Τι θα έκανε ο Χάγιεκ απέναντι στην σημερινή κρίση


hayek2

Σημ.απ.γαλάζιου. «Δάσκαλε που δίδασκες ? » ,[ Charles Koch to Friedrich Hayek: Use Social Security!]

In a 1973 letter, the right-wing billionaire urged the libertarian philosopher to collect Social Security and to use Medicare coverage when visiting the United States.

http://www.thenation.com/article/163672/charles-koch-friedrich-hayek-use-social-security#ixzz2TZQh4b6V

—————————————————————————————-

Σας επισυνάπτω μία πρόχειρη μετάφραση της προσέγγισης της Φιλελεύθερης Αυστριακής Σχολής που σχεδόν μόλις πριν ένα μήνα πρωτοδημοσιεύτηκε προκαλώντας μεγάλο αντίκτυπο στον τρόπο αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Η αξιέπαινη μεταφραστική προσπάθεια είναι του Νίκου Ρώμπαπα nirompapas@libertyforum.gr στελέχους του ΚΕΦΙΜ, Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών http://www.libertyforum.gr/ , το οποίο σε γρήγορο μέλλοντα χρόνο θα αναλάβει πιθανότατα την τελική έκδοση αυτής της τόσο μεστής περιεχομένου και εμπεριστατωμένης μελέτης για την καταστροφικότερη οικονομική κρίση που συνέβη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Τι θα έκανε ο Χάγιεκ. Πως θα αντιμετώπιζαν την Κρίση και θα Εμπόδιζαν την Επανάληψή της οι Οικονομολόγοι της Αυστριακής Σχολής.
Του Ρόμπερτ Μίλερ – Adam Smith Institute, 2013, http://www.adamsmith.org

Original Version in English for free downloading.
What Hayek Would Do.
How Austrian economists would fix the crisis and stop it happening again.
http://www.adamsmith.org/research/reports/what-hayek-would-do-how-austrian-economists-would-fix-the-crisis
by Robert Miller
Robert CB Miller is a former Senior Research Fellow at the Institute of Economic Affairshttp://www.iea.org.uk/

Πως θα αντιμετώπιζε την κρίση ο Χάγιεκ

Το Αυστριακό πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης έχει δύο μέρη. Πρώτον, πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι η ανάκαμψη θα είναι όσο το δυνατό ταχύτερη και ισχυρότερη. Δεύτερον, μια σειρά από εφικτές μεταρρυθμίσεις στο νομισματικό σύστημα που θα αποτρέψουν την επανάληψη της κρίσης.

Α) Συντομεύοντας την κρίση
Το παράδοξο της οικονομικής κρίσης είναι ότι η ανάπτυξη και η φαινομενική ευημερία είναι αυτές που προκαλούν την επακόλουθη ύφεση. Η ύφεση είναι μια επώδυνη διαδικασία ανάταξης καθώς επιχειρηματίες και καταναλωτές προσπαθούν να προσαρμοστούν και να διορθώσουν λάθη που έγιναν κατά την ανάπτυξη. Το μη βιώσιμο συνονθύλευμα πόρων που δημιουργήθηκε κατά την ανάπτυξη πρέπει να διορθωθεί. Για την ανάκαμψη οι πόροι που έχουν αξιοποιηθεί σε λάθος χρήσεις πρέπει να ανακατανεμηθούν σε ένα νέο μοτίβο. Οι πόροι που έχουν αξιοποιηθεί με λάθος τρόπο κατά την ανάπτυξη πρέπει να μετακινηθούν ώστε να δημιουργηθεί μια βιώσιμη δομή που συνάδει με τις πραγματικές αποφάσεις αποταμίευσης και προτιμήσεις για ρίσκο – που βασίζεται στην πραγματικότητα και όχι στην ψευδαίσθηση που δημιούργησε η αφθονία πιστώσεων. Αυτή η διαδικασία αναδιάρθρωσης θα περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην την ανεργία εργατικού δυναμικού και πόρων, καθώς κινούνται από προβληματικούς τομείς σε περιοχές όπου υπάρχει βιώσιμη ζήτηση.
Αυτή η διορθωτική αναδιάταξη εργατικού δυναμικού και πόρων μπορεί να παρεμποδιστεί από ενέργειες των αρχών που καθορίζουν τιμές και μισθούς σε επίπεδα πάνω από αυτά στα οποία θα καθόριζαν οι αγορές. Οι μισθοί μπορεί να αυξηθούν σε κάποιες βιομηχανίες και να μειωθούν σε άλλες, αλλά, δεδομένου ότι η ανάπτυξη κατέστρεψε πόρους με την αξιοποίησή τους εκεί που υπήρχε μικρή οικονομική αξία, οι μισθοί γενικά θα πρέπει να πέσουν, μια και η οικονομία έχει γίνει λιγότερο παραγωγική. Αν αυτές οι αλλαγές παρεμποδιστούν, το αποτέλεσμα θα είναι η περιττή επιμήκυνση της διαδικασίας ανάκαμψης – μια μακρύτερη και βαθύτερη ύφεση απ’ ότι είναι απαραίτητο.
Μια σημαντική συνέπεια αυτής της διαδικασίας ανακατανομής είναι ότι οι πόροι και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να μπορούν να μετακινηθούν ελεύθερα και ότι οι τιμές θα πρέπει να αφεθούν ελεύθερες ώστε να μεταφέρουν τα σωστά σήματα. Οι τιμές αντανακλούν τις μεταβολές στην προσφορά και τη ζήτηση: λένε στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν και πώς να το κάνουν. Αυτό είναι αλήθεια σε κανονικές περιστάσεις, αλλά κατά την ύφεση η αμεσότητα αυτού του συστήματος σηματοδότησης είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς θα είναι απαραίτητες περισσότερες αλλαγές και θα είναι πιθανότατα μεγαλύτερες απ’ ότι υπό κανονικές συνθήκες. Πόροι θα πρέπει να μετατοπιστούν από βιομηχανίες που αναπτύχθηκαν υπερβολικά κατά τη φάση της ανάπτυξης σε αυτές που τους χρειάζονται περισσότερο, και οι τιμές θα καθοδηγήσουν αυτή την αναδιάταξη.
Ένα τέλος στην αντι-επιχειρηματική ρητορική και δράση
Ένα από τα παράδοξα της ανάκαμψης είναι ότι ακριβώς όταν είναι απαραίτητη η μέγιστη δυνατή ελευθερία και κίνητρα ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία της ανάκαμψης, οι πολιτικοί μπαίνουν στον πειρασμό να αυξήσουν τις ρυθμίσεις, τους φόρους και τις παρεμβάσεις και να βάλουν εμπόδια στην ανάκαμψη. Το πιο προφανές είναι η άποψη ότι οι πιο γερές πλάτες αντέχουν καλύτερα το βάρος της ύφεσης και ως εκ τούτου η αύξηση των φορολογικών συντελεστών αλλά και των φόρων σε απόλυτα νούμερα. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην πραγματικότητα η ανάκαμψη διαρκεί περισσότερο κι οι λιγότερο εύποροι υποφέρουν περισσότερο και για περισσότερο χρόνο. Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον στο οποίο οι κίνδυνοι είχαν προηγουμένως υποτιμηθεί, δεν έχει νόημα να μειωθούν μέσω της φορολογίας οι αποδόσεις. Οι επιχειρηματίες που είδαν τις ελπίδες τους να αποτυγχάνουν στην τεχνητή αισιοδοξία της ανάπτυξης είναι λιγότερο πιθανό ότι θα αναζητήσουν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες όταν οι κίνδυνοι αυξάνονται και οι αποδόσεις μειώνονται εξαιτίας της φορολογίας.
Μια από τις εξηγήσεις που έχουν δώσει οι οικονομολόγοι για την αργή ανάκαμψη των Ηνωμένων Πολιτειών τη δεκαετία του 1930 ήταν η έντονη αντι-επιχειρηματική ρητορική και οι ενέργειες της Κυβέρνησης Ρούζβελτ. Όχι μόνο αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές αλλά δόθηκαν νέες εξουσίες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να καθορίζουν τους μισθούς αλλά αποθαρρύνθηκε και η μείωση των τιμών και σε κάποιες περιπτώσεις απαγορεύτηκε δια νόμου. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια καταλληλότερη συνταγή για τη διαιώνιση της κρίσης.
Απελευθέρωση των μισθών
Όπως πρέπει οι τιμές να είναι ελεύθερες να δείχνουν που πρέπει να αξιοποιηθούν οι πόροι, έτσι πρέπει να είναι ελεύθεροι και οι μισθοί να παρέχουν αντίστοιχα σήματα στους εργαζόμενους. Υπάρχουν δύο σημαντικές πτυχές στο ρόλο των μισθών. Πρώτον, είναι πολύ πιθανόν ότι οι μισθοί θα πρέπει να πέσουν ώστε να διατηρηθεί η απασχόληση, μια και η οικονομία πιθανότατα είναι λιγότερο παραγωγική από ότι ήταν πιστευτό. Αν η οικονομία είναι λιγότερο παραγωγική τότε είναι πιθανό ότι ο μέσος μισθός θα μειωθεί. Επομένως, αν δεν μειωθεί ο κατώτατος μισθός, είναι πιθανόν να αυξηθεί περισσότερο η ανεργία.
Αλλά πολύ πιο επιζήμιος από την ανελαστικότητα του ελάχιστου μισθού είναι ο ρόλος των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Σε πολλές βιομηχανίες έχουν σημαντική ισχύ και τη δυνατότητα να καθορίζουν μισθούς πάνω από την τιμή της αγοράς. Αυτό μειώνει τη ζήτηση για εργαζόμενους στις βιομηχανίες αυτές και αυξάνει την προσφορά αλλού. Με άλλα λόγια, οι συνδικαλιζόμενοι επωφελούνται εις βάρος των μη συνδικαλισμένων εργαζόμενων. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη ζημιά που κάνει ο καθορισμός των μισθών. Κατά τη φάση της ανάκαμψης, είναι ζωτικής σημασίας οι πόροι και το εργατικό δυναμικό να μετακινηθούν από τομείς και επιχειρήσεις που επεκτάθηκαν με μη βιώσιμο τρόπο, προς αναδυόμενες νέες επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι για να γίνει κάτι τέτοιο όσο το δυνατόν ταχύτερα το κόστος εργασίας και άλλων πόρων πρέπει να μπορεί να μειωθεί εκεί που δεν είναι πια απαραίτητο και να αυξηθεί εκεί που υπάρχουν νέες ευκαιρίες. Αν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διατηρήσουν υψηλά τους μισθούς σε έναν σημαντικό τομέα, θα υπάρξουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις. Πρώτον, θα τείνει να καταστήσει τους τομείς αυτούς ακόμα λιγότερο κερδοφόρους από ότι θα ήταν και θα συρρικνωθούν περισσότερο από ότι είναι απαραίτητο. Δεύτερον, διατηρώντας την απασχόληση σε φθίνουσες βιομηχανίες όπου έχουν ισχύ, θα εμποδίσουν τη μετακίνηση εργατικού δυναμικού σε νέες βιομηχανίες όπου θα ήταν πιο παραγωγικό.
Hayek3Επιτόκια και περισσότερες καταθέσεις
Οι Αυστριακοί οικονομολόγοι εντοπίζουν φυσικές διορθωτικές δυνάμεις που μπορούν να επαναφέρουν την οικονομία σε μια πιο σταθερή πορεία ανάπτυξης. Σε αυτές τις δυνάμεις συμπεριλαμβάνονται και τα υψηλότερα επιτόκια, που θα ενθαρρύνουν περισσότερες αποταμιεύσεις. Οι αποταμιεύσεις, επιμένουν οι Αυστριακοί, είναι σημαντικές γιατί οι πόροι που θα απελευθερωθούν από την κατανάλωση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ολοκλήρωση των ημιτελών κατασκευών που ξεκίνησαν κατά τη φάση της εκρηκτικής ανάπτυξης. Η αύξηση των καταθέσεων είναι επομένως ένα από τα απαραίτητα στοιχεία για ταχεία ανάκαμψη.
Αυτή η ανάλυση είναι πολύ διαφορετική από αυτή των συμβατικών οικονομολόγων, που τείνουν να απορρίπτουν την αποταμίευση ως ασήμαντη ή πραγματικά επιβλαβή. Αλλά αν οι οικονομία ιδωθεί ως μια σύνθετη κατασκευή που αποτελείται από αλληλοσυνδεόμενα τμήματα, η σημασία της αποταμίευσης καθίσταται προφανής. Οι παραγωγικοί πόροι που απελευθερώνονται από τη μη κατανάλωση μπορούν να αξιοποιηθούν για την ολοκλήρωση σχεδίων που εγκαταλείφθηκαν στο τέλος της φάσης ανάπτυξης. Αυτοί οι πόροι δίνουν στην οικονομία την ευελιξία να προσαρμοστεί ευκολότερα στις απαιτητικές συνθήκες της ύφεσης. Όπως είδαμε παραπάνω, η απειλή της παγίδας ρευστότητας τονίζεται υπερβολικά – πράγμα που σημαίνει ότι η αυξημένες αποταμιεύσεις είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια της ύφεσης όπως ακριβώς ισχύει και οποιαδήποτε άλλη περίοδο. Πράγματι, είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά την ύφεση, μια και είναι απαραίτητοι περισσότεροι πόροι και είναι πιο πιθανό ότι τα εγκαταλελειμμένα έργα της φάσης της ανάπτυξης μπορούν να αναστηθούν ή να προσαρμοστούν για κάποιο άλλο σκοπό.
Ξεκαθάρισμα των ισολογισμών
Μια από τις συνέπειες της ανάπτυξης είναι ότι οι επιχειρηματίες και οι καταναλωτές είχαν λανθασμένα πιστέψει ότι οι επενδύσεις ήταν πολύ λιγότερο ριψοκίνδυνες από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Με τα ασφάλιστρα κινδύνου (risk premiums) μειωμένα λόγω της πιστωτικής επέκτασης, οι άνθρωποι έκαναν επιχειρηματικά σχέδια με ανεπαρκή υπολογισμό της πιθανότητας αποτυχίας. Προσλήφθηκαν δυναμικοί υπάλληλοι και τα αποθέματα για μια «βροχερή μέρα» αναλώθηκαν. Μόλις η κρίση αναγκάσει του επιχειρηματίες να απαλλαγούν από αυτές τις αυταπάτες, η πρώτη τους μέριμνα είναι να εξασφαλίσουν την επιβίωση των επιχειρήσεών τους. Θα προσπαθήσουν να αυξήσουν τα αποθέματα ρευστότητας, να αποπληρώσουν τα χρέη και να λειτουργούν πιο συντηρητικά. Για πολλούς σχολιαστές αυτή η νεοαποκτηθείσα προσοχή μεταξύ των επιχειρηματιών είναι μια αρνητική επίδραση της κρίσης και οι επιχειρηματίες θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να είναι πιο ριψοκίνδυνοι. Αλλά αυτό θα ήταν λάθος: αυτές ακριβώς οι πολιτικές που υπονόμευσαν την προσοχή ήταν η πηγή των προβλημάτων.
Παίρνει χρόνο
Δεδομένης της συσσώρευσης λαθών που προκλήθηκαν από την παραπληροφόρηση με την οποία τροφοδοτήθηκε η οικονομία κατά τα χρόνια της ανάπτυξης, θα πρέπει αναπόφευκτα να πάρει χρόνο ώστε η οικονομία να επιστρέψει στη σταθερότητα. Το παράδοξο είναι ότι η ύφεση είναι μέρος της διαδικασίας ανάκαμψης. Οι στρεβλώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν σταδιακά και όσο μεγαλύτερες οι στρεβλώσεις τόσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για την ανακατανομή των πόρων (φυσικών και ανθρώπινων) σε μια πιο βιώσιμη δομή. Ακόμα και με την καλύτερη θέληση και ένα πλήρες πρόγραμμα Αυστριακών μεταρρυθμίσεων, δε θα είναι μια γρήγορη και ανώδυνη διαδικασία.
Επιτρέποντας στα σήματα των τιμών να κάνουν τη δουλειά τους
Το κλειδί για μια ταχεία ανάκαμψη είναι η κυβέρνηση να κάνει στην άκρη ούτως ώστε οι αγορές να λειτουργήσουν για να αξιοποιηθούν άνθρωποι και πόροι. Για την επιτάχυνση της ανάκαμψης, η κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων υπέρ της επιχειρηματικότητας. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει:
· Μείωση των οριακών συντελεστών προσωπικής φορολογίας (marginal rates of personal taxation), εισοδήματος, κερδών κεφαλαίου και κληρονομίας.
Η μείωση των οριακών φορολογικών συντελεστών θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των κινήτρων. Οι υψηλοί οριακοί φορολογικοί συντελεστές αμβλύνουν τα μηνύματα των τιμών, αλλά οι τιμές είναι το σύστημα πληροφόρησης που λέει στους επιχειρηματίες και τους καταναλωτές τι πρέπει να κάνουν. Έχουν ιδιαίτερη σημασία κατά τη διάρκεια της ύφεσης όταν πόροι, ανθρώπινοι και φυσικοί, πρέπει να ανακατανεμηθούν σε πιο παραγωγικές χρήσεις.
Οι φόροι επί των κερδών του κεφαλαίου και των κληρονομιών πρέπει, επίσης, να μειωθούν ή να καταργηθούν. Και οι δύο αποθαρρύνουν την αποταμίευση. Η επίδραση του φόρου υπεραξίας είναι η μείωση της ανταμοιβής για ανάληψη ρίσκου. Ο φόρος κληρονομίας είναι ακόμα χειρότερος μια και θέτει ισχυρά αντικίνητρα στις μακροχρόνιες επενδύσεις.
· Δραματική χαλάρωση των κανονισμών ώστε να καταστεί πολύ πιο εύκολη ή ίδρυση και η λειτουργία μια νέας επιχείρησης
Οι Αυστριακοί οικονομολόγοι δεν είναι οι μόνοι που υποστηρίζουν την κατάργηση των περιορισμών στην επιχειρηματικότητα. Η υπερβολική ρύθμιση εμποδίζει την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, των πόρων και των θέσεων εργασίας.
· Κατάργηση του κατώτατου μισθού – αυτό λειτουργεί ως φόρος επί των θέσεων εργασίας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας
Στο βαθμό που η νομοθεσία κατώτατων μισθών καθορίζει μισθούς πάνω από την τιμή της αγοράς δεν μπορεί παρά να μειώσει την απασχόληση. Θα πρέπει να καταργηθεί ή να μεταρρυθμισθεί.
· Τερματισμός της δυνατότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων να καθορίζουν τους μισθούς πάνω από την τιμή εκκαθάρισης της αγοράς.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μειώνουν την απασχόληση και εμποδίζουν την μετακίνηση εργαζομένων από συρρικνούμενους προς αναπτυσσόμενους κλάδους. Δεν έχουν βέβαια αυτή την πρόθεση, αλλά η επίδρασή τους έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση των αλλαγών που είναι απαραίτητες ώστε η ανάκαμψη να είναι γρήγορη.

Β) Εξυγιαίνοντας το νόμισμα (Fixing money)
Ο Χάγιεκ και ο αδύναμος κρίκος

Οι Αυστριακοί Οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η τραπεζική μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη, διότι οι τράπεζες είναι η αιτία της οικονομικής αστάθειας και του εξαιρετικά επιζήμιου κύκλου ανάπτυξης και ύφεσης. Σύμφωνα με την ξακουστή φράση του Χάγιεκ, οι τράπεζες είναι «ο αδύναμος κρίκος» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Ως εκ τούτου, οι Αυστριακοί οικονομολόγοι επικεντρώνονται στη μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος ως μέσου μείωσης των φαινομένων ακραίας οικονομικής αστάθειας.
Το πρόβλημα προκαλείται από τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος κλασματικών αποθεματικών (Fractional Reserve Banking System – FRBS) τόσο να δημιουργεί όσο και να καταστρέφει χρήμα. Η δημιουργία νέου χρήματος δημιουργεί τη φαινομενική ευμάρεια της ανάπτυξης – και την συνακόλουθη ύφεση. Αυτό θα ήταν αρκετά κακό, αλλά το σύστημα έχει τη δυνατότητα να μειώνει τη ρευστότητα ακριβώς όταν η ζήτησή της αυξάνεται. Αυτή η επίδραση του τραπεζικού συστήματος κλασματικών αποθεματικών, να προκαλεί αποσταθεροποιητική νομισματική επέκταση και συρρίκνωση, μπορεί να προκαλέσει οικονομικό χάος.
Αξίζει τον κόπο να περιγραφεί αναλυτικά ο τρόπος που αυτό είναι δυνατό. Φανταστείτε ένα αποθετήριο από ομπρέλες σε μια μεγάλη εταιρεία. Οι υπάλληλοι καταθέτουν τις ομπρέλες τους για ασφαλή φύλαξη στο αποθετήριο, και ως τεκμήριο λαμβάνουν μια απόδειξη. Ο υπεύθυνος του αποθετηρίου παρατηρεί ότι ακόμα και όταν βρέχει μόνο λίγοι υπάλληλοι με αποδείξεις ζητούν τις ομπρέλες τους. Έτσι έχει την ιδέα να δανείσει σε μη υπαλλήλους, έναντι ενός μικρού τιμήματος, ένα ποσοστό από τις ομπρέλες. Με αυτό τον τρόπο αποκτά ο ίδιος ένα μικρό εισόδημα που δεν είχε πριν και αυξάνει το συνολικό αριθμό αποδείξεων για ομπρέλες και ομπρελών που χρησιμοποιούνται πάνω από το συνολικό αριθμό των πραγματικών ομπρελών.

Τώρα παρατηρήστε τι συμβαίνει όταν έρχεται μια καταιγίδα. Οι εργαζόμενοι με αποδείξεις τρέχουν να τις εξαργυρώσουν και ο υπεύθυνος ανησυχεί ότι το σχέδιό του θα αποκαλυφθεί. Αν όλοι οι υπάλληλοι ζητήσουν τις ομπρέλες τους, δεν θα υπάρχουν αρκετές για όλους. Έτσι στέλνει μηνύματα σε όλους τους μη υπαλλήλους που έχουν δανειστεί ομπρέλες να τις επιστρέψουν άμεσα ούτως ώστε να καλυφθούν οι νόμιμες αξιώσεις των κατόχων αποδείξεων. Δεδομένου ότι οι οφειλέτες επιστρέφουν τις ομπρέλες που έχουν δανειστεί, ο συνολικός αριθμός ομπρελών και αποδείξεων για ομπρέλες μειώνεται προς το συνολικό αριθμό ομπρελών και αποκαθίσταται η αρχική αναλογία μία-προς-μία.
Αυτή η αναλογία εξηγεί πως το FRBS μπορεί να επεκτείνει και να συρρικνώνει τη ρευστότητα. Δυστυχώς, αντίθετα με το παράδειγμα με τις ομπρέλες, η επέκταση και η συρρίκνωση της ρευστότητας μπορεί να προκαλέσεις σημαντικές στρεβλώσεις και αναστάτωση της οικονομίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πιστωτική επέκταση επηρεάζει τα επιτόκια, τα οποία με τη σειρά τους δίνουν σε επιχειρηματίες και καταναλωτές παραπλανητικές πληροφορίες για πόρους και κινδύνους.
Έχουμε δει τα δεινά της πιστωτικής επέκτασης. Τώρα αξίζει τον κόπο να περιγράψουμε τις αρνητικές συνέπειες της πιστωτικής συρρίκνωσης. Είναι γενικά προς το συμφέρον των τραπεζών να επεκτείνουν την πίστωση – πιο πολλά δάνεια σημαίνουν μεγαλύτερα κέρδη. Αλλά όταν χτυπά η κρίση, οι καταθέτες μπορεί να αποσύρουν τα χρήματά τους – αναγκάζοντας τις προβληματικές τράπεζες να απαιτήσουν την εξόφληση των δανείων τους προκειμένου να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για την αποπληρωμή των καταθετών. Οι τράπεζες συρρικνώνουν τους ισολογισμούς τους, όπως ακριβώς και το αποθετήριο ομπρελών στην καταιγίδα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η προσφορά χρήματος, που αντιπροσωπεύεται από το σύνολο των καταθέσεων του τραπεζικού συστήματος, μειώνεται.

Τη δεκαετία του 1930, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία είχε ιδρυθεί μόλις το 1913 και δεν είχε εμπειρία, επέτρεψε τη μείωση της προσφοράς χρήματος κατά 30%. Αυτό δεν αφορούσε μείωση του ρυθμού επέκτασης, αλλά πραγματική μείωση της ποσότητας χρήματος στην οικονομία των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα ήταν μια περιττή και καταστροφική περίοδος πτώσης των τιμών. Με δεδομένη τη δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να καθορίζουν τους μισθούς, αυτό οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της ανεργίας. Αλλά είχε και άλλη μία βλαπτική επίδραση. Με την πτώση των τιμών, τα πραγματικά επιτόκια αυξήθηκαν κατακόρυφα, ωθώντας τα επιτόκια πολύ πάνω από το «φυσικό ποσοστό» (natural rate). Με τον ίδιο τρόπο που τα επιτόκια κάτω από το φυσικό ποσοστό οδηγούν τους επιχειρηματίες να κάνουν αδικαιολόγητα αισιόδοξες επενδύσεις, πιστεύοντας ότι υπάρχουν περισσότεροι διαθέσιμοι πόροι για επενδύσεις απ’ ότι στην πραγματικότητα, έτσι και τα επιτόκια πάνω από το φυσικό ποσοστό τους παραπλανούν να περικόψουν τις επενδύσεις επειδή πιστεύουν ότι οι επιχειρηματικές προοπτικές είναι χειρότερες από ότι στην πραγματικότητα. Στο βιβλίο τους Νομισματική Ιστορία των ΗΠΑ (A Monetary History of the United States) ο Μίλτον Φρίντμαν και η Άννα Σβαρτς εξηγούν πως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα επέτρεψε αυτή της καταστροφή. Υποστήριξαν ότι η αμερικανική κεντρική τράπεζα θα έπρεπε να έχει αποτρέψει την κατάρρευση μεγάλου μέρους του τραπεζικού συστήματος και την επακόλουθη κατακόρυφη πτώση της προσφοράς χρήματος. Οι Φρίντμαν και Σβάρτς υποστηρίζουν ότι αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είχε εμποδίσει την κατάρρευση της προσφοράς χρήματος στις ΗΠΑ, η ύφεση θα ήταν πολύ λιγότερο σοβαρή.

Hayek1Ο λόγος που πρέπει να μειωθεί η ελευθερία των κεντρικών τραπεζών
Το ισχύον σύστημα ρύθμισης των τραπεζών των βιομηχανικών χωρών βασίζεται στις αρχές της Βασιλείας για τραπεζικές ρυθμίσεις και παρέχει στους κεντρικούς τραπεζίτες ένα σημαντικό βαθμό ελευθερίας. (Αυτό δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει, μια και σχεδιάστηκε από κεντρικούς τραπεζίτες.) Υποτίθεται ότι αξιοποιούν την κρίση τους για να καθορίσουν τα επιτόκια και να διαμορφώσουν τις πιστωτικές συνθήκες ώστε να επιτευχθεί οικονομική σταθερότητα, χαμηλός πληθωρισμός και υψηλά ποσοστά απασχόλησης. Η βαρύτητα που δίνεται σε κάθε έναν από αυτούς τους παράγοντες εξαρτάται από την εν λόγω χώρα. Αλλά σε κάθε περίπτωση οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν ευχέρεια για το τι θα κάνουν.

Στη θεωρία είναι σαφές ποια θα έπρεπε να είναι η πολιτική τους. Όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι κακές και η ανάπτυξη αδύναμη θα πρέπει να μειώσουν τα επιτόκια, και όταν ξεκινάει η ανάπτυξη θα πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια. Έτσι ο William McChesney Martin που ήταν ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1950 και 1960 περιέγραψε το ρόλο του ως: «… ο φοιτητής που παίρνει το μπολ με το ποτό όταν το πάρτι ζεσταίνεται». Αλλά τη δεκαετία πριν το κραχ του 2008 οι κεντρικοί τραπεζίτες έμοιαζαν, αντί να παίρνουν το μπολ, να το γεμίζουν με τα φλασκιά τους. Όταν τα πράγματα ήταν δύσκολα οι κεντρικοί τραπεζίτες χαλάρωναν τα επιτόκια και όταν τα πράγματα ήταν καλά δεν έκαναν τίποτα για να περιορίσουν την έκρηξη. Αυτή ήταν η εποχή του περιβόητου ‘Greenspan put’ όταν η Fed ήταν δεδομένο ότι θα τονώσει την οικονομία στο πρώτο σημάδι αδυναμίας και ότι δε θα κάνει τίποτα για να περιορίσει αυτό που ο Πρόεδρός της Άλαν Γκρίνσπαν περιέγραψε ως «παράλογη ευφορία». Το αποτέλεσμα ήταν μια ανισόρροπη πολιτική που είχε καταστροφικές συνέπειες.

Αυτή η τρέλα μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από την αποτυχία της θεωρίας. Με βάση τα παραδοσιακά συμβατικά οικονομικά, οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν κατανοούσαν ότι η ανάπτυξη που θα δημιουργούσαν θα οδηγούσε σε μαζική μετατόπιση στη δομή της οικονομίας που θα μπορούσε να οδηγήσει μόνο σε ύφεση. Και οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν έχουν μεγαλύτερη ανοσία στην ψυχολογία της ανάπτυξης από οποιονδήποτε άλλο: είχαν παρασυρθεί και αυτοί από τη συζήτηση για Νέα Οικονομία όπως και οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές της Wall Street.
Όλα αυτά οδηγούν τους Αυστριακούς οικονομολόγους να υποστηρίζουν ότι είναι πολύ δύσκολο για τους κεντρικούς τραπεζίτες να μην κάνουν κακή χρήση ή ακόμα και κατάχρηση της διακριτικής ευχέρειας που τους δίνεται. Αυτός είναι ο λόγος που ο Χάγιεκ, για παράδειγμα, υποστήριζε νομισματικά συστήματα που περιόριζαν όσο το δυνατό περισσότερο την ευχέρεια της κεντρικής τράπεζας και βασίζονταν σε έναν αυτόματο μηχανισμό (όπως ο κανόνας του χρυσού). Αντίστοιχα, το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που περιγράφεται στη συνέχεια, το Σχέδιο Φράιμπουργκ, αποσκοπεί στη μετάβαση σε ένα σύστημα στο οποίο η ευχέρεια των κεντρικών τραπεζών περιορίζεται και οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν έχουν πλέον την ελευθερία να τροφοδοτούν το οικονομικό μπολ με το ποτό.

Το θέμα της Ποσοτικής Χαλάρωσης

Αν και κανείς θα μπορούσε και θα έπρεπε να επικρίνει τις κεντρικές τράπεζες ότι επέτρεψαν το μπουμ, τουλάχιστον έμαθαν ένα μάθημα από την κρίση του 1930 και απέτρεψαν την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και μια απότομη μείωση της προσφοράς χρήματος. Δεν έδρασαν μόνο για να προστατεύσουν τους καταθέτες στην αρχική κρίση του 2008, αλλά στη συνέχεια με το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης αντικατέστησαν τα χρήματα που καταστράφηκαν εξαιτίας της συρρίκνωσης των ισολογισμών των τραπεζών. Αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για τη συμπεριφορά τους. Θα έπρεπε να έχουν αντιληφθεί τις αρνητικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει το μπουμ και να το αποτρέψουν εξ αρχής.
Χάγιεκ: Κατά του αποπληθωρισμού και υπέρ της περιορισμένης Ποσοτικής Χαλάρωσης
Οι Αυστριακού οικονομολόγοι (και ειδικά ο Χάγιεκ) έχουν κατακριθεί αρκετές φορές για την ανοχή τους στον αποπληθωρισμό στη δεκαετία του 1930. Αλλά ο Χάγιεκ κατάλαβε γρήγορα το λάθος στην προσέγγιση αυτή και άλλαξε άποψη το 1933, και το 1937 υποστήριξε ένθερμα ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αντισταθμίσουν την αδικαιολόγητη επέκταση ή συρρίκνωση της ρευστότητας.

Ο Χάγιεκ θα καλωσόριζε την Ποσοτική Χαλάρωση στο βαθμό που απέτρεψε την κατάρρευση της ρευστότητας και τον αποπληθωρισμό. Αλλά η υποστήριξή του δεν θα ήταν χωρίς όρους. Η δημιουργία χρήματος που σχεδιάστηκε για να αντισταθμίσει την καταστροφή του χρήματος από τις τράπεζες ήταν όντως επιθυμητή. Αλλά ο Χάγιεκ θα ήταν κάθετα αντίθετος στην Ποσοτική Χαλάρωση ως μέσο τόνωσης της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό θα αποτελούσε επιστροφή στις economic fallacies που οι οικονομολόγοι κατακρίνουν εδώ και αιώνες. Πέρα από τον παραλογισμό της ιδέας ότι η εκτύπωση χρήματος μπορεί να προάγει την οικονομική ανάπτυξη, υπάρχει επίσης και ο κίνδυνος του πληθωρισμού και ενός ακόμα κύκλου ανάπτυξης και ύφεσης. Αυτός ήταν ο κίνδυνος για τον οποίο ο Χάγιεκ επιχειρηματολόγησε και πολέμησε τόσο σκληρά τη δεκαετία του 1970.

Ως λογική συνέπεια, ο ρόλος του μεταρρυθμιστή είναι ο σχεδιασμός τραπεζικών θεσμών που περιορίζουν ή καταργούν τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να επεκτείνει και να συρρικνώνει διαστροφικά τη ρευστότητα (με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις και στις δύο περιπτώσεις). Ο Αυστριακοί οικονομολόγοι έχουν προτείνει μια σειρά από εναλλακτικές. Ο Χάγιεκ υποστήριξε την επιστροφή στον κανόνα του χρυσού, ένα νόμισμα βασισμένο σε αποθεματικά εμπορευμάτων (commodity reserve currency) και τελικά ανταγωνισμό νομισμάτων χωρίς την παρέμβαση μιας κεντρικής τράπεζας ως τελικού δανειστή σε έκτακτες καταστάσεις (lender of last resort). Οι απόψεις του Χάγιεκ άλλαξαν με βάση την αλλαγή των συνθηκών και οι λύσεις του ήταν πάντα πρακτικές στο περιβάλλον της εποχής που τις πρότεινε.

Σε μια οικονομική κρίση, ο βασικός ρόλος της κεντρικής τράπεζας πρέπει να είναι να διασφαλίσει ότι το τραπεζικό σύστημα δε θα καταρρεύσει. Αν αυτό συμβεί θα οδηγήσει στην ανα-τιμολόγηση της εργασίας και όλων των αγαθών και των υπηρεσιών με βάση τη μειωμένη προσφορά χρήματος. Αλλά όπως έχει υποδείξει ο George Selgin, ένας σύγχρονος Αυστριακός οικονομολόγος, μια τέτοια μαζική ανα-τιμολόγηση θα είναι περιττή, χρονοβόρα και σπάταλη. Συνεπώς η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να προσπαθεί να διατηρήσει την ποσότητα του χρήματος σταθερή ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος. Και αυτό μπορεί να σημαίνει την αύξηση της προσφοράς του χρήματος για την αντιστάθμιση είτε της αύξηση της ζήτησης για χρήμα είτε την πραγματική μείωση της ποσότητας του χρήματος. Ο Χάγιεκ αναγνώριζε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του αυτό που ο Βρετανός οικονομολόγος Sir Ralph Hawtrey ονόμαζε “εγγενή αστάθεια της πίστωσης» – τη perverse δυνατότητα των τραπεζών να συρρικνώνουν την προσφορά του χρήματος όταν η ζήτησή του αυξάνεται. Ο Χάγιεκ το θεωρούσε ως ένα ελάττωμα του καπιταλιστικού συστήματος που απαιτούσε επίλυση.

Ο Χάγιεκ και η σταδιακή μεταρρύθμιση

Ο Χάγιεκ πίστευε στη σταδιακή προσέγγιση των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Ένα μεγάλο πρόβλημα για την υιοθέτηση του είδους των μεταρρυθμίσεων που υποστηρίζουν οι Αυστριακοί οικονομολόγοι είναι ότι αποτελούν πρόκληση προς το σημαντικό ρόλο των κεντρικών τραπεζών. Το οικονομικό και πνευματικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στις κεντρικές τράπεζες είναι μεγάλο και οι απαραίτητες αλλαγές μπορούν να επιχειρηθούν μόνο αργά και βήμα-βήμα. Θα πρέπει επίσης να θεωρούνται εφαρμόσιμες και όχι ουτοπικές. (Βέβαια το τι θεωρείται ουτοπικό μπορεί να αλλάξει: γράφοντας το 1976 ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι η πρότασή του για ανταγωνισμό μεταξύ νομισμάτων ήταν εφαρμόσιμη, ενώ θεωρούσε ότι η πρόταση για ένα Ευρωπαϊκό νόμισμα ήταν ουτοπική).
Υγιές νόμισμα σε μία χώρα – Το ελβετικό πρόβλημα
Αλλά αν η τραπεζική μεταρρύθμιση δεν είναι γενική, αυτοί που την εφαρμόζουν θα αντιμετωπίσουν αυτό που μπορεί να αποκαλεστεί το «Ελβετικό Πρόβλημα» – ότι μια χώρα με ένα υγιές τραπεζικό σύστημα και ένα υγιές νόμισμα μπορεί να γίνει καταφύγιο για τους επενδυτές που επιθυμούν να αποφύγουν τη χρεοκοπία, τον πληθωρισμό, την αστάθεια ή ένα συνδυασμό και των τριών. Αυτό μπορεί να είναι κολακευτική για τη συγκεκριμένη χώρα, αλλά αν δεν έχει μικρό εξωτερικό εμπόριο, οι συνέπειες μπορεί να είναι ιδιαίτερα καταστροφικές. Τα πλεονεκτήματα του νομίσματος ως «ασφαλή παραδείσου» θα μπορούσαν να αυξήσουν την αξία του, καταστρέφοντας τις εξαγωγικές βιομηχανίες και ευνοώντας τους εισαγωγείς. Αυτό συνέβει το 2011 στην Ελβετία μια και το ελβετικό νόμισμα θεωρήθηκε ευρέως και ορθά ως ασφαλής παράδεισος: μαζικές αγορές ελβετικών φράγκων από ανήσυχους επενδυτές εκτόξευσε την αξία του. Οι απειλητικές συνέπειες για τις ελβετικές εξαγωγικές βιομηχανίες ανάγκασαν στις ελβετικές οικονομικές αρχές να εγκαταλείψουν την ακραία πολιτική τους για ισχυρό νόμισμα και στις 6 Σεπτεμβρίου ανακοίνωσαν ότι ήταν «έτοιμες να αγοράσουν ξένα νομίσματα σε απεριόριστες ποσότητες» και να μειώσουν τα επιτόκια ώστε να αποτρέψουν την ανατίμηση του νομίσματος στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος.
Το «Ελβετικό Πρόβλημα» είναι κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπίσει κάθε μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος. Φυσικά αν αυτές οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονταν σε ολόκληρο τον κόσμο με βάση διεθνείς συμφωνίες δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Αλλά θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθούν τέτοιες διεθνείς συμφωνίες. Συνεπώς κάθε νομισματικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί σε μια χώρα ή σε μια νομισματική ένωση θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Ελβετικό Πρόβλημα ώστε να μειωθεί η νομισματική αστάθεια. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την εφαρμογή επιθυμητών μεταρρυθμίσεων, που στη συνέχεια θα εγκαταληφθούν γιατί προκάλεσαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα στη χώρα που τις εφήρμοσε.
Υγιές νόμισμα σε μία χώρα – Το πρόβλημα του City του Λονδίνου

Με άλλα λόγια, μια από τις δυσκολίες υποστήριξης της άποψης για ριζικές μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού συστήματος στην Αγγλία είναι ότι αν η πολιτική αυτή εφαρμοζόταν μόνο στην Αγγλία θα μπορούσε να κάνει την Αγγλία και ειδικά το City του Λονδίνου μη ελκυστικές στην επιχειρηματικότητα. Αν ισχύει κάτι τέτοιο το City και η Αγγλία θα έχαναν μια αξιόλογη πηγή εισοδήματος και απασχόλησης. Αν αυξανόταν η ρευστότητα και η κεφαλαιοποίηση των αγγλικών τραπεζών σε σχέση με αυτές άλλων χωρών, τότε πιθανώς κάποιες τράπεζες και ίσως σημαντικό μέρος του τραπεζικού συστήματος να μεταφέρονταν σε άλλα κέντρα όπου οι κανόνες κεφαλαιοποίησης και ρευστότητας δεν θα ήταν τόσο αυστηροί.
Μια προφανής απάντηση είναι ότι με δεδομένο ότι οι τράπεζες ήταν η αιτία των προβλημάτων δε θα ήταν κακό αν η οικονομία της Αγγλίας βασιζόταν λιγότερο στον τραπεζικό τομέα. Και τα εισοδήματα του City δεν περιορίζονται στον τραπεζικό τομέα: άλλες μορφές του χρηματοπιστωτικού τομέα θα μπορούσαν να ανθίσουν σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι τράπεζες και το νόμισμα θα ήταν ιδιαίτερα ασφαλή. Επίσης το «Ελβετικό Πρόβλημα» ίσως λειτουργήσει εξισορροπητικά στο «Πρόβλημα του City». Κεφάλαια και δραστηριότητες μπορεί να μεταφερθούν στο Λονδίνο χάρη στο νέο του χαρακτήρα ως μοναδικού διεθνούς κέντρου με προσεκτικές τράπεζες, ισχυρό νόμισμα και ευκαιρίες που θα έχουν δημιουργηθεί από φιλελεύθερες αρχές ανταγωνιστικών νομισμάτων.

Hayek5Τραπεζική Μεταρρύθμιση: Κάποιες απορρηφθείσες εναλλακτικές

Πριν παρουσιάσουμε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, το Σχέδιο Φράιμπουργκ, αξίζει τον κόπο να αναλύσουμε κάποιες λύσεις που έχουν προταθεί από Αυστριακούς οικονομολόγους στη διάρκεια των ετών. Όλες έχουν το πλεονέκτημα ότι αναγνωρίζουν τα προβλήματα που προκαλούνται από το τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεματικών. Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό περιορίζουν την ευελιξία που συχνά καταχρώνται οι κεντρικές τράπεζες.
(α) Τράπεζες με 100% αποθεματικά
Κάποιοι Αυστριακοί υποστήριξαν τη μετάβαση σε ένα τραπεζικό σύστημα με 100% αποθεματικά. Αυτή η πρόταση (που υποστηρίχθηκε το 1930 και από τον πρώτο-μονεταριστή του Σικάγο Henry Simon) χαρακτηρίζεται ως ουτοπική, με δεδομένη την πολυετή διεθνή επικράτηση του FRBS. Ο Simon χρησιμοποίησε τον όρο «λαθρέμποροι χρήματος» (money bootleggers) για να περιγράψει τη δυνατότητα δημιουργίας χρήματος από τις τράπεζες κλασματικών αποθεματικών. Η αξία της πρότασης βρίσκεται στο γεγονός ότι αντιμετωπίζει άμεσα τα προβλήματα που προκαλούνται από το τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεματικών και προτείνει μια λύση που τα προλαμβάνει πλήρως. Οι τράπεζες θα αναγκάζονταν να υποστηρίζουν όλες τις καταθέσεις με μετρητά – έτσι δεν θα υπήρχε πιθανότητα χρεοκοπίας. Θα λειτουργούσαν ως ασφαλή χρηματοκιβώτια για χρήματα – διατηρώντας τα χρήματα ασφαλή και εκδίδοντας αποδείξεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με τον ίδιο τρόπο με τα χρήματα που έχουν κατατεθεί.
Κάποιοι Αυστριακοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεματικών είναι απάτη: τράπεζες χωρίς χρήματα στα θησαυροφυλάκιά τους είναι σαν μια εταιρεία θυρίδων ασφαλείας που νοικιάζει τα αντικείμενα που φυλάνε οι πελάτες της. Αλλά οι άνθρωποι που καταθέτουν τα χρήματά τους στις τράπεζες γνωρίζουν καλά ότι οι τράπεζες θα δανείσουν τουλάχιστον ένα μέρος των χρημάτων τους – η κατηγορία λοιπόν της απάτης δεν είναι πειστική. Και το τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεματικών, παρά τα προβλήματα που προκαλεί, έχει καθιερωθεί σε τέτοιο βαθμό που αποτελεί μέρος της οικονομικής μας κουλτούρας. Θα χρειαζόταν μια επανάσταση για να το καταργήσουμε. Ίσως τον Δέκατο Έκτο Αιώνα, όταν αναπτύχθηκε το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα, η κατηγορία της απάτης να έστρεφε την οικονομική εξέλιξη προς μια διαφορετική και καλύτερη κατεύθυνση, αλλά αυτό δε συνέβει και αυτή η εναλλακτική δεν είναι ανοιχτή για εμάς σήμερα. Συνεπώς τα σχέδια για επιστροφή σε ένα τραπεζικό σύστημα με 100% αποθεματικά είναι πιθανότατα ουτοπικά. Αυτό που χρειάζεται είναι μεταρρυθμίσεις που μπορούν να εφαρμοστούν τώρα.
Αλλά οι υποστηρικτές ενός συστήματος με 100% αποθεματικά έχουν κατανοήσει κάτι σημαντικό: τη ζημιά που μπορεί να κάνει το τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεματικών. Έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει κρίσεις διαφορετικών μεγεθών. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι απλά τα μικρά πάνω-κάτω των οικονομικών κύκλων του δέκατου όγδοου αιώνα. Αλλά μπορεί να είναι και οι καταστροφικές κρίσεις της Μεγάλης Ύφεσης (depression) της δεκαετίας του 1930 και η σημερινή Μεγάλη Ύφεση (recession). Ίσως ο κόσμος να ήταν καλύτερος αν δεν είχε εφευρεθεί το τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεματικών – αλλά αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε και δεν μπορούμε να το ξε-εφεύρουμε.
Έτσι, αν και είναι ουτοπικό να υποστηρίζει κανείς ένα τραπεζικό σύστημα με 100% αποθεματικά, η επιχειρηματολογία των υποστηρικτών του είναι σωστή και δείχνει προς τη σωστή κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθούν οι μεταρρυθμίσεις.
(β) Επιστροφή στην Κανόνα του Χρυσού
Πολλοί Αυστριακοί υποστηρίζουν της επιστροφή στον Κανόνα του Χρυσού. Ο Καρλ Μένγκερ, ο ιδρυτής της Αυστριακής σχολής, ήταν ο συγγραφέας μιας αναφοράς που υποστήριξε με επιτυχία την υιοθέτηση του κανόνα του χρυσού στην Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία. Και ο κανόνας του χρυσού τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν ένας θρίαμβος του πολιτισμού, ιδιαίτερα όταν συνδυάστηκε με το διεθνές ελεύθερο εμπόριο: την περίοδο εκείνη όλοι θεωρούσαν ότι προήγαγε τη νομισματική σταθερότητα, το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις. Ήταν φιλοδοξία πολλών χωρών να σταθεροποιήσουν τα νομίσματά τους και να υιοθετήσουν τον κανόνα του χρυσού. Έτσι η Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία υιοθέτησε το χρυσό το 1892 και η Ρωσική το 1897. Αν και το σύστημα καταστράφηκε από τον πληθωρισμό και το νομισματικό χάος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έγιναν προσπάθειες επαναφοράς του κανόνα του χρυσού κατά τη θητεία του διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Montagu Norman τη δεκαετία του 1920. Το 1925 η Αγγλία επέστρεψε στην προπολεμική ισοτιμία με το χρυσό – αν και αυτή η ιδιαίτερα υπερ-τιμημένη στερλίνα ανάγκασε την Αγγλία να τον εγκαταλείψει το 1931. Άλλες χώρες ακολούθησαν.
Ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι ο κανόνας του χρυσού είχε τρία βασικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, προσέφερε ένα διεθνές πρότυπο, το οποίο σήμαινε ότι δεν υπήρχε ρίσκο διεθνών ισοτιμιών. Ο χρυσός ήταν πρακτικά το νόμισμα που χρησιμοποιούσαν σε ολόκληρο τον κόσμο, οι τιμές λοιπόν μπορούσαν να συγκριθούν εύκολα και το διεθνές εμπόριο και οι επενδύσεις ήταν ξεκάθαρες. Δεύτερον, αν οι χώρες τηρούσαν τον κανόνα του χρυσού, η προσαρμογή των εμπορικών ελλειμμάτων και πλεονασμάτων ήταν αυτόματη: οι χώρες με πλεονάσματα θα ήταν εισαγωγείς χρυσού, επεκτείνοντας το πιστωτικό τους σύστημα, ενώ το αντίθετο θα συνέβαινε με τις χώρες με ελλείμματα. Τρίτον, το βασικό πλεονέκτημα του κανόνα ήταν ότι κρατούσε τον πληθωρισμό υπό έλεγχο, μια και η παραγωγή περιοριζόταν από το κόστος παραγωγής.
Αλλά το βασικό χαρακτηριστικό του κανόνα του χρυσού το δέκατο όγδοο αιώνα ήταν ότι αναπτύχθηκε χωρίς συνειδητό σχεδιασμό και θα ήταν πιθανότατα πολύ δύσκολο να αναδημιουργήσουμε μια τέτοια δομή με διεθνείς μεταρρυθμίσεις. Και υπάρχουν και άλλες δυσκολίες για την επιστροφή στον κανόνα του χρυσού. Οι χώρες θα έπρεπε να αποφασίσουν αν θα επιστρέψουν στον πλήρη κανόνα του χρυσού, χρησιμοποιώντας χρυσά νομίσματα στις καθημερινές συναλλαγές, ή στον Κανόνα Ανταλλαγής Χρυσού που εφαρμόστηκε μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων. Στη δεύτερη περίπτωση ο χρυσός φυλασσόταν από τις κεντρικές τράπεζες και χρησιμοποιείτο για την υποστήριξη (backing) του νομίσματος και την τακτοποίηση των διεθνών συναλλαγών. Ένας πλήρης κανόνας χρυσού θα υπέβαλε την παγκόσμια οικονομία σε απρόβλεπτες αλλαγές στην παραγωγή χρυσού και θα έδινε σημαντική οικονομική ισχύ σε ασταθείς χώρες παραγωγούς. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τη δημιουργία ενός καρτέλ παραγωγών και εξαγωγέων χρυσού όπως αυτό του ΟΠΕΚ, του καρτέλ των παραγωγών πετρελαίου. Αντίστοιχα, μια δυσκολία με τον Κανόνα Ανταλλαγής Χρυσού είναι η διασφάλιση ότι οι κεντρικές τράπεζες θα τηρήσουν τους κανόνες και δε θα εκδώσουν περισσότερα πιστοποιητικά από τα αποθέματα χρυσού που τηρούν.

Αλλά ο Χάγιεκ κατάλαβε ότι ο κανόνας του χρυσού είχε μια ακόμα βασική αδυναμία πέρα από αυτό που αποκαλούσε «ιδιοτροπίες» της παραγωγής χρυσού. Μια πιο σημαντική αδυναμία ήταν ότι η παραγωγή χρυσού δεν ήταν δυνατό να ανταποκριθεί γρήγορα στην αύξηση της ζήτησης. Αυτό θα σήμαινε ότι αν η ζήτηση αυξανόταν, οι τιμές των προϊόντων θα έπρεπε να πέσουν. Αυτό θα οδηγούσε στη συνολική ανα-τιμολόγηση των μισθών και των τιμών που ο George Selgin, ο σύγχρονος Αυστριακός οικονομολόγος, υποστήριξε ότι είναι τόσο ανεπαρκές όσο και περιττό. Και αν οι μισθοί είναι ανελαστικοί λόγω της δραστηριότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τότε το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της ανεργίας. Αυτό που χρειάζεται, υποστήριξε ο Χάγιεκ, είναι ένα εμπόρευμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νόμισμα αλλά μπορεί να ανταποκριθεί γρήγορα στις αλλαγές της ζήτησης.
Μια επιπλέον δυσκολία είναι ότι αν δεν εφαρμοστεί παντού, τότε οι χώρες του κανόνα του χρυσού θα διαπιστώσουν ότι έγιναν ασφαλείς παράδεισοι με τα νομίσματά τους να υπερτιμούνται – μια μορφή του Ελβετικού Προβλήματος που περιγράψαμε παραπάνω. Γενικά, η επιστροφή στο χρυσό θα απείχε από το να είναι ένα ιδανικό σύστημα και θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί.

(γ) Ένα νόμισμα αποθεματικών εμπορευμάτων (A commodity reserve currency)
Το 1943, στη μέση του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Χάγιεκ πρότεινε ένα νόμισμα αποθεματικών εμπορευμάτων (Commodity Reserve Currency – CRC), το οποίο υποστήριξε ότι θα ήταν μια ανανεωμένη και βελτιωμένη έκδοση του κανόνα του χρυσού. Αντί του χρυσού, το νόμισμα θα βασιζόταν σε ένα καλάθι από commodities. Ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι ένα CRC θα είχε το πλεονέκτημα έναντι του χρυσού ότι μια αύξηση της ζήτησης για χρήματα θα οδηγούσε σε μια ραγδαία αύξηση της προσφοράς. (Ο Χάγιεκ έγραφε σε μια περίοδο κατά την οποία ήταν εφικτή μια ριζική μεταρρύθμιση του διεθνούς νομισματικού συστήματος και η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε με το Συνέδριο του Breton Woods μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ενός συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών).
Ένα CRC δε θα αντιμετώπιζε τις δυσκολίες του κανόνα του χρυσού, όπως την εξάρτηση από το μικρό αριθμό παραγωγών χωρών, αλλά και πάλι θα ήταν δύσκολο να εισαχθεί διεθνώς. Μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί ένα διεθνές συνέδριο στο οποίο οι συμμετέχοντες μάταια προσπαθούν να αποφασίσουν ποια εμπορεύματα θα περιληφθούν στο δείκτη. Και επίσης, αν μια μεμονωμένη χώρα υιοθετούσε ένα CRC θα αντιμετώπιζε τα ίδια «Ελβετικά Προβλήματα» όπως και με τον Κανόνα του Χρυσού.
(δ) Ανταγωνισμός νομισμάτων
Σε δυο εργασίες του που δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του 1970, ο Χάγιεκ υποστήριξε τον ανταγωνισμό των νομισμάτων ως έναν τρόπο προαγωγής της σταθερότητας. Και οι δύο εργασίες δημοσιεύτηκαν από το Ινστιτούτου Οικονομικών Σχέσεων (Institute of Economic Affairs): Ανταγωνισμός Νομισμάτων (Competition in Currency) και Απεθνικοποίηση των Νομισμάτων (Denationalisation of Money), το Φεβρουάριο και τον Αύγουστο του 1976 αντίστοιχα. Στην πρώτη εργασία ο Χάγιεκ περιέγραψε την ιδιαίτερα πρωτότυπη ιδέα ως έναν «τρόπο να σταματήσει ο πληθωρισμός». Στη δεύτερη, στο εξώφυλλο ο Χάγιεκ λέει:

«Η αιτία των κυμάτων ανεργίας δεν είναι ο “καπιταλισμός” αλλά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να δημιουργήσουν ισχυρά νομίσματα (good money)»
Ένας επικριτής θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η πρόταση του Χάγιεκ σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό και την ανεργία που ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματα τη δεκαετία του 1970. Σήμερα, η απειλή είναι η ανεργία ως αποτέλεσμα μιας βαθιάς ύφεσης. Ο Χάγιεκ θα απαντούσε ότι η αδικαιολόγητη πιστωτική επέκταση από τις τράπεζες είναι η αιτία τόσο του πληθωρισμού όσο και της ανεργίας. Συνεπώς ο ανταγωνισμός των νομισμάτων θα απέτρεπε τόσο την επιστροφή του πληθωρισμού και της ανεργίας της δεκαετίας του 1970 όσο και την επιστροφή της εκρηκτικής ανάπτυξης που οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση μετά το 2008.
Ο Χάγιεκ υποστήριξε δύο βήματα που θα απέτρεπαν τις τράπεζες από το να προκαλούν κύκλους ανάπτυξης-ύφεσης. Η πρώτη του πρόταση ήταν να αφαιρεθεί από τις κεντρικές τράπεζες ο ρόλος τους ως τελικού δανειστή σε έκτακτες καταστάσεις (lender of last resort). Η δεύτερη ήταν να καταργηθούν οι κανόνες σύναψης συμβάσεων (και του καθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών) και να επιτραπεί σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς η έκδοση νομισμάτων σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Σε συνδυασμό, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα επέτρεπαν την έκδοση νομισμάτων από ιδιωτικούς φορείς αντί του κρατικού μονοπωλίου. Η κατάργηση του ρόλου των κεντρικών τραπεζών θα καθιστούσε τις εκδίδουσες τράπεζες ιδιαίτερα προσεκτικές στο ποσοστό που θα εκδίδουν χωρίς «υποστήριξη».

Σύμφωνα με την πρόταση του Χάγιεκ, οι εκδίδουσες τράπεζες θα εγκυούνταν ότι τα νομίσματά τους θα ήταν ανταλλάξιμα σύμφωνα με δείκτες ενός καλαθιού από άλλα νομίσματα, εμπορεύματα, τιμές λιανικής ή χοντρικής – ξεχωριστά ή σε συνδυασμό. Έτσι αν ένα ιδιωτικά εκδιδόμενο νόμισμα άρχιζε να χάνει την αξία του σε σχέση με άλλα, η εκδίδουσα τράπεζα θα είχε το κίνητρο να περιορίσει την ποσότητα που εκδίδει. Και χωρίς την κεντρική τράπεζα να λειτουργεί ως τελικός δανειστής σε έκτακτες καταστάσεις, θα ήταν πολύ προσεκτικές, μια και μια επίθεση (run) στο νόμισμά τους θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει στην κατάρρευσή τους, αν δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους προς τους κατόχους των νομισμάτων τους.
Ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι επειδή τα χρήματα πάντα εκδίδονταν από ένα κρατικό μονοπώλιο, δεν γνωρίζουμε τι είδος χρήματα θα προτιμούσαν οι καταναλωτές. Ίσως προτιμούσαν χρήματα με σταθερή αξία σε σχέση με τις τιμές καταναλωτή, αλλά ίσως προτιμούσαν χρήματα με σταθερή αξία σε σχέση με τις τιμές παραγωγού ή του χρυσού ή ενός καλαθιού από εμπορεύματα. Ο ανταγωνισμός των νομισμάτων θα επέτρεπε στους χρήστες να αποφασίσουν.
Μια σημαντική συνέπεια της πρότασης του Χάγιεκ για ανταγωνισμό νομισμάτων είναι ότι το νομισματικό σύστημα θα έχανε σημαντικό μέρος από τη δυνατότητά του να επεκτείνεται και να συρρικνώνεται διαστροφικά. Ο φόβος της χρεοκοπίας θα απέτρεπε του εκδότες ανταγωνιστικών νομισμάτων από το να επεκταθούν πολύ, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να πάψει να είναι ενδημικός. Αλλά και οι ακραίες μειώσεις στην προσφορά χρήματος θα αποφεύγονταν. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός των νομισμάτων θα απέτρεπε τόσο τον πληθωρισμό όσο και των αποπληθωρισμό.
Αλλά κάποιοι επικριτές υποστηρίζουν ότι το τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεματικών είναι τόσο βαθιά ριζωμένο που σύντομα θα εμφανιζόταν μια κεντρική τράπεζα που θα λειτουργούσε ως τελικός δανειστής σε έκτακτες καταστάσεις. Η μετάβαση σε ένα τόσο ριζικά νέο σύστημα χωρίς μια κεντρική τράπεζα θα ισοδυναμούσε με μια επανάσταση στη θεωρία και την πράξη που θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί.

Πηγή:www.capital.gr
http://www.capital.gr/stoupas/Article.aspx?id=1792503

2 comments on “Τι θα έκανε ο Χάγιεκ απέναντι στην σημερινή κρίση

Σχολιάστε