Φυσικά τα νέα δεν είναι καινούρια. Όλα τα «χρόνια της κρίσης» η δικαστική εξουσία ακολούθησε όπως αναμενόταν την αυταρχικοποίηση της κρατικής εξουσίας. Από τον τρομονόμο 187Α, τον κουκουλονόμο, τις φυλακές τύπου Γ και τις ειδικές πολιτικές διώξεις των αναρχικών ως τις διώξεις συνδικαλιστών και τις πιο αφανείς εργατικές καταδίκες στις διαφορές με τα αφεντικά, οι δικαστές επιτέλεσαν και επιτελούν το θεάρεστο έργο τους στην σιωπηλή συγκρότηση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στο συγκεκριμένο νομικό πεδίο. Η οποία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης δεν είναι απλά η κακοδικία ή η αυθαιρεσία κάποιου συντηρητικού δικαστή αλλά η συνολική νομοθεσία που ψήφισε το ελ. κράτος δημοκρατικά… για την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού» και η εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας στα δικαστήρια. Η αρχή φυσικά έγινε με την 17Ν και, έκτοτε, όσο η κρίση εντεινόταν τόσο άγγιζε η νέα αυτή δικαιϊκή ισορροπία ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια. Διότι, πρέπει να σημειωθεί, πως η νέα ταξική ισορροπία ή, μάλλον, η νέα δυναμική συνθήκη πάλης, δεν αφορούσε ούτε αφορά μόνο τον «αναρχικό χώρο»· κάθε άλλο.
Σε αυτό το πλαίσιο, θεμελιώδες κρατικό ιδεολόγημα ασφάλειας αποτέλεσε η ρητορική περί τρομοκρατίας. Όχι τυχαία καθώς, όπως αποτελεί πλέον τετριμένη αναφορά, από το 2001 και ύστερα το παγκόσμιο δόγμα κρατικής ασφαλείας του μπλόκ της «Δύσης», αναφορικά με τον εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό, αποτέλεσε και αποτελεί η έννοια αυτή της τρομοκρατίας, ως τον νο1 υπαρξιακό/πολιτισμικό κίνδυνο του «δυτικού τρόπου» ζωής, ως τον Άλλο (οι τρομοκράτες…) που έλυσε τα χέρια της νομιμοποίησης περιφερειακών πολεμικών επεμβάσεων και απο-δημοκρατικοποίηση των… δημοκρατικών καθεστώτων. Το ελ. κράτος, ως μέλος του παγκοσμίως ηγεμονικού διακρατικού μπλοκ (NATO), δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Tα παραδείγματα είναι πολλά και τα δικαστικά «πραξικοπήματα» έχουν αντιμετωπιστεί – στο βαθμό που έχει γίνει, με μια ορισμένη κοινωνική πρακτική του ευρύτερου κινήματος. Άναλογα, είτε την οργανωμένη αλληλεγγύη είτε την ευρύτερη κοινωνική συγκυρία της πάλης, το κράτος νιώθει περισσότερο ή λιγότερο άνετα στο να σέρνει κόσμο στα δικαστήρια με τυπικές δικαιϊκές προφάσεις προκειμένου να ασκήσει πολιτικές διώξεις. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τα πρόσφατα τελευταία περιστατικά αφορούν το μέλος του Δικτύου Σπάρτακος Ν. Αργυρίου, τον Π. Καπετανόπουλο και φυσικά, το γκραν κινιόλ της Δικαιοσύνης Τ. Θεοφίλου. Φυσικά, δεν αφορούν όλα «τρομοκρατία», ωστόσο η συνθήκη που απαντά στην έννοια αυτή περιλαμβάνει πολιτικές – συνδικαλιστές διώξεις ως βασικό δικαιϊκό σώμα της «δικαιοσύνης εκτάκτου ανάγκης». Η επιταγή της ασφάλειας του κράτους έχει για αιχμή την τρομοκρατία αλλά χτίζεται σταδιακά με πολλά επίπεδα πολιτικών και φρονηματικών διώξεων. Τον Τ. Θεοφίλου τον συνέδεσαν με ΣΠΦ και παρ’ ότι η κατηγορία αυτή κατέπεσε, στη δίκη η εισαγγελέας πρότεινε την καταδίκη του και για αυτήν την κατηγορία.
Η κατηγορία της τρομοκρατίας έχει και αυτή διαβαθμίσεις. Ένας τρόπος που λειτουργεί είναι η ποινικοποίηση των προσωπικών σχέσεων ειδικά όταν δεν υπάρχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο και, ίσως σε αυτές τις περιπτώσεις, εμφανίζεται ο αληθινός πυρήνας της λογικής της: Εδώ εισερχόμαστε στον πυρήνα της λογικής του αστυνομικού κράτους – του κράτους εξαίρεσης κατ’ εξοχήν. Η απόδοση προθέσεων σε πολίτη λόγω κοινωνικών σχέσεων που δεν αποδεικνύουν, ωστόσο, κάποια συμμετοχή σε «τρομοκρατικές πράξεις» τείνει να γίνει μια στάνταρ πρακτική της Δικαιοσύνης. Η μερική απώλεια της θετικότητας του νόμου τουλάχιστον όσον αφορά τις δικαστικές διαδικασίες οδηγεί στην κρίση όχι πράξεων αλλά προθέσεων· προθέσεων που δεν μπορούν να αποδειχθούν θετικά, με βεβαιότητα, παρά μόνο με εικασίες οι οποίες αναγκαστικά στηρίζονται σε διάφορες κοινωνικοπολιτικές οπτικές οι οποίες αίρουν την νομική αντικειμενικότητα – ακόμα και αυτή την επίφαση που ισχύει πραγματικά.
Τελευταίο παράδειγμα είναι η 29χρονη παντεπιστημιακός Ηριάννα ΒΛ η οποία καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκισης λόγω προσωπικής σχέσης με πρώην κατηγορούμενο για συμμετοχή στην ΣΠΦ, ο οποίος απαλλάχτηκε πρωτόδικα από τις κατηγορίες! Το σκεπτικό, για άλλη μια φορά, περιλαμβάνει κάποιο «δείγμα dna» που κάποιο τσακάλι της αντιτρομοκρατικής ξετρύπωσε και αυτό αρκεί για να ξετυλιχθεί όλο το κουβάρι των σχέσεων και των κινήσεων ενός πολίτη. Και παρά τις αμφιβολίες για την όλη διαδικασία που κατέθεσε ειδικός επί του θέματος και παρά την πρωτόδικη αθώωση του συντρόφου της, η σχέση με τον οποίο αρκούσε –σύμφωνα με το δικαστήριο- για την καταδίκασή της! Εδώ έχουμε την επανάληψη ενός κοινού μοτίβου στις «δίκες τρομοκρατίας» ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση η καταδεικασθίσα δεν είναι καν μέλος «του αναρχικού χώρου» ούτε φέρεται η ίδια να συμμετείχε ποτέ σε διαδικασίες του κ.ο.κ – δεν φέρεται δηλ. ούτε κατά δήλωσή της να ασπάζεται κάποια «επικύνδινη ιδεολογία». Που σημαίνει οτι, με βάση την κρατική λογική, δεν υπάρχει κάποια ειδική πολιτική βαρύτητα στην συγκεκριμένη δίωξη – με την έννοια πως οι διώξεις των αναρχικών είναι κατεξοχήν πολιτικές, λόγω ιδεολογίας και πρακτικής.