από Ερανιστής
του Τζακ Λόντον
Πρέπει να παραδεχτώ ότι έγινα σοσιαλιστής κατά τρόπο παρόμοιο μ’ εκείνον με τον οποίο έγιναν χριστιανοί οι τεύτονες παγανιστές: μου επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων. Την εποχή που μεταστράφηκα, όχι μόνο δεν προσέβλεπα στον σοσιαλισμό, αλλά τον αντιμαχόμουν. Ήμουν πολύ νέος και ανώριμος, δεν ήξερα σχεδόν τίποτε, και μολονότι ούτε ακουστά είχα τη σχολή που επονομαζόταν «ατομικισμός», τραγουδούσα τον παιάνα των δυνατών με όλη μου την καρδιά.
Κι αυτό επειδή ήμουν εγώ δυνατός. Με το δυνατός εννοώ ότι είχα καλή υγεία και γερούς μυς, πλεονεκτήματα που είναι φανερό με ποιον τρόπο είχαν αποκτηθεί. Είχα ζήσει τα παιδικά μου χρόνια σε ράντσα της Καλιφόρνιας, μικρό αγόρι πουλούσα εφημερίδες στους δρόμους μιας ευημερούσας δυτικής πόλης και στα νιάτα μου επιδιδόμουν σε μικροκομπίνες στα κρυστάλλινα νερά του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο και του Ειρηνικού Ωκεανού. Μου άρεσε η ζωή χωρίς περιορισμούς και ήμουν ικανός να μοχθώ σαν σκλάβος, κάνοντας τις πιο σκληρές δουλειές. Δεν ήξερα καμιά τέχνη, αλλά μεταπηδούσα εύκολα από επάγγελμα σε επάγγελμα. Ατένιζα τον απέραντο κόσμο και τον έβρισκα καλό, απ’ άκρη σ’ άκρη. Θα το επαναλάβω: αυτή η αισιοδοξία οφειλόταν στο ότι ήμουν υγιής και δυνατός, δεν με βασάνιζαν πόνοι ή αρρώστιες, κανένα αφεντικό δεν με είχε απορρίψει λόγω κακής σωματικής κατάστασης και πάντα έβρισκα κάποια απασχόληση, είτε στο φτυάρισμα του κάρβουνου, είτε σαν ναύτης, είτε σε άλλες χειρωνακτικές δουλειές.
Χάρη σ’ όλα αυτά, στα νιάτα μου πετούσα στα σύννεφα. Όντας ικανός να τα βγάζω πέρα μόνος μου στη δουλειά ή στους καβγάδες, είχα γίνει ένας ασυγκράτητος ατομικιστής. Ήταν φυσικό. Ήμουν πάντα νικητής. Κι αυτό γιατί θεωρούσα το παιχνίδι, όπως το έβλεπα να παίζεται, ή όπως νόμιζα ότι το έβλεπα να παίζεται, ένα παιχνίδι εντελώς κατάλληλο για ΑΝΤΡΕΣ. Το να είσαι ΑΝΤΡΑΣ σήμαινε για μένα το να είναι χαραγμένη με κεφαλαία γράμματα πάνω στην καρδιά σου η λέξη άντρας. Να ριψοκινδυνεύεις σαν άντρας, να αγωνίζεσαι σαν άντρας, να κάνεις τη δουλειά ενός άντρα (έστω και με τον μισθό ενός παιδιού) – όλα αυτά με άγγιζαν βαθιά και με συνάρπαζαν όσο τίποτ’ άλλο. Και ονειροπολώντας φανταζόμουν ένα ομιχλώδες και άπειρο μέλλον, όπου θα έπαιζα ό,τι θεωρούσα πως είναι το παιχνίδι ενός ΑΝΤΡΑ, θα συνέχιζα να ταξιδεύω με ανεξάντλητα καλή υγεία, χωρίς ατυχήματα, και με μυς αέναα ρωμαλέους. Όπως είπα, αυτό το μέλλον ήταν άπειρο. Το μόνο που μπορούσα να δω ήταν τον εαυτό μου να διασχίζει γεμάτος ενθουσιασμό μια ζωή χωρίς τέλος, σαν ένα από εκείνα τα ΞΑΝΘΑ ΚΤΗΝΗ του Νίτσε, ηδονικά περιπλανώμενος, ένας καταχτητής των πάντων χάρη στην απόλυτη υπεροχή και δύναμή μου.
Όσο για τους άτυχους, τους άρρωστους, τους βασανισμένους, τους γέροντες, τους σακατεμένους, πρέπει να ομολογήσω πως ούτε που τους σκεφτόμουν- απλώς αόριστα ένιωθα ότι, αν δεν τους τύχαινε κάποιο ατύχημα, θα μπορούσαν, αν ήθελαν στ’ αλήθεια να μοχθήσουν, να είναι εξίσου καλοί με μένα· ότι θα μπορούσαν να δουλέψουν κι αυτοί το ίδιο σκληρά όπως κι εγώ. Όσο για τα ατυχήματα, αυτά αντιπροσώπευαν τη ΜΟΙΡΑ, μια λέξη επίσης γραμμένη με κεφαλαία, κι από τη ΜΟΙΡΑ δεν μπορούσες να ξεφύγεις. Ο Ναπολέων είχε ένα ατύχημα στο Βατερλώ, όμως αυτό δεν μετρίαζε την επιθυμία μου να γίνω ένας νέος, όψιμος Ναπολέων. Επιπλέον, η αισιοδοξία μου, που τρεφόταν από ένα στομάχι ικανό να χωνέψει παλιοσίδερα κι ένα κορμί που άνθιζε με τις κακουχίες, δεν μου επέτρεπε να συνδέσω την έστω και αμυδρή πιθανότητα ενός ατυχήματος με τη λαμπρή προσωπικότητά μου.
Ελπίζω να ξεκαθάρισα πως αισθανόμουν περήφανος που συγκαταλεγόμουν ανάμεσα στους προικισμένους από τη φύση αρίστους. Η αξιοπρέπεια της εργασίας αποτελούσε για μένα το πιο εντυπωσιακό πράγμα στον κόσμο. Χωρίς να έχω διαβάσει τον Καρλάιλ ή τον Κίπλινγκ, είχα επινοήσει ένα ευαγγέλιο του μόχθου που ξεπερνούσε και σκίαζε τα δικά τους. Η δουλειά ήταν το παν. Ήταν καθαγιασμός και σωτηρία. Δεν μπορείτε να διανοηθείτε πόση περηφάνια ένιωθα μετά από μια μέρα σκληρής και αποτελεσματικής δουλειάς· ούτε εγώ μπορώ καλά-καλά να τη διανοηθώ, τώρα που ανατρέχω στα αισθήματα εκείνης της εποχής. Ήμουν ο πιο πιστός μισθωτός σκλάβος που είχε ποτέ εκμεταλλευτεί καπιταλιστής. Το να αποφύγω κάποιο θέλημα ή να κάνω τον άρρωστο ήταν μέγιστο αμάρτημα, πρώτα ενάντια στον εαυτό μου και μετά ενάντια στον άνθρωπο που πλήρωνε τον μισθό μου. Το έβλεπα σαν έγκλημα και το κατέτασσα δεύτερο μετά την προδοσία, θεωρώντας το εξίσου βαρύ.
Με δυο λόγια, ο χαρούμενος ατομικισμός μου κυριαρχείτο από την ορθόδοξη αστική ηθική. Διάβαζα τις αστικές εφημερίδες, άκουγα τους αστούς ιεροκήρυκες και επευφημούσα τις ηχηρές κοινοτοπίες των αστών πολιτικών. Και δεν αμφιβάλλω ότι, αν απρόβλεπτα περιστατικά δεν είχαν αλλάξει την πορεία μου, θα είχα εξελιχθεί σε επαγγελματία απεργοσπάστη (έναν από τους Αμερικανούς ήρωες του προέδρου Έλιοτ), και το κεφάλι και το κορμί με το οποίο έβγαζα το ψωμί μου πιθανότατα θα γίνονταν λιώμα από το ρόπαλο κάποιου μαχητικού συνδικαλιστή.