της Μύριαμ Κλαπή
Έχω γεμίσει το μεγάλο σακίδιο με ένα τάπερ με χωριάτικη σαλάτα, σε αλουμινόχαρτο τα brownies φρεσκοψημμένα, μια κουβέρτα και ένα μεγάλο κόκκινο σεντόνι για το γρασίδι. Έχω μια γλυκιά αγωνία. Καταφθάνουμε με τη Μ. στο πάρκο του Gleisdreieck κι αναζητούμε το σημείο συγκέντρωσης των εθελοντών.
Αμηχανία. Mας υποδέχονται ο Μοσάν και η Νασσιμ, εθελοντές που οργάνωσαν την «εκδρομή στο πάρκο», μας χαιρετάνε θερμά. Πρώτη ερώτηση αν φέραμε νερά. Δεν έχουμε νερό. Εκείνοι που είναι να φέρουν νερά, αργούν πολύ. Όλοι διψάνε. Εμείς μόνο ψωμί, μπράουνις και σαλάτα. Κοιτώ τριγύρω. Μια οικογένεια κάτω από το δέντρο, μια οικογένεια πιο πέρα, πέντε έξι έφηβοι που κλωτσάνε μια μπάλα στο άνοιγμα, μια κοπέλα με πολύ μακρύ μαλλί μόνη της στο γρασίδι. Κάποιοι άντρες συζητούν στα παγκάκια σκεπτικοί. Αρκετά πιτσιρίκια τρέχουν πάνω κάτω με ποδήλατα ή χωρίς.
Απλώνουμε την κουβέρτα και ψάχνω τα τσιγάρα μου. Η Μ. κρατάει ήδη ένα στο στόμα της και μια εθελόντρια μας πλησιάζει ευγενικά «κορίτσια, αποφασίσαμε σήμερα να μην καπνίσουμε μπροστά στα παιδιά, αν δεν σας πειράζει.» Μιλάμε αγγλικά με τους εθελοντές. Οι περισσότεροι είναι από το Ιράν και μιλάνε φαρσί με τους πρόσφυγες.
Σε λίγο ένα μικρό αγόρι έρχεται δίπλα μας. Κάθεται στην κουβέρτα και μας χαμογελάει. Θα ναι δεν θα ναι 2 χρονών. Έχει μεγάλα μάτια και μακριές βλεφαρίδες, φαίνεται πως θέλει να παίξει. Ο Ακλιμπαν. Του μιλάω, τον γαργαλάω, ξεκαρδίζεται.
Ένα αγόρι γύρω στα 25 με σακίδιο στην πλάτη μας ρωτάει αν μιλάμε τούρκικα ή κουρδικά. Κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν κατέχει την τουρκική. Ρωτάει για την κοπέλα που είναι μόνη της δίπλα στο δέντρο. Του λέμε να μας την φέρει. Η Ναντίρα είναι μόνο 15 χρονών. Κρατάει τα ακουστικά του κινητού της και κάπως ντροπαλά μας χαμογελά.