Για να βρούμε μία άκρη μέσα στην απερίγραπτη σύγχυση των «ριζών», θα ήταν χρήσιμο να στραφούμε ένα σύντομο δοκίμιο του Φρόιντ, το Ανοίκειο. Στις σελίδες του λέγεται ό,τι είναι αναγκαίο να ειπωθεί σχετικά με τις επικλήσεις της «καταγωγής» (του έθνους, της εθνότητας, των πολιτιστικών παραδόσεων κ.λπ.) οι οποίες κατά καιρούς κατακλύζουν τη μεταμοντέρνα μητρόπολη.
Ο Φρόιντ παρατηρεί ότι ο γερμανικός όρος heimlich, με τον οποίο δηλώνεται ό,τι «παραπέμπει στην εστία» και μεταδίδει μια αίσθηση οικειότητας, «αναπτύσσει το νόημά του κατά τρόπο αμφίσημο, σε σημείο να συμπίπτει τελικά με το αντίθετό του: το unheimlich» [Freud 1919: 277]. Το οικείο μετατρέπεται σε ανησυχητικό, το προστατευτικό είναι ταυτόχρονα απειλητικό, η πολυπόθητη ρίζα αποκαλύπτεται δυσοίωνη παγίδα. Καθοδηγημένος από τη μητρική του γλώσσα (χρησιμοποίησε το λεξικό που συνέταξαν οι αδελφοί Γκριμμ, οι συγγραφείς παραμυθιών που τα ίδια αποτελούν αξιοθαύμαστα παραδείγματα για τη διαλεκτική τού heimlich), ο Φρόιντ ερμηνεύει τον τρόμο που μας καταλαμβάνει μπροστά στο «ανησυχητικό» (για παράδειγμα, στα φαντάσματα) ως μια τραυματική αντίδραση στο «οικείο» που, απρόσμενα, επιστρέφει με αλλαγμένα ρούχα. Το αντιληπτικό και συναισθηματικό περιεχόμενο τις παλαιάς οικειότητας και της τωρινής φρίκης είναι ταυτόσημο, μόνο που το ειδύλλιο έχει μεταμορφωθεί σε εφιάλτη.
Το ζεύγος heimlich/ unheimlich, σύνηθες/ επίφοβο, θα άξιζε να βρίσκεται στο κέντρο του σύγχρονου ηθικού στοχασμού. Για να πειστούμε γι’ αυτό, αρκεί να θυμηθούμε ότι ο όρος ἦθος [ethos], με τη σειρά του, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά «συνήθεια» [abitualità]. Αν εμπιστευθούμε την σοφία του έτυμου, η ηθική στην πραγματικότητα δεν είναι η μορφή ζωής που περιβάλλεται από «αξίες» και από το «δέον είναι», παρά εκείνη που διαθέτει την ευκολία των ενδεδειγμένων συνηθειών, με τις οποίες το άτομο συνδέεται άρρηκτα. Με τη διαφορά ότι, σήμερα, τίποτα δεν είναι τόσο παράδοξο και εκκεντρικό, εν τέλει ασυνήθιστο, από τη διεκδίκηση μιας στέρεης «συνήθειας» που να προσανατολίζει με σιγουριά το βλέμμα και τη δράση. Τίποτα δεν ηχεί τόσο λάθος. Και τόσο δυσοίωνο. Και τόσο ανησυχητικό.