… o νεοεθνικισμός ανατέλλει;
Του Ευάγγελου Κοροβίνη*
Μέχρι πρόσφατα, η μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη υπήρξε σταθερή. Η τάξη αυτή ενσωματώνει δύο διακριτές και όχι κατ’ ανάγκην συμβατές μεταξύ τους προσεγγίσεις. Η πρώτη, ο κεϋνσιανισμός, θεωρούσε ως θεμέλια κοινωνία του συστήματος το έθνος-κράτος και τις σχετικά κλειστές εθνικές οικονομίες. Η δεύτερη, ο νεοφιλελευθερισμός, ενίσχυσε και πολλαπλασίασε τη δυνατότητα που έχουν οι ισχυροί παίχτες της αγοράς, οι εταιρείες-γίγαντες, να παρακάμπτουν και να αποδομούν τους κανόνες που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο. Εκτός από αυτές τις εταιρείες-γίγαντες, το θεσμικό περιβάλλον του νεοφιλελευθερισμού το συμπληρώνει η αυξανόμενη ισχύς υπερεθνικών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Παγκόσμια Τράπεζα.

Στα πλαίσια του κεϋνσιανού κοινωνικού μοντέλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν ως αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση, αποφάσισαν ότι η μακράς διάρκειας ανεργία ήταν μία υπαρξιακή απειλή για τον καπιταλισμό και ότι έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Οι κυβερνήσεις κλήθηκαν να διατηρήσουν δείκτες ανεργίας κατώτερους του 4%. Όμως η επιδίωξη της σταθερότητας μίας μεταβλητής, των δεικτών της ανεργίας εν προκειμένω, μέσα από την ίδια τη δυναμική των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων και σε βάθος χρόνου αυτοϋπονομεύθηκε. Οι μισθοί, συγκεκριμένα, τείνουν να αυξάνονται στους κόλπους σχετικά κλειστών και ρυθμιζόμενων αγορών και η απάντηση των επιχειρήσεων είναι να ανεβάζουν, με τη σειρά τους, τις τιμές των προϊόντων τους. Αυτός ο μηχανισμός, όπου οι μισθοί και οι τιμές κυνηγούν οι μεν τις δε, πήρε τη δεκαετία του ’70 τη μορφή ενός εκρηκτικού σπιράλ ανόδου μισθών και τιμών και συνδυάστηκε με τον πενταπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου κατά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979.
Δεν είναι παράξενο, κατά συνέπεια, που η δεκαετία του ’70 αναδείχθηκε σε παράδεισο του δανειολήπτη, καθώς ο ανερχόμενος πληθωρισμός κατέτρωγε τα χρέη, ενώ, την ίδια στιγμή, το εργατικό εισόδημα ανέβαινε, ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, τα κέρδη μειώνονταν, τα συνδικάτα ισχυροποιούνταν, οι ανισότητες περιορίζονταν και η θέση των δανειστών και των επιχειρηματιών αποδυναμωνόταν. Η εποχή αυτή συμπίπτει με το πέρασμα στον μεταμοντερνισμό και τη βασιλεία του απενεχοποιημένου καταναλωτή. Ενός καταναλωτή «απελευθερωμένου» από την αστική ασκητική ηθική της αναβεβλημένης απόλαυσης και της συσσώρευσης και αποταμίευσης.