάρµπαρα εκµυστηρεύτηκε στον Τσαρλς ότι της λείπουν δύο αυχενικοί σπόνδυλοι κι ότι φοβάται πως κανείς δεν θα θελήσει ποτέ να την παντρευτεί. Ο ποιητής απάντησε ότι ευχαρίστως την παντρεύεται ο ίδιος. Κράτησε το λόγο του. Στις 29 Οκτωβρίου του 1955 τελέστηκαν οι γάµοι τους.

Η Μπάρµπαρα έκανε το κλασικό και µοιραίο γυναικείο λάθος. Μόχθησε να αλλάξει τον Τσαρλς, να τον ευπρεπίσει. Οι γυναίκες ενίοτε είναι απρόθυµες να καταλάβουν ότι ο ποιητής τη Μούσα του αναζητεί και όχι την οικονόµο του. Ύστερα από δεκαπέντε µήνες ανώφελων προσπαθειών συγυρίσµατος και νοικοκυρέµατος, ο γάµος τινάχτηκε στον αέρα, και ο Τσαρλς πήγε να µείνει στο Χόλιγουντ, στη σκοτεινή φτωχή µεριά του, αυτή που αποκαλούσε Ανατολικό Χόλιγουντ και την ύµνησε τόσο ευαίσθητα και τόσο πολύ.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ

Το όνειρο ενός άντρα
είναι μια πόρνη με δόντι χρυσό
και ζαρτιέρες,
αρωματισμένη,
με ψεύτικες βλεφαρίδες,
μάσκαρα,
σκουλαρίκια,
ροζ παντελόνι,
κάλτσες ψιλές: η αριστερή λίγο
σχισμένη από πίσω,
κάπως παχουλούλα,
λίγο μπεκρού,
λίγο χαζούλα, λίγο τρελιάρα.
Να μη λέει πρόστυχα ανέκδοτα,
να’χει τρεις ελίτσες στην πλάτη
να ακούει κλασσική μουσική
και να μένει πάνω-κάτω μια βδομάδα,
μονάχα μια.

Θα πλένει τα πιάτα, θα μαγειρεύει, θα πηδιέται,
θα παίρνει πίπες,
θα σφουγγαρίζει την κουζίνα
και δε θα δείχνει φωτογραφίες των παιδιών της
ούτε θα μιλάει για τον πρώην άντρα της ή τον τωρινό της
άντρα,
που πήγε σχολείο, που γεννήθηκε,
που έκανε φυλακή τελευταία,
με ποιον είναι ερωτευμένη.

Μα θα μείνει καμιά βδομάδα,
μόνο μια
και θα κάνει τη δουλειά της
και δε θα γυρίσει ποτέ

για κάποιο σκουλαρίκι
που ξέχασε, τάχα, στην ντουλάπα.

Την άνοιξη του 1966 θα σηµειωθεί άλλη µία στροφή τής Μοίρας που αρχίζει πια να γίνεται ευµενής. Ο Τζον Μάρτιν, ένας πετυχηµένος επιχειρηµατίας, µαγεύεται από το έργο του Μπουκόφσκι, εγκαταλείπει τα πάντα και στήνει έναν µικρό εκδοτικό οίκο, από τους καλύτερους στις Ηνωµένες Πολιτείες, τον Black Sparrow Press, αποφασισµένος να προωθήσει σχεδόν αποκλειστικά την ποίηση του Τσαρλς.
Ζει φτωχικά, αλλά µες στην υπέρτατη χλιδή τής απόλυτης ελευθερίας. Γράφει το πρώτο του µυθιστόρηµα, το «Ταχυδροµείο». Γράφει το δεύτερο µυθιστόρηµά του, το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές». Γράφει τις περίφηµες «Ιστορίες Καθηµερινής Τρέλας». Γράφει δεκάδες σκληρά και συνάµα ευαίσθητα ποιήµατα. Συνάπτει µια σχέση παραφοράς και τρυφερότητας µε τη γλύπτρια Λίντα Κινγκ και την απαθανατίζει στα ποιήµατά του και στο τρίτο του µυθιστόρηµα, τις «Γυναίκες». Τον ανακαλύπτουν στη Γαλλία, στην Ιταλία, και κυρίως στη Γερµανία. Ο Μπουκόφσκι, ενώ κοντεύει τα 60, ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ευρώπη και θριαµβεύει. Απαγγέλλει σε κατάµεστες αίθουσες, και το κοινό τον αποθεώνει. Πηγαίνει στο Παρίσι. Εµφανίζεται στη φηµισµένη εκποµπή «Apostrophes». Μεθάει, καβγαδίζει µε τον οικοδεσπότη, σηκώνεται και φεύγει στα µισά τής απευθείας µετάδοσης. Η απόφασή του να παραµείνει πάντα ελεύθερος δεν είναι σόου µήτε τρικ. Είναι γνήσια ώς το κόκαλο.

Ο χορός της ζωής

Η περιοχή που διαχωρίζει την ψυχή απ’το μυαλό
προσβάλεται ποικιλοτρόπως
από την εμπειρία –
Κάποιοι χάνουν όλο το μυαλό και γίνονται ψυχή:
τρελοί.
Κάποιοι χάνουν όλοι την ψυχή και γίνονται μυαλό:
διανοούμενοι.
Κάποιοι τα χάνουν και τα δυο και γίνονται:
αποδεκτοί.

Επιστρέφει στην Αµερική, παντρεύεται τη Λίντα Λη Μπέιλ, µια πετυχηµένη εστιάτορα, είκοσι τρία χρόνια νεότερή του, και µαζί της αρχίζει να απολαµβάνει το καλό κρασί και το εύγευστο φαγητό. Γράφει το τέταρτο µυθιστόρηµά του, το «Τοστ µε ζαµπόν», µε κεντρικό θέµα τα δεινά των παιδικών του χρόνων. Συνάµα, απολαµβάνει την παρέα ωραίων τύπων όπως ο Ντένις Χόπερ, ο Χάρι Ντην Στάντον, και κυρίως ο φοβερός και τροµερός Σον Πεν. Απίθανη ανθοδέσµη δυναµικών και τρυφερών αντρών! Ο Μπουκόφσκι µάλιστα θα αφιερώσει στον Πεν το βιβλίο του «Στη Σκιά του Ρόδου», το 1991, και ο Πεν θα ανταποδώσει αφιερώνοντας στον ποιητή την ταινία του «The Crossing Guard», το 1996. Μέχρι τη στιγµή τού θανάτου του, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι θα κοπανάει µε πάθος τα πλήκτρα και θα µας δωρίζει τον πλούτο των εµπειριών και των σκέψεων, τη µουσική των λέξεών του. Και είναι προσωπικός του θρίαµβος, ναι, θρίαµβος αυτού του µειλίχιου και πονεµένου ανθρώπου, το ότι ολοένα και πιο πολλοί ευαίσθητοι αναγνώστες ανακαλύπτουν και πάλι το αναρχικό και βαθιά τρυφερό χιούµορ τού Τσαρλς Μπουκόφσκι!

το πρώτο ποίημα πάλι

64 μέρες και νύχτες σε αυτό
το μέρος, χημειοθεραπεία,
αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες
στον καθετήρα.
λευχαιμία.
ποιος, εγώ;
στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως
απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου
αλλά
οι θεοί το θέλουν διαφορετικά.
κάθομαι μπροστά σ’ αυτή τη μηχανή, διαλυμένος,
μισοπεθαμένος,
τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη,
μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει·
και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο.
δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω
μόνο
λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες,
σαν
αυτήν
εδώ.

__________________

Σχολιάστε