Τραμπ και Κιμ, ο ηθοποιός αντισυστημικός και ο γνήσιος μονάρχης. Και ο Έλληνας πολιτευτάκιας…


Ο πλουτο-λαϊκισμός (όρος αναλυτή όχι λιγότερο ευφυούς από τον Μάρτιν Γουλφ των FT) είναι ο κληρονόμος του υπέργηρου και εξαντλημένου από τις καταχρήσεις πλουτο-φιλελευθερισμού. Εμφανίστηκε την κατάλληλη ώρα δίπλα στο νεκροκρέβατο του ξεσαλωμένου. Ήδη έβαλε ολόκληρο το μακρύ-μακρύ του χέρι βαθιά μέσα στο πουγγί του οσονούπω μακαρίτη.
Το σύστημα, δηλαδή η αγορά και οι καθιερωμένοι κρατικοί ή διακρατικοί θεσμοί, με τα μέσα τους, δηλαδή το χρήμα και την πολιτική εξουσία, έχουν την ικανότητα να δημιουργούν διαρκώς περισσότερες προσδοκίες ατομικής ευημερίας και ανόδου (ή έστω σταθερότητας), από όσες μπορεί να καταναλώσει – δηλαδή να απομυθοποιήσει – ο απλός πολίτης στον πραγματικό κόσμο της καθημερινής ζωής.
Μέχρι χθες, στη διάρκεια της τριακονταετίας 1980-2008, αυτές τις μεγάλες προσδοκίες στην ευρωπαϊκή και αμερικανική Δύση τις δημιουργούσε ο οικονομικός φιλελευθερισμός και οι πολιτικές που τον στήριζαν. Δηλαδή η αχαλίνωτη έκρηξη του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, η συμμαχία  των ισχυρότερων κοινωνικών ομάδων (το αποκαλούμενο «1 %» – ή μήπως είναι το 5 %;) με επιλεγμένες μερίδες μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, κυρίως με τα νέα μισθωτά, ελευθεροεπαγγελματικά ή μικροεπιχειρηματικά μεσοστρώματα στους τομείς των νέων τεχνολογιών, των χρηματοοικονομικών και γενικά τωνυπηρεσιών· κυρίως όμως η διόγκωση των περιουσιακών στοιχείων μέσω του απελευθερωμένου από ρυθμίσεις ή συνοριακούς φραγμούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και των συνακόλουθων του (π.χ. τιμές ακινήτων στην αγορά).
Σήμερα αυτή η πηγή προσδοκιών αποδείχθηκε απατηλή ή βραχύβια. Τις νέες προσδοκίες σταθεροποίησης ή και επανόρθωσης δημιουργούν για λογαριασμό του συστήματος οι πολιτικές του δεξιού λαϊκισμού, με την υπόσχεση της περιχαράκωσης στο εθνικό κράτος και του αποκλεισμού των «άλλων», αλλά κυρίως με μια επιθετική ρητορική (χωρίς πραγματικό περιεχόμενο) εναντίον των ελίτ. Από το Brexit και τα συμβαίνοντα στο μεγαλοπρεπές κτίριο του Κοινοβουλίου της Βουδαπέστης, μέχρι την ψήφο των πολιτών στην Πενσυλβάνια και στο Μίσιγκαν, ίδια σημάδια βλέπουμε παντού στη Δύση.
Ο λεγόμενος αντισυστημισμός των λαϊκιστών είναι το τυρί στη φάκα. «Ιδεολογία» – δηλαδή ψευδή συνείδηση – θα τον αποκαλούσαν οι κλασικοί κοινωνιολόγοι και θα έρριχναν φως στα πραγματικά γεγονότα. Αλλά οι μεταμοντέρνοι συνάδελφοί τους προτιμούν το ημίφως και είναι με το μέρος της φάκας.
Κατά τα άλλα, εκεί, κοντά στις ακτές του Ειρηνικού, βλέπουμε παίκτες όπως έναν επιχειρηματία-showman πρόεδρο στην «κορυφή του κόσμου» και έναν νεαρό κληρονομικό μονάρχη με υπερμοντέρνο κούρεμα στη θέση του στέμματος, να συννενοούνται πολύ καλά. Φυσικά, αυτό έχει και τα καλά του. Όμως, τί καταλαβαίνουν πολλοί υπήκοοι των παικτών στις εξωτικές τους χώρες, τι καταλαβαίνει ο νέος ανθρωπολογικός τύπος Ευρωπαίου στην εποχή των (αντι)«κοινωνικών» δικτύων και τι καταλαβαίνει ο φθαρμένος τύπος παρακμία πολιτικού στη δύση του, εδώ στην παλιά, δοκιμασμένη, πολύπειρη δική μας ήπειρο, είναι μια άλλη, θλιβερή ιστορία.
Γ. Ρ.

ΥΓ: Στη χώρα όπου όλοι οι πολιτικοί, όταν είναι στην αντιπολίτευση, γίνονται οι πιο παρακμίες και φθαρμένοι πολιτικοί της Παλιάς Ηπείρου, για το πώς αυτοί σκέφτονται σε ζητήματα διεθνών σχέσεων τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Ιδιαιτέρως όταν το διεθνές ζήτημα λέγεται «Μακεδονικό».
Αλλά τώρα, τα γεγονότα ήρθαν σαν διαβολικές συμπτώσεις: Προχθές, στη Σιγκαπούρη, τα βρήκαν σαν καλοί παλιόφιλοι ο μικρός και ο μεγάλος πυραυλάνθρωπος. Χθες συμφώνησαν οι Βαλκάνιοι (όχι, δεν είναι πια υποτιμητική λέξη – από χθες τουλάχιστον) γείτονες Τσίπρας και Ζάεφ.
Στη «χώρα της ελευθερίας» και του «αμερικανικού ονείρου», κανείς δεν μέμφθηκε τον Πρόεδρο της υπερήφανης δημοκρατίας τους, που συμφιλιώθηκε με τον κληρονομικό μονάρχη και δικτάτορα της πιο περίκλειστης (και της πιο κομμουνιστικής!) χώρας του πλανήτη. Ούτε καν η Χίλαρυ Κλίντον.
Ενώ εδώ; Η πράξη συμφιλίωσης με τους γείτονες, άν και της απολύτως τυπικής μορφής (δηλαδή με αμοιβαίες υποχωρήσεις), προκαλεί κοινοβουλευτική πρόταση μομφής. Και άλλοι ερευνούν (εξ αριστερών κατά δήλωσή τους), τι κρύβεται πίσω από του Τσίπρα και του Ζάεφ την συμφωνία: Μην είναι φιλοαμερικανικό «κλείσιμο του τόξου», δηλαδή συμφωνία με τον «εχθρό», στην ευάλωτη κοιλιά της Ρωσίας; Μην είναι οι προαιώνιοι εχθροί μας, «οι Γερμανοί», που ψάχνουν εναγωνίως για καινούργιους «πελάτες»; Μην είναι το κακό μας ριζικό, μην είναι ο Θεός που μας μισεί, μην είναι το άθλιό μας χάλι;
Και καλά οι εξ «αριστερών» καχύποπτοι· στο κάτω-κάτω οι πιο πολλοί από αυτούς σταλινικοί είναι και δεν το κρύβουν. Αλλά οι άλλοι, οι φιλελεύθεροι και φιλοευρωπαίοι – κατά δήλωσή τους;
«Τά ‘μαθες τα νέα πατέρα; Το Μακεδονικό δεν ξεχάστηκε. Ούτε σε 10, ούτε σε 25 χρόνια».
Από τη σκοπιά της πολιτικής ηθικής και αισθητικής, το θέαμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι τρισάθλιο. Αυθόρμητα έρχεται η αξιολόγηση: «Το παιδί δεν κάνει».
Αλλά ο πολιτικαντισμός έχει παντού φίλους, από τον Γ. Γραμματέα του ΚΚΕ και την Πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ, φυσικά στους ΑΝΕΛ (πως θα μπορούσε να μην έχει;) αλλά και δευτεροκλασάτους με φιλοδοξίες στο «Ποτάμι». Και τι σηματοδοτούν όλα αυτά για τα αντανακλαστικά και την πολιτική ευφυία του ελληνικού πολιτικού προσωπικού; Ριζική ανακατάταξη στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, με οριστικό ενταφιασμό του μαϊμουδένιου δίπολου «μνημονιακών-αντιμνημονιακών» (που ήρθε στον κόσμο – μη το ξεχνάμε – το 2010 με τα «Ζάππεια» της ΝΔ). Και, «αντί να διασπάσει την κυβέρνηση, η πρόταση δυσπιστίας θα την συσπειρώσει ακόμη περισσότερο», είναι οι ομόφωνες εκτιμήσεις των σοβαρών σχολιαστών, εντός και εκτός Ελλάδος. Μήπως όμως το βασικό συμπέρασμα είναι ότι εδώ έχουμε πιο «Αμερικανάκια» από τoυς πραγματικούς Αμερικανούς;

 
____________________________________________________________

Οι κωλοτούμπες τού κ. Μπαμπινιώτη (και όλων μας)…


του Άκη Γαβριηλίδη

Σε ένα φορτισμένο, στα όρια του μελοδραματισμού, άρθρο του στον ιστότοπο protagon, ο κατά τα άλλα γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης επιχειρεί να υπερασπιστεί για άλλη μια φορά, με επιχειρήματα δικολαβίστικα και ψευδοεπιστημονικά (αλλά στην ουσία τελείως άσχετα με τη γλωσσολογία ή οποιαδήποτε άλλη επιστήμη) την μέχρι πρόσφατα επίσημη θέση του ελληνικού κράτους, και ακόμη σήμερα εδραία πεποίθηση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ότι η μακεδονική γλώσσα –την οποία, ακολουθώντας τον συνήθη ελληνόφωνο αυτισμό, αποκαλεί «γλώσσα των Σκοπίων»- είναι «ανύπαρκτη». Όχι όμως μόνο αυτό: επιχειρεί, κυρίως, να υπερασπιστεί το δικό του όνομα από την –κατ’ αυτόν- μειωτική κατηγορία ότι «αναγνώρισε» τη μακεδονική γλώσσα το 1977, ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας σε διάσκεψη του ΟΗΕ.

Γιατί έχει άδικο στο πρώτο ζήτημα έχω εξηγήσει αναλυτικότερα αλλού.

Τα επιχειρήματα που προβάλλει τώρα ως προς το δεύτερο ζήτημα, είναι τόσο παιδαριώδη, ώστε αναρωτιέται κανείς αν ο κ. Μπαμπινιώτης είναι πραγματικά βλάκας ο ίδιος ή απλώς θεωρεί ότι απευθύνεται σε βλάκες οι οποίοι δεν πρόκειται να καταλάβουν το χονδροειδές σόφισμα.

Δύο τουλάχιστον φορές, στο πλαίσιο ενός ρητορικού ακκισμού, ο αρθρογράφος αποδίδει στον εαυτό του μειωμένη αντιληπτική ικανότητα –«ο αφελής γράφων τις γραμμές αυτές», λέει στην αρχή του άρθρου, ενώ προς το τέλος, μέσω μίας μάλλον ασαφούς παραπομπής στον Πλάτωνα, ισχυρίζεται ότι «φαίνεται να μας είπαν έναν μύθο ο καθένας σαν να είμαστε παιδιά». Φυσικά ο αναγνώστης αναμένεται να αντιδράσει σε αυτές τις αποστροφές και να διαψεύσει αυτή την εντύπωση. Ωστόσο, ο αναγνώστης που είμαι τουλάχιστον εγώ τείνει να δώσει δίκιο στον γράφοντα στο πρώτο επίπεδο του λόγου του: πράγματι, πρόκειται περί ανοήτου.

Ποια είναι η υπερασπιστική γραμμή του;

Είναι ότι η επίμαχη διάσκεψη, κατά την οποία συμφωνήθηκε πώς θα τυποποιούνται στο λατινικό αλφάβητο μια σειρά από κύρια γεωγραφικά ονόματα από διάφορες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η μακεδονική, δεν είχε ως αντικείμενο την αναγνώριση ή μη αυτής της γλώσσας, αλλά «μόνο» το πώς θα μεταγράφονται από το κυριλλικό στο λατινικό αλφάβητο τα τοπωνύμιά της.

Όμως, όπως μπορεί να αντιληφθεί κάθε αναγνώστης, έστω και αν είναι αφελής ή παιδί που του λένε παραμύθια, η επανόρθωση αυτή είναι του τύπου «όχι Γιάννης, Γιαννάκης».

Πώς είναι δυνατό να συζητηθεί καν το «τεχνικό πρόβλημα» πώς μεταγράφουμε λέξεις της μακεδονικής γλώσσας, εάν οι συζητητές θεωρούν ότι η γλώσσα αυτή δεν υπάρχει;

Εάν μία γλώσσα δεν υπάρχει, τότε απλούστατα δεν είναι απαραίτητο, αλλά ούτε και δυνατό, να ειπωθεί τίποτε γι’ αυτήν.

Ο Μπαμπινιώτης έχει δίκιο όταν λέει ότι στη διάσκεψη αυτή δεν τέθηκε θέμα «αναγνώρισης της ύπαρξης» της μακεδονικής γλώσσας. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι δουλειά καμίας διάσκεψης, πολιτικής, επιστημονικής ή ενδιάμεσης, (ούτε, πολύ περισσότερο, και κανενός γλωσσολόγου ατομικά), να αποφαίνεται και να απονέμει πιστοποιητικά ύπαρξης και γνησιότητας σε γλώσσες. Δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα, διότι όλοι οι συζητητές θεωρούσαν αυτονόητη την ύπαρξη της γλώσσας αυτής –όπως τεκμαίρεται από το γεγονός ότι κανείς δεν έθεσε συναφώς κάποια ένσταση.

mp-1

Ο λόγος βέβαια για τον οποίο ο Μπαμπινιώτης επιμένει σε αυτά τα σοφίσματα που δεν πείθουν ούτε τον ίδιο, και για τον οποίο δημοσιεύει αυτό το νευρικό, κακογραμμένο και ασύντακτο άρθρο, και άλλα ανάλογα, είναι διότι, με βάση την εικόνα του ανυποχώρητου πατριώτη –«αντιΣκοπιανού» δημόσιου διανοούμενου που έχει οικοδομήσει όλα αυτά τα χρόνια, η πληροφορία ότι το 1977 συζήτησε για τη μακεδονική γλώσσα χωρίς πρόβλημα, και χωρίς να αρχίσει να αραδιάζει τις τωρινές αφελείς θεωρίες περί «σερβοβουλγαρικού ιδιώματος», φαίνεται να τον εκθέτει ως ανακόλουθο.

Σε αυτό έχει δίκιο. Μεταξύ της τότε και της τωρινής του στάσης υπάρχει μία ασυμφωνία, μία ένταση, την οποία δεν μπορούμε να κρύψουμε ή να κάνουμε πως δε βλέπουμε.

Για να επιλύσει αυτή την ένταση, προσωπικά θα τον συμβούλευα το εξής. Θα ήταν πιο απλό, αντί να προσπαθεί να πείσει με τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά παιδιαρίσματα ότι και τότε και τώρα είχε δίκιο, να προσπαθήσει να ευθυγραμμίσει την τωρινή προς την τότε θέση του και όχι το αντίστροφο. Δηλαδή να μείνει πιστός στις βασικές αρχές της επιστήμης του και να παραδεχθεί ότι δεν υπάρχει κανένα «σωστό» όνομα για μια γλώσσα, ή για οτιδήποτε· ότι το όνομα κάποιου είναι απλώς αυτό με το οποίο τον φωνάζουμε, και τέρμα. Και επίσης, να παραδεχθεί ότι πράγματι και αυτός, και τα υπόλοιπα 11 –ή όσα ήταν- μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας, όπως και σύσσωμη η ελληνική κοινωνία την περίοδο εκείνη, και μέχρι περίπου το 1990, δεν έδινε πεντάρα για το αν η μακεδονική γλώσσα είναι «ιδίωμα», «διάλεκτος» ή φέρει «ψευδώνυμη ονομασία». Και δεν υπάρχει τίποτε κακό σε αυτό.

Αυτό θα αθωώσει τον Μπαμπινιώτη κατά τρόπο πληρέστερο –τον πληρέστερο δυνατό- για την υποτιθέμενη «μειοδοσία» του: κάποιος που το 1977 αποκάλεσε τη Μακεδονία Μακεδονία δεν είναι ένοχος, διότι όλοι τότε αυτό κάνανε.

Ταυτόχρονα, βέβαια, θα υπονομεύσει την τωρινή ιδεολογική του θέση, διότι θα δείξει ότι είναι ιστορικά ενδεχομενική και εξαιρετικά πρόσφατη, όχι προαιώνια αλήθεια οικουμενικά αποδεκτή, όπως θέλει να μας πείσει ο ίδιος. Σε αυτό όμως δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Εάν θέλει να το αποφύγει, υποθέτω ότι η καλύτερη λύση γι’ αυτόν θα ήταν να σιωπήσει και να περιμένει απλώς να περάσει η μπόρα, για να μην χειροτερεύει τη θέση του.


Aπό:https://nomadicuniversality.com/2018/06/15/%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CF%89%CE%BB%CE%BF%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%8D-%CE%BA-%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%8C/