Ο Νόρμαν Μαίηλερ και η κουλτούρα της βίας …


Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Το βιβλίο του Μαίηλερ «Οι σκληροί δεν χορεύουν» δε θεωρείται από τα αριστουργήματά του όπως «Οι γυμνοί και οι νεκροί», «Το αμερικάνικο όνειρο» ή «Οι στρατιές της νύχτας». Τουλάχιστο οι κριτικοί δεν το συγκαταλέγουν στα κλασικά του, ίσως επειδή δεν έχει ξεκάθαρη πολιτική χροιά, όπως τα προηγούμενα, αλλά το πολιτικό σχόλιο κινείται υπόγεια, σκεπασμένο καλά από την αστυνομική πλοκή που εκτυλίσσεται σε πρώτο πλάνο.

Ο Νόρμαν Κίνγκσλεϊ Μέιλερ (Norman Kingsley Mailer, 31 Ιανουαρίου 1923 - 10 Νοεμβρίου 2007) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.
Ο Νόρμαν Κίνγκσλεϊ Μέιλερ (Norman Kingsley Mailer, 31 Ιανουαρίου 1923 – 10 Νοεμβρίου 2007) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.

Ξοφλημένος συγγραφέας, ο Τιμ Μάντεν, που ζει σε παραλιακή κωμόπολη της Αμερικής διασκεδάζει μ’ ένα ζευγάρι που γνωρίζει τυχαία προσπαθώντας να ξεφορτωθεί τον άντρα, που φαίνεται να έχει ομοφυλοφιλικές τάσεις, και να προσεγγίσει σεξουαλικά τη γυναίκα που, ως μοιραία ντίβα, τον παίζει στα δάχτυλα. Τελικά μεθοκοπά μέχρι αναισθησίας και ξυπνά στο σπίτι του χωρίς να θυμάται σχεδόν τίποτα από την προηγούμενη νύχτα. Το ζευγάρι της προηγούμενης νύχτας όμως εξαφανίζεται μυστηριωδώς και το ψάχνει η αστυνομία. Αναζητώντας την άκρη του νήματος ο αστυνομικός ντεντέκτιβ κατευθύνεται στο σπίτι του Μάντεν, αφού είναι ο τελευταίος άνθρωπος που είχε επαφή μαζί του.

Μοιραία, οι υποψίες πέφτουν πάνω του. Τον κυριεύει πανικός Παίρνει το αυτοκίνητό του και πηγαίνει σ’ ένα χωράφι που έχει κρυμμένη μαριχουάνα. Ανοίγει την κρύπτη και βλέπει το κεφάλι της αναζητούμενης γυναίκας. Από δω αρχίζει η φρενίτιδα. Ποιος σκότωσε αυτή τη γυναικά; Πώς βρέθηκε το κεφάλι της εκεί; Ο Μάντεν τη σκότωσε; Πού βρίσκεται το σώμα; Ο άντρας που είναι; Τι να κάνει μ’ αυτό το κεφάλι; Τι έγινε επιτέλους εκείνο το βράδυ;

Ο Μάντεν προσπαθεί μόνος του να ξετυλίξει το κουβάρι. Πηγαίνει στο μπαρ, ψάχνει πληροφορίες, συναναστρέφεται με τον περιθωριακό κόσμο της πολίχνης προκειμένου να βάλει μια τάξη. Φυσικά ο αστυνόμος τον έχει διαρκώς από κοντά. Οι σκληροί – αυτοκαταστροφικοί τύποι, ο επίμονος αστυνόμος, η μοιραία γυναίκα, οι κοφτοί διάλογοι, ο κυνισμός και το μυστήριο της πλοκής συνθέτουν ένα νεονουάρ με απίστευτα βάθη.

Ο αναγνώστης κατευθυνόμενος μόνο μέσα από τα μάτια του ήρωα παρακολουθεί την απογύμνωση της αμερικάνικης κοινωνίας. Όλοι οι χαρακτήρες που παρελαύνουν, χωρίς να εξαιρείται ο αστυνόμος, είναι αυτοκαταστροφικοί με εξαιρετικά βίαιες εξάρσεις. Οι ερωτικές σχέσεις είναι εφήμερες και στηρίζονται αποκλειστικά στο σεξ. Οι οικογένειες είναι διαλυμένες, με τους άντρες να ασκούν βία στα υπόλοιπα μέλη και τα παιδιά να παραδειγματίζονται. Φιλίες δεν υπάρχουν. Η θρασύτητα, το ζόρικο ύφος, η επιθετικότητα και οι απειλητικές διαθέσεις τίθενται ως μοναδικός κώδικας συμπεριφοράς. Η βία ανάγεται σε νόημα ύπαρξης.

Ο Μάντεν θα έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν του. Και η δική του οικογένεια ήταν προβληματική. Και οι δικές του ερωτικές σχέσεις ήταν περισσότερο διαρκείς σεξουαλικοί πειραματισμοί· μια ατέρμονη ανταλλαγή συντρόφων. Καθετί φαίνεται αδιέξοδο. Όλα παραμορφώνονται από την αυτοκαταστροφή και τη χρήση αλκοόλ και μαριχουάνας. Το αποτέλεσμα είναι η απομόνωση κι ο συναισθηματικός ακρωτηριασμός. Αυτό που μένει είναι η συντριβή και η παθητικότητα. Η κινητήριος δύναμη των ανθρώπων είναι τα κρυφά τους πάθη, που μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνουν, ζουν γι’ αυτά.

Ο Μαίηλερ παρουσιάζει όλη αυτή την άρρωστη κατάσταση χωρίς να ηθικολογεί, χωρίς την παραμικρή αγανάκτηση. Πλάθει εικόνες με τρόπο αμείλικτο και η αστυνομική πλοκή που εκτυλίσσεται δίνει ρυθμό ιλιγγιώδη. Έτσι, σχεδόν χωρίς καμία προσπάθεια, ο αναγνώστης παρακολουθεί την Αμερική της μετά – Βιετνάμ ηθικής, την Αμερική με τις ανοιχτές πληγές και τον άρρωστο ψυχισμό, την Αμερική του κέρδους, της απομόνωσης, του αμοραλισμού και της βίας. Η βία ξεπηδά από κάθε σελίδα είτε με την ορθόδοξη και κλασική μορφή της – κομμένα κεφάλια, πτώματα σε πορτ – μπαγκάζ, συζυγικοί ξυλοδαρμοί κτλ – είτε υπόγεια με την ψυχολογική της υπόσταση που έγκειται στον καθημερινό φόβο και την απειλητική παρουσία των άλλων ανθρώπων.

Η κοινωνία του Μαίηλερ καταδεικνύει το ζωώδες. Παρακολουθούμε ένα πραγματικό ξέσπασμα απέναντι σε κάτι άγνωστο και καταπιεστικό, ένα ντελίριο ανθρώπινης διαστροφής, μια ηχηρή ματωμένη τυμπανοκρουσία παθών και βίαιων εκρήξεων. Όσο πιο αποκρουστική γίνεται η οπτική, όσο πιο παράφορη και θλιβερή, τόσο ρεαλιστικότερη. Ο δυτικός πολιτισμός στην πιο εκφυλισμένη μορφή του. Μια άλλη Αμερική χωρίς ευτυχισμένες οικογένειες που κάνουν μπάρμπεκιου, χωρίς δώρα την ημέρα των Ευχαριστιών, χωρίς ανέμελους αγώνες μπέιζμπολ. Το αμερικάνικο όνειρο σε όλη του τη νοσηρότητα.

Η βία μετατρέπεται σε μορφή επικοινωνίας, σε διευθέτηση του εαυτού απέναντι στους άλλους. Εν τέλει, η εικόνα του Μαίηλερ γίνεται οικεία. Το έγκλημα παίρνει σχεδόν διατάσεις θεάματος. Η βία στα γήπεδα, στα σχολεία, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στις διαδηλώσεις, στα τρομοκρατικά χτυπήματα (κι ο κατάλογος δεν τελειώνει) θα έλεγε κανείς ότι δεσπόζει σχεδόν σε καθημερινή βάση.

 Νόρμαν Μέιλερ (1923-2007)
Νόρμαν Μέιλερ (1923-2007)

Η καταναλωτική βία με τη διαφήμιση και τα πρότυπα – ανάγκες που επιβάλλει, η εργασιακή βία με την ανεργία, την εκμετάλλευση και την αβεβαιότητα, η εκπαιδευτική βία με την υπερεντατικοποίηση και την εκβιαστικού χαρακτήρα συλλογή προσόντων, η οικολογική βία με τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τις τροφές δηλητήρια, η τηλεοπτική βία με τη διαρκή καταστροφολογία και την πλύση εγκεφάλων, η βία της όλο και πιο αόρατης εξουσίας (που όμως είναι τόσο ορατή), η βία του περιθωρίου με τις κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες και η οικονομική βία της διαρκώς επικείμενης χρεοκοπίας είναι η σημειολογία της συντριβής.

Όλα αυτά τα βουνά βίας που πρέπει να διασχίσει ο πολίτης περνούν ως κάτι δεδομένο. Σ’ ένα σύστημα όπου καθημερινά όλοι βιάζονται η βία παίρνει διαστάσεις ιδεολογίας, αφού γίνεται το κοινώς αποδεκτό. Κάτι σαν ντόμινο που μεταδίδεται καθημερινά από τον ένα στον άλλο με απόλυτη φυσικότητα. Κι αυτή είναι η αποθέωση της ατομικότητας, αφού όλα αφορούν τον καθένα ξεχωριστά. Γι’ αυτό και πρέπει να γίνεται όλο και σκληρότερος.

Και βέβαια «Οι σκληροί δε χορεύουν». Οι σκληροί προσαρμόζονται. Οι σκληροί γίνονται δέκτες και αναμεταδότες της βίας με τη φυσικότητα της δολοπλοκίας, της εξαγοράς, του ρουσφετιού, της φοροδιαφυγής, της αναξιοκρατίας, της ρουφιανιάς, του γλειψίματος, του λαδώματος, της διαφθοράς, της αποξένωσης, του χουλιγκανισμού, της χρήσης ναρκωτικών, της απάτης, του ψεύδους. Είναι τα θύματα που πρέπει να νιώσουν για λίγο νικητές. Και κάπως έτσι η βία παίρνει υπόσταση χειροπιαστή και γίνεται αυτοσκοπός και τρόπος ζωής. Γίνεται μόδα. Γίνεται η κουλτούρα του κανιβαλισμού.   

Νόρμαν Μαίηλερ: «Οι σκληροί δεν χορεύουν», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1988.

Ο Νόρμαν Μέιλερ (1923-2007) γεννήθηκε στο Λονγκ Μπραντς του Νιου Τζέρσεϊ και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Μετά την αποφοίτησή του από το Χάρβαρντ, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε στις Φιλιππίνες και στην Ιαπωνία, μια εμπειρία που αποτέλεσε τη βάση του διάσημου λογοτεχνικού ντεμπούτου του «The Naked and the Dead», το 1948 («Οι γυμνοί και οι νεκροί», ελλ. εκδ. Καστανιώτης, 2001). Από τους συγγραφείς που χαρακτήρισαν όσο λίγοι την αμερικανική κουλτούρα, ο Νόρμαν Μέιλερ έγραψε περισσότερα από 40 βιβλία, μερικά από τα οποία άφησαν εποχή (όπως το «Οι γυμνοί και οι νεκροί» ή το «The Deer Park», το 1955 -«Το πάρκο των ελαφιών», ελλ. εκδ. Πλέθρον, 1988).            


Aπό:http://eranistis.net/wordpress/2018/01/18/%CE%BF-%CE%BD%CF%8C%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD-%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CF%81-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CE%AF/

Το «καθαρό» Hollywood και οι «βρώμικες» ταινίες…


«Καθαρές εκδόσεις» ταινιών η εκ νέου προσπάθεια λογοκρισίας στον κινηματογράφο

Herman-Makkink’s-sculpture-Rocking-Machine-in-Clockwork-Orange

Γράφει ο Χρήστος Σκυλλάκος

«Οι σκηνοθέτες μας, έχουν μεγάλη σημασία για εμάς και σεβόμαστε τη σχέση μας στο έπακρο» δήλωσε ένας εκπρόσωπος της Sony προ λίγο ημερών όταν κάποιοι σκηνοθέτες και το σωματείο τους αντέδρασε στην προσπάθεια της εταιρίας να κυκλοφορήσει «καθαρές» – θα εξηγηθεί παρακάτω η έννοια της «καθαρότητας» – εκδόσεις ταινιών και έτσι έκανε ελάχιστα πίσω δίνοντας την «δημοκρατική» επιλογή (!) στους σκηνοθέτες να διαλέξουν αν δέχονται το «πείραγμα» ή όχι του έργου τους. Αυτό σαφώς δεν μας απαγορεύει – κάθε άλλο μάλιστα – να αναρωτιόμαστε, καταρχήν ποιοι είναι και ποιοι νομίζουν πως είναι και τι είναι οι σκηνοθέτες και έχουν μεγάλη σημασία για αυτούς; Υπάλληλοι τους;

Και όμως με την παραπάνω χυδαιολογία που η κάθε λέξη που περιέχει αποτελεί ατιμία, αγένεια και ασέβεια προς τους δημιουργούς κινηματογραφικών έργων, αναδεικνύεται για άλλη μια φοράτο μεγάλο πρόβλημα που από τις απαρχές του κυριαρχεί στο αμερικάνικο σινεμά. Ο δημιουργός της ταινίας μονάχα δημιουργός δεν είναι αλλά θεωρείται και είναι υπάλληλος κάποιου εργοδότη και το έργο του μονάχα έργο του δεν είναι μα ένα ξεκάθαρο πεδίο ασύδοτης εκμετάλλευσης της εταιρίας παραγωγής. Έτσι πιανόμαστε να αναρωτιόμαστε τελικά τι είναι η τέχνη, τι είναι ο καλλιτέχνης και αν είναι θεμιτό να παραμένουμε, υπό μια έννοια, ρομαντικοί μπρος στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Από την άλλη οι διάφορου τύπου αγώνες των κινηματογραφιστών στην Ευρώπη, αγώνες συνδικαλιστικοί, αισθητικοί, πολιτικοί, αγώνες που έχουν βαθύτερες πολιτισμικές αναφορές μιας ηπείρου βαθύτερα φιλοσοφημένης με τα στοιχεία της ανεξαρτησίας του ατόμου, της ελευθερίας της έκφρασης και της σύγκρουσης για την απόκτηση τους είχε, ως λογική συνέπεια, διαφορετικά αποτελέσματα. Είναι οι ίδιοι που έχουν τον πρώτο και το τελευταίο λόγο για οτιδήποτε άπτεται της δημιουργίας τους. Τηρουμένων πάντα πολλών αναλογιών αλλά σε σύγκριση με την παραπάνω φράση του επίδοξου μοντέρ «χαρτογιακά» της Sony, υπάρχει μεγάλο χάσμα αντίληψης.

Το ζήτημα των διαφορετικών εκδόσεων δεν είναι κάτι το νέο στο χολιγουντιανό σινεμά. Έχουμε σκεφτεί πως στηρίζονται και ποιος ο λόγος ύπαρξης των «final cut», των «producer’s cut» και των… «director’s cut»; Ποιος ο λόγος να υπάρχουν διαφορετικές μονταρισμένες εκδόσεις του ίδιου έργου; Ο ζωγράφος ή ο ποιητής έχει ποτέ τέτοια προσέγγιση του έργου του; Υπάρχει «painter’s cut» της πικασικής Guernica ή «poet’s cut» του μποντλερικού «Μια εποχή στην κόλαση»; Σαφώς και όχι. Στο σινεμά γιατί έγινε κάτι τέτοιο αποδεκτό και μας αναγκάζει να επιστρέφουμε στο ίδιο ερώτημα: τι είναι λοιπόν η τέχνη; Διαχωρίζεται σε, όπως θέλουν να οριστεί ο κινηματογράφος, ως τέχνης εκ φύσεως εμπορικής φύσεως με σχέσεις παραγωγής γαλέρας ή είναι μια ειλικρινής, αδιαμεσολάβητη, ανεμπόδιστη και ελεύθερη έκφραση του καλλιτέχνη προς το κοινό του όπως είθισται και θα έπρεπε να συγκροτείται θεωρητικά και πρακτικά;

la-maja-desnuda

«Η γυμνή Μάχα» του Francisco Goya

Σε όλα τούτα όμως τα, παραδεκτώς αποδεκτά μέσα στα χρόνια, «cuts», έρχεται να προστεθεί πλέον και άλλο ένα. Το «clean cut». Μια ηθικά λογοκριμένη έκδοση του έργου, δηλαδή μια ταινία μονταρισμένη έτσι ή καλύτερα πετσοκομμένη έτσι δίχως την θέληση του δημιουργού της, που να μην περιέχει «βία, ερωτικές σκηνές και βλασφημία». Με την εξέχουσα δικαιολογία να δύναται να την παρακολουθήσει ολόκληρη η οικογένεια με τα πιτσιρίκια, τα pop corn, την ζεστή μηλόπιτα και τα χαμόγελα ευτυχίας και ικανοποίησης, – που μεταφράζεται όλη η συντηρητική πουριτανική οικογένεια, η ευνουχισμένη ηθικά οικογένεια, η μετα-ζωντανή «αγιασμένη» οικογένεια της αμερικάνικης κοινωνίας -, οι εταιρίες παίρνουν τις ήδη ολοκληρωμένες ταινίες και τις μοντάρουν εκ νέου κατά το, ηθικώς σωστό τους, δοκούν. Βαπτίζεται «ανηθικότητα» και «βρωμιά» το γυμνό σώμα, το σεξ και η βία, ενώ ολάκερη η οικογένεια είναι αποδέκτης και κατά συνέπεια στοχοπροσηλωμένη σε ένα διαδίκτυο γεμάτο και σπονσοραρισμένο με «ηθικές» τσόντες και «ηθικά» βίντεο αληθινών βασανισμών και δολοφονιών και η αμερικάνικη καθημερινότητα γεμάτη «ηθικά» σαδομαζοχιστικά πειράματα σε φυλακισμένους και σε αιχμαλώτους πολέμου, οπλοφορία και οπλοχρησία στα σχολεία και εν ψυχρώ δολοφονίες μαύρων από τα όργανα καταστολής.

Κατά συνέπεια όταν το «peeping tom» μάτι έχει συνηθίσει και υπερκαταναλώσει σεξ, βία και βλασφημία και δεν υπάρχει άνθρωπος που μπορεί πλέον να σοκαριστεί με κάτι σε ένα κόσμο αμάσητης αισθητικής, ψυχολογικής και ηθικής τρομοκρατίας, πολέμου και υποδούλωσης, η στόχευση θα ήταν γελοίο να νοηθεί πως οφείλεται κυρίως σε μια εμπορική διαστροφή της κάθε Sony  – δηλαδή για προσέγγιση μεγαλύτερου αγοραστικού κοινού -. Είναι άκυρο. Ο σύγχρονος άνθρωπος τα έχει ήδη κάνει βίωμα και κουλτούρα του όλα τα παραπάνω. Είναι ήδη δηλαδή κατεκτημένο αγοραστικό κοινό. Τα «parental controls» είναι μια δικαιολόγηση, μια λογική «νίπτω τα χείρας» των μεγάλων ευθυνών των υπευθύνων που δημιουργούν άρρωστους συμπεριφορικά ανθρώπους που οφείλουν να συνεχίζουν να ταράζονται όμως μπρος στο γυμνό.

Στόχος είναι με ένα άλλο τρόπο η επίδειξη δύναμης και εξουσίας των ιθύνοντων, το ηθικό γαλούχημα του κόσμου, η αίσθηση ελέγχου και ασφυξίας του και η επικράτηση ή η υπενθύμιση της επικράτησης της άρχουσας ιδεολογίας όπου κράτη και εταιρίες θα δικαιούνται να αποφασίζουν ποιο πρέπει να είναι τούτο που θα μπορούμε και οφείλουμε να βλέπουμε, να ακούμε, να σκεφτόμαστε, να εκφράζουμε. Η επιβολή της μιας και «πολιτικώς ορθής» συμπεριφοράς, που έχει επικρατήσει και κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο τα τελευταία χρόνια, ως ένας εν δυνάμει «κοινωνικός αυτοματισμός» λογοκρισίας. Οι πάντα πρώτοι, οι πιο αρεστοί και πιο βολικοί για την λεγόμενη ηθική κατάπτωση του δυτικού ανθρώπου κατηγορούμενοι δεν είναι άλλοι από το «σεξ» ή αλλιώς η σεξουαλικότητα που ενώνει τους ανθρώπους, η «βία» ή αλλιώς η μαζική αντίσταση των ανθρώπων που αμύνονται της εξουσίας και η «βλασφήμια» ή αλλιώς η λεκτική άρνηση της δεδομένης και καθορισμένης κατάστασης των πραγμάτων που μας πνίγει και μας καταπιέζει. Την παραπάνω ερμηνεία των εννοιών αρνούνται και θέλουν να μεταλλάξουν.

"Η προέλευση του κόσμου" του Gustave Courbet

«Η προέλευση του κόσμου» του Gustave Courbet

Αν παίρναμε σφουγγάρι και «καθαρίζαμε» την τέχνη από όλα αυτά, όλα αυτά που είναι κουλτούρα, τρόπος επιβίωσης, ένστικτο και παράγωγο της ανθρώπινης κοινωνικής εξέλιξης δεν θα είχε μείνει παρά ένα μικρό ποσοστό έργων τέχνης στην ιστορία –  αν μπορούμε να αποκαλέσουμε την λογοκριμένη κλινικώς «καθαρή» τεχνική ως τέχνη. Η «Γυμνή Μάχα» του Goya, θα φορούσε σουτιέν και κιλότα. Την «Προέλευση του κόσμου» του Courbet δεν θα την γνωρίζαμε γιατί θα την κάλυπτε ένα «καθαρό» λευκό σεντόνι και «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Hieronymus Bosch θα ήταν ένα λούνα παρκ άνοστων υποχόνδριων με εισιτήριο. Το «Fur Elise» θα ήταν σαν να έχει κολλήσει η βελόνα, το 80% τη λογοτεχνίας θα αποτελούταν από λευκές σελίδες, το αρχαίο και σύγχρονο θέατρο θα είχε εξοστρακιστεί και πηγαίνοντας σε κάτι πιο σχετικό και μοντέρνο, το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» θα ήταν ένα πικρό νεράτζι…

Στα πρώτα χρόνια του Hollywood είχε δημιουργηθεί ένας κανονιστικός κώδικας ηθικής, παραγωγής και σκηνοθεσίας κινηματογραφικών έργων, ο κώδικας Hays και όσο ο κινηματογραφικός κόσμος δέχεται τον έλεγχο στην δημιουργία, ο κατηργημένος εκείνος κώδικας θα συνεχίζει να επιβιώνει με κάθε φορά άλλα ονόματα, αφορμές και μάσκες αλλά με τις ίδιες πάντα προθέσεις και το σινεμά θα εκπίπτει σε αυτό που κάποτε κάποιοι λέγανε «ελάσσονα» τέχνη. Η υψηλή τέχνη δεν δέχεται μπαμπούλες, συμβουλάτορες, τραμπούκους και ελεγκτές. Και το σινεμά οφείλει να το αποδείξει μπρος στην ιστορία του και στους δημιουργούς του.

Υ.Γ. «Ψαλίδι εδώ, ψαλίδι εκεί, ψαλίδι παραπέρα» θυμάμαι τον Παύλο Σιδηρόπουλο να λέει σε μια σκηνή της ταινίας «Ο ασυμβίβαστος» όταν του κόβουν στα γυρίσματα την κάθε του πρόταση, παίρνοντας την απάντηση από τον παραγωγό: «Μην ανησυχείτε κύριε, είναι θέμα δομής και λειτουργικότητας της ταινίας. Σας παρακαλώ. Δεν πρόκειται για λογοκρισία». Καμιά λογοκρισία λοιπόν γιατί κάτι περισσότερο θα ξέρουν οι εταιρίες από δομή και λειτουργικότητα – ναι ακριβώς αυτό, λειτουργικότητα (!) – μιας ταινίας. Ε λοιπόν, δεν ανησυχώ.

El_jardín_de_las_Delicias,_de_El_Bosco

«Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Hieronymus Bosch

 ____________________________________________________________

Ummagumma…


ummagumma

στις 25 Οκτωβρίου του 1969, κυκλοφόρησε από τη Harvest (EMI) το διπλό LP των Pink Floyd με τίτλο Ummagumma. Στη αργκό του Καίμπριτζ, ummagumma σημαίνει σεξ.

—του Γιώργου Τσακνιά—

Ο πρώτος από τους δύο δίσκους ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Mother’s Club του Μπέρμιγχαμ, στις 27/4/1969, και στις 2/5, στο Manchester College of Commerce. Στο πνεύμα του ιδρυτή και βασικού συνθέτη των Floyd, του Syd Barrett, ο πρώτος δίσκος του διπλού άλμπουμ περιλαμβάνει κομμάτια του Syd από το πρώτο τους LP, το Piper at the Gates of Dawn (1967), τα αριστουργηματικά Astronomy domine και Interstellar Overdrive. Εδώ μια εκτελέση του Astronomy domine του 1967 σε τηλεοπτική εκπομπή, με συμμετοχή ακόμα του Syd — όλα τα λεφτά είναι τα εισαγωγικά σχόλια του παρουσιαστή, ότι οι Floyd είναι βαρετοί, παίζουν αφόρητα δυνατά αλλά, παραδόξως, έχουν κοινό που τους γουστάρει· η συνέντευξη στο τέλος του κομματιού είναι επίσης απολαυστική:

* * *

* * *

Ο δεύτερος δίσκος του Ummagumma αποτελείται από τέσσερα solo project: κάθε ένα από τα μέλη του συγκροτήματος (Rick Wright, Roger Waters, Nick Mason, David Gilmour) είχε στη διάθεσή του μισή πλευρά του δίσκου.

Ιδού τα περιεχόμενα του άλμπουμ:

    Side One:

  1. Astronomy Domine
  2. Careful with that Axe Eugene
    Side Two:

  1. Set the control for the heart of the sun
  2. A Saucerful of Secrets
    Side Three:

  1. Richard Wright – Sysyphus
  2. Roger Waters – Grantchester Meadows, Several Pieces of Small Furry Animals gathered together in a Cave and grooving with a pict
    Side Four:

  1. David Gilmour – The Narrow Way
  2. Nick Mason – The Grand Vizier’s Garden Party, Entrance, Entertainment, Exit

Το εξώφυλλο του Ummagumma έχει επίσης ενδιαφέρον: στον πίνακα, πάνω αριστερά, επαναλαμβάνεται η σκηνή του πρώτου πλάνου, αλλά με διαφορετικό μέλος του συγκροτήματος μπροστά (αλλάζουν μία θέση και οι τέσσερις). Το ίδιο ισχύει για τον πίνακα μέσα στον πίνακα και για τον πίνακα μέσα στον πίνακα μέσα στον πίνακα.

ummagumma

Κάτω, στο πάτωμα, ακουμπισμένο στον τοίχο, απεικονίζεται το εξώφυλλο του soundtrack του Gigi, μιας αμερικάνικης κομεντί του 1958. Ο δημιουργός του εξωφύλλου, ο θρυλικός Storm Thorgerson (εδώ ένα αφιέρωμα του dim/art στον Thorgerson με αφορμή τον θάνατό του, τον περασμένο Απρίλιο) εξήγησε ότι το Gigi μπήκε στο εξώφυλλο του Ummagumma για πλάκα, με προβοκατόρικη διάθεση. Ωστόσο, τέθηκαν ζητήματα πνευματικών δικαιωμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν ο δίσκος να κυκλοφορήσει με ελαφρώς διαφορετικό εξώφυλλο σε Ευρώπη, σε ΗΠΑ/Καναδά και σε Αυστραλία:

ummagumma_comparelpx3

Το —ψυχεδελικά ψυχαναγκαστικό— οπισθόφυλλο του δίσκου:

IMG_0583

Και το εσώφυλλο:

IC

Careful with that axe, Eugene — ένα αριστούργημα στο πνεύμα του Barrett, με έντονα αισθητή ακόμα την ορμητική και ζωογόνο ιδιοφΐα του· ένα κομμάτι των Floyd στο μεταίχμιο ανάμεσα στους εμπνευσμένους και ριψοκίνδυνους μακροσκελείς αυτοσχεδιασμούς των sixties και τις πιο κατασταλαγμένες και ώριμες συνθέσεις των αρχών της δεκαετίας του ’70, όταν ο Syd είναι και πάλι παρών, αλλά αυτή τη φορά ως απουσία, ως το crazy diamond που απομακρύνεται αργά στον χωροχρόνο.

* * *

* * *


Aπό:https://dimartblog.com/2013/10/25/pink-floyd-ummagumma/