Του Κώστα Σταύρου
Εισαγωγή
Η αναθεώρηση αποτελεί ένα εγγενές φαινόμενο της πολιτικής επιστήμης και της ίδιας της ιστορίας. Σε οποιαδήποτε απόπειρα να εξεταστεί το παρελθόν με τα δεδομένα του παρόντος, τίθενται νέα ερωτήματα και αναπτύσσονται νέες μέθοδοι προσέγγισης ιστορικών περιόδων και φαινομένων. Η ιστορία αποτελεί ένα ευρύ πεδίο εντός του οποίου μπορούν να αναπτυχθούν πολιτικές συγκρούσεις, αντιθέσεις αναθεωρήσεις και ανασυνθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί που αποτυπώνονται σε κάθε συγκυρία, είναι καθοριστικοί για τον τρόπο που μελετάται το παρελθόν, για τα ερωτήματα που τίθενται και για την κατεύθυνση των ιστορικών ερευνών. Ακόμη, σε πολλές ιστορικές μελέτες και έρευνες η υποκειμενικότητα του ερευνητή, οι παραλείψεις ή οι εμφάσεις σε ιδιαίτερα σημεία, η αναπόφευκτη επιλογή στρατοπέδων που προκαλείται από την επιλεκτικότητα που έχει καθένας στα ιστορικά γεγονότα, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται και κατανοείται η ιστορία σε κάθε ιστορικό παρόν.
Η εξάρθρωση και η δίκη της Επαναστατικής Οργάνωσης της 17ης Νοέμβρη το 2002, οι βίαιες επιθέσεις νέων οργανώσεων του ευρύτερου αναρχικού χώρου, τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, αλλά και κάθε μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας που παίρνει έντονα συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, αποτελούν για τις εκάστοτε πολιτικές δυνάμεις ευκαιρία για να ανοίξει ένας κύκλος συζήτησης για τα φαινόμενα πολιτικής βίας. Ένας κύκλος συζήτησης που τις περισσότερες φορές ανοίγει, για να κλείσει αμέσως μετά, μέσα από τις ιαχές των κυρίαρχων συγκροτημάτων του Τύπου, που αντί να διαφωτίσει, συσκοτίζει, αντί να ερμηνεύσει, καταδικάζει. Σήμερα, μετά και την έξαρση δράσεων από τη μεριά του ακρο-δεξιού χώρου και υπό το θεωρητικό σχήμα των δύο άκρων, επιχειρείται ένα χοντροκομμένο «τσουβάλιασμα» κάθε βίαιης μορφής διαμαρτυρίας, από την μαχητική δράση έως την τρομοκρατία και αρκετές φορές κιόλας ταυτίζοντας τον ευρύτερο αριστερό χώρο με την ακρο-δεξιά, μη διακρίνοντας μορφές, ιδεολογικές αφετηρίες, κίνητρα, την ηθική που υπακούει η καθεμιά, προκειμένου να ανασυντεθεί η πολιτική εκπροσώπηση με βάση νέους πόλους, όπως το συνταγματικό ή το δημοκρατικό τόξο πολιτικών δυνάμεων. Η δημόσια συζήτηση, έτσι όπως διεξάγεται και με τις πολιτικές σκοπιμότητες που πιθανότατα εξυπηρετεί, αρνείται να αναγνωρίσει την πολιτική διάσταση του φαινομένου των βίαιων μορφών πολιτικής δράσης, προκειμένου μέσα από τη νομική του απο-πολιτικοποίηση, ο κρατικός μηχανισμός, που πάσχει από την εγγενή σε κάθε εξουσία τάση προς τον ολοκληρωτισμό,1 να θέσει τις βάσεις για την επανίδρυση της δημοκρατίας σε αυταρχικότερο πλαίσιο.