Παν. Κονδύλης: Πόλεμος και πολιτική – η θέση του Clausewitz…


Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης*

ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΠΡΩΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ της επικρατούσας ερμηνείας του Clausewitz έγκειται στη θέση ότι η έννοια του πολέμου, η οποία διατυπώνεται στην αρχή του κύριου έργου του, είναι κάτι ιδεατό και ανυπόστατο, ένας ιδεώδης τύπος πέραν της πραγματικότητας, μια καθαρά θεωρητική αντίληψη ή μια πλασματική κατασκευή. Και επειδή μέσα στην έννοια αυτή δεσπόζει, μεταξύ άλλων, ο παράγοντας «βία», από τον δήθεν αφηρημένο χαρακτήρα της έννοιας συνάγεται ο αφηρημένος χαρακτήρας της ίδιας της βίας, και στο εννοιολογικό ζεύγος «αφηρημένος πόλεμος-τυφλή βία»αντιπαρατίθεται η σύζευξη πραγματικού πολέμου και έλλογης, ήτοι μετριοπαθούς πολιτικής δράσης. Με άλλα λόγια: αφού η αμετρίαστη βία φαίνεται εξ ορισμού απόρροια της εννοιολογικής αφαίρεσης, για το όλο πεδίο της πραγματικότητας, το οποίο πράγματι συνιστά κατά τον Clausewitz το πεδίο της πολιτικής, δεν απομένει τίποτε άλλο παρά η μετριοπαθής δράση· και τελικά η δράση αυτή συσχετίζεται με ορισμένους πολιτικούς (δηλ. μη στρατιωτικούς), οξυδερκείς και υπεύθυνους φορείς, των οποίων η ηγετική θέση κατά τη διεξαγωγή πολέμου εμφανίζεται ως επιταγή αντλούμενη τάχα από την ίδια τη θεωρητική διαπίστωση του πολιτικού χαρακτήρα του πολέμου. Αντίθετα, εμείς θα αποδείξουμε παρακάτω ότι η έννοια του Clausewitz για τον πόλεμο δεν αναφέρεται σε κάποιαν αφηρημένη οντότητα, σε κάποιο ens rationis, αλλά περιέχει μιαν ενισχυμένη πραγματικότητα, η οποία, ακριβώς επειδή είναι ενισχυμένη, μπορεί να συλληφθεί νοητικά μονάχα κάνοντας αφαίρεση από την υπόλοιπη πραγματικότητα· ότι ο πρώτος και αποφασιστικός μετριασμός της άκρας, εννοιολογικά αμιγούς βίας οφείλεται σε παράγοντες εντελώς άσχετους από τη δράση και τις προθέσεις οποιασδήποτε πολιτικής ή στρατιωτικής εξουσίας, αναγόμενους δηλ. σε ανθρωπολογικές και πολιτισμικές σταθερές, η επενέργεια των οποίων παραμένει ανεξάρτητη από τη βούληση και τη γνώση κυβερνήσεων και υπηκόων και ότι ήδη για τους λόγους αυτούς εδώ δεν έχουν καμμία θέση ηθικές-κανονιστικές αποφάνσεις: πρακτικές αρχές διατυπώνει ο Clausewitz (και πάλι δίχως ηθική-κανονιστική πρόθεση) μόλις σ’ ένα θεωρητικά υποδεέστερο επίπεδο, όπου υπεισέρχεται η πολιτική με την έννοια των υποκειμενικών πράξεων και προθέσεων και όπου αναλύεται η αντίθεση μεταξύ πολέμου εκμηδενίσεως και περιορισμένου πολέμου.

Οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι ήταν μια σειρά πολέμων που κηρύχθηκαν ενάντια στην Α' Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα από αντίπαλες συμμαχίες που έλαβαν χώρα από το 1803 μέχρι το 1815.
Οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι ήταν μια σειρά πολέμων που κηρύχθηκαν ενάντια στην Α’ Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα από αντίπαλες συμμαχίες που έλαβαν χώρα από το 1803 μέχρι το 1815.

Συνέχεια

Ο Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος και η τρομοκρατία…


«Όπως έστρωσε κανείς, έτσι και κοιμάται.»

λαϊκή παροιμία

 Γράφει ο Ερανιστής


Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, μετά το 1945 και σε χώρες εκτός της Ευρώπης, έγιναν συνολικά 146 πόλεμοι με περισσότερους από τριάντα εκατομμύρια νεκρούς· τα τρία τέταρτα έως τέσσερα πέμπτα αυτών των νεκρών ήταν άμαχοι. ([1]. Παραθέτοντας τέτοια ιστορικά δεδομένα, δεν θέλουμε καθόλου να μετριάσουμε την οργή και τη θλίψη για τα θύματα της πρόσφατης τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι, αλλά να επισημάνουμε απλώς, ότι ο πόλεμος ήταν και παραμένει μια συνεχής κατάσταση σε μια σειρά περιοχές της υδρογείου. Όποιος λοιπόν θέλει να στοχαστεί σοβαρά και νηφάλια πάνω στο φαινόμενο του πολέμου, χρειάζεται να κρατήσει τις απαραίτητες αποστάσεις από τις ειρηνιστικές ή πολεμοχαρείς απόψεις που κυκλοφορούν «δεξιά» κι «αριστερά», καθώς και σε ποικίλα δημοσιογραφικά έντυπα και ιστοσελίδες· όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και στη συνέχεια, το αιματηρό τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά της Γαλλίας, παρά τον αιφνιδιαστικό του χαρακτήρα, δεν είναι παρά ένα ακόμη επεισόδιο ενός κηρυγμένου και πολύνεκρου πολέμου χωρίς σαφή έκβαση, που μαίνεται εδώ και δεκαετίες στις λεγόμενες χώρες της μέσης Ανατολής και αλλού.

Συνέχεια

Ο Κλαούζεβιτς και η φύση του Πολέμου…


«Ο πόλεμος όμως δεν είναι ούτε απώλεια χρόνου ούτε καθαρό κι απλό πάθος του θριάμβου και του κινδύνου, ούτε κι έργο ενός αποχαλινωμένου ενθουσιασμού: είναι ένα σοβαρό μέσο που αποβλέπει σ’ έναν σοβαρό σκοπό.»

Γράφει ο Ερανιστής 

Η περίφημη πραγματεία του Καρλ φον Κλαούζεβιτς (1780-1831) Vom Kriege (Περί Πολέμου) προκαλεί μέχρι τις μέρες μας πολλές συζητήσεις.  Ο Κλαούζεβιτς ήταν ένας Πρώσσος στρατιωτικός, γεννημένος την 1η Ιουνίου 1780, στην πόλη Μπεργκ της Δυτικής Πρωσίας – η περιοχή σήμερα ανήκει στην Γερμανία. Καταγόταν από μεσοαστική οικογένεια με πατέρα συνταξιούχο στρατιωτικό, ενώ κι ο ίδιος κατατάχτηκε στον στρατό σε ηλικία 13 ετών περίπου. Δηλωμένος σκοπός του Πρώσσου θεωρητικού είναι να φτιάξει μια επιστημονική θεωρία για το φαινόμενο του πολέμου. Να εξετάσει δηλαδή τον πόλεμο όπως εμφανίστηκε στην ιστορία, μέχρι και τις μέρες του. Έχει σημασία να πούμε, ότι ο ίδιος υπήρξε διακεκριμένος αξιωματικός του πρωσσικού κι αργότερα του ρωσικού στρατού, κι έλαβε μέρος ως επιτελάρχης στη μάχη του Βατερλό, εναντίον του Ναπολέοντα. Το Vom Kriege γράφτηκε μετά την αποστρατεία του, ύστερα από δεκαετίες μάχιμης στρατιωτικής καριέρας, και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του.

 Καρλ φον Κλαούζεβιτς (1780-1831)

Καρλ φον Κλαούζεβιτς (1780-1831). Γερμανικό γραμματόσημο


Βασική προϋπόθεση οποιασδήποτε επιστημονικής συζήτησης είναι η στοιχειώδης συμφωνία των συνομιλητών για το ακριβές περιεχόμενων των εννοιών. Αυτό ακριβώς επιχειρεί ο Κλαούζεβιτς, από την αρχή του βιβλίου· τι είναι ο πόλεμος; Ας έχουμε στο μυαλό μας δυό πολεμιστές αντιμέτωπους: «Ας μην αρχίσουμε μ’ ένα βαρύ και σχολαστικό καθορισμό του πολέμου· ας περιοριστούμε στην ουσία του, στη μονομαχία. Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από μια μονομαχία σε μιαν ευρύτερη κλίμακα. Αν θέλαμε να συγκεντρώσουμε σε μια μόνην έννοια τις αναρίθμητες επιμέρους μονομαχίες από τις οποίες συντίθεται, καλά θα κάναμε να φέρουμε στο νου μας δυο πολεμιστές· καθένας προσπαθεί, στο μέτρο της φυσικής του δύναμης, να υποτάξει τον άλλο στη θέλησή του· το άμεσο σχέδιό του είναι να καταβάλει τον αντίπαλο, ώστε να τον κάνει ανίκανο για κάθε αντίσταση.» Ένας πρώτος ορισμός, ο οποίος συμπληρώνεται στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου, δίνεται ως εξής:

Συνέχεια