Η Δυτική Ταυτότητα σε Κρίση …


Κώστας Σαββόπουλος*

Τα τελευταία 3 χρόνια, η πλειοψηφία των χωρών που αποτελούν την «πολιτισμένη» Δύση, έχουν αρχίσει να δείχνουν συμπτώματα μιας βίαιης διαστολής, μιας ολοένα και αυξανόμενης απόστασης από αυτό που θέλουν οι κοινωνίες και κυρίως από αυτό που μπορούν να αντέξουν οι κοινωνίες.

Όλο και περισσότεροι μηχανισμοί πειθάρχησης και αποκλεισμού, μηχανισμοί που θυμίζουν έντονα δυστοπία έχουν αρχίσει να κινητοποιούνται. Στην Ευρώπη πλέον υπάρχουν 12-13 συνοριακοί φράχτες σχεδιασμένοι για να κρατούν τους «ανεπιθύμητους» έξω. Μηχανισμοί ελέγχου στο εσωτερικό, όπως η εισαγωγή των βιομετρικών από το 2016 που επιτρέπουν στα κράτη της Ε.Ε. και τον Ο.Η.Ε. να γνωρίζουν που βρίσκονται οι πρόσφυγες ανά πάσα στιγμή, αστυνομικοί που θυμίζουν περισσότερο μισθοφόρους ή στρατό κατοχής παρά ο,τιδήποτε άλλο, αναδυόμενες εθνικιστικές τάσεις είτε με μορφή κομμάτων είτε με μορφή μετώπων, είναι μερικά από τα νέα φαινόμενα που έχουν εμφανιστεί αυτή την περίοδο.

Φαινόμενα που, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαίνονται ασύνδετα, στην πραγματικότητα συνδέονται με το νήμα αυτού που πολλά χρόνια αποκαλούσαμε σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Τα δυτικά καθεστώτα δηλαδή έχουν ξεκινήσει να επιστρατεύουν όλα τα μέσα τους αλλά και να καλούν στη θέσπιση νέων μέτρων γιατί έχουν αρχίσει σιγά σιγά να συνειδητοποιούν πως ο μόνος τρόπος για να γίνουν δεκτές οι οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που πρέπει να κάνουν για να συντηρηθεί ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ωμή επιβολή.

Η λήψη νέων κατασταλτικών και ποινικών μέτρων που αναφέρθηκαν είναι κάτι που βρίσκεται σε έξαρση. Στη Γερμανία αρχικά είχαμε το αίτημα από κάποια κομμάτια του Γερμανικού Κοινοβουλίου για δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής τράπεζας δεδομένων για αναρχικούς και αριστερούς στο πλαίσιο μιας αντι-κινηματικής υστερίας που ακολούθησε τις μεγάλες διαδηλώσεις στο Αμβούργο. Στο ίδιο πλαίσιο είχαμε και πρόσφατα την απαγόρευση του γερμανικού Indymedia. Ένα αρκετά παράδοξο μέτρο που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις χώρες της Δύσης. Να θυμίσουμε πως όταν ο Ερντογάν, το 2014, απαγόρευσε την είσοδο στις ιστοσελίδες Youtube και Twitter , πολλοί Ευρωπαίοι αρχηγοί αλλά και πολλά ΜΜΕ ευρωπαϊκής εμβέλειας έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν ως δικτάτορα και παρανοϊκό.

Συνέχεια

Η Μελέτη του Ζητήματος της Πολιτικής Εξουσίας…


Νίκος Κατσιαούνης
Για το βιβλίο του Φραντς Νόιμαν «Εισαγωγή στη μελέτη της πολιτικής εξουσίας».

Ο Φραντς Νόιμαν είναι μια εξαιρετικά σημαίνουσα μορφή πολιτικού επιστήμονα και αριστερού στρατευμένου διανοητή. Γεννημένος το 1900, την περίοδο της Βαϊμαρικής Δημοκρατίας στη Γερμανία εντάχθηκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) παρέχοντας την υποστήριξή του ως νομικός σύμβουλος. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία έφυγε για την Αγγλία. Εκεί θα συνεχίσει τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα με τον κοινωνιολόγο Καρλ Μανχάιμ και τον Χάρολντ Λάσκι, επεκτείνοντας τις ερευνητικές του δραστηριότητές στο πώς το δίκαιο μεταλλάσσεται σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα.

Το 1937 πηγαίνει στη Νέα Υόρκη όπου και θα συνδεθεί με τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Εκεί θα εκπονήσει μια σειρά αναλύσεων οι οποίες σταδιακά θα τον οδηγήσουν στη συγγραφή του magnus opus του, το Βεεμώθ. Σε αυτό ο Νόιμαν υποστηρίζει ότι ο ναζισμός έχει να κάνει με την κατάληψη του κράτους από ιδιωτικά συμφέροντα – μια θέση που θα τον οδηγήσει σε σύγκρουση με τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Πεθαίνει το 1954 σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Franz Neumann, Εισαγωγή στη μελέτη της πολιτικής εξουσίας, μτφρ.-επίμετρο Γιώργος Μερτίκας, Κουκκίδα, Αθήνα 2016, σελ. 116.

Το βιβλίο Εισαγωγή στη μελέτη της πολιτικής εξουσίας(κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα σε μια εξαιρετική μετάφραση και ένα κατατοπιστικό επίμετρο του Γιώργου Μερτίκα) αποτελεί έναν τόμο στον οποίο ο Νόιμαν εκπονεί τρεις μικρές αλλά περιεκτικές μελέτες γύρω από το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, της δικτατορίας και της θεωρίας περί του ομοσπονδιακού κράτους.

Όπως αναφέρεται και στα Επιλεγόμενα του βιβλίου, «ένα χαρακτηριστικό της μεθόδου του Νόιμαν είναι να ανακαλύπτει τις παρεκκλίσεις από τον γενικό κανόνα», ενώ παράλληλα αρνείται την ευκολία των συμπερασμάτων που παράγει η ιδεολογική στράτευση και προσπαθεί να συνδυάσει τους θεωρητικούς τύπους με την εμπειρική έρευνα της κοινωνιολογίας.

Συνέχεια

Το αίνιγμα της Ουλρίκε Μάινχοφ…


του Ιού…

Ακόμα και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το θάνατό της στο λευκό κελί του Σταμχάιμ, η Ουλρίκε Μάινχοφ παραμένει ένα ερωτηματικό για τη γερμανική κοινωνία. Η εξέχουσα δημοσιογράφος που μετατράπηκε «ξαφνικά» σε υπ’ αριθ. 1 εχθρό του γερμανικού κράτους προσφέρεται σε κάθε είδους ερμηνείες. Ο μύθος της απάνθρωπης τρομοκράτισσας δίνει τη θέση του με μεγάλη ευκολία στο μύθο της απογοητευμένης από το γάμο της μικροαστής. Και πάντα μένει απέξω το «μοντέλο Γερμανία» που όχι μόνο προκάλεσε τη δημιουργία των ένοπλων ομάδων της RAF, αλλά εξακολουθεί να τροφοδοτεί -και να αντλεί από- το μύθο της Μάινχοφ.

Μέρος Α’

Μια δημοσιογράφος στη Γερμανία του ’60

Συμπληρώνονται μεθαύριο είκοσι χρόνια από τη μέρα που η Ουλρίκε Μάινχοφ βρέθηκε κρεμασμένη στο κελί της στις φυλακές του Σταμχάιμ. Ακόμα και σήμερα, οι συνθήκες του θανάτου της αφήνουν πελώρια ερωτηματικά σ’ όσους δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν την επίσημη ερμηνεία της αυτοκτονίας και δεν είναι διατεθειμένοι να παραβλέψουν τις διαπιστώσεις της διεθνούς εξεταστικής επιτροπής που κατέληξε πως «ο ισχυρισμός των κρατικών αρχών ότι η Ουλρίκε Μάινχοφ έθεσε μόνη της τέρμα στη ζωή της με απαγχονισμό παραμένει αναπόδεικτος. Τα ευρήματα της εξεταστικής επιτροπής συγκλίνουν περισσότερο στο συμπέρασμα ότι η Ουλρίκε Μάινχοφ ήταν ήδη νεκρή πριν την κρεμάσουν».
Οριστική απάντηση στο αίνιγμα αυτό είναι αδύνατον να δοθεί όσο περνούν τα χρόνια. Ισχύει η παρατήρηση που έκανε ο Ρολφ Πόλε τον περασμένο Ιανουάριο στο Ινστιτούτο Γκέτε της Αθήνας: «Δήλωσα το 1976 ότι η Ουλρίκε δολοφονήθηκε, και το λέω και σήμερα. Γιατί τα βασανιστήρια της απομόνωσης οδηγούν στην καταστροφή της προσωπικότητας, είναι δολοφονία, ακόμα και αν ο δολοφονούμενος κρεμαστεί τελικά μόνος του».
Μεγαλύτερο όμως αίνιγμα από το θάνατο της Μάινχοφ παραμένει η ίδια η ζωή της. Εχουν επιστρατευθεί αναλυτές προερχόμενοι από κάθε λογής ειδικότητες (ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι αλλά ακόμα και ψυχαναλυτές) για να δώσουν μια πειστική ερμηνεία στο δήθεν ανεξήγητο: πώς η επιτυχημένη τριανταπεντάχρονη δημοσιογράφος εγκατέλειψε την καριέρα και τις κόρες της για πέρασε στην παρανομία και μετατράπηκε στον «υπ. αριθμ. 1 κίνδυνο» για το γερμανικό κράτος. Η απάντηση έχει δοθεί πολύ νωρίς. Ηδη την ίδια χρονιά του θανάτου της Μάινχοφ κυκλοφορούσε στη Γερμανία το βιβλίο του Πέτερ Μπρίκνερ «Η Ουλρίκε Μαρίε Μάινχοφ και η κατάσταση στη Γερμανία». Παρακολουθώντας τα ίδια τα κείμενα της Μάινχοφ στο περιοδικό «Κονκρέτ» μέχρι τις πρώτες διακηρύξεις της RAF, ο γερμανός συγγραφέας ανατέμνει τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας του και αντιστρέφει το ερώτημα. Στόχος του δεν είναι να ερμηνεύσει μια ατομική στάση μέσω της περιγραφής των κοινωνικών μετασχηματισμών, αλλά το αντίθετο: Παίρνοντας αφορμή από τα κείμενα περιγράφει την ιστορική εξέλιξη του γερμανικού κράτους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 60, τα κείμενα της Μάινχοφ στο περιοδικό «Κονκρέτ» του Αμβούργου δίνουν σημαντικές πληροφορίες στους αριστερούς αναγνώστες για τη δραστηριότητα των παλιών ναζιστών σε υπεύθυνες θέσεις του κρατικού μηχανισμού και στα κόμματα της Γερμανίας. Από τότε ξεχωρίζει η ιδιαίτερη γραφή και τα στέρεα επιχειρήματα. Το «Κονκρέτ» είναι ακόμα μια πολιτική-πολιτιστική επιθεώρηση με μικρή κυκλοφορία. Παρά το γεγονός ότι είναι ημιεπίσημο όργανο του παράνομου γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος (KPD), το περιοδικό κρατά μια στάση ανεξάρτητη, γεγονός που εκφράζεται κατά τη σινοσοβιετική διαμάχη και τα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης της Πράγας. Το KPD αποσύρει τελικά την υποστήριξή του και το περιοδικό κινδυνεύει να κλείσει. Η Μάινχοφ υποστηρίζει τη μετατροπή του σε δελτίο πολιτικής πληροφόρησης. Ο εκδότης (και σύζυγός της εκείνη την περίοδο) Κλάους Ράινερ Ρελ προκρίνει ένα μαζικό πολιτικό εικονογραφημένο έντυπο. Το τελικό νόθο αποτέλεσμα αφήνει και τους δυο δυσαρεστημένους. Υπάρχει η πολιτική πληροφόρηση, αλλά και η προβολή «μαζικών» θεμάτων, όπως ‘το σεξ στο σχολείο’ ή ‘το σεξ στα κόμματα’ ή ‘το σεξ στην Αν. Γερμανία’. Η θεματολογία αυτή, σε αντίθεση με την αντίστοιχη των λαϊκών φύλλων, έχει στόχο να λειτουργήσει απελευθερωτικά σε μια πουριτανική και υποκριτική κοινωνία. Οι «νομοταγείς πολίτες» ξεσηκώνονται: 6.000 κάτοικοι του Σβάμπαχ ζητούν να περιοριστεί η κυκλοφορία του περιοδικού. Η εκστρατεία τους έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Ολη η φιλελεύθερη διανόηση και ο τύπος (μέχρι το περιοδικό «Στερν» και την τηλεοπτική εκπομπή «Πανοράμα») καταδικάζουν την απόπειρα λογοκρισίας. Το «Κονκρέτ» φτάνει το Σεπτέμβριο του 1965 τα 100.000 φύλλα.
Σ’ ολόκληρο αυτό το διάστημα, με τα άρθρα της η Μάινχοφ επιχειρεί να «αποκαλύψει» προς τους αναγνώστες τα ψέματα του κυρίαρχου τύπου. Είναι η περίοδος της ανάπτυξης του φοιτητικού κινήματος στη δυτική Ευρώπη. «Η Μάινχοφ παρέμεινε στα στερεότυπα της παραδοσιακής αριστεράς», μας λέει ο Ρολφ Πόλε. «Πίστευε ότι οι μάζες δεν έχουν συνείδηση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης και φρόντιζε η ίδια να καλύψει το κενό. Δεν συμμερίστηκε το δικό μας αίτημα για επαναστατικοποίηση της καθημερινής ζωής». Μικρό δείγμα από την κριτική που άσκησε στα μέλη της «Κομμούνας 1» του Βερολίνου που υποδέχθηκαν τον αμερικάνο αντιπρόεδρο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ όχι με μολότοφ αλλά με τουρτοπόλεμο: «Δεν ήταν προετοιμασμένοι για την ξαφνική δημοσιότητα και δεν εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία να εξηγήσουν τη δράση τους στην τηλεόραση και τον τύπο. Αντί να απαντήσουν στα ερωτήματα του τύπου με αλήθειες για το Βιετνάμ, με στοιχεία, αριθμούς και πολιτική, αυτοί μιλούσαν για τον εαυτό τους.» (‘Κονκρέτ’, τ. 5, 1967)
Στο κέντρο της συζήτησης της εξεγερμένης νεολαίας της Δύσης το πρόβλημα της βίας. «Το αντιαυταρχικό κίνημα υποστήριζε ότι δεν πρέπει να καταφεύγουμε στη βία παρά μόνο για λόγους άμυνας. Η RAF, όπως το λέει και το όνομά της υποστήριζε ότι η ‘επαναστατική’ βία δίνει τη λύση απέναντι στην κρατική βία. Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος αριστερού μιλιταρισμού», παρατηρεί ο κ. Πόλε. Η Μάινχοφ έρχεται πρώτη φορά αντιμέτωπη με την κρατική βία στις διαδηλώσεις των αρχών του 1968 κατά του εκδοτικού συγκροτήματος Σπρίνγκερ. Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Ρούντι Ντούτσκε, τον Απρίλιο του 1968, φαίνεται αποφασισμένη: «Οι σφαίρες που ρίχτηκαν στον Ρούντι έβαλαν τέλος στο όνειρο της μη βίας. Οποιος δεν οπλίζεται πεθαίνει. Οποιος δεν πεθαίνει, είναι θαμμένος ζωντανός: στις φυλακές, στα αναμορφωτήρια, στις τρύπες (τις πόλεις-δορυφόρους), στις απαίσιες πέτρες των μοντέρνων κτιρίων, στους παιδικούς κήπους και τα σχολεία, στις πλήρως εξοπλισμένες μοντέρνες κουζίνες, στις κρεβατοκάμαρες-παλάτια».
Η πρώτη επίσημη συνηγορία της σε πράξεις βίας περιλαμβάνεται στο άρθρο «Εμπρησμοί καταστημάτων» με αφορμή τη δίκη του Μπάαντερ και της Ενσλιν για τον εμπρησμό στη Φρανκφούρτη: «Ο νόμος που παραβιάζεται εδώ με τον εμπρησμό δεν προστατεύει τους ανθρώπους αλλά την περιουσία. Το προοδευτικό στοιχείο σε έναν εμπρησμό καταστήματος δεν εντοπίζεται στην καταστροφή των εμπορευμάτων, έγκειται στην εγκληματικότητα της πράξης, δηλαδή στο γεγονός ότι παραβιάζεται ο νόμος». (‘Κονκρέτ’, τ. 14, 1968)
Μετά τη συμμετοχή της στην ένοπλη απελευθέρωση του Μπάαντερ και το οριστικό πέρασμα στην παρανομία, η Μάινχοφ θα αποκηρύξει ορθά κοφτά όλο το συγγραφικό της έργο: «το γράψιμο είναι σκατά». Ομως ακόμα και μέσα απ’ τη φυλακή, θα μας προσφέρει ένα απ’ τα σημαντικότερα κείμενά της. Την περιγραφή του λευκού κελιού: «Το αίσθημα ότι το κελί ταξιδεύει. Ξυπνάς, ανοίγεις τα μάτια σου: το κελί ταξιδεύει. Το απόγευμα, μόλις μπει μια ηλιαχτίδα, ξαφνικά το κελί σταματά. Δεν μπορείς να αποβάλεις αυτό το αίσθημα ότι ταξιδεύεις.» (16.6.72 – 9.2.73)

Συνέχεια

Τρίκερι: Το νησί της πολιτικής εξορίας 5.000 γυναικών…


της Βικτωρίας Θεοδώρου

Η  Βικτωρία Θεοδώρου, ποιήτρια της Α’ Μεταπολεμικής Γενιάς,  γεννήθηκε το 1926 στα Χανιά. Δεκαέξι χρονών εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Το 1947, φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, την συνέλαβαν και μετά από τρίμηνη κράτηση στην Ασφάλεια την εξόρισαν αρχικά στη Χίο, μετά στο Τρίκερι και στη Μακρόνησο. Οι εμπειρίες της από την εξορία έχουν αποδοθεί ποιητικά. Υπάρχουν όμως και οι γραπτές της μαρτυρίες από το Στρατόπεδο Γυναικών του Τρίκερι.

Οι μαρτυρίες αυτές μαζί με εκείνες από τη Χίο και τη Μακρόνησο που έγραψαν άλλες γυναίκες βρέθηκαν  στα «θαμμένα τετράδια», τα οποία έκρυψαν οι γυναίκες στις κουφάλες των δέντρων στο Τρίκερι. Το υλικό περιέσωσε η Ρόζα Ιμβριώτη και εξέδωσε η Βικτωρία Θεοδώρου. Από αυτό το υλικό είναι το κείμενο που ακολουθεί και ανήκει στην ενότητα Τρίκερι Α’ – Γράφει η Βικτωρία Θεοδώρου.

Είναι το πρώτο κείμενο της ενότητας και φέρει τον τίτλο «Βρήκαμε εξόριστες στο Μοναστήρι του Τρίκερι». Η γραφή της λιτή και συγχρόνως συνταρακτική παρουσιάζει το νησί και τις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες ζωής των εξόριστων και  κυρίως των  γυναικών στο Στρατόπεδο Γυναικών Πολιτικών Εξορίστων στο Τρίκερι.

Συνέχεια

Καταδίκη Σεϊσίδη: Η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή… γιατί «κλείνει» σαφώς το μάτι…


Statue of justice

Γράφει ο Κώστας Φουρίκος

Οι «ληστές με τα μαύρα» (πόσες ώρες τηλεοπτικού ρεπορτάζ αλήθεια έχουν καταναλωθεί για να «στηθεί» αυτό το θέμα με «αποκλειστικές πληροφορίες») δεν υπάρχουν.  Αυτό σφράγισε και με τη βούλα σήμερα το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Και ο Μάριος Σεϊσίδης αθωώθηκε για έξι ληστείες για τις οποίες είχε κατηγορηθεί. Επιπλέον αθωώθηκε για τα αδικήματα της συγκρότησης οργάνωσης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.

Και έτσι δεν θα εκτελεστεί, ούτε θα εκτίσει ισόβια. Αλλά …μόνο 36 χρόνια κάθειρξης (με τα 25 υποχρεωτικά πίσω από τα κάγκελα) για ληστεία! Για τη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας, το 2006 και για τρεις πράξεις απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά του φύλακα της τράπεζας και δύο ειδικών φρουρών που ενεπλάκησαν στο επεισόδιο, κατά το οποίο τραυματίστηκε σοβαρά ο Γιάννης Δημητράκης. Ο τελευταίος αθωώθηκε για τις δύο απόπειρες, αλλά καταδικάστηκε μόνο για απλή συνέργεια στην τρίτη. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, επίσης,  απέρριψε το αίτημα της υπεράσπισης να έχει αναστέλλουσα ισχύ η έφεση.

Οι ανύπαρκτοι «ληστές με τα μαύρα» και μια απόφαση χωρίς στοιχεία


Με την αθώωση για τις έξι ληστείες και τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης οι Εφέτες καταρχήν ουσιαστικά απέρριψαν την τότε διαδεδομένη άποψη (από τα Media και τους γνωστούς πρωταγωνιστές «δημοσιογράφους» που πάντα κάνουν έγκυρο «ρεπορτάζ» με τη …βοήθεια της ΕΛ.ΑΣ.) πως οι ληστές ήταν οργανωμένη εγκληματική ομάδα που αποκαλούνταν “ληστές με τα μαύρα”. Αυτό άλλωστε ήταν κάτι που τόσο ο Σεϊσίδης, όσο και ο σύντροφος του Γιάννης Δημητράκης, που είχε τραυματιστεί στην ληστεία της Εθνικής και είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 12,5 ετών, από την αρχή δεν δέχθηκαν ποτέ ότι υπήρξε.

Ο συνήγορος υπεράσπισής του Σεϊσίδη, Κώστας Παπαδάκης, δήλωσε ότι η ετυμηγορία ελήφθη «χωρίς κανένας μάρτυρας να τον αναγνωρίσει και χωρίς κανένα άλλο στοιχείο, εκτός από το DNA του, που «τακτοποιήθηκε» σε σημεία της διαφυγής των δραστών και του οποίου η διαδικασία λήψης, επεξεργασίας και ταυτοποίησης έχει επανειλημμένα καταγγελθεί ως παράνομη».

μπατσοι


Εχθρός του κράτους


Και τίθενται, προφανώς, ορισμένα απλά ερωτήματα, ασχέτως της ιδεολογικής συμφωνίας ή της ταύτισης από τον οποιονδήποτε με τις επιλογές και τις απόψεις που ανοιχτά και ευθαρσώς έχει διατυπώσει ο Μ. Σεϊσίδης:

Από πότε μια ληστεία τράπεζας τιμωρείται με 36 χρόνια κάθειρξης;  Από πότε σοβαρές κατηγορίες όπως η απόπειρα ανθρωποκτονίας αποδεικνύονται με εν αμφιβόλω, μισά ευρήματα «σε σημεία διαφυγής»; Όταν ακόμη και σε κατηγορούμενους με βαρύτερα ποινικά αδικήματα που πέραν πάσης αμφιβολίας διέπραξαν, αναγνωρίζονται ελαφρυντικά, γιατί δεν αναγνωρίστηκαν στην περίπτωση του Μ. Σεϊσίδη; Βρίθει το δικαστικό ρεπορτάζ με περιπτώσεις πλήρους αναντιστοιχίας σε καταδικασθέντες για το ίδιο ή και πιο βαριά αδικήματα που έτυχαν καλύτερης μεταχείρισης από το δικαστικό σύστημα.

Για κάποιους, ίσως, αυτό θεωρείται δικαιοσύνη.  Κάποιος να καταδικάζεται για μια ληστεία τράπεζας 36 χρόνια και να τρέχει από πίσω του όλη η αστυνομία για να τον συλλάβει λες και είναι κατά συρροή δολοφόνος και κάποιος άλλος που έχει ομολογήσει δολοφονία (ένα τυχαίο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο Γ. Ρουπακιάς που ομολόγησε ότι δολοφόνησε τον Π. Φύσσα), να πηγαινοέρχεται, αν θέλει, ελεύθερος αφού παρήλθε το 18μηνο της προφυλάκισής του,  σε μια δίκη που σέρνεται χειρότερα από το γιοφύρι της Άρτας.

Φαίνεται όμως τελικά, πως ο τίτλος του «πολιτικού κρατούμενου» που το Κράτος δεν αποδίδει επίσημα σε ανθρώπους σαν τον Σεϊσίδη, είναι τίτλος που τον «κερδίζουν» από τον τρόπο που το Κράτος το ίδιο τους συμπεριφέρεται. Φαίνεται επίσης και σε αυτή την περίπτωση, πως ορθά και κυνικά είχε υπογραμμίσει στο παρελθόν, ένας σημαντικός διανοητής – θιασώτης του ολοκληρωτισμού, ο Καρλ Σμιτ,  όσον αφορά τη σημασία της διάκρισης  σε «φίλο και εχθρό» στην πολιτική.

Γιατί η ετυμηγορία που ακολουθεί τον Σεϊσίδη δεν αφορά σε τελική ανάλυση την επίσημη απόφαση, περί του αδικήματος της ληστείας τράπεζας (ήδη θανάσιμο αμάρτημα ουσιαστικά και συμβολικά για κάθε σοβαρό υπερασπιστή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων). Είναι βαθύτερη και πολύ βαρύτερη και έχει να κάνει με τις ιδέες του, τον τρόπο που τις συνδέει με τη δράση του και το γεγονός ότι αρνείται να τις αποκηρύξει δηλώνοντας μετανοημένος. Βγήκε από ανώτερο, σκιώδες δικαστήριο και σε αυτήν αναγράφονται απλά και κυνικά τρεις λέξεις: Εχθρός του κράτους. Τι σημασία έχουν μπροστά σε αυτή την ετυμηγορία τα πραγματικά περιστατικά, τα στοιχεία και άλλες λεπτομέρειες;

Όσοι έχουν ζήσει τι σημαίνει αυτό το κράτος, ειδικά τα τελευταία χρόνια, καταλαβαίνουν ότι εύκολα μπορούν να χαρακτηριστούν αντίστοιχα εχθροί του. Δεν χρειάζεται και πολλά, αρκεί να διαμαρτυρηθούν, να αντισταθούν, να διεκδικήσουν κόντρα στα συμφέροντα που αυτό εκπροσωπεί. Του ενός ή του άλλου επιχειρηματία, των θεσμών, της τράπεζας, της τρόικας ή της …ανάπτυξης. Τότε καταλαβαίνουν ότι η υπόθεση (και) του Σεϊσίδη τους αφορά. Μπορεί να είναι και δική τους υπόθεση. Μια υπόθεση που δεν αφορά απλά μια επίθεση στο πρόσωπο του, αλλά μια επίθεση και στις δικές τους ελευθερίες και δικαιώματα.

Ίσως σε μια τέτοια βάση, ανεξάρτητα από την συμφωνία ή τη διαφωνία με την προτέρα δράση του, για αυτούς, τους πολλούς, ο Σεϊσίδης να μπορεί να θεωρηθεί και φίλος

 ______________________________________________________

Η διαλεκτική της Δημοκρατίας και η βία του Κράτους: σχόλια επάνω στη Χρυσή Αυγή…


Χρυσή Αυγή

Η διαλεκτική της Δημοκρατίας και η βία του Κράτους

σχόλια επάνω στη χρυσή αυγή

Παρακολουθήσαμε το τελευταίο διάστημα τα, παράλληλα με τη δίκη της χρυσής αυγής, γεγονότα σχετικά με τον ξυλοδαρμό ενός τυχαίου περαστικού, φοιτητή, του Α. Λάζαρη. Η αφορμή για τον ξυλοδαρμό του ήταν η επίθεση στα κεντρικά γραφεία των ναζί όπου σπάστηκαν εξωτερικές τζαμαρίες κλπ. Ο Λάζαρης ξυλοκοπήθηκε αναίτια και εντελώς τυχαία μιας και οι μπράβοι ναζί ύστερα από την επίθεση στα γραφεία τους ‘’χτένισαν’’ με περιπολίες τη γύρω περιοχή ψάχνοτας κυριολεκτικά για το θύμα το οποίο θα πλήρωνε, χωρίς να έχει απολύτως καμία ευθύνη, για ό,τι έγινε.

Οι μπράβοι της χ.α εφόρμησαν από πασίγνωστο και παλαιό στέκι ναζί στους Αμπελόκηπους ενώ ο ιδιοκτήτης του, ο οποίος ήταν και υπάλληλος στη Βουλή, συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή.

Ο Χ.Ζ. δεν είναι τυχαίο πρόσωπο όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, καθώς πέρα από διαχειριστής του συγκεκριμένου καταστήματος (σ.σ.: ως ιδιοκτήτρια φαίνεται η μητέρα του) είναι υπεύθυνος ασφαλείας στα γραφεία της Χρυσής Αυγής και διορισμένος από την Χρυσή Αυγή υπάλληλος στην Βουλή και συγκεκριμένα στο γραφείο του ίδιου του επικεφαλής της, Ν. Μιχαλολιάκου.

Πρόσθετα, στις τελευταίες δημοτικές εκλογές ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στην Αθήνα με τον συνδυασμό του Ηλία Κασιδιάρη

Ύστερα από τις πιέσεις της δημόσιας σφαίρας -και αυτό έχει σημασία- το ελλ. Κράτος συνέλαβε τον ιδιοκτήτη και υπάλληλο της Βουλής ο οποίος και οδηγήθηκε στη φυλακή. Ταυτόχρονα, σήμερα 8/4 πραγματοποιήθηκε αντιφασιστική πορεία/συγκέντρωση κοντά στα κεντρικά γραφεία των ναζί, τα οποία, ωστόσο, φυλάγονται από ισχυρές -κρατικές- αστυνομικές δυνάμεις, με παρατεταγμένα λεωφορεία και ματ.

Από τη μιά το κράτος δικάζει τη χρυσή αυγή, τα στελέχη της κ.λπ

Από την άλλη ο μαφιόζικος μηχανισμός της, ναι μεν έχει μειώσει την δραστηριότητά του ωστόσο δεν έχει εξαφανιστεί, δεν έχει σταματήσει τελείως· κάθε αλλο.

Από μια τρίτη το κράτος σπεύδει να συλλάβει τον φερόμενο ως βασικό υπαίτιο στον ξυλοδαρμό του φοιτητή, από μια τέταρτη οι μπράβοι αλώνιζαν στους αμπελόκηπους, ελεύθερα κινούμενοι ως τάγμα εφόδου. Και εν τέλει το κράτος, προστατεύει την πολιτική αναπαραγωγή της ναζιστικής οργάνωσης μέσω της προστασίας των κεντρικών γραφείων της.

Τι συμβαίνει; Από τη μια το κράτος διώκει την ναζιστική οργάνωση, από την άλλη προστατεύει την αναπαραγωγή της. Ενώ αυτό φαίνεται πως συμβαίνειν όλα τα τελευταία χρόνια.

Συνέχεια

Οι γραβατοφόροι και οι ροπαλοφόροι…


[Το παρακάτω εκτενές κείμενο του Πέτρου Πέτκα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το Γενάρη του 2012 στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ εξ αφορμής ενός “διηγήματος” του επίτιμου προέδρου του Αρείου Πάγου. Παίρνωντας αφετηρία από αυτό, το κείμενο μιλάει για την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Στο τέλος υπάρχει το κείμενο σε pdf]

DD13

Οι γραβατοφόροι και οι ροπαλοφόροι

Ι

Στα «ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΝΕΑ», τριμηνιαία έκδοση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, (αριθμός φύλλου 118, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 2011), και στις σελίδες έξι (6) και επτά (7), κάτω απ’ την ένδειξη «Λογοτεχνική στήλη» δημοσιεύεται «διήγημα» του επίτιμου προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου με τίτλο «το ενσυνείδητο θύμα».

Οφείλουμε, ευθύς εξαρχής, να διευκρινίσουμε τους λόγους της ενασχόλησής μας με το συγκεκριμένο «διήγημα» δηλώνοντας απερίφραστα πως δεν μας ώθησαν σ’ αυτό η αμφίβολη λογοτεχνική αξία του δημοσιεύματος, ούτε τα κοινωνικά, πολιτικά μηνύματα αυτά καθεαυτά που εκπέμπει, κατά τρόπο μάλιστα απροσχημάτιστο, χοντροκομένο, άγαρμπο. Ταυτόσημου περιεχομένου μηνύματα βρίσκει εύκολα οιοσδήποτε αναγνώστης του ημερήσιου τύπου και ο πρώτος τυχών δυστυχής τηλεθεατής του ηλεκτρονικού τύπου, ιδίως της εμπορικής τηλεόρασης, αυτού του φρικτού εργαστάσιου κατασκευής υπηκόων που ειδικεύεται στον χονδροειδή εντυπωσιασμό και στην απουσία κριτικής σκέψης. Η ειδοποιός διαφορά του «διηγήματός» μας αλλού εδράζεται: στην επαγγελματική ιδιότητα του συγγραφέα του και στην ιδιοτυπία του εντύπου που το φιλοξενεί, μάλλον αφειδώλευτα, πρόθυμα, πάντα σε συνδυασμό με το φιλοσοφικό, ιδεολογικό φορτίο των ιδεών και στοχασμών που αυτό («διήγημα») εμπεριέχει. Ας δούμε, λοιπόν, ενδελεχέστερα το «διήγημα» αυτό και, αμέσως μετά, θα καταδειχθεί εναργώς και ο λόγος της προκειμένης ενασχόλησής μας.

Συνέχεια