Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, τον παλιό καλό καιρό που είχαν αποικίες, απαγόρευαν κάθε βιομηχανική ανάπτυξη. Επρεπε να πουληθούν τα δικά τους τα προϊόντα και όλη η γεωργική παραγωγή των αποικιών ήταν σχεδιασμένη για να καλύπτει τις ανάγκες της μητρόπολης, άσχετα αν αυτό προκαλούσε λιμό στους ιθαγενείς. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η δημιουργία ενός τεράστιου μεταναστευτικού κύματος που εφοδίαζε τους αποικιοκράτες με φτηνό εργατικό δυναμικό. Δηλαδή, έγδερναν το βόδι δυο φορές. Οι πρώην αποικίες, ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος, μετά υπανάπτυκτος και στη συνέχεια υπό ανάπτυξη, είχε ανάγκη από επενδύσεις. Και δυο ήταν τα ατού του: φτηνό εργατικό δυναμικό που θα έριχνε το κόστος του παραγόμενου προϊόντος και, το άλλο, η απόλυτη ελευθερία της επενδύτριας εταιρείας που λειτουργούσε με δικούς της νόμους και δεν είχε κανέναν έλεγχο από το κράτος. Και όλα αυτά πριν από την παγκοσμιοποίηση. Κριτήριο των επενδυτών ήταν το ύψος της αμοιβής της εργασίας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποια στοιχεία, αν και σύμφωνα με τη γνώμη άλλων ερευνητών είναι πολύ χαμηλότερα. Στην Ινδία το ωρομίσθιο είναι 51 λεπτά. Στο Βιετνάμ είναι 36 λεπτά. Και η χώρα που είναι πιο ανταγωνιστική από όλες είναι το Μπαγκλαντές με 31 λεπτά. Και να δούμε τι έγινε στις Ινδίες με την επένδυση της Union Carbide, ενός αμερικανικού κολοσσού, που ειδικεύεται στα φυτοφάρμακα και παράγει το παρασιτοκτόνο Sevin. Η Ινδία, κατά βάση αγροτική χώρα, και μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό, ήταν ο ιδανικός τόπος. Η παρουσία της Union Carbide εκεί χαιρετίστηκε από όλους σαν μια προσωπική επιτυχία της Ιντιρα Γκάντι που ήθελε να εκσυγχρονίσει τη χώρα της και να την οδηγήσει στην πρόοδο και την ανάπτυξη.