από Ερανιστής
Ο Ρόμπερτ Μούζιλ ήταν Αυστριακός συγγραφέας των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης τον ονόμασε ως έναν «από τους μεγαλύτερους πεζογράφους του αιώνα», όταν στο βιβλίο του Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες περιέγραφε «την προχιτλερική αυστριακή φινέτσα, που ωστόσο κυοφορεί έναν ναλετάντικο και εντελώς ιδιότυπο ναζισμό, βασισμένο περισσότερο στην πολιτιστική, παρά στη φυλετική υπεροψία».
Εδώ βρίσκεται μια ομιλία του στην Εργατική Ένωση της Αυστρίας στις 11 και στις 17 Μαρτίου 1937.
Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο βρίσκεται στο Scribd, πατώντας εδώ.
Εναλλακτικά μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο παρακάτω.

Περί βλακείας
του Ρόμπερτ Μούζιλ
Κυρίες και κύριοι!
Κάποιος που αποτολμά να μιλήσει περί βλακείας, διατρέχει σήμερα τον κίνδυνο να βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση: ενδέχεται να το ερμηνεύσουν ως αλαζονεία ή ακόμα και ως διατάραξη της σύγχρονης εξέλιξης. Εγώ ο ίδιος έγραψα ήδη πριν από μερικά χρόνια: Αν η βλακεία δεν ήταν σχεδόν απαράλλαχτα όμοια με την πρόοδο, το ταλέντο, την ελπίδα ή τη βελτίωση, κανείς δεν θα δεχόταν να είναι βλαξ. Αυτό συνέβη το 1931, και κανείς δεν θα δια νοηθεί να αμφισβητήσει πως ο κόσμος έχει προοδεύσει από τότε και έχει εξελιχθεί! Έτσι λοιπόν έχει γίνει μάλλον επιτακτικό το ερώτημα: τι ακριβώς είναι η βλακεία;
Δεν θα ήθελα επίσης να παραλείψω να αναφέρω πως, ως συγγραφέας, γνωρίζω τη βλακεία πολύ μεγαλύτερο διάστημα — θα μπορούσα μάλιστα να πω πως ορισμένες φορές είχα μαζί της συναδελφικές σχέσεις! Εξάλλου, μόλις γεννηθεί ένας λογοτέχνης, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σχεδόν απερίγραπτη αντίδραση, που φαίνεται ικανή να πάρει κάθε μορφή: προσωπική, όπως για παράδειγμα τη σεβάσμια μορφή ενός καθηγητού της φιλολογίας, ο οποίος, συνηθισμένος να στοχεύει σε αποστάσεις απροσδιόριστες, αστοχεί ολέθρια στο παρόν, ή αφηρημένα γενική, όπως τη μορφή της αλλοίωσης του αντικειμενικού κριτηρίου από το εμπορικό, αφότου ο Θεός, με τη δυσνόητη για μας Χάρη Του, παραχώρησε τη γλώσσα των ανθρώπων και στους παραγωγούς των ομιλουσών ταινιών. Έχω ήδη περιγράφει κατά καιρούς περισσότερα από αυτά τα φαινόμενα, αλλά δεν είναι απαραίτητο να επαναλάβω ή να ολοκληρώσω τον απολογισμό (ίσως μάλιστα να είναι αδύνατον, αν λάβουμε υπόψη μια τάση μεγαλοποίησης που διακρίνει σήμερα τα πάντα): είναι αρκετό να υπογραμμίσω ως βέβαιο συμπέρασμα πως η αφιλότεχνη διάθεση ενός λαού δεν εκφράζεται μόνο σε δύσκολες εποχές και με ωμό τρόπο, αλλά και στις καλές και με κάθε δυνατό τρόπο, έτσι ώστε η καταπίεση και η απαγόρευση να διαφέρουν πλέον από τους τιμητικούς διδακτορικούς τίτλους, τις αναγορεύσεις των ακαδημαϊκών και τις απονομές βραβείων μόνο ως προς το βαθμό.
Ανέκαθεν υποπτευόμουν πως αυτή η πολύμορφη αντίδραση απέναντι στην τέχνη και το εκλεπτυσμένο πνεύμα, ενός λαού που κομπάζει ως φιλότεχνος, δεν είναι παρά βλακεία, πιθανώς ένα ιδιαίτερο είδος της — μια ιδιαίτερη, αισθητική ή ακόμα και συναισθηματική βλακεία, η οποία εν πάση περιπτώσει εκφράζεται έτσι ώστε αυτό που αποκαλούμε ωραίο πνεύμα θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και μια ωραία βλακεία. Ακόμα και σήμερα δεν έχω κανέναν ιδιαίτερο λόγο να αναθεωρήσω αυτή την αντίληψη. Φυσικά δεν μπορούμε να αποδώσουμε στη βλακεία όλα όσα αλλοιώνουν ένα τόσο αμιγώς ανθρώπινο μέλημα, όπως είναι η τέχνη — πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα διάφορα είδη της έλλειψης χαρακτήρα, όπως μας έχουν διδάξει οι εμπειρίες των τελευταίων, ιδίως, ετών. Ούτε μπορούμε όμως να ισχυριστούμε πως η έννοια της βλακείας δεν έχει εδώ καμία θέση επειδή αφορά τη νόηση και όχι τα αισθήματα, ενώ αντιθέτως η τέχνη εξαρτάται από αυτά. Αυτό θα ήταν σφάλμα, γιατί ακόμη και η αισθητική απόλαυση είναι συγχρόνως κρίση και αίσθημα. Σας παρακαλώ λοιπόν να μου επιτρέψετε, όχι απλώς να σας υπενθυμίσω με αυτό το μεγάλο αξίωμα που έχω δανειστεί από τον Καντ, ο οποίος αναφέρεται σε μια ικανότητα αισθητικής κρίσης και σε μια κρίση κατά προτίμηση, αλλά να επαναλάβω παράλληλα και την αντινομία στην οποία οδηγεί:
Θέσις: Η κρίση κατά προτίμηση δεν βασίζεται σε έννοιες, διαφορετικά θα ήταν αμφισβητήσιμη (απόφαση βάσει αποδείξεων)
Αντίθεσις: Βασίζεται σε έννοιες, διαφορετικά θα ήταν αδιαφιλονίκητη (επιδίωξη ομοφωνίας).
Θα ήθελα λοιπόν να θέσω το ερώτημα, αν μια παρόμοια κρίση με μια παρόμοια αντινομία δεν αποτελεί τη βάση της πολιτικής και της σύγχυσης εν γένει της ζωής; Δεν θά ’πρεπε εξάλλου να περιμένουμε εκεί όπου εδρεύουν η κρίση και η λογική να συναντήσουμε και τις αδελφές τους, τις διάφορες μορφές της βλακείας; Αυτά ως προς τη σπουδαιότητά τους. Ο Έρασμος του Ρότερνταμ[1] έχει γράψει στο απολαυστικό και σήμερα ακόμα επίκαιρο Εγκώμιο της μωρίας του πως ο άνθρωπος, χωρίς ορισμένες βλακείες, δεν θα ερχόταν καν στον κόσμο!
Την αδιάντροπη όσο και παντοδύναμη εξουσία της βλακείας επάνω μας μπορούμε να τη συνειδητοποιήσουμε βλέποντας την ευγενική και συνωμοτική έκπληξη που δείχνουν πολλοί άνθρωποι, μόλις αντιληφθούν πως κάποιος, στον οποίο έχουν εμπιστοσύνη, έχει την πρόθεση να επικαλεστεί αυτό το τέρας με το όνομά του. Αυτό εν πρώτοις δεν το διαπίστωσα μόνο στον εαυτό μου: γνώρισα σύντομα και το ιστορικό κύρος της βλακείας, όταν, αναζητώντας προγενέστερους ερευνητές της —μου κάνει εντύπωση πόσο λίγοι από αυτούς έγιναν γνωστοί, αλλά οι σοφοί όπως φαίνεται προτιμούν να γράφουν περί σοφίας!— έλαβα ταχυδρομικώς από έναν μορφωμένο φίλο το κείμενο μιας διάλεξης, το οποίο είχε συντάξει το 1866 ο Γιόχ. Εντ. Έρντμαν[2], μαθητής του Χέγκελ και καθηγητής από τη Χάλλε. Αυτή η διάλεξη με τον τίτλο Περί βλακείας αρχίζει αναφέροντας πως το κοινό υποδέχτηκε ήδη την αναγγελία της με γέλια, και από τότε που ξέρω πως αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και σε έναν μαθητή του Χέγκελ, πιστεύω απόλυτα πως αυτή η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι σε όσους επιχειρούν να μιλήσουν περί βλακείας κρύβει μια ιδιαίτερη πραγματικότητα και νιώθω πολύ αμήχανος με τη βεβαιότητα πως έχω προκαλέσει μια τόσο τεράστια και βαθιά αμφίθυμη ψυχολογική ένταση.
Συνέχεια →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...