της Γιώτας Τζιαμουράνη
____________________________________________________________
Η φίλη περιγράφει ένα νέο μαγαζί στο Κέντρο της πόλης, με διακόσμηση που την εντυπωσίασε και θα ήθελε να είχε κάτσει για φαγητό εκείνο το μεσημέρι αλλά τελικά δεν τα κατάφερε για έναν λόγο που έθετε υπό αμφισβήτηση όλα όσα πίστευε περί γυναικείας χειραφέτησης μέχρι τότε. Μόλις που πρόλαβε να περάσει το κατώφλι για να βρει τον χώρο σχεδόν υπερπλήρη από χαρούμενα ζευγάρια και παρέες σε διάλειμμα από τη δουλειά. Αν και με κάποια δυσκολία, θα έβρισκε τραπέζι όμως παραδέχτηκε ότι δίστασε να το κάνει γιατί αναρωτήθηκε τι θα σκεφτούν οι άλλοι για το «μοναχικό» της γεύμα. Μπορεί να μην της είχε τύχει μέχρι εκείνη τη στιγμή αλλά εντελώς απρόσμενα διαπίστωσε ότι είχε να διαχειριστεί άλλη μια κοινωνική κατασκευή, αυτή του στίγματος της γυναικείας μοναξιάς. Ένα στίγμα που ενίοτε ξεκινάει από αδιάκριτες ερωτήσεις περί αποκατάστασης, δημιουργίας οικογένειας, συντρόφου, γονιμότητας εντός της πατρικής οικογένειας και του χώρου εργασίας για να καταλήξει σε βλέμματα συγκατάβασης και ψιθύρους από τα διπλανά τραπέζια ή ακόμη και παρενόχληση ορμώμενη από στερεοτυπικούς συνειρμούς για το τι κάνει μια γυναίκα μόνη σε ένα μπαρ ή ένα εστιατόριο.