Ο Αριστοτέλης, οι κοινωνικές τάξεις και οι σύγχρονες ολιγαρχίες…


Ο αυστηρός καθορισμός της ποιότητας ενός πολιτεύματος ως υπηρεσία του κοινού συμφέροντος δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης σχετικά με το ρόλο της εξουσίας, που οφείλει να προστατεύει τα συμφέροντα της πόλης

Ο αυστηρός καθορισμός της ποιότητας ενός πολιτεύματος ως υπηρεσία του κοινού συμφέροντος δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης σχετικά με το ρόλο της εξουσίας, που οφείλει να προστατεύει τα συμφέροντα της πόλης


Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Αναζητώντας τον ορισμό της έννοιας πολίτευμα ο Αριστοτέλης δε φαίνεται να έχει την παραμικρή αμφιβολία: «Βασικά, το πολίτευμα μιας πόλης ορίζεται ως σύστημα με το οποίο μια πόλη οργανώνει και τις άλλες εξουσίες και μάλιστα την ανώτατη εξουσία. Διότι παντού, σε κάθε πόλη το σύστημα εξουσίας είναι κυρίαρχο στοιχείο της και η πολιτεία είναι σύστημα εξουσίας (πολίτευμα)». (σελ. 119). Από τη στιγμή που η πολιτεία ορίζεται ως σύστημα εξουσίας δε μένει παρά να διαπιστώσουμε ότι «πολιτεία και πολίτευμα είναι ταυτόσημοι όροι». (σελ. 125). Και βέβαια δε χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις «ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα φορέας κυρίαρχης εξουσίας είναι ο δήμος, αντίθετα στα ολιγαρχικά οι λίγοι». (σελ. 119). Συμπληρώνοντας τα μοναρχικά πολιτεύματα, όπου την εξουσία την ασκεί ένας, καθίσταται σαφές το αριθμητικό κριτήριο διαχωρισμού των πολιτευμάτων, το οποίο βέβαια σχετίζεται με τον αριθμό των ανθρώπων που ασκούν την εξουσία. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα είναι οι πολλοί, στα ολιγαρχικά οι λίγοι και στα μοναρχικά ο ένας.

Όμως η ποιότητα των πολιτευμάτων δεν μπορεί παρά να καθοριστεί απ’ αυτό που ονομάζουμε ποιοτικό κριτήριο δηλαδή από τον στόχο που θέτουν αυτοί που ασκούν την εξουσία: «Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι όσα πολιτεύματα αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον, είναι “ορθά” σύμφωνα με την ακριβή έννοια του δικαίου. Αντίθετα όσα πολιτεύματα υπηρετούν το ατομικό μόνο συμφέρον των αρχόντων, είναι όλα ανεπαρκή και παρεκβάσεις των ορθών πολιτευμάτων, γιατί είναι δεσποτικά πολιτεύματα». (σελ. 125). Ο αυστηρός καθορισμός της ποιότητας ενός πολιτεύματος ως υπηρεσία του κοινού συμφέροντος δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης σχετικά με το ρόλο της εξουσίας, που οφείλει να προστατεύει τα συμφέροντα της πόλης (εμείς θα λέγαμε του κράτους) στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες όλων των κοινωνικών ομάδων. Ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας το ζήτημα καθαρά θεωρητικά, αποδέχεται όλους τους τύπους των πολιτευμάτων, αρκεί να διασφαλιστεί ότι πράγματι πληρούν του ποιοτικό κριτήριο: «Έτσι συνηθίζουμε να ονομάζουμε βασιλεία εκείνη τη μοναρχία που αποβλέπει στο κοινό συμφέρον. Ονομάζουμε αριστοκρατία την άσκηση της εξουσίας από λίγους, περισσότερους όμως από έναν (ή γιατί κυβερνούν άριστοι ή γιατί κυβερνούν αποβλέποντας στο άριστο για την πόλη και για όσους την συναποτελούν). Τέλος, όταν το πλήθος ασκεί την εξουσία με σκοπό το κοινό συμφέρον, το πολίτευμα αποκαλείται πολιτεία» (πρόκειται για σχήμα κατ’ εξοχήν), «με τον κοινό δηλαδή όρο όλων των πολιτειών / πολιτευμάτων». (σελ. 127). (Για την καλύτερη κατανόηση του όρου “πολιτεία” η μεταφράστρια Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου παραθέτει στα σχόλια: «Πρόκειται για το “ιδανικό” πολίτευμα προφανώς, όπως το σκέφτεται ο Αριστοτέλης στο διάστημα που γράφει το βιβλίο αυτό των Πολιτικών. Τα κύρια γνωρίσματά του είναι ότι το “κύριον της πόλεως” είναι οι πολλοί, αποβλέπει στο καλό όλων και οικονομικοκοινωνικά βρίσκεται στο μέσον». (σελ. 380).

Το κατά πόσο είναι δυνατό να παραμείνει αδιάφθορος ο ένας (ή οι λίγοι) που ασκεί (ή ασκούν) την εξουσία και να υπηρετεί σταθερά το κοινό συμφέρον (χωρίς να παρασύρεται από το δικό του), είναι μια πρακτική σκέψη που αντίκειται στην καθαρά θεωρητική προσέγγιση (σ’ αυτό το σημείο) του Αριστοτέλη. Εξάλλου, αμέσως μετά, καταδεικνύει ότι όχι μόνο ο ένας ή οι λίγοι, αλλά ακόμη και οι πολλοί είναι σε θέση να παρεκτραπούν διαμορφώνοντας τα πολιτεύματα που ονομάζει παρεκβάσεις: «Παρεκβάσεις των προαναφερθέντων πολιτευμάτων είναι: η τυραννίδα παρέκβαση της βασιλείας, η ολιγαρχία της αριστοκρατίας και η δημοκρατία της πολιτείας. Ειδικότερα, η τυραννίδα είναι μοναρχία προς το συμφέρον του μονάρχη, η ολιγαρχία προς το συμφέρον των εύπορων και η δημοκρατία προς το συμφέρον των άπορων. Κανένα πολίτευμα από αυτά δεν αποβλέπει στην κοινή ωφέλεια». (σελ. 127). Κι αν η κατάταξη της δημοκρατίας στα στρεβλά πολιτεύματα δεν προξενεί μεγάλη εντύπωση, δεδομένης της απογοήτευσης από την αθηναϊκή πραγματικότητα και της αντιπρότασης του πολιτεύματος της “πολιτείας” που θέλει τη συμμετοχή των πολλών σε μια ιδανική πολιτειακή συνδιαμόρφωση, είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητη η δυσφορία προς την εξυπηρέτηση του συμφέροντος των απόρων, δηλαδή των φτωχών, σα να μην πρέπει μια κοινωνία να μεριμνήσει για τους φτωχούς ή σα να είναι παράλογο οι φτωχοί να διεκδικήσουν πολιτικό ανάστημα προκειμένου να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους.

Κι εδώ ακριβώς είναι η προβληματική που θίγει ο Αριστοτέλης και που αφορά το τρίτο κριτήριο του διαχωρισμού των πολιτευμάτων, το ταξικό, που βεβαίως είναι και το καθοριστικότερο: «Η τυραννία, όπως ήδη είπαμε, είναι μοναρχία η οποία κυβερνά την πολιτική κοινωνία με δεσποτικό τρόπο. Η ολιγαρχία είναι το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι πλούσιοι. Η δημοκρατία αντίθετα είναι το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν όχι οι πλούσιοι αλλά οι άποροι». (σελ. 129). Με δυο λόγια τα πολιτεύματα δεν είναι τίποτε άλλο από την πιο ξεκάθαρη μορφή της ταξικής πάλης, που δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να σχηματοποιηθεί μέσα από τη διεκδίκηση της εξουσίας. Για να το πούμε αλλιώς, το αριθμητικό κριτήριο, που προτάθηκε αρχικά για το διαχωρισμό των πολιτευμάτων (αν δηλαδή κυβερνά ένας ή λίγοι ή πολλοί) κρίνεται απολύτως ανεπαρκές, αφού στο βάθος το μέγεθος δεν είναι αριθμητικό αλλά καθαρά οικονομικό: «Δηλαδή: αν οι περισσότεροι πολίτες, όντας εύποροι, ασκούν την εξουσία στην πόλη, το πολίτευμα είναι δημοκρατία, με την υπόθεση πάντοτε ότι το κυρίαρχο σώμα εξουσίας στη δημοκρατία είναι το πλήθος. Με την ίδια σκέψη πάλι, αν συνέβαινε κάπου οι άποροι να είναι λιγότεροι από τους εύπορους, κυρίαρχοι όμως πολιτικά, επειδή είναι ισχυρότεροι, λένε ότι το πολίτευμα είναι ολιγαρχία, με δεδομένο ότι πρόκειται για ολιγαρχία εκεί όπου οι λίγοι αποτελούν το κυρίαρχο σώμα εξουσίας. Αυτές οι περιπτώσεις είναι αρκετές για να δείξουν ότι δε δόθηκαν σωστά οι ορισμοί για τα πολιτεύματα». (σελ. 129).

Γιατί η κοινωνία δε συγκροτήθηκε για χάρη των περιουσιών, αλλά για χάρη της συνύπαρξης που επιβάλλεται από την ίδια τη φύση του ανθρώπου

__________________________________________

Tελικά δεν υπάρχει άλλος διαχωρισμός από την κοινωνική – ταξική διαστρωμάτωση των πολιτών. Οι πλούσιοι θέλουν την ολιγαρχία για να ελέγχουν την εξουσία και να διαιωνίζουν τον πλούτο τους. Οι φτωχοί θέλουν τη δημοκρατία για να περιορίσουν τη δύναμη των πλουσίων. Η επιλογή του πολιτεύματος δεν είναι παρά η έκφραση της ταξικής συνείδησης του καθενός. Ο φτωχός που θέλει την ολιγαρχία είναι αυτός που αγνοεί την ταξική του θέση: «Όμως το στοιχείο που ουσιαστικά διαφοροποιεί τη δημοκρατία από την ολιγαρχία είναι η φτώχεια και ο πλούτος. Έτσι υποχρεωτικά, όπου η εξουσία ασκείται με βάση τον πλούτο, είτε λίγοι είτε πολλοί βρίσκονται στην εξουσία, το πολίτευμα αυτό είναι ολιγαρχία. Αντίθετα, όπου οι άποροι έχουν την εξουσία, το πολίτευμα αυτό είναι δημοκρατία. Συμβαίνει όμως, ως γνωστόν, οι εύποροι να είναι λίγοι και οι άποροι πολλοί. Έτσι λίγοι ευπορούν, όλοι όμως μετέχουν στην ελευθερία. Για τις αιτίες αυτές, τον πλούτο δηλαδή και την ελευθερία, διεξάγουν αγώνα για την εξουσία και οι δύο τάξεις». (σελ. 131 – 133). Το ζήτημα της πάλης των τάξεων θα το καταστήσει απολύτως σαφές ο Μαρξ πολλούς αιώνες αργότερα.

Ο Αριστοτέλης όμως θα διεισδύσει τόσο βαθειά που θα καταδείξει ότι ακόμη και βασικές πολιτικές έννοιες όπως η ισότητα, η δικαιοσύνη ή η πολιτική αρετή θα διαμορφωθούν, ως αντίληψη, με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα πάντα με τον ταξικό διαχωρισμό. Γιατί άλλο η ισότητα για το φτωχό κι άλλο για τον πλούσιο: «Για παράδειγμα υπάρχει η άποψη ότι το δίκαιο είναι ισότητα, και πράγματι είναι, όχι όμως για όλους αλλά για τους ίσους. Και η ανισότητα εκλαμβάνεται ως δίκαιο, και όντως είναι, όχι όμως για όλους αλλά για τους ανώτερους. Οι άνθρωποι γενικά αφαιρούν αυτό, το “για ποιους”, με αποτέλεσμα να συνάγουν λανθασμένα συμπεράσματα. Αυτό συμβαίνει, γιατί διατυπώνουν κρίσεις για τον εαυτό τους. Αλλά σχεδόν οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν κρίνουν σωστά, όταν είναι να αποφασίσουν για τις δικές τους υποθέσεις………………………. οι άνθρωποι γενικά συμφωνούν στο ζήτημα της ισότητας για τα πράγματα, αμφισβητούν όμως την ισότητα σε σχέση με τα πρόσωπα, κυρίως για τον προαναφερθέντα λόγο. Για το λόγο δηλαδή ότι κρίνουν κακώς όσα τους αφορούν και νομίζουν ότι επικαλούνται το δίκαιο με την αυστηρή έννοια του όρου, όταν επικαλούνται απλώς για κάποιο δίκαιο. Με άλλα λόγια, αν οι μεν είναι ανώτεροι σε κάτι, στην περιουσία για παράδειγμα, έχουν την ιδέα ότι είναι απολύτως ανώτεροι. Αντίθετα, αν οι άλλοι είναι ίσοι σε κάτι, στην ελευθερία ας πούμε, πιστεύουν ότι είναι εντελώς ίσοι σε όλα». (σελ. 133 – 135). Όμως, ο τρόπος αντίληψης των εννοιών αυτών δεν είναι παρά η ηθική διαμόρφωση του καθενός. Από αυτή την άποψη βρισκόμαστε μπροστά στο πιο αγεφύρωτο χάσμα. Γιατί η απόσταση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και ηθική, σηματοδοτώντας και τον ιδεολογικό διαχωρισμό των στρατοπέδων. Ή, αν πρόκειται να το θέσουμε αλλιώς, η οικονομική διαστρωμάτωση θα ήταν αδύνατο να μην πάρει περαιτέρω διαστάσεις. Υπό αυτή την έννοια οι όροι ηθική, δικαιοσύνη, ισότητα κλπ, δεν θα μπορούσαν να μην καθρεφτίζουν το οικονομικό μέγεθος που κρύβεται πίσω τους.

Όμως ο Αριστοτέλης δεν τάχθηκε ανοιχτά με το μέρος των φτωχών. Φανατικός υποστηρικτής της μεσότητας και της αξιοκρατίας δε θα μπορούσε παρά να αποδεχτεί ότι κάποιος δικαιούται να έχει περισσότερα, εφόσον βέβαια τα αξίζει. Γιατί η αξιοκρατία δεν αφορά μόνο τις τιμές ή τα αξιώματα αλλά και την περιουσία. Όπως τον καλύτερο αυλό θα τον δώσουμε στον πιο χαρισματικό αυλητή, έτσι και τα καλύτερα χωράφια στον αντίστοιχο καλλιεργητή. Υπό αυτή την έννοια οι περιουσιακές διαφοροποιήσεις δεν βρίσκουν αντίθετο τον Αριστοτέλη (με την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν διαμορφώνονται με ανήθικα μέσα). Και βέβαια, τίθεται ξεκάθαρα υπέρ της ιδιοκτησίας θεωρώντας ότι μόνο αν κάτι αποτελεί προσωπικό περιουσιακό στοιχείο θα τύχει και της πρέπουσας φροντίδας, ενώ αυτά που ανήκουν σε όλους (κατά τον Αριστοτέλη πάντα) μοιραία παραμελούνται. Ωστόσο, ο πιο καθοριστικός παράγοντας όλων είναι πάντα η μεσότητα, όπως καθορίζεται από τη λογική. Με δυο λόγια η περιουσία πρέπει να υπάρχει, και είναι σωστό να διαφοροποιείται, όμως μέσα σε κάποια όρια. Ο Αριστοτέλης έχει ήδη καταδικάσει τον άμετρο πλουτισμό της καπηλικής που μετατρέπει το χρήμα σε αυτοσκοπό. (Η κοινωνική διαστρωμάτωση που προτάσσει ο Αριστοτέλης δεν έχει καμία σχέση με τις σύγχρονες οικονομικές ανισότητες του υπέρμετρου πλούτου από τη μια και των ανθρώπων που ψάχνουν στα σκουπίδια από την άλλη). Εξάλλου, και τα έντονα οικονομικά άκρα που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα, όταν Αθηναίοι πολίτες γίνονταν δούλοι σε άλλους Αθηναίους (ιδιοκτήτες γης) λόγω αδυναμίας αποπληρωμής χρεών (μιλάμε για την έκρυθμη κατάσταση που προσπάθησε να διαχειριστεί ο Σόλωνας), ο Αριστοτέλης τα καταδίκασε ονομάζοντας το πολίτευμα ακραία ολιγαρχία. Με άλλα λόγια οι πλούσιοι πρέπει να είναι μέσα σε ένα όριο πλούσιοι και οι φτωχοί μέσα σε ένα όριο φτωχοί. (Ο Αριστοτέλης τάσσεται ανοιχτά υπέρ της ύπαρξης της μεσαίας τάξης, όπως άλλωστε αρμόζει και στις γενικότερες περί μεσότητας αντιλήψεις του). Η απόλυτη ανέχεια το μόνο που μπορεί να φέρει είναι επαναστάσεις, δηλαδή αιματοχυσίες, που για τον Αριστοτέλη είναι η πιο ξεκάθαρη απόδειξη της αποτυχίας του πολιτεύματος. Με δεδομένα λοιπόν αυτά τα όρια δεν παίρνει το μέρος των φτωχών. Γι’ αυτό και η εκ πρώτης όψεως ακατανόητη τοποθέτηση: «…….  η δημοκρατία» (αποβλέπει) «προς το συμφέρον των απόρων………. δεν αποβλέπει στην κοινή ωφέλεια». (σελ. 127). Γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι οι φτωχοί και οι πλούσιοι πρέπει να συνυπάρξουν χωρίς να καταπιέζει ο ένας τον άλλο. Γιατί από τη μια αποκλείει τα οικονομικά άκρα που οδηγούν στην εξαθλίωση και από την άλλη τοποθετεί και το μέγεθος της περιουσίας ως στοιχείο αξιοκρατίας.

Και βέβαια το ότι δεν υποστηρίζει τους φτωχούς δε σημαίνει ότι υποστηρίζει τους πλούσιους. Γιατί η κοινωνία δε συγκροτήθηκε για χάρη των περιουσιών, αλλά για χάρη της συνύπαρξης που επιβάλλεται από την ίδια τη φύση του ανθρώπου: «Γιατί, αν συνέστησαν κοινωνία και αποφάσισαν τη συμβίωση χάρη των περιουσιών, τότε μετέχουν στην πόλη ανάλογα με την περιουσία τους και επομένως θα φαινόταν ισχυρή η ολιγαρχική άποψη για το δίκαιο (γιατί δεν είναι δίκαιο να μετέχει εξίσου σε ένα κεφάλαιο εκατό μνων αυτός που κατέβαλε μία μνα και ο άλλος που κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό, ούτε στο αρχικό κεφάλαιο ούτε σε αυτό που διαμορφώνεται στη συνέχεια)». (σελ. 135). Αυτή ακριβώς είναι η αντίληψη της κοινωνίας που λειτουργεί ως εταιρεία μετατρέποντας τον προσωπικό πλουτισμό σε ιδανικό, πράγμα που κατά τον Αριστοτέλη δεν πρέπει να συμβαίνει αποδεικνύοντας ότι η ολιγαρχική άποψη δεν είναι ισχυρή. Η πόλη δε συγκροτήθηκε ούτε για λόγους επιβίωσης ούτε για λόγους συμμαχιών ούτε ως καρπός της συγκατοίκησης σ’ έναν τόπο: «Αντίθετα πόλη είναι οι σχέσεις συνύπαρξης των οικογενειών και των γενών με σκοπό το ευ ζην, προκειμένου να επιτευχθεί τέλεια και αυτάρκης ζωή. Αυτό όμως δεν είναι εφικτό, αν οι πολίτες δεν κατοικούν στον ίδιο τόπο και δε συνάπτουν γάμους μεταξύ τους………….. Κάτι τέτοιο όμως είναι έργο φιλίας, γιατί φιλία είναι η συμβίωση ως ελεύθερη επιλογή……….. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, σημαίνει να ζει κανείς με ευδαιμονία και αξιοπρέπεια. Άρα οφείλουμε να δεχτούμε ότι η πολιτική κοινωνία αποβλέπει στις ηθικά ενάρετες ενέργειες των πολιτών και όχι απλώς στη συμβίωσή τους. Για το λόγο αυτό όσοι έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή σε μια τέτοια κοινωνία, αυτοί έχουν και περισσότερα δικαιώματα στην πόλη παρά οι ίσοι ως προς την ελευθερία και την καταγωγή ή οι ανώτεροί τους, ως προς την πολιτική αρετή όμως άνισοι, ή οι ανώτεροί τους στον πλούτο, κατώτεροι όμως στην πολιτική αρετή». (σελ. 141 – 143). Κι εδώ βλέπουμε για άλλη μια φορά την αριστοτελική εκδοχή του άριστου πολίτη, που δεν έχει καμία σχέση ούτε με τον πλούτο ούτε με την καταγωγή. Κι αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης δε θα υποστηρίξει ούτε τους πλούσιους ούτε τους φτωχούς, αφού η ουσία δε βρίσκεται εκεί, αλλά στην πολιτική αρετή που διέπει τους άριστους (με την αριστοτελική έννοια): «Φαίνεται καθαρά, λοιπόν, από την έκθεση αυτή ότι όσοι διαφωνούν» (δηλαδή οι οπαδοί της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας) «για τα πολιτεύματα εξετάζουν αποσπασματικά την έννοια του δικαίου». (σελ. 143).

Η ολιγαρχική αντίληψη, όπως διατυπώνεται από τον Αριστοτέλη, που θέλει την κοινωνία ως εταιρεία πολυμετοχικού κεφαλαίου, όπου ο καθένας αξίζει αποκλειστικά το ποσό που καταθέτει (αυτό ακριβώς σημαίνει η συρρίκνωση της κοινωνικής πολιτικής, των παροχών, της δωρεάν παιδείας, υγείας κλπ), είναι η πιο ακραία έκφανση του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, που δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με τα συμφέροντα των πλουσίων. Υπό αυτές τις συνθήκες το ερώτημα γεννιέται αναπόφευκτα: Τα σύγχρονα πολιτεύματα πρέπει να τα κατατάξουμε στις δημοκρατίες ή στις ολιγαρχίες; Το σίγουρο είναι ότι η σωστή ολιγαρχία είναι αυτή που και τα οικονομικά συμφέροντα θα υπηρετήσει και ο λαός δε θα ξεσηκωθεί. Κι αυτό το τελευταίο προϋποθέτει τη συμμετοχή του στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Αρκεί να είναι ελεγχόμενη. Η κατευθυνόμενη πληροφόρηση, η τρομοκρατία, η πολιτική διαφθορά και οι σχέσεις εξάρτησης που επιφέρει, η ατροφία των θεσμών και η χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών από επιχειρηματικούς κύκλους που ταυτόχρονα μπορεί να ελέγχουν κανάλια, κατασκευαστικές εταιρείες κλπ δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια λάθους. Η σύγχρονη ολιγαρχία έχει και την πίτα και το σκύλο. Όμως αυτό κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Ο Αριστοτέλης γράφει: «ή αυτοί που <δεν> μετέχουν στη ζωή της πόλεως δεν είναι πολίτες, ή είναι πολίτες και έχουν δικαίωμα στο κοινό συμφέρον». (σελ. 127). Η σύγχρονη ολιγαρχία βρίσκει πιο βολικό να είναι πολίτες (κάθονται ήσυχα) αλλά να μην έχουν δικαίωμα στο κοινό συμφέρον. Δηλαδή να είναι κατ’ επίφαση πολίτες. Γιατί αυτός που δεν έχει δικαίωμα στο κοινό συμφέρον δεν είναι πολίτης.

Όσο για τους ανθρώπους που διαχειρίζονται την εξουσία ο Αριστοτέλης είναι απολύτως σαφής: «Στα παλαιότερα χρόνια» (προφανώς αναφέρεται στις πρώτες κοινωνίες) «ζητούσαν, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της φύσης, να αναλαμβάνουν εκ περιτροπής τα δημόσια λειτουργήματα, με την απαίτηση κάθε πολίτης να αποτελεί αντικείμενο φροντίδας για τον άρχοντα, όπως ακριβώς και ο ίδιος, όταν ήταν άρχοντας, φρόντιζε για εκείνον. Σήμερα όμως, επειδή η διαχείριση των κοινών και η άσκηση δημόσιου αξιώματος παρέχουν ωφέλειες, οι πολίτες θέλουν να κυβερνούν συνεχώς, σα να συνέβαινε οι άρχοντες να υγιαίνουν διαρκώς, αν και ρέπουν σε ασθένειες. Διότι σε τέτοια περίπτωση εξ’ ίσου θα επιδίωκαν και οι ασθενείς τα αξιώματα». (σελ. 123 – 125). Κι αυτές ακριβώς είναι οι συνθήκες που διαμορφώνουν την ωφελιμιστική εκδοχή της εξουσίας. Το πλέγμα διαμορφώνεται αμέσως. Τα συμφέροντα διαπλέκονται μέχρι να επικρατήσει ο ισχυρός. Από αυτή την άποψη η αριστοτελική εκδοχή της πολιτικής αρετής και της κοινής ωφέλειας και του άριστου που υπερέχει σε ηθικό επίπεδο είναι σκέτος ρομαντισμός. Κι ως γνωστό, η πολιτική κατευθύνεται από τα χέρια των «ρεαλιστών».

Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 2ος, μετάφραση Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2007.

Η φωτογραφίες είναι από εδώ:   http://galleryhip.com/social-classes-industrial-revolution.html                    

___________________________________

3 comments on “Ο Αριστοτέλης, οι κοινωνικές τάξεις και οι σύγχρονες ολιγαρχίες…

  1. Ο/Η Βούλγαρης Χρήστος λέει:

    Reblogged this on ΜΕΤΩΠΟ ΟΧΙ.

  2. Ο/Η Φυσιοκρατούμενος λέει:

    Κάποιες παρερμηνείες στα αρχαία κείμενα, οφείλονται συνήθως στις αποσπασματικές χρήσεις των επιλεγομένων προτάσεων, που όμως εντάσσονται σε παραγράφους και κεφάλαια επεξηγηματικά που οδηγούν σε συνθετώτερα συμπεράσματα.
    Επίσης, ο Αριστοτέλης εδίδασκε στο Λύκειο (γειά και χαρά σου μέγαρο!) που κάποιοι έγραφαν σε σημειώσεις και εξ αυτών παρεδόθη το όλον κόρπους, έτσι, πολλά πράγματα επαναλαμβάνονται συχνάκις μέχρις ανίας αποκαλύπτοντας «σπουδαστικό» υλικό, εκ του οποίου εμείς πρέπει να προβούμε σε συγκρότηση βασικού κειμενικού σχεδίου (εξ ου και οι τόσοι αρχαιόθεν αριστοτελιστές ερμηνείς).
    Παράδειγμα, μια πρόταση (όπως και αυτή του Ισοκράτους, περί της «ημετέρας παιδείας», που και αυτή υποφέρει από αποσπασματικότητα εν σχέσει με την σύνολη παράγραφο).
    Το επίμαχον:
    «το δε μη ίσον τοις ίσοις κα το μη όμοιον τοις ομοίοις παρά φύσιν, ουδέν δε των παρά φύσιν καλόν». Αριστλ. πολιτικά 1325 β 10
    Η πλήρης όμως παράγραφος, σε κάπως ελεύθερη «νεοελληνική» μεταφορά, είναι.
    …»Επειδή δεν ενδέχεται να είναι αγαθαί αι πράξεις των (βιαίως) αποκτησάντων την κυριαρχίαν, εάν δεν διαφέρει (ο κυρίαρχος) τοσούτον όσον ο ανήρ με την γυνή, ο πατήρ με τα τέκνα, ή ο δεσπότης με τον δούλον, ο παραβάτης ΔΕΝ θα κατορθώσει τι το ανώτερον της ΑΡΕΤΗΣ που παρεβίασε.
    Διότι, στους μεν ομοίους, το καλόν και το δίκαιον υφίσταται στην μερικότητα (εξουσιαστική ασυνέχεια, ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ) των αξιωμάτων ως ίσον και όμοιον (σπαρτιατικής έμπνευσης από τους Ομοίους), η δε ανισότης και ανομοιότης (εδώ το άνωθεν χωρίον) είναι ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ κατάστασις και ουδέν των παρά φύσιν είναι καλόν. Ούτως, εάν ευρεθή τις ανώτερος κατά την αρετήν και το σθένος αριστίνδην, καλόν είναι να πειθόμεθα εις αυτόν. Η αρετή όμως ΜΟΝΗ δεν αρκεί, αλλά… ανάγκαν και η πρακτικότης…».

    Και στα Νικομάχεια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον, όπου ως έργον σημειώσεων της ωριμότητας του φιλοσόφου -ιδίως στα κεφάλαια περί δικαίου και αδίκου- αναδεικνύονται οι θεωρητικοί πυλώνες επί των οποίων μπορεί να δομηθή μια ισορροπημένη πολιτεία.
    «Έστιν λοιπόν τα δίκαια εις τους μετέχοντας των υψηλοφρόνων αγαθών (αυτά που χρωματίζουν θετικά ή μη τον βίο) και δυνατόν να λαμβάνουν εξ αυτών είτε πολλά, είτε ολίγα.
    Οι των ολίγων προσιδιάζουν με θεούς.
    Κάποιοι, ουδέν θεωρούν ωφέλιμον αλλά τα πάντα επιβλαβή.
    Και τέλος, άλλοι πιστεύουν πως εντός των ανθρωπίνων ορίων αυτά είναι ωφέλιμα».

    Συνοπτικά, στα Πολιτικά, έχουμε κάποια βασικά «τροχιοδεικτικά» που μας δείχνουν που το «πάει» η σκέψη του συλλήπτορα.
    «Εάν (ΕΑΝ) χάριν του πλούτου συνεστήθη η πόλις, τότε θεωρείται άδικον από τους καταβαλόντας τα περισσότερα, να λαμβάνουν ίδια με αυτούς των ολιγωτέρων».

    Αν και δεν είναι εδώ ο τόπος (νομίζω) απολύτως θεωρητικός, αλλά και χρήσιμα πρακτικός, το θέμα… επεκτείνεται μια και μπήκαμε σε αριστοτέλεια… διερεύνηση.
    Σταχυολογήματα…
    1253. Ως προς την δουλεία, αναφέρει πως ως σύστημα είναι επωφελές εάν και οι δύο παράγοντες έχουν αμοιβαίον συμφέρον (εάν όχι, ο «δούλος» αφήνει γειά στις όμορφες και γειά στις μαυρομάτες… στα συγχρονικά καθ’ ημάς δηλαδή, να μη ξεχνιόμαστε, γιατί τα αριστοτελικά διαβάσματα δεν είναι μόνο προς διακόσμησιν, αλλά κάπως πρακτικά και μετρήσιμα).
    1258. Κατά της συγκέντρωσης υπερβολικού χρήματος, ιδίως τοκογλυφικού
    » ευλογώτατα μισείται η οβολοστατική, διότι εκ του αυτού νομίσματος προκύπτει νόμισμα και όχι από την εις τα πράγματα χρήσιν του, ούτως, ενώ χάριν των συναλλαγών εφευρέθη, ο τόκος το μεγεθύνει παρά φύσιν (εν τάξει… υπάρχει και ο τιμάριθμος συν τα απαραίτητα έξοδα για την διακίνησή του)».
    1259. Εάν οι εξεταζόμενοι άνθρωποι είναι ισάξιοι, ΠΩΣ είναι δυνατόν άλλοι μεν να άρχουν και άλλοι να είναι δούλοι; Και πώς θα δεχθή αυτήν την εξουσίαν ο αρχόμενος;
    1260. Ο δούλος πρέπει να ευ-πείθεται ως διδασκόμενος, έτσι εξελισσόμενος να εκτελεί τα έργα και όχι απλώς να διατάσσεται. Επιβάλλεται να μορφώνονται και οι γυναίκες, ως το ήμισυ του πληθυσμού της πόλης.
    1264. Τονίζονται τα προβλήματα του υπερπληθυσμού στους πόρους, που λύνονται με τις αποικίες.
    Πάρα κάτω, αναφέρει τον Φαλέα που επρότεινε ισότητα παιδείας και περιουσίας και τον Πλάτωνα, που στην Πολιτεία του, η διαφορα στον πλούτο ΔΕΝ έπρεπε να υπερβαίνει το ένα προς πεντε (πρακτική που όπως κάπως θυμάμαι, εισοδηματικά, ίσχυε στα σοβιέτ… γειά σου Μίμη, με το… σοσιαλιστικό κατώφλι του 2000, πούσουνα νιότη!).
    Συμπληρώνει όμως, πως πρέπει να συνυπολογίζεται ο αριθμός των τέκνων και επίσης θεωρεί πως δεν αρκεί οιαδήποτε παιδεία, αλλά αυτή που αποσκοπεί και στην ισότητα στις επιθυμίες, μετριάζοντας τις υλιστικές εκμαυλιστικές επιδιώξεις.
    Μεγάλη ανισότητα επιφέρει η διαφορά στις αξιωματικές τιμές, που ενέχουν επιπτωτικά και παράπλευρες-υπόγειες υλικές απολαβές, τα μεγαλύτερα δε αδικήματα γίνονται σε αυτόν τον τομέα.
    1271. Η άνοδος του δήμου εις την εξουσία (αυτοπεποίθηση), εγένετο από την επιτυχή εμπλοκή του στους μηδικούς πολέμους και την «είσπραξη» αυτής της επιτυχίας, που όμως κατήντησε σε δημαγωγία, προβληματιζόμενος έτσι ο φιλόσοφος για τις ηθικές αλλαγές στον χαρακτήρα των γενεών, προιόντος του χρόνου, και τις νομικές επιπτώσεις των.
    Ο άρχων, οφείλει και να άρχεται, επιπροσθέτως δε, να έχει διατριβή με την αγορά που θα διοικήσει.
    1294. Αναφέρεται, ότι η δια ψηφοφορίας εκλογή αρχόντων (των προβαλλομένων δυναμένων ως «έοικεν») είναι μια ολιγαρχική αντιμετώπιση, ενώ η διά κληρώσεως η δημοκρατικώτερη.
    1308. Υπογραμμίζεται, πως όσοι εμπλέκονται με την πολιτική δεν πρέπει να πλουτίζουν από το αντικείμενο (οικογενειακώς δηλ. να μη κοροιδευόμαστε) ούτως ώστε μόνον οι ενάρετοι άποροι να ασχολούνται με αυτήν και έτσι θα αποφεύγεται η προς πλούτον δημαγωγία.
    Επειδή δε η αρετή και η διαχειριστική ικανότης δεν συμπίπτουν απολύτως, το θησαυροφυλάκιο το εμπιστευόμαστε στον μάλλον ενάρετο και την πολεμικήν στρατηγίαν στον μάλλον ικανό.
    1318-19-20. Παρουσιάζεται η θέση, πως όταν στην δημοκρατία οι περισσότεροι ΔΕΝ δουλεύουν χειρωνακτικά, παρουσιάζεται το φαινόμενο της φαυλότητας στο πλήθος των μισθοδοτουμένων από το κράτος και έτσι τα φορολογικά βάρη είναι μεγάλα (σημείωση, πως στην σύγχρονη εποχή, κράτος και μεγάλες επιχειρήσεις είναι συνήθως οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος-η διαπλοκή που είπε πρώτος κάποιος ζων… ενενηκοντούτης, αλλά… γρήγορα ελησμόνησε).
    Προς τούτο, πρέπει οι άποροι να βοηθούνται να αποκτήσουν κλήρον, είτε μικρή εμποροβιοτεχνία, για να έχουν ατομική δραστηριότητα που θα επιμελούνται και να μη χάνονται έτσι οι παροχές στον πίθο των Δαναίδων.
    1322 Επιβάλλεται λογοδοσία των διαχειριστών του δημοσίου χρήματος.
    1324. Πολιτική, καλείται η τέχνη τινός ως ικανού διοικητού των άλλων, χωρίς να εντρέπεται όμως για τις πράξεις και τον εαυτόν του (εάν έχει «εαυτόν»).
    1326. Εις την πόλιν, οι πάντες οφείλουν να γνωρίζουν τα πάντα για τους εκλεγομενους.
    1327. Το γένος των Ελλήνων, διαθέτει (εκ του μέσου κλίματος μάλλον) διάνοιαν και ελεγχομενη ορμή, τα βόρεια έθνη ασυγκράτητη ορμή και ελευθεριότητα (άνευ πολιτικής), και τα ασιανά διάνοια και τέχνη άνευ ορμής (απολυταρχική ποδηγεσία).
    1328. Περιγράφεται το συγκρουσιακό πάθος, όταν οι… εντός των τειχών συμπεριφέρονται ως δυνάστες στους υπολοίπους «χαλεποί πόλεμοι γαρ αδελφών» και «όσοι αγαπήθηκαν πολύ μισούνται και πολύ».
    1329. Η χώρα ανήκει πρώτιστα σε αυτούς που την υπερασπίσθησαν με το αίμα τους και παρά το ιδιωτικό κτητικό καθεστώς επί των εδαφών, αυτό, δεν μπορεί να αντιβαίνει την χρήση εκ της οποίας δεν θα στερείται κανείς των αναγκαίων.
    1330. Last but not least, το σημείο τριβής, η ασυμφωνία… νους και ψυχή Δημοσθένη, η αδυναμία των μεγάλων αστικών πληθυσμιακών συγκεντρώσεων να «αυτοθεραπευθούν» στο βλέμμα του διεθνιστή (400 χιλ δούλοι στην απογραφή του Δημητρίου Φαληρέα λίγα χρόνια μετά, στην Αθήνα των 100 χιλ περίπου ελευθέρων μαζί με τους μετοίκους, κοντά στα ίδια και η Κόρινθος… ου παντός πλείν ες καζίνον) πλέον φιλοσόφου, που βλέπει αλεξανδρινές αυτοκρατορίες και… «συγχρονίζεται» με τα νύν της εποχής μας.
    «Αυτοί που θα καλλιεργούν την γη (σήμερα, καί… άπαντα τα άλλα «βάναυσα»), πρέπει να είναι εργάτες ξένοι, αλλά ΟΧΙ όλοι του αυτού έθνους….»

    Αυτά τα ωραία και… μοιραία.

  3. Ο/Η Ο Αριστ&omicro... λέει:

    […] Ο αυστηρός καθορισμός της ποιότητας ενός πολιτεύματος ως υπηρεσία του κοινού συμφέροντος δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης σχετικά με το ρόλο της εξουσίας, που οφείλει να προστατεύει τα συμφ…  […]

Σχολιάστε