του Δημήτρη Μπελαντή
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Από τον Ευρωκομμουνισμό στην Ευρωαριστερά: O «δημοκρατικός δρόμος» από στρατηγική κοινωνικής μετάβασης σε γενεαλογία ενός ηθικού credo1. Οι ήττες της εργατικής τάξης και ο ρόλος της Αριστεράς.
Οι περιπτώσεις της Βρετανίας και της Ιταλίας
Από τα τέλη του 1970 και εξής, η κυρίαρχη στρατηγική του αστισμού στη Δύση δεν είναι, πλέον, το κοινωνικό συμβόλαιο αλλά η καπιταλιστική αναδιάρθρωση.
Η κινητήρια δύναμη αυτής της διαδικασίας είναι η οξυμένη εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης και της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους με επίκεντρο τις δυο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και 1979.
Δεν θα σταθούμε εδώ στα αίτια της κρίσης, οι ερμηνείες για τα οποία ποικίλλουν ακόμη και εντός του μαρξιστικού στρατοπέδου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα επισημάνουμε το σημαντικό ρόλο της ίδιας της επιθετικής ταξικής πάλης εκ μέρους της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στα τέλη του ’60 και αρχές του ’70. Ένα μοντέλο ερμηνείας θεμελιωμένο αποκλειστικά στην άνοδο της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου (ο λόγος σ/μ) και στην αύξηση του σταθερού κεφαλαίου (σ) στη σχέση του προς το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) δεν θα ήταν επαρκές: θα παρέβλεπε τελείως τις εκρηκτικές συνέπειες της αναταραχής του ’60, την ανατίναξη της ταιυλορικής οργάνωσης της εργασίας και τη σημαντική πτώση του ποσοστού εκμετάλλευσης (υ/μ) ακριβώς εξαιτίας της καμπής αυτής της ταξικής πάλης.1
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση του Γιόαχιμ Χιρς. Ο Χιρς ξεκινά από την «κλασική» μαρξιστική θεωρία της πτώσης του ποσοστού κέρδους, η οποία θεωρεί την κρίση ως εξέλιξη εγγενών αντιφάσεων εντός της κεφαλαιακής σχέσης και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής (μεταξύ αυτών και της τάσης για αύξηση του λόγου σ/μ). Η «αναβαθμισμένη» μορφή της (όπου εδώ εντάσσει κυρίως τη «θεωρία της ρύθμισης», ιδίως το έργο του M. Aglietta, αλλά εν μέρει και τη θεωρία των «μακρών κυμάτων» του Ερνέστ Μαντέλ) προϋποθέτει μια σύνθετη στρατηγική εκ μέρους της άρχουσας τάξης για την μη εκδήλωση της κρίσης ή τη μετάθεσή της, την ύπαρξη δηλαδή ενός ηγεμονικού μηχανισμού εξαπόλυσης αντίρροπων τάσεων προς την όξυνση της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, ο Χιρς επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί από μια μηχανιστική ερμηνεία της κρίσης, η οποία είτε θα κατανοούσε την κρίση ως «τάση κατάρρευσης» είτε θα την εξηγούσε βάσει σιδερένιων οικονομικών νόμων χωρίς καμία εκτίμηση του πολιτικοιδεολογικού στοιχείου, του θεσμικού στοιχείου και τελικά της πάλης των τάξεων. Απαντώντας ουσιαστικά στην κριτική που έχει διατυπωθεί στις γερμανικές μαρξιστικές θεωρίες για λειτουργισμό και μηχανικισμό, ο Χιρς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οι δομικές κρίσεις του καπιταλισμού συμβαίνουν, όταν μέσα στο πλαίσιο ενός δεδομένου μοντέλου συσσώρευσης και ηγεμονικής δομής (ενός Reproduktionsmodus κατά την προσφιλή έκφραση του συγγραφέα) δεν είναι πλέον δυνατή η κινητοποίηση επαρκών αντίρροπων τάσεων στην πτώση του ποσοστού κέρδους και όταν η περαιτέρω αξιοποίηση του κεφαλαίου απαιτεί μετασχηματισμό αυτής της δομής, δηλαδή την επιβολή ενός νέου καπιταλιστικού σχηματισμού» («Φορντισμός και Μεταφορντισμός…», όπ.π. σ. 22).