μια συνέντευξη του Ζαν-Λυκ Μπανσάρ
Την Κυριακή 7 Ιουλίου 2017, στη Νοτρ-Νταμ-ντε-Λαντ, η οποία παραμένει ένα έδαφος προς υπεράσπιση[1], παιζόταν η αρχαιότερη από τις τραγωδίες του Αισχύλου, οι Ικέτιδες. Γυναίκες που ήρθαν από την Αίγυπτο καταφεύγουν στο Άργος και ικετεύουν τον Ηγεμόνα να τους χορηγήσει άσυλο: δεν θέλουν να υποχρεωθούν να παντρευτούν τους εξαδέλφους τους που τις καταδιώκουν. Ο Ηγεμόνας ταλαντεύεται, ζητά συμβουλές, ανθίσταται σε μια απειλή πολέμου … Οι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες, αλλά στηρίζουν με ιδιαίτερη πεποίθηση το επιχείρημα του ποιήματος, τόσο μάλλον που έτσι υπερασπίζονται τη δική τους μοίρα. Ο Jean-Luc Bansard, o σκηνοθέτης, μας εξηγεί.
– Μου έκανε εντύπωση αυτή η παράσταση των Ικέτιδων. Καθώς βγαίναμε, άκουγα πολλά άτομα να λένε ότι θα ήθελαν να φέρουν το θίασο να παίξει και στην περιοχή τους. Είχατε τέτοιες προτάσεις;
Ζ.Λ.Μ. Κάθε φορά που παίζουμε, οι αντιδράσεις είναι πολυάριθμες: δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο κείμενο του Αισχύλου, στην καλλιτεχνική μορφή, ή στην παρουσία των ανθρώπων αυτών που διέσχισαν τη Μεσόγειο υπό τρομερές συνθήκες και που διηγούνται αυτή την ιστορία. Αλλά είναι αλήθεια ότι στη Νοτρ-Νταμ-ντε-Λαντ το συναίσθημα μεταδόθηκε. Δεχθήκαμε τρεις προσκλήσεις για παραστάσεις από τότε: αυτό δείχνει μια έντονη ταύτιση.
– Το κείμενο συνδυάζει μια επινοημένη γλώσσα με την αρχαιοελληνική ποίηση. Πρόκειται για κάποια προσαρμογή που γράψατε ειδικά γι’ αυτούς τους ηθοποιούς;
Κάθε άλλο! Είναι απλώς η μετάφραση του σκηνοθέτη και ποιητή Ολιβιέ Πυ, που δέχθηκε να μου την παραχωρήσει. Το μόνο στοιχείο που αφαίρεσα ήταν η αφήγηση της ιστορίας τής Ιώς που μεταφέρεται από την Ελλάδα διαμέσου της Μεσογείου, η οποία ακούγεται τρεις φορές στο πρωτότυπο.
Αυτό που εμείς προσθέσαμε στο αρχικό κείμενο, είναι κάποιοι ύμνοι τους οποίους ψάλλουμε σε μία φανταστική γλώσσα. Τους ύμνους αυτούς επινόησε ο Ολιβιέ Μεσσαζέ, ο συνθέτης με τον οποίο δουλεύω εδώ και είκοσι χρόνια· ο Ολιβιέ γράφει συχνά σε γλώσσες τις οποίες φαντάζεται. Του παρήγγειλα να μου γράψει ύμνους που να συνδυάζουν τις συνολικά δώδεκα ή δεκατέσσερις γλώσσες που μιλούν, όλοι και όλες μαζί, οι ηθοποιοί του έργου[2]. Επινοήσαμε αυτή την δέκατη πέμπτη γλώσσα, που δεν είναι ούτε τα ελληνικά, ούτε η γλώσσα κάποιας συγκεκριμένης χώρας. Μας άρεσε αυτή η ιδέα: οι ηθοποιοί να τραγουδούν μαζί σε μια γλώσσα που δεν ανήκει σε κανέναν, στη γλώσσα του κόσμου. Το διασκεδαστικό είναι ότι οι θεατές νομίζουν ότι αναγνωρίζουν μια γλώσσα που ήδη ξέρουν: άλλοι ακούν ελληνικά, άλλοι ρωσικά· ενώ είναι απλώς ονοματοποιίες, που αποκτούν νόημα διά της ερμηνείας.
– Πώς σας ήρθε η επιθυμία για αυτή τη συγκεκριμένη παράσταση;
Δούλευα ακόμα πάνω στους Μονολόγους της Γάζας, ένα κείμενο που αγάπησα πολύ, εν μέρει διότι πηγαίνω συχνά στην Παλαιστίνη για να δουλέψω με τους φίλους μου του θεάτρου Ashtar. Ήμουν βυθισμένος στη δουλειά εκείνη όταν άκουσα, σε έναν δρόμο της Λαβάλ, δυο νέους ανθρώπους να μιλάνε μια γλώσσα που δεν αναγνώριζα. Τους πλησίασα με περιέργεια, και μου είπαν ότι μιλούσαν κουρδικά. Ήταν οι γιοι της πρώτης συριακής οικογένειας που έφτασε στη Λαβάλ. Τους πρότεινα να έρθουν να παίξουν μαζί μας στους Μονολόγους της Γάζας, όπως και έκαναν. Έπειτα, ήρθε η δική τους σειρά να μου ζητήσουν κάτι: «Πρέπει να μιλήσετε και για μας, τους Κούρδους της Συρίας, γιατί κανείς άλλος δεν το κάνει». Τις μέρες εκείνες ο Ολιβιέ Πυ παρουσίαζε τη μετάφρασή του. Από τη στιγμή που άκουσα αποσπάσματα να μεταδίδονται από το ραδιόφωνο, αποφάσισα ότι οι Ικέτιδες θα ήταν το επόμενό μου εργαστήρι πολιτειότητας. Αγόρασα το βιβλίο, επικοινώνησα με τον Ολιβιέ Πυ, εξασφάλισα τη συνεργασία του και ένα χρόνο μετά το πράγμα είχε πάρει το δρόμο του.