Η Μακεδονία, οι Wu Ming και το Πρόβλημα των Κυρίων Ονομάτων…


Αλέξανδρος Σχισμένος

 “Ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό της Δυτικής μηχανής ελέγχου είναι να καταστήσει τη γλώσσα όσο πιο μη-εικονογραφική γίνεται, να διαχωρίσει τις λέξεις όσο το δυνατόν μακρύτερα από τα αντικείμενα ή τις παρατηρήσιμες διαδικασίες […] Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται δεν αναφέρονται σε τίποτα.  Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται δεν έχουν ανάφορο.”

 Ουίλιαμ Μπάροουζ, The Job

Το ονοματολογικό ζήτημα ως πολιτικό πρόβλημα είναι, αναμφισβήτητα, ο πυρήνας των σχέσεων του ελληνικού και του μακεδονικού κράτους από την ανεξαρτητοποίηση του τελευταίου. Δεν είναι ανάγκη εδώ να ξετυλίξουμε το φιλμ των τελευταίων δεκαετιών, από τα ενθοσυλλαλητήρια του 1992 και την μικροπολιτική τύφλωση του Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι τα ισχνά remakes τους του 2018 και το ακροδεξιό πείσμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, που εκφράζουν μία, εκ των άνω, θεσμική διπροσωπία και μία πολιτική άρνησης του προφανούς. Δεν είναι ανάγκη ούτε να γίνουμε ιστοριοδίφες, ξεθάβοντας ρητά του Στράβωνος και θάβοντας του λόγους του Δημοσθένη, για να υπερασπιστούμε τη μία ή την άλλη, αμφότερες στρεβλές εξ ορισμού, εθνική αφήγηση. Σε αυτό το κείμενο, θέλω να εξετάσουμε το όνομα ‘Μακεδονία’ ως φιλοσοφικό πρόβλημα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της γλώσσας, ως παράδειγμα στο πλαίσιο της θεωρίας των κυρίων ονομάτων.

Λέμε πως το ‘Μακεδονία’ είναι ένα κύριο όνομα. Όμως τι είναι ένα κύριο όνομα;

Η περιγραφική προσέγγιση του κυρίου ονόματος

H περιγραφική (descriptive) προσέγγιση έχει προταθεί, σε διαφορετικές παραλλαγές, από τους Frege, Russell και αργότερα τον Quine. Βεβαίως, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.

Ο Frege εισήγαγε την διάκριση νοήματος/συνδήλωσης (Sinn) και αναφοράς/δήλωσης (Bedeutung) όπου για παράδειγμα οι συνδήλωσεις «ο νικητής του Αούστερλιτς» και «ο αιχμάλωτος της Αγ. Ελένης», έχουν την ίδια δήλωση, δηλαδή το ιστορικό πρόσωπο ‘Ναπολέων’. Στην οντολογία του Frege, τα κύρια ονόματα αντιστοιχούν σε υπαρκτά, διακριτά αντικείμενα αναφοράς, έκαστο εκ των οποίων επιδέχεται έναν αριθμό αληθών συνδηλώσεων ή νοημάτων. Τι συμβαίνει όμως με προτάσεις που αναφέρονται π.χ. στον Θωρ ή σε άλλα φανταστικά πρόσωπα, που δεν έχουν υπαρκτό αντικείμενο αναφοράς; Ασφαλώς η πρόταση «Ο Θωρ πάλεψε με τον Χαλκ» έχει κάποιο νόημα, δίχως υπαρκτά αντικείμενα αναφοράς. O Frege διατείνεται πως ένα κύριο όνομα είναι μία συντετμημένη οριστική περιγραφή, που δίνει το νόημα του ονόματος. Έτσι, σε μία συνωνυμία, η διαφορετική χρήση του ονόματος συναρτάται με μία διαφορετική οριστική περιγραφή και έχει άλλο ανάφορο, ενώ δύο διαφορετικά ονόματα με κοινή οριστική περιγραφή έχουν το ίδιο ανάφορο.

Ο Russell, παρότι αρνείται την διάκριση του Frege μεταξύ νοήματος και αναφοράς, συμφωνεί πως ένα κύριο όνομα μπορεί να αντικατασταθεί με έναν πίνακα οριστικών περιγραφών που αντιστοιχεί στο νόημά του. Συνεπώς, για κάθε κύριο όνομα, υπάρχει ένας πίνακας οριστικών περιγραφών, περιγραφικών προτάσεων, που συγκροτεί το νόημα του κυρίου ονόματος. Η οριστική περιγραφή δεν έχει καθ’ αυτή νόημα, μα συγκροτεί το νόημά της πρότασης εν σχέσει προς τα συμφραζόμενά της. Συνεπώς, το νόημα μιας φράσης που περιέχει ένα όνομα μπορεί να αναλυθεί μέσα από τον κατάλογο των οριστικών περιγραφών που αντιστοιχεί στο όνομα.

Η θεωρία αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι οι οριστικές περιγραφές μπορούν να αναλυθούν ως προτάσεις που να πάρουν μία τιμή αλήθειας. Σε συνάρτηση με τις οριστικές περιγραφές το κύριο όνομα μπορεί να φέρει ένα νόημα αληθινό ή ψευδές, ανάλογα προς τα συμφραζόμενα.

Συνέχεια

Katerina Kolozova για το Μακεδονικό: Ονομασία με βάση την ταυτότητα, αντί τη γεωγραφία; …


Katerina Kolozova

Η Katerina Kolozova γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας, κοινωνικής θεωρίας και σπουδών για το έμφυλο ζήτημα στο Αμερικάνικο Παν/μιο στα Σκόπια και διευθύντρια στο Ιντιτούτο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών. Συγγραφέας πολλών βιβλίων, ερευνήτρια και πολιτική ακτιβίστρια. Το παρόν κείμενο δημοσιεύεται στο καινούργιο τεύχος της Βαβυλωνίας #20.

 

«Μακεδονία–η νέα, πιθανή, δυτικο-βαλκανική κρίση στην Ευρώπη», «Η Μακεδονία στα πρόθυρα του πολέμου», «Η σταθερότητα της Μακεδονίας κλονίζεται – απειλή για τη σταθερότητα της νοτιοανατολικής Ευρώπης». Τα παραπάνω αποτελούν μία παράφραση πολυάριθμων τίτλων που έχουν εμφανιστεί στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, κατά τη διάρκεια του περασμένου χρόνου. Αντιθέτως, παρόμοιοι φόβοι και ανησυχίες δεν μπόρεσαν να καταγραφούν στο εσωτερικό της χώρας. Οι ντόπιοι θα αντιμετώπιζαν κάθε τέτοια δήλωση ως θεωρία συνωμοσίας, ή πιθανότερα, ως μέσο για την επίτευξη άλλων πολιτικών στοχεύσεων: «ο πολιτικός αντίπαλος το χρησιμοποιεί ως απειλή για να αποκτήσει δύναμη με κάθε κόστος» ή «ως επιχείρημα για να παραμείνει στην εξουσία». Εν συντομία, στη χώρα κατά την περίοδο της επονομαζόμενης πολιτικής κρίσης (2015-16), η απειλή για τη σταθερότητα και την ίδια την ύπαρξη του κράτους δεν είχε θεωρηθεί ποτέ ως μία σοβαρή πιθανότητα, παρά ως ένα τέχνασμα των εκάστοτε πολιτικών αντιπάλων και του «διεθνούς παράγοντα που τους στηρίζει».

Μία «παραισθησιογόνα» λογική κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της μικρής, κλειστοφοβικής, ξενοφοβικής, οικονομικά επαρχιακής χώρας: η αλήθεια δεν είναι ποτέ αποδεδειγμένη και οι αποδείξεις ποτέ αληθινές, «υπάρχει πάντα κάτι από πίσω», το οποίο ο καθένας είναι ικανός να μαντέψει ανάλογα με τις πολιτικές του προτιμήσεις. Μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η παράνοια είναι αναπόφευκτη. Και πράγματι, έτσι είναι. Παρ’ όλα αυτά, «το γεγονός πως είσαι παρανοϊκός δεν αποκλείει την πιθανότητα να σε κυνηγούν όντως», όπως συνήθιζε να λέει ο Joseph Heller.

H Μακεδονία έχει τα ακόλουθα θέματα με τους γείτονές της: μία κρατική ονομασία που αμφισβητεί η Ελλάδα, μια Ορθόδοξη Εκκλησία που δεν αναγνωρίζει η Σερβία (και ως εκ τούτου όλος ο υπόλοιπος ορθόδοξος κόσμος), μία επίσημη γλώσσα και ασαφή εθνική ταυτότητα -ή μάλλον «ιστορία»- που δεν αναγνωρίζει η Βουλγαρία. Καθώς τα παράξενα και φαινομενικά ασυμβίβαστα θέματα, που η Μακεδονία έχει με τους γείτονές της, βγαίνουν στην επιφάνεια στην ολότητά τους, θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να ψάξει για ένα μοναδικό ενοποιητικό χαρακτηριστικό, σε αυτό το ετερογενές άθροισμα προβλημάτων.

Τα περισσότερα από αυτά σχετίζονται με την ιστορία και την αναγνώριση ενός διακριτού έθνους, είτε μέσω μίας μορφής έθνους-κράτους, είτε μίας διεκδίκησης ταυτότητας. Δεδομένου, όμως, ότι μια εθνική ταυτότητα ή εθνικότητα πηγάζει από ένα έθνος-κράτος και αναλογιζόμενοι το γεγονός πως η νομιμοποίηση ή και η ίδια η ύπαρξη του εν λόγω κράτους δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους γείτονες, το ερώτημα παραμένει –τι ακριβώς είναι αυτό, το οποίο στερείται αναγνώρισης στη Μακεδονία και την ιστορία της;

Το όνομα του κράτους, σύμφωνα με την Ελλάδα, αποτελεί μια έκφραση «αλυτρωτικών προσδοκιών», η οποία αναφέρεται στην πιθανότητα να λάβει χώρα μία απόσχιση στην επικράτεια της. Ο πληθυσμός που ενδέχεται να αποσχιστεί είναι αυτός που κάποιος θα μπορούσε να ταυτοποιήσει ως «μακεδονικό έθνος». Ο πληθυσμός αυτός ονομάζεται σλαβόφωνος στην Ελλάδα, αλλά η συγκεκριμένη ταυτοποίησή του ανάμεσα στις σλαβικές εθνότητες και εθνικότητες δεν έχει αναγνωριστεί. Ή όταν αναγνωρίζεται, αναφέρεται ως βουλγαρικός. Η Βουλγαρία ισχυρίζεται, αντίστοιχα, πως η εθνική ταυτότητα, όσων αυτοπροσδιορίζονται ως εθνοτικά Μακεδόνες στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και στην ελληνική Μακεδονία, είναι στην πραγματικότητα βουλγαρική, ή έστω βουλγαρική στην καταγωγή.

Παλαιότερες δηλώσεις του Σέρβου Υπουργού Εξωτερικών, Ίβιτσα Ντάτσιτς, δείχνουν να υποστηρίζουν θέσεις στο θέμα της ταυτότητας ή τουλάχιστον στο θέμα της ονομασίας (του κράτους) που δεν είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που έχουν εκφραστεί από αξιωματούχους των άλλων δύο γειτονικών χωρών. Φαίνεται να υπάρχει μία συμφωνία ανάμεσα στους γείτονες πως το «μακεδονικό έθνος» αποτελεί μια «κατασκευή», ένα ψέμα και μια «τεχνητή κατασκευή της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο». Μια τέτοια γενική παραδοχή παρουσιάστηκε στην τριμερή συνάντηση των επικεφαλής του ελληνικού, σερβικού και βουλγαρικού κράτους, που έλαβε χώρα στις 13 Ιουλίου του 2017 στη Θεσσαλονίκη, και στην οποία συζητήθηκε το μακεδονικό ζήτημα (με την απουσία οποιουδήποτε αντιπροσώπου από την πλευρά του μακεδονικού κράτους).

Τα επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα, για την εν λόγω κοινή παραδοχή, περιστρέφονται γύρω από την ιστορική αλήθεια του «ποιοι ή τι πραγματικά είναι οι Μακεδόνες», μια συζήτηση που διαρκεί εδώ και σχεδόν έναν αιώνα και αφορά την ιστορία, την εθνική οικοδόμηση και, συνεπώς, την ταυτότητα και το τι αυτή σημαίνει πραγματικά. Η «διαμάχη» για το ονοματολογικό ανάμεσα σε Ελλάδα και Μακεδονία έχει να κάνει, ακριβώς, με αυτή την περίπλοκη κατάσταση που αποκαλούμε «ταυτότητα».

Πριν από έναν χρόνο, ο Αμερικάνος πολιτικός Ντάνα Ροχραμπάτσερ, επικεφαλής  στο Γραφείο Εξωτερικών Υποθέσεων της Υποεπιτροπής της Ευρώπης, της Ευρασίας και των Αναδυόμενων Απειλών, σε μια συνέντευξή του σε αλβανικό τηλεοπτικό σταθμό, δήλωσε δημόσια πως «Η Μακεδονία δεν είναι κράτος». Με αυτή τη δήλωση υπονόησε, όπως πολλοί πριν από αυτόν, πως η τελευταία υπήρξε ένα «τεχνητό δημιούργημα» ή παραθέτοντας επακριβώς τις δηλώσεις του, «ένας σχηματισμός που προέκυψε από τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας» και πως θα έπρεπε να διαιρεθεί ανάμεσα στην αλβανική της μειονότητα (που αποδεδειγμένα έχει ταυτότητα) και στη Βουλγαρία, ή οπουδήποτε αλλού η σλαβική πλειοψηφία (χωρίς συγκεκριμένο ορισμό ταυτότητας) προτιμά.

Η πλειοψηφία, επομένως, είναι ανώνυμη –όχι απλά το κράτος– και εξαιτίας της έλλειψης ορισμού της, η ίδια η χώρα δεν έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης (raison d’être). Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αρνήθηκε να σχολιάσει τη δήλωση του Ροχραμπάτσερ, επαναδιατυπώνοντας τη στήριξή του στη χώρα και στο ευρωατλαντικό της μέλλον.

Παρόμοια, η κριτική στην «τεχνητή κατασκευή» έχει υπάρξει ένα επαναλαμβανόμενο επιχείρημα στις αντιρρήσεις της Ελλάδας για το συνταγματικό όνομα της χώρας. Η Βουλγαρία, αντιθέτως, έχει επιμείνει στον βουλγαρικό χαρακτήρα της μακεδονικής εθνικότητας και/ή εθνότητας πριν ακόμα την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, όπως και σε αυτόν της γλώσσας της. Τότε, σύμφωνα με πολλούς αν όχι με όλους, τους βούλγαρους ιστορικούς, τις σύγχρονες βουλγάρικες πολιτικές αρχές και τα δημόσια πρόσωπα, δημιουργήθηκε αυτό το «τεχνητό κατασκεύασμα».

Είναι αξιοσημείωτο πως ακόμη και οι πιο σημαίνουσες απόψεις του περασμένου αιώνα δεν είχαν, τελικά, σημαντική επιρροή στην πολιτική συζήτηση γύρω από τις ταυτότητες, που έλαβε χώρα στα Βαλκάνια, και στο πώς τα επιχειρήματά της εξυπηρετούν τη θεμελίωση των επίσημων κρατικών πολιτικών. Για παράδειγμα, στην επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, διαβάζουμε πως η χρήση του όρου «Μακεδονία» από την FYROM αντιπροσωπεύει μια απειλή για την ελληνική ιστορία και την  πολιτιστική κληρονομιά. Δεν είναι περίεργο που η ύπαρξη ενός κράτους στον 21ο αιώνα θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ιστορία περισσότερων από 25 αιώνων και πως αυτό θα μπορούσε να είναι «ένα πολιτικό θέμα που οδηγεί σε αλυτρωτισμό»;

Επιστρέφοντας στο επιχείρημα του «τεχνητού κατασκευάσματος», φαίνεται πως όλοι όσοι το προβάλλουν (Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι) αλλά και όσοι υπερασπίζονται τους εαυτούς τους (Μακεδόνες) δεν γνωρίζουν πως τα έθνη, όπως και κάθε άλλη μορφή του συλλογικού ανήκειν, της οργανωμένης κοινωνικότητας και ταυτότητας, αποτελούν στην πραγματικότητα «κατασκευές». Δεν υπάρχει τίποτα το «φυσικό» σχετικά με αυτά. Το επιχείρημα αυτό δεν είναι απαραίτητα μεταδομιστικό ή κονστρουκτιβιστικό. Στην πραγματικότητα, πρακτικά, όλες οι ερευνητικές μέθοδοι στη σύγχρονη πολιτική επιστήμη υποθέτουν πως αυτά τα φαινόμενα υπόκεινται στην ιστορική αλλαγή, στον μετασχηματισμό και πως είναι de facto «δημιουργήματα». Έτσι, έχουν όλα ημερομηνία και παραγωγής και λήξης.

Ωστόσο, αν κάποιος εξετάσει τις ιστορικές και ταυτοτικές εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Μακεδονίας, μπορεί να αντιληφθεί πως και οι δύο πλευρές δρουν σαν η ιστορία να ήταν στατική, σαν μία απαράλλαχτη ταυτοτική ουσία να παραμένει σταθερή εις την αιωνιότητα και σαν να υφίσταται, σε τελική ανάλυση, ένας ορισμός για το ποιοι είναι αυτοί, ουσιαστικά, ως εθνότητες «από πάντα και για πάντα». Σύμφωνα με τους Έλληνες, οι Μακεδόνες είναι Σλάβοι (μία απροσδιόριστη ομάδα) που κλέβουν την ελληνική ιστορία. Οι Μακεδόνες εθνικιστές, από την άλλη, βλέπουν τους εαυτούς τους ως τους ίδιους ανθρώπους με τους αρχαίους Μακεδόνες, ίδιοι και απαράλλαχτοι από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με κάποιες επιρροές από τις σλαβικές μεταναστεύσεις, που τους έδωσαν τη γλώσσα και το κυριλλικό αλφάβητο.

Πράγματι, στα Βαλκάνια η ιστορία είναι πολιτική και η πολιτική ιστορία.

Αφήνοντας αυτή την αταβιστική λογική, ας πάμε πίσω στην περίοδο του «τεχνητού κατασκευάσματος» του μακεδονικού έθνους –το 1945, στη Γιουγκοσλαβία. Θα πρέπει να συμφωνήσω, πως αυτή υπήρξε η στιγμή της δημιουργίας του έθνους, η στιγμή όπου τμήμα της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας απέκτησε το status ενός έθνους-κράτους. Αυτό συνέβη 73 χρόνια πριν. Νωρίτερα, υπήρξε ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο εμφανίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και που αγωνίστηκε με τερροριστικά μέσα για την ίδρυση μακεδονικού κράτους. Το κίνημα αυτό ηγείτο από την οργάνωση Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (VMRO) και, σύμφωνα με αυτήν, η «φύση» της σλαβικής πλειοψηφίας του επερχόμενου έθνους ήταν βουλγαρική. Φαίνεται πως η επίσημη ιστοριογραφία και πολιτική της Βουλγαρίας έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πως η Μακεδονία οφείλει να παραδεχτεί ένα σημαντικό κομμάτι της εθνικής της ιστορίας ως στην πραγματικότητα βουλγαρικό, ή τουλάχιστον συνυφασμένο με αυτό της Βουλγαρίας.

Κατά συνέπεια, το Σύμφωνο «καλής γειτονίας και συνεργασίας» μεταξύ της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας που υπογράφτηκε στις 2 Αυγούστου 2017, θεωρώ πως είναι ένα ευχάριστο νέο: απεγκλωβίζει τη Μακεδονία από τη στατική της θέση, που την θέλει από πάντα αγνά μακεδονική, άθικτη από την παρουσία οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας, ιστορίας ή αμφισημίας κάθε είδους. Από την άλλη, εάν η θεώρηση της ταυτότητας, ως κάτι σταθερό και απαράλλαχτο στην αιωνιότητα, παραμένει η υπόγεια λογική της βουλγαρικής πλευράς, τότε δεν θα καταφέρει να αναγνωρίσει το γεγονός πως ακόμα κι αν το μακεδονικό έθνος είναι «μόλις» 73 χρόνων και κομμουνιστικό στην καταγωγή του, υφίσταται πλέον.

Αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα, με μια διακριτή εθνοτική και εθνική ταυτότητα. Οι Μακεδόνες, αυτοί που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως τμήμα της κοινής ιστορίας που μοιραζόμαστε με τη Βουλγαρία και αυτοί που είναι σλαβόφωνοι, ουσιαστικά αυτοί που αυτοπροσδιορίζονται ως εθνοτικά Μακεδόνες, έχουν κληρονομήσει μία συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα μέσα στην οποία έχουν γεννηθεί. Με άλλα λόγια, το «τεχνητό κατασκεύασμα του Τίτο» βρίσκεται πλέον στη θέση του, για περισσότερο από επτά δεκαετίες, και πολλοί δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους ως κομμάτι του, όντας γεννημένοι εκεί.

Το γεγονός πως η Μακεδονία έχει υπογράψει ένα σύμφωνο με τη Βουλγαρία, το οποίο αποδέχεται την κοινή ιστορία και σχετίζεται με τις προσπάθειες οικοδόμησης κράτους από τον 19ο αιώνα, ενώ παράλληλα επιμένει ακόμα στη διακριτότητά της, δείχνει μια δυναμική θεώρηση της ταυτότητάς της, η οποία για πρώτη φορά, δεν προϋποθέτει μία σταθερή και παγιωμένη ουσία του «μακεδονικού εαυτού». Αυτή είναι η νέα επαναστατική προοπτική που παρέχει αυτή η συμφωνία, όχι μόνο για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Μακεδονίας και Βουλγαρίας, αλλά και ως παρακαταθήκη για την ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας με την Ελλάδα και τη Σερβία, επίσης. Ίσως το μοντέλο που εισήγαγαν η Βουλγαρία και η Μακεδονία να μπορέσει πραγματικά να χρησιμοποιηθεί ως ένα θεμέλιο για την επίλυση της πολυετούς διαμάχης ανάμεσα σε Μακεδονία και Ελλάδα.

Αν εκκινήσουμε από τη θέση πως το πρόβλημα είναι στην πραγματικότητα περισσότερο ιστορικό, περισσότερο βασισμένο στις ταυτότητες, παρά κυρίως «τεχνικό» (μια γεωγραφική διάκριση ανάμεσα σε μία περιοχή και ένα κράτος), τότε ίσως μία λύση στις ιστορικό-πολιτιστικές εντάσεις, παρόμοια με αυτή που επετεύχθη με τη Βουλγαρία, να μπορούσε να επιλύσει το ζήτημα; Ίσως, μια διαφοροποίηση βασισμένη στην ταυτότητα, και όχι στη γεωγραφία, να μπορούσε να επιλύσει τη διαμάχη πιο ομαλά και σε μόνιμη βάση;

Θα μπορούσε, το όνομα Σλαβικομακεδόνες ή Σλαβομακεδόνες να κατευνάσει τους ελληνικούς φόβους αλλά και να είναι δίκαιο, παράλληλα, με την ιστορική ορθότητα, που σχετίζεται με τη μακεδονική εθνική ταυτότητα (συμπεριλαμβανομένου του τμήματος για το οποίο έχει αξιώσεις και η Βουλγαρία);

Προκειμένου να ξεκινήσει ένας τέτοιος διάλογος, είναι αναγκαίο να αποδεχτούν οι Μακεδόνες πως, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει μια παγιωμένη ουσία στα θέματα ταυτοτήτων και πως οι μόνες σταθερές είναι η δυναμική και η μετεξέλιξη. Επομένως, ένας σύγχρονος παρά ένας αρχαίος ορισμός αυτού που ταυτοποιείται (του «Μακεδόνα») θα εξυπηρετήσει καλύτερα το ίδιο του το μέλλον, αλλά και αυτό των γειτόνων του, ελπίζοντας πως θα οδηγήσει στην επίλυση της διαμάχης του ονοματολογικού με την Ελλάδα.

 

Μετάφραση: Πάνος Παπαπανάγου

image_pdfimage_print
_____________________________________________________________

Ποιοι Μακεδονομάχοι; …


Βασίλης Γεωργάκης

Θα μπορούσε κανείς να προεκτείνει το ερώτημα, στο πρότυπο του συγγραφικού έργου του «Τρελού Στρατηγού», και να αναρωτηθεί ποιοι Μακεδόνες και ποια Μακεδονία – απλώς εδώ η διαφορά είναι ότι Μακεδονία υπάρχει, όπως και Μακεδόνες, τουλάχιστον σε τρία κράτη. Μια πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση θα ήταν ποιοι Μακεδονομάχοι και ποια ελληνική Μακεδονία;

Η περίπτωση της Μακεδονίας είναι μία από τις πιο παράξενες, όσον αφορά τη μυθολογία του ελληνικού εθνικισμού. Για οποιονδήποτε έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα, η Μακεδονία είναι Ελληνική (και μία) η αλήθεια όμως είναι ότι αυτό δεν ίσχυε πάντοτε. Και δεν μιλάμε για την εποχή που ο Δημοσθένης εκφωνούσε τους πύρινους Φιλιππικούς του και οι πόλεις του ελληνικού νότου αναζητούσαν συνεχώς ευκαιρίες για να εξεγερθούν εναντίον του βασιλείου της Μακεδονίας΄ μιλάμε για το σύγχρονο ελληνικό κράτος όπως αυτό στήθηκε τον 19ο αιώνα. Για να μελετήσει κανείς τη στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στην εκτεταμένη αυτή περιοχή, της οποίας τα όρια καθορίστηκαν επακριβώς το 1878, θα πρέπει να σκαλίσει αρκετά βαθύτερα, στην ίδια τη διαμόρφωση του εθνικού αφηγήματος.

Είναι γενικά γνωστό και αποδεκτό, πως το ελληνικό εθνικό αφήγημα διαμορφώθηκε μέσα σε ένα εξαιρετικά δυσχερές διεθνές περιβάλλον, σε μία Ευρώπη αλλεργική στα επαναστατικά κινήματα είτε εθνικοαπελευθερωτικού είτε κοινωνικού χαρακτήρα. Σήμερα υπάρχει μία τάση να υπερτιμάται ο ρόλος της κοινής γνώμης στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη καθώς και ο ρόλος του ρεύματος του Φιλελληνισμού, είναι όμως μία πραγματικότητα πως η Ελληνική Επανάσταση είχε a priori υποστηρικτές, ανθρώπους επηρεασμένους από την εξιδανικευμένη εικόνα της Αρχαίας Ελλάδας.

Είναι πολύ φυσικό το ελληνικό εθνικό αφήγημα να έχει ως άξονα ένα παρελθόν το οποίο λάμβανε ευρεία αποδοχή – ήταν ένας ανέξοδος τρόπος να νομιμοποιηθεί ο αγώνας για την ανεξαρτησία. Τα οράματα για τη Ρωμανία που θα φέρει κι άλλο θα μπορούσαν να περιμένουν. Το Μεσαιωνικό Βυζάντιο θα αργούσε πολύ να πάρει τη θέση του στην αφήγηση της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού. Στην αφήγηση αυτή δεν περίσσευε όμως μόνο η δεσποτική Βυζαντινή μοναρχία – περίσσευε και ακόμα μία, το βασίλειο της Μακεδονίας, η νίκη του οποίου στην Χαιρώνεια έθαψε την ελευθερία των Ελλήνων.

Η φράση αυτή σήμερα ξενίζει, καθώς είναι τόσο διάχυτη η αφήγηση που θέλει τη Μακεδονία αναπόσπαστο τμήμα του ελληνισμού, που ακόμα και αν κάποιος αναγνωρίζει πως ο ελληνικός νότος πρέσβευε έναν τελείως διαφορετικό τρόπο πολιτικής οργάνωσης από αυτόν της μακεδονικής μοναρχίας, δυσκολεύεται να δεχτεί την επέκταση του βασιλείου του Φιλίππου ως υποδούλωση των Ελλήνων. Η φράση αυτή ωστόσο για πολλά χρόνια διδάσκονταν σε μαθητές του ελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα, το παιδικό βιβλίο Γεροστάθης, έργο του Λέοντος Μελά (1812 – 1879), σημαντικού Έλληνα Διαφωτιστή, περιέχει διατυπώσεις οι οποίες σήμερα θα αναθεματίζονταν:

Συνέχεια

Μακεδονία: ένα κράτος χωρίς όνομα…


Ένα πεδίο σύγκρουσης εθνικισμών και διεκδίκησης του ιστορικού παρελθόντος

Γράφει o Κώστας Παλούκης

Το λεγόμενο “μακεδονικό” ή αλλιώς “σκοπιανό”, δηλαδή το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού εκείνου του κράτους “χωρίς όνομα” που βρίσκεται στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, εντάσσεται στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Αναδείχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν μετά τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, τα διάφορα κρατίδια που την συναποτελούσαν αποφάσισαν να ανεξαρτητοποιηθούν. Έτσι, η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποφάσισε -τι άλλο;- να μετασχηματιστεί σε Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το ελληνικό κράτος αντέδρασε με έναν πρωτόγνωρο τρόπο θεωρώντας ότι μια τέτοια κίνηση συνιστά εθνική απειλή. Η αλήθεια είναι πως ο μακεδονικός εθνικισμός κυριάρχησε στο νέο κράτος που αναζητούσε μια νέα πολιτική και ιστορική ταυτότητα. Οπότε οι έλληνες μακεδονομάχοι μπορούσαν εύκολα να βρουν πατήματα σε εθνικές προκλήσεις και απειλές των συνόρων μας. Αυτό που συνέβη είναι ότι ο μακεδονικός εθνικισμός έκανε το εξής όχι και τόσο πρωτόγνωρο για εθνικισμό: έκλεψε τμήμα της ιστορίας από τον ελληνικό εθνικισμό ή, αλλιώς, οι δύο εθνικισμοί, ελληνικός και μακεδονικός, διεκδικούσαν το ίδιο ιστορικό παρελθόν, συγκεκριμένα το παρελθόν του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του αρχαίου μακεδονικού κράτους. Πρόκειται λοιπόν για μια υπόθεση που λίγο σχετίζεται με πραγματικές απειλές και πολύ περισσότερο αφορά τις εθνικές ταυτότητες όπως αυτές διαμορφώνονται από την οικειοποίηση ιστορικών παρελθόντων. Επειδή σε αυτά τα ζητήματα εθνικισμού δεν είναι ο ορθός λόγος ο οποίος λειτουργεί, αλλά η ιδεολογική πρόσληψη, αντιλαμβάνεται κανείς πως τα ορθολογικά επιχειρήματα δεν έχουν πολλή σημασία. Αποτελεί πάντως ένα ερώτημα με ποιόν τρόπο πρέπει κανείς να προσεγγίσει αυτό το θέμα. Νομίζω ότι είναι τρία τα επίπεδα πρόσληψης του ζητήματος.

Το πρώτο είναι αμιγώς πολιτικό και αφορά τη συγκυρία, αλλά και τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς θεσμούς. Το “κράτος δίχως όνομα” θέλει να αποκτήσει ένα όνομα για να προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ και αργότερα ενδεχομένως στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ΝΑΤΟ λοιπόν προωθεί έναν συμβιβασμό που θα επιτρέψει την ιμπεριαλιστική ενίσχυσή του με την ενσωμάτωση ενός κρατιδίου που ούτως ή αλλιώς βρίσκεται υπό την άμεση αμερικανική επιρροή. Η αναζήτηση απάντησης σε αυτό το ερώτημα είναι πρώτα πρώτα σωστή επιλογή. Οι λαοί των δύο κρατών δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε από μία τέτοια συμμετοχή και πρέπει να σταθούν απέναντι σε κάθε ιμπεριαλιστικό θεσμό και από κοινού να αναπτύξουν ένα αντιμπεριαλιστικό κίνημα. Ωστόσο, όμως, αν κανείς μείνει μόνο σε αυτήν την πλευρά του θέματος, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να κλείνει γλυκά το μάτι στον ελληνικό εθνικισμό, γιατί δεν απαντάει στα άλλα μέρη του θέματος που είναι ίσως τα κυριώτερα. Γιατί σε τελική ανάλυση το ερώτημα ποιό είναι το όνομα αυτής της χώρας παραμένει ανοικτό και θα πρέπει να υπάρχει σαφής απάντηση.

Το δεύτερο θέμα αφορά το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού μίας εθνότητας. Είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους και κάθε εθνότητας, είτε μας αρέσει είτε όχι, να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει, αλλά και να πιστεύει ό,τι θέλει για τον εαυτό του και να κουβαλάει όποια ταυτότητα επιθυμεί. Από αυτήν την άποψη, είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κράτους χωρίς όνομα να αυτοπροσδιοριστεί ως Μακεδονία και η εθνότητα χωρίς ταυτότητα να αυτοχαρακτηριστεί ως μακεδονική και φυσικά κανένας δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να πιστεύουν ότι προέρχονται απευθείας από το αρχαίο μακεδονικό κράτος και τον Μεγαλέξανδρο. Επίσης, όμως, από μία άλλη άποψη είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους που αισθάνεται ότι η ιδεολογία μιας γειτονικής χώρας είναι επιθετική να ζητήσει διασφάλιση των συνόρων και ειρηνική συνύπαρξη. Με άλλα λόγια, το θέμα του εθνικισμού της γείτονας χώρας μάς αφορά το ίδιο εξίσου και με τον εθνικισμό της δικής μας χώρας γιατί πολύ απλά οι δύο εθνικισμοί αλληλοσυμπληρώνονται. Συνεπώς, οι λαοί και των δύο χωρών θα πρέπει από κοινού να αναπτύξουν ένα αντιεθνικιστικό και φιλειρηνικό κίνημα, ενώ παράλληλα θα αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της κάθε εθνότητας. Και πάλι όμως η ουσιαστική πλευρά του θέματος, δηλαδή η καταγωγή των σύγχρονων Μακεδόνων, παραμένει έξω από τη συζήτηση. Αν αποφασίσουμε να μην εμπλακούμε καθόλου σε αυτήν την συζήτηση πιστεύοντας ότι είναι ένα θέμα που αφορά τους γείτονες μόνο, τότε κλείνουμε το μάτι πάλι και στους δύο εθνικισμούς. Όμως αυτό είναι το πιο σημαντικό θέμα που χωρίζει τις δύο εθνότητες.

Το τρίτο επίπεδο είναι λοιπόν το πιο σημαντικό και αφορά στην ίδια τη συζήτηση για το ποιός είναι πιο πολύ μακεδόνας. Για να απαντήσουμε σε αυτό το ζήτημα χρειαζόμαστε κριτική προσέγγιση του εθνικιστικού φαινομένου γενικά και μετά να το εξειδικεύσουμε σε κάθε εθνότητα-κράτος. Χρειάζεται δηλαδή μιας αποδόμηση συνολικά του εθνικισμού. Και αυτή η αποδόμηση θα πρέπει να αφορά και στους δύο εθνικισμούς. Και αφορά και στους δύο γιατί ο μακεδονικός εθνικισμός ουσιαστικά αντιγράφει τον ελληνικό και φτιάχνει ένα έθνος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ελληνικού. Θα έλεγε κανείς ότι κλέβει την εθνικιστική πατέντα που εισήγαγε ο ελληνικός εθνικισμός πρώτος στα Βαλκάνια.

Η απάντηση λοιπόν είναι λίγο σύνθετη. Ξεκινάει από την απλή παραδοχή ότι καμία από τις δύο εθνότητες δεν είναι απευθείας απόγονος της αρχαίας ελληνικής μακεδονικής εθνότητας για τον πολύ απλό λόγο ότι κανένα κράτος, εκτός ίσως από το κινέζικο, ή εθνότητα, εκτός ίσως από την ιαπωνική, δεν έχει μια τόσο παλιά ιστορία απευθείας συνέχειας. Είναι λοιπόν παράλογο και ανορθολογικό να συζητάμε για κάτι τέτοιο.

Από την άλλη όμως στα πλαίσια της ιστορικής διαδοχής των πολιτισμών κάθε εθνότητα ή κράτος της περιοχής έχει το δικαίωμα να αναφέρεται σε παλαιότερους πολιτισμούς που έζησαν στην ίδια περιοχή. Γιατί πολύ απλά αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά έτσι όπως συνέβησαν, σήμερα θα ήμασταν διαφορετικοί. Είμαστε λοιπόν αυτό που είμαστε σήμερα γιατί μεταξύ άλλων κάποτε στο απώτατο παρελθόν φτιάχτηκε το μακεδονικό κράτος. Η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας ιστορικής διαδοχής. Αν δεν είχαν μεσολαβήσει κάποιες πολύ σύγχρονες καταστροφές, θα μπορούσε κανείς να βρει χρήσεις στην πόλη με άμεση καταγωγή στην εποχή της αρχαιότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν πάντα ελληνική, τουλάχιστον με τον τρόπο που το εννοεί ο ελληνικός εθνικισμός. Το παρελθόν της όμως καθορίζει το παρόν με διάφορους τρόπους.

Συγκεκριμένα, τόσο το ελληνικό έθνος όσο και το μακεδονικό έθνος είναι πολιτισμικά παιδιά του οθωμανικού ρουμ μιλέτ, του μιλλετ των ρωμιών. Η διαφορά είναι ότι η σημερινή ελληνική εθνότητα ήταν ηγεμονική σε αυτήν την παλαιότερη φαντασιακή κοινότητα του ρουμ μιλλέτ, ενώ η μακεδονική εθνότητα ηγεμονευόμενη. Ο μετασχηματισμός του ρουμ μιλλέτ σε ελληνικό έθνος στις αρχές του 19ου αιώνα γέννησε το βαλκανικό παράδειγμα καθιστώντας παράλληλα τον ελληνικό εθνικισμό πολύ πιο ισχυρό, αφού πάντα το πρωτότυπο είναι πιο καλό και δυνατό. Ο βουλγαρικός εθνικισμός είναι η πρώτη σοβαρή διάσπαση του μετασχηματιζόμενου ρουμ μιλλετ σε ελληνικό έθνος στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο μακεδονικός εθνικισμός προέκυψε στις αρχές του 20ου αιώνα συνάμα τόσο ως διάσπαση του ελληνικού όσο και ως διάσπαση του βουλγαρικού εθνικισμού σε μια εποχή έντονου ανταγωνισμού των δύο εθνικισμών, δηλαδή του ελληνικού και του βουλγαρικού, στην περιοχή της οθωμανικής Μακεδονίας (αναφερόμαστε στην ένοπλη σύγκρουση που είναι γνωστή στους έλληνες ως «μακεδονικός αγώνας»).

Ο ελληνικός εθνικισμός ενσωμάτωσε λοιπόν σταθερά στη δική του ιστορική αφήγηση μια σειρά από ιστορικά παρελθόντα, μεταξύ των οποίων και την αρχαία Μακεδονία. Συγκεκριμένα, αυτό έλαβε χώρα περίπου στα 1840 με καταληκτικό έργο την ιστορία του Παπαρρηγόπουλου στα 1850. Πολλοί έλληνες φιλελεύθεροι ιστορικοί της εποχής θεωρούσαν το μακεδονικό κράτος βαρβαρικό και ξένο προς τα άλλα ελληνικά κράτη της αρχαιότητας στα οποία εξαρχής είχε βασιστεί ο ελληνικός εθνικισμός. Ουσιαστικά, είχαν υιοθετήσει, θα έλεγε κανείς, την αντιμακεδονική οπτική μιας μερίδας δημοκρατικών της αρχαίας κλασικής Αθήνας και θεωρούσαν τους αρχαίους μακεδόνες κατακτητές της Ελλάδας. Οι ιστορικοί αυτοί ενέτασσαν τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο στην ίδια κατηγορία κατακτητών με τους ρωμαίους, τους βυζαντινούς και τους οθωμανούς. Η ενσωμάτωση όμως του μακεδονικού αρχαίου κράτους στην ελληνική ιστορία έγινε εφικτή και μάλιστα δέθηκε με ένα πολύ συνεκτικό ιστορικό αφήγημα. Από αυτήν την άποψη, είναι πάντα δύσκολο για άλλους νεότευκτους εθνικισμούς να διεκδικήσουν κάτι που έχει πατενταριστεί ήδη εθνικά και μάλιστα από ένα πολύ πιο ισχυρό πολιτικά και πολιτισμικά έθνος κράτος, όπως το ελληνικό στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ευρώπης.

Εξάλλου, υπάρχει μία δόση πραγματικής σχέσης με την έννοια της διαδοχής πολιτισμών ανάμεσα στο ρουμ μιλλέτ και της αρχαίας ελληνιστικής ανατολής. Το ρουμ μιλλέτ είναι ο κληρονόμος του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή το βυζαντινό κράτος, το οποίο είναι κληρονόμος του ελληνιστικού πολιτισμού ο οποίος συγκροτήθηκε μέσα από την επέκταση του αρχαίου μακεδονικού κράτους και την χρήση της αττικής διαλέκτου. Από αυτήν την άποψη, ο ελληνικός εθνικισμός ως βασικός κληρονόμος της παράδοσης του ρουμ μιλλέτ με μία έννοια βρίσκεται σε μια πιο ευνοϊκή θέση να επινοεί μια αφήγηση ιστορικής συνέχειας.

Η μακεδονική εθνότητα χρειάζεται να κάνει μερικά ιστορικά άλματα καθώς πρέπει να επινοήσει το πάντρεμα της αρχαίας μακεδονικής εθνότητας με τους νεότερους σλάβους που ήρθαν στην περιοχή. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε μια βιολογική-πολιτισμική πρόσληψη της συνέχειας και είναι τόσο σχετικό με την πραγματικότητα όσο και οι αντίστοιχες ελληνικές απόψεις, αυτές δηλαδή που θεωρούν τον σημερινό ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας απευθείας βιολογικό απόγονο των αρχαίων μακεδόνων. Οι σύγχρονοι μακεδόνες έχουν την ίδια σχέση με το μακεδονικό παρελθόν που έχουν και οι σύγχρονοι έλληνες. Αυτή η σχέση αφορά την κοινή τους προέλευση από το ρουμ μιλλέτ και τη διαδοχή πολιτισμών που οδήγησε στη διαμόρφωση του τουρουμ μιλλέτ. Η διαφορά είναι ότι οι σλαβικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας έχουν μια σαφή ιστορική συνέχεια με την περιοχή, κάτι που δεν έχουν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας. Αλλά αυτή η συνέχεια δεν φτάνει μέχρι την αρχαιότητα και επίσης δεν είναι αρκετή γιατί ακριβώς από αυτούς τους σλαβικούς πληθυσμούς προέκυψαν πολλά διαφορετικά έθνη.

Η σύγχρονη μακεδονική ταυτότητα ενισχύθηκε από τον ελληνικό εθνικισμό στις αρχές του 20ου αιώνα ως ιδεολογικό αντίβαρο στον βουλγαρικό εθνικισμό. Οι πληθυσμοί αυτοί δεν ένιωθαν ούτε έλληνες ούτε βούλγαροι, αλλά ντόπιοι, δηλαδή μακεδόνες. Όταν έπρεπε δηλαδή να πάψουν να αυτοπροσδιορίζονται ως ορθόδοξοι ρωμιοί και έπρεπε να αποκτήσουν μια εθνότητα, αισθάνθηκαν ότι δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο εναλλακτικές που τους προτάθηκαν. Γι’ αυτό ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα το μακεδονικό κομιτάτο δημιουργώντας τον μακεδονικό εθνικισμό. Την περίοδο του μεσοπολέμου το ελληνικό κράτος ενίσχυσε αυτό το αίσθημα μακεδονικής ταυτότητας στο βαθμό που δημιουργούσε στον ντόπιο σλαβικό πληθυσμό αντιβουλγαρικά συναισθήματα. Παράλληλα, όμως, αντιμετώπισε τη μακεδονική μειονότητα ως τμήμα του ελληνικού έθνους και προσπάθησε να την ενσωματώσει με τον τρόπο που είχε γίνει πιο πρόσφατα στον ρουμανοβλάχικο πληθυσμό και πιο παλιά στον αλβανόφωνο πληθυσμό. Μπορούσαν να είναι έλληνες μιλώντας τα μακεδονικά ως δίγλωσσοι μέχρι αυτό το πρόβλημα να εξαλειφθεί και να εξελληνιστούν πλήρως. Εξάλλου, η εθνική συνείδηση πάντα είναι θέμα επιλογής.

Για αυτό το λόγο, το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε ως προδοσία τα αιτήματα περί αυτονομίας της Μακεδονίας και της Θράκης που προωθούσε το βαλκανικό κομμουνιστικό κίνημα και το ΚΚΕ στην Ελλάδα κυρίως στα 1924 και λιγότερο από το 1927 μέχρι το 1934. Η πιο κρίσιμη στιγμή για τη μακεδονική εθνότητα υπήρξε η περίοδος του εμφυλίου πολέμου. Με την ήττα του δημοκρατκού στρατού ο μακεδονικός πληθυσμός εκδιώχτηκε στην Γιουγκοσλαβία. Εκεί ουσιαστικά συγκροτήθηκε η μακεδονική ταυτότητα με πολιτικά κυρίως χαρακτηριστικά. Σύντομα όμως, η κατάρρευση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε την ανάγκη για μία πιο ισχυρή εθνική αφήγηση που να μοιάζει με εκείνη των άλλων γειτόνων και να είναι εξίσου ηρωική.

Κλείνοντας λοιπόν, οι γείτονες έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται και να πιστεύουν ό,τι θέλουν για τον εαυτό τους. Το ίδιο και οι έλληνες. Είναι όμως υποχρέωση και δικαίωμα κάθε ορθολογικού ατόμου και στα δύο κράτη να παλέψει για να διαμορφώσει μέσα στους δύο λαούς αντιεθνικιστικές και διεθνιστικές τάσεις οι οποίες θα αναζητήσουν πιο ορθολογικούς αυτοπροσδιορισμούς. Και αυτό γιατί μια τέτοια διαδικασία είναι προϋπόθεση για την ειρήνη και την ανεξαρτησία και των δύο λαών. Αυτό είναι το καθήκον της σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς και στις δύο χώρες.

Σήμερα πρέπει να απαντήσουμε τόσο ιδεολογικά όσο και πολιτικά στον ελληνικό εθνικισμό στη χώρα μας. Μετά το 1992 και τα μακεδονικά συλλαλητήρια, η Θεσσαλονίκη βίωσε την πιο σκοτεινή περίοδο της πολύ σύγχρονης εποχής της, με τον εθνικισμό να είναι σχεδόν ιδεολογικός κανόνας και τον εργατικό και λαϊκό πληθυσμό να αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη φτώχια. Σήμερα, η επανάληψη αυτού του μοτίβου μπορεί να επιφέρει πολύ χειρότερες καταστάσεις. Είναι σημαντικό να μην αφήσουμε να κυριαρχήσει στη Μακεδονία και την Θεσσαλονίκη ο μαύρος εθνικισμός, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που ο ναζισμός στη χώρα μας αναζητάει τρόπους να σηκώσει κεφάλι και να επανανομιμοποιηθεί μέσα στην κοινωνία. Ήδη αυτό συμβαίνει. Πολλά sites και καλά πατριωτικά, όπως το tilestwra, προβάλλουν τις δράσεις της εγκληματικής οργάνωσης ως πατριωτικές παρεμβάσεις. Τα ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης προσφέρουν εκπτώσεις για να έρθει κανείς και να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο. Τουλάχιστον, πρέπει η αριστερά να απαντήσει με αντιεθνικιστικές διαδηλώσεις. Αν δεν δράσουμε τώρα, μετά μπορεί να είναι αργά.


Από:http://www.toperiodiko.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%B5%CE%B4%CE%AF%CE%BF-%CF%83%CF%8D%CE%B3%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA/#.WmNT384oJWc

Μακεδονία και Εθνικισμός…


για το μακεδονικό ζήτημα…*

Το ζήτηµα που έχει προκύψει από τις αρχές του 1990 για την ονοµασία της ∆ηµοκρατίας της Μακεδονίας και απασχολεί την ελληνική κοινωνία ως σήµερα είναι πολύ πιο βαθύ από όσο εµφανίζεται και σίγουρα ιδιαίτερα σηµαντικό για όσους και όσες από εµάς συµµετέχουν στο λεγόµενο ριζοσπαστικό, επαναστατικό, ανταγωνιστικό ή όπως αλλιώς κίνηµα. Και είναι σηµαντικό για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, το µακεδονικό ζήτηµα µε όλες του τις προεκτάσεις είναι βασικός άξονας συγκρότησης του ελληνικού εθνικισµού και του κράτους του. ∆εύτερον, υπάρχει το πολύ συγκεκριµένο επίδικο ζήτηµα της µακεδονικής µειονότητας στην ελληνική επικράτεια. Τρίτον, απλά και µόνο το γεγονός ότι αυτή η υπόθεση αφορά πλειοψηφικά την ελληνική κοινωνία, η οποία ήδη έχει πάρει θέση, αναδεικνύεται σε δείκτη ωριµότητας και υπευθυνότητας αυτού του κινήµατος να πάρει και αυτό θέση δηµόσια.

Το Μακεδονικό Ζήτημα ως Βασικός Άξονας Συγκρότησης του Ελληνικού Εθνικισμού

Για να κατανοήσουµε την εθνικιστική στάση της ελληνικής κοινωνίας πρέπει να αντιληφθούµε ότι στην Ελλάδα, όπως και σε όλη τη Βαλκανική, κύριο φαντασιακό αυτοπαράστασης της κοινωνίας αποτέλεσε και αποτελεί η ιδέα του έθνους στη ροµαντική της εκδοχή, ελλείψει ιδιαίτερης σχέσης µε το κίνηµα του ∆ιαφωτισµού. Αντίθετα µε τον πολιτικό εθνικισµό που αναδύθηκε στην αµερικάνικη και γαλλική επανάσταση, όπου το έθνος συγκροτήθηκε στη βάση πολιτικών σωµάτων ισότιµων πολιτών που δηµιούργησαν το σύνταγµά τους ή εναντιώθηκαν στον βασιλιά που δρούσε ενάντια στα συµφέροντα τους, ο ροµαντικός εθνικισµός επικαλείται το αίµα, το αρχέγονο της καταγωγής και της γλώσσας και το ένδοξο παρελθόν.

Στην περίπτωση της Ελλάδας πρέπει να προσθέσουµε και τη συνύφανση της ορθοδοξίας στον εθνικό µύθο, η οποία ακόµη και σήµερα πηγαίνει χέρι-χέρι µε το ελληνικό κράτος και τον εθνικισµό. Χαρακτηριστικό του ροµαντικού εθνικισµού είναι ότι αποκρύπτει την ιστορικότητα της δηµιουργίας του εκάστοτε έθνους και δηµιουργεί την πεποίθηση ότι το συγκεκριµένο έθνος υπήρχε ανέκαθεν. Αυτό το πλαίσιο συγκροτεί ένα βαθιά υπερβατικό και ετερόνοµο θεµέλιο θέσµισης της κοινωνίας. Η εθνικιστική κοινωνία φαντάζει σαν ένας εκτεταµένος ιδιόκοσµος, φαντάζεται δηλαδή τον εαυτό της, σαν να είναι το κέντρο του κόσµου και της ιστορίας, να βάλλεται από κάθε κατεύθυνση και φυσικά εχθρεύεται ο,τιδήποτε απειλεί αυτήν την τάξη πραγµάτων. Και ό,τι δεν µπορεί να το αφοµοιώσει, φυσικά προσπαθεί να το εξολοθρεύσει.

Γι’ αυτό και τα τυπικά επιχειρήµατα κάποιας Ελληνίδας ή κάποιου Έλληνα εναντίον της συνταγµατικής ονοµασίας της ∆ηµοκρατίας της Μακεδονίας είναι ότι “ο Μέγας Αλέξανδρος µίλαγε ελληνικά, όχι βουλγάρικα” ή ότι “τη Μακεδονία την κατοικούσαν από τα αρχαία χρόνια οι Έλληνες”, γι’ αυτό και η συγκάλυψη ή και άρνηση ακόµα ύπαρξης της µακεδονικής µειονότητας και της καταπίεσής της. Αν και υπάρχει µια τάση “υποβίβασης” του ζητήµατος σε ιστορικό από πολιτικό, αναγκαία είναι η ιστορική αναφορά και στα εγκλήµατα του ελληνικού κράτους στην προσπάθειά του να δηµιουργήσει το ελληνικό έθνος. (Να σηµειώσουµε ότι το ζήτηµα δεν είναι ιστορικό, πόσο µάλλον γεωγραφικό όπως παρουσιάζεται, γιατί τότε το µόνο που θα αρκούσε για την επίλυσή του θα ήταν ένα καλό βιβλίο ιστορίας, αλλά ούτως ή άλλως τέτοια υπάρχουν αρκετά). Το ελληνικό κράτος από τη στιγµή της ίδρυσής του προβάλλει το αίτηµα ότι ο ιστορικός του ρόλος, να συµπεριλάβει στην έκτασή του το σύνολο του ιστορικού ελληνισµού, µένει ανικανοποίητος. Υπάρχει όµως ένα πρόβληµα. Σε αυτές τις περιοχές που διεκδικεί το ελληνικό κράτος κατοικούν και άλλοι άνθρωποι οι οποίοι δύσκολα µπορούν να χαρακτηριστούν “Έλληνες” αφού είναι Αρβανίτες, Βλάχοι, Μουσουλµάνοι (Τούρκοι δηλαδή), Σλάβοι, Βούλγαροι και διάφορες άλλες εθνοτικές οµάδες.

 

Στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας όµως υπάρχουν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται εθνικά ως “Μακεδόνες”. Το 1893 ιδρύεται η ΕΜΕΟ µε πρόγραµµα την ανεξαρτητοποίηση του µακεδονικού κράτους και τη δηµιουργία µιας βαλκανικής οµοσπονδίας. Κορύφωση αυτής της κίνησης ήταν η εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, η οποία καταπνίχτηκε στο αίµα από τον Σουλτάνο. Μετά την αποτυχηµένη απόπειρα του 1897, όταν ο ελληνικός στρατός νικήθηκε κατά κράτος από τον οθωµανικό, το ελληνικό κράτος προετοιµάζει ξανά την επέλασή του προς το Βορρά. Στέλνει στην περιοχή της Μακεδονίας παραστρατιωτικές οµάδες γνωστές ως “Μακεδονοµάχους” µε σκοπό τον προσεταιρισµό του ορθόδοξου πληθυσµού και την εκτόπιση του βουλγαρικού και του µουσουλµανικού στοιχείου από την περιοχή. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Μακεδονοµάχοι έχουν µείνει στην εθνική µυθολογία ως ήρωες που πολέµησαν έναν άνισο πόλεµο, ενώ στην πραγµατικότητα αυτό που έκαναν ήταν ό,τι κάνει κάθε στρατός: φόνους, βιασµούς, εµπρησµούς, καταστροφές.

Με τους βαλκανικούς πολέµους του 1912-13 το µεγαλύτερο µέρος της Μακεδονίας πηγαίνει στο ελληνικό κράτος, ένα στο σερβικό και ένα στο βουλγάρικο. Το πρόβληµα όµως παρέµενε το ίδιο. Στο µεγαλύτερο µέρος της η Μακεδονία δεν ήταν ελληνική!

Χαρακτηριστική είναι η φράση του Χ. Τρικούπη: “Όταν έλθει ο µέγας πόλεµος η Μακεδονία θα γίνει Ελληνική ή Βουλγαρική κατά τον νικήσαντα. Αν τη λάβωσιν οι Βούλγαροι θα εκσλαβίσωσι τον πληθυ- σµόν. Αν ηµείς την λάβοµεν, θα τους κάνοµεν όλους έλληνας µέχρι της Ανατολικής Ρωµυλίας”.

Σύµφωνα µε στοιχεία του Οικουµενικού Πατριαρχείου, πριν από τον πόλεµο µόνο το 10% περίπου του πληθυσµού αποτελείτο από ελληνόφωνες Μακεδόνες, ενώ το 40% αποτελείτο από σλαβόφωνες Μακεδόνες και το υπόλοιπο 40% από Μουσουλµάνους Μακεδόνες. Σχετικά ολιγάριθµα πληθυσµιακά στοιχεία της Μακεδονίας αποτελούσαν οι λατινόφωνοι Βλάχοι, οι Αλβανοί, οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι. Πλειοψηφικό στοιχείο αποτελούσαν οι Εβραίοι µόνο στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Από την κατάκτηση και έπειτα όµως εκτοπίζονται χιλιάδες εξαρχικοί Μακεδόνες και Μουσουλµάνοι και στη θέση τους εγκαθίστανται Έλληνες πρόσφυγες.

Αν και το ελληνικό κράτος σήµερα δεν δέχεται επίσηµα την ύπαρξη µακεδονικής µειονότητας στην επικράτειά του, τότε γνώριζε καλά ότι υπήρχε. Από το πλήθος αποδεικτικών στοιχείων χαρακτηριστικότερο είναι η έκδοση του (σλαβο)µακεδονικού αλφαβηταρίου ABECEDAR το 1925. Με βασικό άξονα την οµογενοποίηση της περιοχής από το 1926 αρχίζει η συστηµατική εθνοκάθαρση των (σλαβο)µακεδόνων από το ελληνικό κράτος µε το κλείσιµο των σχολείων τους, την απαγόρευση χρήσης της γλώσσας τους ακόµη και στον ιδιωτικό τους χώρο, µε δηµόσιες τελετές αποκήρυξης της γλώσσας τους, µε αλλαγές τοπωνυµίων και ονοµάτων µε φυλακίσεις και βασανισµούς.

Ο δεύτερος γύρος εθνοκάθαρσης της περιοχής από τους (σλαβο)µακεδόνες συντελείται µετά από το τέλος του εµφυλίου πολέµου και την ήττα του ∆ΣΕ. Τότε πολλοί (σλαβο)µακεδόνες που συµµετείχαν στο ∆ΣΕ αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εξωτερικό ως πολιτικοί πρόσφυγες, λόγω της πολιτικής του µετεµφυλιακού ελληνικού κράτους. Το 1982 το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επέτρεψε την επιστροφή όλων των πολιτικών προσφύγων στη χώρα πλην αυτών που ήταν ‘‘µη Έλληνες το γένος’’. Τα περί κατασκευασµένου από τον Τίτο µακεδονικού έθνους όπως γίνεται φανερό, στον βαθµό που συγκαλύπτει την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, είναι µπούρδες.

Τα Έθνη-Κράτη είναι (και στα Βαλκάνια) Πολιτικές Κατασκευές

Ούτως ή άλλως η Λαϊκή ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας υπάρχει από το 1945, χωρίς ποτέ να υπάρξει τόσο σοβαρό πρόβληµα διµερών σχέσεων µέχρι το 1991, όταν η ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας κήρυξε την ανεξαρτησία της. Μάλλον γιατί δεν ετίθετο από κάποιον ως τότε ζήτηµα αναγνώρισης της µακεδονικής µειονότητας στην ελληνική επικράτεια. Επίσης γελοία είναι η ρητορική περί απειλής της Ελλάδας από τη ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας, ενός κράτους στρατιωτικά υποδεέστερου από το ελληνικό, τη στιγµή µάλιστα που το τελευταίο είναι µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Ενός κράτους οικονοµικά εξαρτηµένου, αφού τη στιγµή που το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας “διαρρηγνύει τα ιµάτιά του” για το όνοµα και την ελληνικότητα της Μακεδονίας, τα ελληνικά κεφάλαια αλωνίζουν στη ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας, αναδεικνύοντας για άλλη µια φορά ότι ενώ, αντίθετα από τις επιθυµίες µας, µερικές φορές οι προλετάριοι έχουνε πατρίδα, το κεφάλαιο δεν έχει καμιά.

Είναι σηµαντικό βέβαια να αναφέρουµε ότι και η ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας πέρασε τα αναγκαία των εθνοκρατικογένεσεων με την ανάδυση ενός εθνικισμού (αντιπαραθετικού και πυροδοτούμενου από τον ελληνικό), µε τη µακεδονική κοινωνία να µοιάζει µε εργαστήρι παραγωγής έθνους. Μπορεί να δει κανείς εκεί την κατασκευή της εθνικιστικής ιστοριογραφίας, µυθολογίας και µίσους, µε γραφικές μετονομασίες οδών και συλλαλητήρια.

Η ανάρτηση ελληνικών σηµαιών µε τη σβάστικα βέβαια δεν απέχει πολύ από το ελληνικό συνήθειο αναπαράστασης της σηµαίας των Η.Π.Α. µε τη σβάστικα. Και τα επεισόδια σε ελληνικούς στόχους στη ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας είναι στο ίδιο µήκος κύµατος µε τα εθνικιστικά συλλαλητήρια στην Ελλάδα, όπου κυριαρχούσε το σύνθηµα “η λύση είναι µία, σύνορα µε τη Σερβία”. Όπως επίσης η καταπίεση των µακεδόνων πολιτών που ζητούν βουλγαρικό διαβατήριο (µεταξύ αυτών και ο µέχρι πρότινος Μακεδόνας εθνικιστής πρωθυπουργός Λιούµπτσο Γκεοργκέφσκι!) και η αντιμετώπιση τους ως προδότες εντάσσεται στο ίδιο εθνικιστικό πλαίσιο.

Οι παρακινδυνευμένες αλλαγές τοπωνυμίων (αγαπηµένη τακτική και του ελληνικού κράτους) και η προγονική επίκληση στο ‘‘Μεγαλέξαντρο’’ είναι όντως αρκετά χοντροκοµµένα. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουµε ότι ενώ η Ελλάδα είχε περίπου έναν αιώνα να κατασκευάσει τη δική της εθνική ταυτότητα (µε ό,τι αυτό συνεπάγεται), η ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας είχε µόλις µια 15ετία! Η πολιτική σκοπιµότητα του ελληνικού κράτους µη αναγνώρισης της συνταγµατικής ονοµασίας της ∆ηµοκρατίας της Μακεδονίας είναι συγκεκριµένη. Αναγνώριση του ονόµατος σηµαίνει αναγνώριση της µακεδονικής εθνότητας και της αντίστοιχης µακεδονικής µειονότητας και της εθνοκάθαρσής της, και κάτι τέτοιο αποτελεί απειλή για τους εθνικιστικούς µύθους των Ελλήνων.

Ελλάδα: Το Αφεντικό των Βαλκανίων

Τo µακεδονικό ζήτηµα αποτελεί πλήγµα για την εικόνα της “ψωροκώσταινας” Ελλάδας, του ανάδελφου έθνους που όλες οι δυνάµεις το χτυπούν αλύπητα, αυτό όµως αντιστέκεται και συνεχίζει την πορεία του. Παραθέτουµε από την ιστοσελίδα του υπουργείου εξωτερικών: «Το µέγεθος των ελληνικών επενδύσεων, σύµφωνα µε το επενδεδυµένο κεφάλαιο είναι ανώτερο του επισήµως εγγεγραµµένου και ανέρχεται σε €950 εκατ. καταλαµβάνοντας την πρώτη θέση, απασχολούν άνω των 20.000 ατόµων και οι σαράντα µεγαλύτερες εταιρείες ελληνικών συµφερόντων σε πΓ∆Μ διαθέτουν επενδεδυµένο κεφάλαιο €830 εκατ.»

ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΕΝ∆ΥΣΕΙΣ ΣΕ πΓ∆Μ (2006)

Ήταν βέβαια αυτή η Ελλαδίτσα που από την ίδρυσή της µέχρι σήµερα έχει υπερδιπλασιάσει τα εδάφη της, που το 1992 συζητούσε το σενάριο διαµελισµού της ∆ηµοκρατίας της Μακεδονίας από κοινού µε τον σφαγέα Μιλόσεβιτς, της επέβαλε εµπάργκο το 1994 και τώρα ασκεί veto για την ένταξη της ∆ηµοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Φυσικά δεν µας κόπτει εάν η ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας θα ενταχθεί στο στρατιωτικό και δολοφόνο οργανισµό του ΝΑΤΟ. Θέλουµε να αναδείξουµε τη συνεπή ιµπεριαλιστική και ηγεµονική στάση του ελληνικού κράτους στην περιοχή.

Από τη πλευρά µας ελπίζουµε ότι η ίδια η µακεδονική κοινωνία θα αντισταθεί σε αυτή την κίνηση του µακεδονικού κράτους και στεκόµαστε αλληλέγγυοι/ες στις αντινατοϊκές, αντικαπιταλιστικές και αντικαθεστωτικές φωνές εκεί. Κριτική πρέπει να γίνει οπωσδήποτε και στην Αριστερά (εκτός φωτεινών εξαιρέσεων) εντός και εκτός κοινοβουλίου, η οποία εν ονόµατι ενός συνωµοσιολογικού αντι-ιµπεριαλισµού και αντι-αµερικανισµού έχει ενσωµατώσει (όχι µε µεγάλη δυσκολία) µέρος της πατριωτικής-εθνικιστικής ρητορικής σε πολλά ζητήµατα της λεγόµενης “εξωτερικής πολιτικής” όπως και τώρα όσον αφορά το µακεδονικό.

Με µικροµέγαλες συµπεριφορές (του τύπου ‘‘αν ήµουν κυβέρνηση εγώ θα…’’), διατυπώνονται απόψεις του τύπου “δεν µπορούµε να δώσουµε λευκή επιταγή στον ιµπεριαλισµό όσον αφορά το όνοµα”, απόψεις που είναι ξεκάθαρο (τουλάχιστον για αυτούς που βλέπουν) ότι πριµοδοτούν τον ελληνικό εθνικισµό. Κριτική πρέπει να γίνει όµως και σε λογικές που υποβιβάζουν το ζήτηµα µε λαϊκισµούς όπως “προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώµη από τα σηµαντικά ζητήµατα”.

Το γεγονός ότι τις µακεδονικές θέσεις τις υπερασπίζονται οι Η.Π.Α., ότι υπάρχουν κόντρες συµφερόντων του ρωσικού και αµερικανικού ‘‘τόξου’’ στα Βαλκάνια, ότι ο µακεδονικός εθνικισµός είναι υποκινούµενος από κάποια ‘‘σκοτεινά συµφέροντα’’, πολύ ή λίγο έχουν σχέση µε την πραγµατικότητα. Είναι ένας ακόµη λόγος όµως, όχι τόσο για το ελληνικό κράτος όσο για την ελληνική κοινωνία, να αλλάξει γραµµή πλεύσης εγκαταλείποντας τον εθνικισµό και να προτάξει τη συναδέλφωση των λαών και την ισότητα των µειονοτήτων πάνω σε διεθνιστικές βάσεις, και όχι βάσεις ‘‘ισορροπίας δυνάµεων’’ και ‘‘εθνικών συµφερόντων’’.

Η Εθνική Ενότητα Είναι Παγίδα

Ψευτοδιλήµµατα δεν υπάρχουν. Όταν η κοινωνία θέτει στο σύνολό της ζητήµατα είσαι υποχρεωµένος να πάρεις θέση. Αλλιώς είσαι έξω από το πολιτικό – κοινωνικό. Εµείς που προσεγγίζουµε τα πράγµατα από την αντικρατική, διεθνιστική µεριά οφείλουµε να αντιπαλέψουµε κάθε εθνικισµό και µισαλλοδοξία. Οφείλουµε να παλέψουµε για µια κοινωνία που η διάκριση σε εθνότητες θα είναι αδιάφορη και δεν θα αποτελεί αιτία πολέµων, σφαγών και διακρίσεων. Οφείλουµε να παλέψουµε για µια κοινωνία όπου η ίδια στο σύνολό της θα αποφασίζει για τις υποθέσεις της απαλλαγµένη από τον γραφειοκρατικό βραχνά του κράτους. Αυτή η πάλη όµως αρχίζει σήµερα µε την αναγνώριση και ισοτιµία των µειονοτήτων, το δικαίωµα στον αυτοπροσδιορισµό, την αποεθνικοποίηση του δηµόσιου χώρου και βέβαια την εκδίωξη της εκκλησίας από αυτόν.

Για όλα αυτά λοιπόν, παλεύουµε σήµερα:
• για την αναγνώριση της µακεδονικής µειονότητας, της γλώσσας της και της παράδοσή της και την άνευ όρων επιστροφή των µακεδόνων πολιτικών προσφύγων.
• ενάντια στον ελληνικό (και κάθε) εθνικισµό – οικονοµικό ιµπεριαλισµό.
• για τον κοινό αγώνα εργαζοµένων-κοινωνιών σε Ελλάδα-Μακεδονία-Βαλκάνια, ενάντια στο κεφάλαιο, τα κράτη και τους σχεδιασµούς τους.

Αντιεξουσιαστική Κίνηση Αθήνας

*Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε σε μορφή μπροσούρας τον Ιούνιο του 2008, εκτός κάποιων μικρών και επίκαιρων τροποποιήσεων που έγιναν.

image_pdfimage_print
___________________________________________________________

Τρομαγμένες Καρυάτιδες…


 Μιλούν τα αγάλματα;
Μιλούν τα αγάλματα;

Εκείνη η αέναη, νεκρική σιωπή που ανέκαθεν υπήρχε μέσα σε τούτο τον τάφο, έσπασε. Το πηχτό, παγωμένο χώμα που είχε γίνει ένα με τα μάτια και τα στήθη μας, άρχισε ξάφνου να πέφτει παραδίπλα από τα μάγουλά μας. Φάνηκαν τα πρόσωπά μας, τα λεπτομερώς ενδεδυμένα σώματα, μέχρι και των ποδιών αποκαλυφθήκανε τα δάχτυλά μας. Το μόνιμο σκότος, που ολοένα έπεφτε τριγύρω, έκανε να γίνει φως και χρώμα για πρώτη φορά, μετά από τόσο, ποιος ξέρει, καιρό. Ποιος ξέρει άραγε για πόσο βρισκόμαστε σε αυτήν την ίδια στάση και κατάσταση, είναι λες και δεν ξυπνήσαμε ποτέ μας, είναι λες και κοιμηθήκαμε σε ύπνο βαθύ, αιώνιο, από την ίδια ώρα που μας έβαλαν εδώ, για να στηρίζουμε με τις κεφαλές μας το βάρος των νεκρών. Και το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι κάπως έτσι κι εμείς ξεμείναμε ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς, αφού ουδέποτε υπήρξαμε ούτε το ένα ούτε το άλλο, ουδέποτε ζήσαμε ακριβώς μα ούτε και ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε με ακρίβεια. Είναι λες και τα κορμιά μας δεν κουνήθηκαν ποτέ τους, τα χέρια μας ποτέ δεν απλώθηκαν ως πέρα, τα βλέφαρά μας μείνανε για πάντα έτσι, ακίνητα και καταπλακωμένα, θαρρείς ότι εξ αρχής μαρμάρωσε η ύπαρξή μας όλη και ότι υπάρχουμε διαρκώς έτσι, εγκλωβισμένες μέσα σε μια διαρκή αγκύλωση που ξεκίνησε στο τότε και φτάνει μέχρι το ποτέ. Ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα κι αν μας σκέπασε απ’ άκρη σ’ άκρη η απέραντη γη αμέτρητους αιώνες, ήδη διακρίνονται πάνω μας σημάδια φθοράς, μέτωπα ραγισμένα, χείλη κομμένα στα δυο, ίσως προσπαθήσαμε κάποτε να μετακινηθούμε πάλι, αλλά δεν τα καταφέραμε και μείναμε για πάντα να στέκουμε έτσι, ανθρώπινα αγάλματα ή, ποιος ξέρει, άνθρωποι αγαλματένιοι.

Συνέχεια