Γράφει η Μαριέττα Σταμίρη
Η «τρέλα» είναι ένας όρος οικείος στην καθημερινή γλώσσα και στην ψυχιατρική επιστήμη προσδιορίζει την ψυχική ασθένεια, που εκδηλώνεται με απόκλιση από τα φυσιολογικά όρια της σκέψης, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ατόμου που πάσχει[1]. Ο «τρελός» που έχει μια εξωπραγματική αντίληψη του κόσμου[2] εξαπλώθηκε ως θέμα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία με το μικρό ποίημα «Το πλοίο των τρελών» (1494), μια διάσημη σάτιρα για την πορεία της ανθρωπότητας, λίγο πριν την Αναγέννηση, που πλέει ακαθοδήγητη στο πουθενά και οι άνθρωποι – επιβάτες «βρίσκονται στον κόσμο τους»[3] . Η σχέση λογοτεχνίας και τρέλας στην ιστορία της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας συνδέθηκε με αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν από τα μέσα του 18ου αιώνα σύμφωνα με τις οποίες η τρέλα αποτελεί μια σύνθετη μορφή σχέσεων μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας[4]. Στις αρχές του 20ου αιώνα η αναπαράσταση της τρέλας στο χώρο της μυθοπλασίας επεκτάθηκε στο χώρο της ψυχανάλυσης. Δυο από τις πρώτες δημοσιεύσεις του Φρόιντ αποτελούν τις πρώτες συστηματικές ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις λογοτεχνικού κειμένου[5], ενώ η φιλολογική ερμηνεία έρχεται να αποκαλύψει μέσω του κειμένου χαρακτηριστικά της αλήθειας και της αλήθειας του λογοτέχνη. Στη νεοελληνική λογοτεχνία, πρώτος ασχολήθηκε με το θέμα της τρέλας ο Διονύσιος Σολωμός, στο νεανικό του ποίημα «Η τρελή Μάνα», ενώ ο τρελός ως θεματικό μοτίβο ξεχώρισε στα τέλη του 19ου αιώνα μεταξύ άλλων στα έργα των Γ. Βιζυηνού, Μ. Μητσάκη, Δ. Βικέλα, Α. Εφταλιώτη, Α. Παπαδιαμάντη[6].

Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, ιδιαίτερα στην όψιμη διαδρομή της, συγγενεύει με τη λογοτεχνία του παραλόγου και το ψυχολογικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι[7]. Η σημασιοδότηση της ψυχικής συντριβής και της έννοιας της τρέλας στο έργο του Λειβαδίτη ποικίλει, καθώς η ποιητική διαδρομή του δημιουργού ακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις στη μεταπολεμική Ελλάδα και αναδεικνύει τις ανά περιόδους κοινωνικές και φιλοσοφικές του επιρροές. Στα πρώτα του έργα δεν έχουμε εγγραφές τρέλας γιατί το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται επαρκές να αντιμάχεται το κακό με ελπίδα και αισιοδοξία. Ο πάσχων άνθρωπος εμφανίζεται στα έργα που εκδόθηκαν από το 1957 κι έπειτα και αποκτά πολλαπλή υπόσταση γιατί συμβαδίζει με τις πολλαπλές επιδράσεις του ψυχικού κλονισμού που βίωσε ο ίδιος ο ποιητής προς τα τέλη του 1950. Στην ποιητική κοινωνία του Τάσου Λειβαδίτη κατοικεί ένας αντιπροσωπευτικός των κοινωνικών νοσημάτων της εποχής του μικρόκοσμος, ενταγμένος στα καφενεία, τα μαγειρεία, τα καπηλειά, τα μπαρ και σε διάφορες περιθωριακές «γωνιές και άκρες». Στο καπηλιό της συλλογής «Γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια» (1958) ο αναγνώστης συναντά ένα σωρό απίθανους τύπους, αλκοολικούς, απόκοσμους, δυστυχείς, καταφρονεμένους, απόκληρους της κοινωνίας που ακολούθησε τις αρνητικές συνέπειες της ήττας ύστερα από την περίοδο του αγώνα. Η κρίση που εμφανίστηκε στο κοινωνικό τοπίο αποτυπώθηκε στην ανθρώπινη παρουσία με τη στέρηση, τη δυστυχία, τη σύγχυση και μια ήρεμη, παράξενη τρέλλα που είναι αρρώστια από την οποία πάσχουν ίσως όλοι μας. Οι κυρίαρχοι μηχανισμοί μετά τον ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο επιχείρησαν να συγκαλύψουν με πολλούς τρόπους την ψυχική συντριβή και τον παραλογισμό που εκδηλώθηκαν στον άνθρωπο που έπαψε πια να ελπίζει ότι θα ζήσει σε ένα καλύτερο κόσμο. Το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής παρουσιάζει με ειρωνεία την αντίληψη που καλλιεργεί το αστικό καθεστώς ότι η παραφροσύνη είναι φαινόμενο βιολογικό, «αναπόσπα – / στο απ΄την ύπαρξη προκειμένου να μη συνδεθεί με τη δυστυχία που εντάθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο. Η μητέρα που ξυπνούσε τα βράδυα / κι ερχότανε στις μύτες των ποδιών να δει αν είσαι σκεπα – / σμένος, / τρελλάθηκε, οι συγκινήσεις της εποχής, διέγνωσαν οι γιατροί[8]. Την καλοσύνη και την αγνότητα στην ψυχή του ανθρώπου διαδέχεται η συντριβή και η τρέλα ως ένδειξη της απογοήτευσης όσων αγωνιστών επέζησαν του πολέμου κι έπρεπε να κάνουν μια νέα αρχή μέσα στο περιβάλλον των εχθρών που δεν προδιέγραφε τίποτα θετικό. Το ίδιο βασανιστικό βίωμα υπενθυμίζει ο ποιητής τριάντα περίπου χρόνια μετά όταν το μεγάλο ρολόι της Μητρόπολης, που είχε σταματήσει να λειτουργεί από το χτύπημα μιας σφαίρας τη νύχτα που παραδινόταν η πόλη, ξύπνησε κι άρχισε να χτυπάει την ίδια εκείνη ώρα, ειπώθηκε πως κάποιος τρελλός θ’ ανέβηκε μέχρι εκεί / θέλοντας να μας αναγκάσει να θυμηθούμε[9], τη στιγμή που καταβάλλεται μεθοδικά η προσπάθεια της εξουσίας να φιμώσει τον άνθρωπο, να αποσιωπήσει το παρελθόν με σκοπό να υποστεί η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία τις μεταβολές που αντιστοιχούν στην εκβιομηχάνιση και την υιοθέτηση δυτικών προτύπων με τα οποία τέθηκαν νέοι όροι ζωής. Περπατώντας στην πόλη με τους τρελούς, τα φώτα, η έλευση του καταναλωτικού πολιτισμού των μετεμφυλιακών χρόνων, φέρνουν τη σκόνη και τη σύγχυση. Η σκόνη σκεπάζει το παρελθόν και τα απραγματοποίητα όνειρα. Με την εμπλοκή του ανθρώπου στον πόλεμο, δεν πραγματοποιήθηκε η προοπτική μιας προλεταριακής επανάστασης. Παρά το εφιαλτικό βίωμα του στρατοπέδου και της εξορίας δεν αποκαταστάθηκε η κοινωνική δικαιοσύνη. Η παρουσία της τρέλας συμβαδίζει με το ανικανοποίητο αίτημα για ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη.

Στην ποιητική σύνθεση «Συμφωνία αρ. 1», η τρέλλα καθρεφτίζεται από τα θαμπά νυσταγμένα τζάμια στα χαμηλά καπηλιά της γης μαζί με το μεθύσι, τη δυστυχία / κι ένα κομμάτι απ’ την κατάφωτη αδιαφορία τ’ ουρανού. Με την αναφορά στους φτωχούς τρελούς και τα καπηλιά, χώρος που αντικατοπτρίζει όσο τίποτε άλλο τις κοινωνικές ανισότητες, στεγάζεται στο λειβαδιτικό χώρο η τρέλα ως δημιούργημα της εμφανούς αδιαφορίας των κυρίαρχων απέναντι στη φτώχια και την εξαθλίωση των μετεμφυλιακών χρόνων. Με την επισήμανση των κοινωνικών αντιθέσεων, τονίζεται η αλαζονεία των ισχυρών έναντι της αθωότητας και της ιερής ταπεινότητας των πεπλανημένων τρελών, αυτών που τώρα στερούνται της λογικής τους γιατί, γυμνοί και τραγικοί όσο ποτέ, αντιμετωπίζουν την απέραντη ψάχνοντας να δράσουν στον προστατευτικό των αξιών τους επινοημένο υπόκοσμο ως υγιείς τρελοί, αφού εκεί πραγματοποιούνται ακόμη τα παλιά όνειρα. Εκεί, σε μια διάσταση έξω από τον πραγματικό χρόνο, οι λειβαδιτικοί τρελοί φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα κι απομακρύνονται από τις αντίμαχες δυνάμεις, για να κερδίσουν τη χαμένη ελευθερία, να αποκαταστήσουν οι ίδιοι την ψυχική τους υγεία και να περισώσουν τον χαμένο αληθινό εαυτό. Στην ίδια ποιητική συλλογή, μια τρελλή περνάει / μ’ ένα πελώριο κόκκινο απαρχαιωμένο καπέλο. Το καπέλο εδώ παρουσιάζεται γελοίο και παράταιρο γιατί υπογραμμίζει την ένδεια της κατόχου του αλλά συγχρόνως συμβολίζει και ένα κόσμο υπερβατικό ο οποίος διαφυλάσσει την υπενθύμιση μιας αληθινής ζωής, χωρίς τις διαρκείς ταπεινώσεις από τους άλλους[10], ζωή η οποία αντιπαραβάλλεται με τη δυστυχία και τον εκπεσμό του ατόμου στο παρόν της αφήγησης. Το πλήθος παραμερίζει / χάχανα, σφυρίγματα, σκουντιές / μα εκείνη διαβαίνει ατάραχη κι ερειπωμένη / σαν τη φιγούρα ενός παλιού χαμένου καραβιού / που ταξιδεύει πάνω από τα γέλια, τα πειράγματα, τη μοίρα / εκεί / ανάμεσα στο θεό και τα πυροτεχνήματα[11]. Η τρελλή γυναίκα, ερειπωμένη όπως και η πολιτεία μέσα στην οποία πρέπει να δείχνει ατάραχη, ένδειξη υπερηφάνειας, παρόλο που σαν παλιό χαμένο καράβι έχει χάσει τον εαυτό της και ψυχικά συντετριμμένη βαδίζει ανάμεσα στα χαχανητά και τη χλεύη. Έτσι, η έννοια της τρέλας συμβολοποιείται για να υποδείξει αυτούς που γνώρισαν τη συμφορά του κοινωνικού ξεπεσμού και της παρακμής και ο εκπεσμός τους συμπίπτει με τον εκπεσμό των ιδανικών της ίδιας της κοινωνίας. Φαίνεται, ακόμη, η συμπόνοια του ίδιου του ποιητή που ξεχωρίζει τους τρελούς στο έργο του ως πρόσωπα πιο «ανθρώπινα» και τους προτείνει ως πρότυπο ηθικής ανωτερότητας κι ευαισθησίας σε αντιδιαστολή με τους διεφθαρμένους της υψηλής κοινωνίας. Είναι μια ιδιόμορφη προσωπικότητα η τρελλή γυναίκα. Ευαίσθητη κι ενάρετη και προικισμένη με ιδιότητες που πήγαν χαμένες: διαθέτει τη μαγική ικανότητα να ταξιδεύει ανάμεσα στο θεό και τα πυροτεχνήματα, στα όνειρα που έκανε στο παρελθόν σχεδιάζοντας τη ζωή έτσι όπως την ήθελε η ίδια. Πληγωμένη και ταπεινωμένη μέσα σε ένα χώρο συγκρουσιακό ανάμεσα στους φορείς της ανελευθερίας που εντείνουν τα κοινωνικά αδιέξοδα και τους διεκδικητές της ελευθερίας που επιβαρύνονται από αυτά, εν τέλει ταξιδεύει με το καπέλο της συγχωρώντας για όλη την επίγεια που στερήθηκε χαρά και καθαγιάζεται. Έτσι, επιτυγχάνεται η φυγή από το δυσβάσταχτο παρόν και η μετάβαση του χαμένου παράφρονα εαυτού από το χώρο των κίβδηλων υποσχέσεων σε ένα υπερκόσμιο χώρο στον οποίο ανακτά και πάλι τον αληθινό εαυτό, την αλήθεια των αλλοτινών ονείρων και την ομορφιά του αληθινού και του ανθρώπινου. Οι αλλοπαρμένες πόλεις[12] την αποκατάσταση αυτή επιζητούν.
Η τρέλα υπήρξε ο απόηχος που έφερε η αίσθηση της ματαιότητας του πολέμου, η αποτύπωση της ψυχικής ήττας και η απογοήτευση των αγωνιστών της Αριστεράς από το ανεκπλήρωτο του συντροφικού ονείρου, υπήρξε ως η φυσική εξέλιξη που έφερε η διάψευση κάθε προσδοκίας και οι υπαρξιακού τύπου ανησυχίες. Στους στίχους Εγώ δαγκώνοντας σαν τρελός, τις νύχτες, την κραυγή της / νιότης μου / που έφυγε – χωρίς λίγη αγάπη να κρύψω τα μάτια μου, / χωρίς λίγη δόξα να σκεπάσω τα γδαρμένα αλκοολικά κόκα – / λά μου[13]συρρικνώνεται η αίσθηση της αδικίας που ο άνθρωπος δεν πρόφτασε να υλοποιήσει τα μεγάλα του όνειρα. Η ροή του χρόνου ήταν αναπότρεπτη και απέκλεισε από κάθε εκ νέου προσπάθεια για μελλοντικές επιτυχίες. Η τρέλα του υποκειμένου εντείνεται από την αμετάκλητη συνθήκη οι σύντροφοί του να παραμείνουν πάντοτε άκλαυτοι, αδικαίωτοι, σχεδόν άταφοι αφού ποτέ δεν τους αποδόθηκαν οι τιμές που πρέπουν σε ήρωες. Ταπεινωμένος κι αδύναμος, χωρίς την αγάπη και την αναμενόμενη αναγνώριση των αγώνων του, βρίσκει παρηγοριά στο αλκοόλ που γίνεται το μέσο διαφυγής από την τραγική πραγματικότητα, τον ασφυκτικό κοινωνικό κλοιό, τα αδιέξοδα. Η τρέλα όμως που εμφανίζεται ως ένδειξη κοινωνικής φθοράς, υπηρετεί και άλλες λειτουργίες για το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής Καντάτα: γίνεται αιτία για πολιτική δράση και κινητοποίηση, γιατί συνδέθηκε με τη δυστυχία και γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ’ ανα – / σηκώνει πάνω απ’ τον εαυτό σου, / ως την παραίσθηση και την τρέλλα και την προφητεία, / και τη μοίρα – κι ακόμα ψηλότερα, / ως τη δικαιοσύνη, αναφωνεί, μεταφέροντας το μήνυμα ότι ο ανθρώπινος πόνος δίνει στον άνθρωπο την ακλόνητη θέληση να νικήσει τις δυσκολίες και ως άλκιμος αγωνιστής να διεκδικεί αυτό που στερείται και ό, τι τον φέρνει αντιμέτωπο με την παραφροσύνη. Οι πληγές και η ταπείνωση είναι που τον ωθούν στη μάχη ανυποχώρητο και με αυτές ξεπερνά τον ίδιο του τον εαυτό για να μπορεί να εκπληρώσει τους υψηλούς στόχους του[14], για να γεννηθεί κάποτε / ένα τραγούδι.

Το λογοτεχνικό μοτίβο της τρέλας μεταβλήθηκε μέσα από τις κοινωνικές μεταβολές που ακολουθεί το έργο του Τάσου Λειβαδίτη και συντονίστηκε με το αξιακό σύστημα του λειβαδιτικού ήρωα. Το παράλογο, το κομματιασμένο, το ασυνάρτητο συνθέτουν τα χαρακτηριστικά της γραφής του κυρίως στα ποιήματα που έγραψε από το 1972 κι έπειτα. Για να συμπαρασταθεί στους αδικημένους παράφρονες, ο ποιητής κατασκευάζει το χώρο ενός γυμνού, φτωχού ασύλου που είναι άγνωστο από όλους και μόνο η βροχή το γνωρίζει[15]. Στο χώρο του ασύλου, αποκλειστικά χώρος για ψυχικά διαταραγμένους, φωλιάζουν οι αδικημένοι του για να μην ευτελίζονται στον έξω κόσμο της αστικής ευδαιμονίας. Στις εγγραφές τρέλας της περιόδου αυτής φαίνεται περίτρανα πως κυριάρχησε στις δυτικές κοινωνίες ο ηθικά χρεωκοπημένος και παράλογος κόσμος της κατανάλωσης και της ηδονής, ύστερα από την τραγική διάψευση της ελπίδας που δημιούργησε η μεγάλη Ρώσικη Επανάσταση και η νίκη στο μεγάλο αντιφασιστικό πόλεμο για την οποία θυσιάστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι[16]. Η τρελή γυναίκα θήλαζε το ξύλινο κουτάλι γιατί ο άντρας της δε γύρισε ποτέ από το στρατόπεδο του πολέμου να μεγαλώσουν το παιδί που υπονοείται πως χάθηκε από την πείνα και τις στερήσεις. Η κοινωνική ένταξη των εγκλείστων και η προσαρμογή στο χώρο του αντιπάλου είναι τόσο αδύνατη, ώστε χρειάζεται κι ένας οικογενειακός γιατρός για να γιατρέψει το ψυχικό κενό που χτίζεται συστηματικά στον αντιφατικό παράλογο κόσμο. Η υγρασία και οι πεσμένοι τοίχοι, η διακόσμηση που απευθύνεται μόνο σε απόβλητους δείχνουν ότι το απηνές πολιτικό σύστημα, με νέους αόρατους και πιο αδυσώπητους αντιπάλους από αυτούς που υπήρχαν στο παρελθόν, αναγκάζει τον άνθρωπο να κινεί τις φτερούγες του μέσα στον ύπνο του / μανιακού, να ζει τη ζωή του ως ελεύθερος – πολιορκημένος, ζωντανός – νεκρός στην άκρη της στέγης, αποκλειστικά στο περιθώριο. Το συνειδητοποιημένο και ψυχικά τραυματισμένο ποιητικό υποκείμενο ψυχικά τραυματισμένο καταφεύγει σε έναν παραλογισμό με υπαρξιακού είδους ανησυχίες: κι όπως σκοτείνιαζε, ένα φθινόπωρο άθλιο, μάζεψα ό,τι / είχε απομείνει και φώναξα τον πλανόδιο έμπορο, «δε θέλω / λεφτά, του λέω, μόνο καθώς θα στρίβεις το δρόμο, να πεις / σιγανά τ’ όνομά μου»[17]. Βουλιαγμένος στο αδιέξοδο, τη μοναξιά, τη θλίψη, τον πόνο, τη στέρηση, τον υλικό ευδαιμονισμό αναρωτιέται για την αξία και τη σκοπιμότητα της ζωής και αν υπάρχει λίγος τόπος άδειος μες/ στη ζωή μας, να μείνουμε κι εμείς. Η διαπίστωση ότι τη ζωή του οφείλει να τη ζει όπως τη διαμορφώνει το αλλοτριωτικό αστικό σύστημα φέρνει κάποτε θυμό, αγανάκτηση – ποιος είναι τάχα ο / παρείσακτος – και μια δυνατή κραυγή: παρείσακτοι και αληθινοί νεκροί είναι στην πραγματικότητα οι ίδιοι οι κατακτητές που έκλεψαν τις ζωές ενός ολόκληρου λαού και γι’ αυτό σκεπάζουν τους καθρέ – / φτες, για να μη δούμε ποιος είναι ο αληθινός νεκρός.
Παρόμοια είναι και η κατασκευή της τρέλας στη συλλογή Τυφλός με τον λύχνο. Η απέραντη μοναξιά μέσα σε περιβάλλον ολοκληρωτικής στέρησης διαταράσσει την ψυχική υγεία του ατόμου που υποβάλλεται σε ανάκριση για τη σκέψη των μεγάλων του ονείρων. Ο ποιητής χτίζει κι εδώ για τον ταπεινωμένο ήρωά του μια ζεστή φωλιά – χώρο λύτρωσης: ο ήρωας κινείται αντιδεοντολογικά και φτιάχνει έναν φαντασιακό κόσμο στον οποίο χωρούν μόνο όνειρα[18]. Στον κόσμο του η είσοδος δεν επιτρεπόταν παρά μόνο σ’ εκείνους τους φτω – / χούς τρελούς που φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα – / μαντεύοντας αόριστα ότι για να μπουν στο μυστήριο / πρέπει ν’ αφήσουν έξω τον εαυτό τους[19]. Τα πουλιά, οι σκάλες και τα δέντρα δεν είναι παρά οι σύνδεσμοι με τον υπερβατικό κόσμο. Το μέσο μεταφοράς του μοναχικού ανθρώπου σε μια πολιτεία φωτισμένη διαφορετικά[20] στην οποία η ζωή διαδραματίζεται στο βάθος της ψυχής, μακριά από την καθημερινή εμπειρία. Ο επινοημένος κόσμος είναι μειονοτικός, η είσοδος γίνεται επιλεκτικά. Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι τρελοί που είναι φτωχοί, είναι άνθρωποι του λαού που δεν αντέχουν το εξω-κοινοτικό βασανιστικό και εχθρικό στις ενδόμυχες επιθυμίες τοπίο. Έτσι, η λογική γέρνει στην πλευρά των απόκληρων μιας στερητικής και απάνθρωπης κοινωνίας, κάτι που ανατρέπει τον ορισμό της ψυχικής διαταραχής και οδηγεί στη διατύπωση της αντίθεσης «λογικοί τρελοί» – «ανόητοι ενταγμένοι, οχυρωμένοι στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας». Στη συγκρουσιακή σχέση του διλλήματος «παραφροσύνη ή αφομοίωση» ο ποιητή νοηματοδοτεί θετικά την πρώτη.
Αυτή η συναρπαστική ερμηνεία του μοτίβου του τρελού συναντάται σε όλη τη διαδρομή της όψιμης περιόδου του λειβαδιτικού έργου, όταν το παράλογο συγγενεύει με το σωτήριο και το λυτρωτικό. Και φυσικά υπάρχουν λόγοι που κοιτάζω πάντα κάτω – κάπου / είναι πεταμένο ένα κλειδί, που αν το βρεις σώθηκες: θα ξεκλειδώ – / σεις το χέρι του τρελού / και τότε θα ‘ναι στη διάθεσή σου το άσπρο άλογο[21]. Ο απεγκλωβισμός από το σκληρό σύστημα με τις άνισες ταξικές του διαρθρώσεις θα έρθει από τα κάτω, από τον άνθρωπο του λαού που υφίσταται την εκμετάλλευση κι έχει για οδηγό του το χέρι του τρελού, το μέσο της σωτηρίας. Ο τρελός του Λειβαδίτη είναι μια ταπεινή και ήρεμη δύναμη που την κατάλληλη στιγμή μπορεί να υποδείξει τον δρόμο της λύτρωσης του βασανισμένου από την ιδιόρρυθμη παραφροσύνη του σύγχρονου κόσμου, να απελευθερώσει από τη δίνη του παραλόγου και τα δεσμά της εκμετάλλευσης. Το χέρι του τρελού γίνεται ένας πολιτισμικός θησαυρός, μια μικρή κιβωτός στην οποία εμφωλεύει το άσπρο άλογο, η πνευματική πρόοδος και η ελευθερία. Αναμφισβήτητα, ο τρελός ως σανίδα σωτηρίας της ανθρωπότητας γίνεται πρότυπο με το οποίο ταυτίζεται ο ποιητής χρησιμοποιώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση[22]. Εγώ είχα ένα μόνο πρόσωπο, γι’ αυτό και μ’ έκλεισαν στο άσυλο[23]. Βάρβαρες φυλές, εκμεταλλευτικές δυνάμεις αποβάλλουν τον ήρωα εγκλωβίζοντάς τον σε άσυλο. Η αντίθεση εκμεταλλευτής – εκμεταλλευόμενος αντιστοιχεί στην αντίθεση ανήθικο – ηθικό. Οι κατακτητές δεν έχουν ένα μόνο πρόσωπο αλλά πολλά και οι κώδικες της ηθικής τους αντιβαίνουν σε αυτούς του ήρωα που έχει μόνο ένα πρόσωπο, είναι ειλικρινής, έντιμος και αθώος και γι’ αυτό πρέπει να κρατείται στο άσυλο της απομόνωσης[24]. Η απομόνωση δεν είναι εδώ το κλείσιμο στον εαυτό ως μηχανισμός άμυνας στην υπονομευμένη εξωτερική πραγματικότητα αλλά η υπαγόρευση της αντίπαλης ιδεολογίας που βυθίζει τον ήρωα σε απέραντη θλίψη και δομείται στο σχήμα «θέλω αλλά αδυνατώ» ή οδηγεί σε ψυχικό αναβρασμό – παραλήρημα[25]: …μόνον / εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω: «σύντροφοι», σαν / ν’ απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή…[26]. Έχουμε επαναφορά στο θέμα των εξαπατημένων συντρόφων, η άσβεστη ανάμνηση των οποίων γίνεται το μέσο με το οποίο κρατιέται ζωντανός και αδιάφθορος μέσα στην κοινωνία της αντίπαλης ιδεολογίας[27], γιατί η συντροφικότητα τροφοδοτεί την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον κι έτσι εδώ έχει τη δύναμη να σηκωθεί και να φωνάξει. Το παράδοξο του τρελού ήρωα, ο λόγος του οποίου δεν είναι ασυνάρτητος όπως θα περίμενε κανείς από ένα τρελό, αλλά μπορεί να προσεγγίσει γνωστικά και συναισθηματικά τον κόσμο γύρω του και να εκφέρει τα μηνύματα που έρχονται από αυτόν, συνιστά την ηθική νίκη έναντι της στρατιωτικής. Μάλιστα μόνον εγώ, δηλαδή κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο τον αφηγητή δε μπορεί να αποκαλύψει το βάρος του παρελθόντος, να απονείμει τη δικαιοσύνη, να αποκαταστήσει το ηθικά ορθό. Η ορθότητα εντοπίζεται αποκλειστικά στο λόγο ενός ανθρώπου και μάλιστα τρελού που δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο ποιητής. Μόνο αυτός με την ποίησή του[28] μπορεί να απαντάει στην ατέλειωτη σιωπή, την απόλυτη και σκόπιμη αποσιώπηση του μεγάλου γεγονότος: οι νικημένοι ήρωες – ένας εκ των οποίων και ο ήρωας της ενότητας – υπηρέτησαν πιστά και γενναία τις σημαίες τους και τα ιδανικά τους με σκοπό να βοηθήσουν τον Άνθρωπο ενώ στο παρόν όσοι ηγεμονεύουν είναι μη οραματιστές και μη καταξιωμένοι πνευματικά. Υποβιβάζουν την έννοια του Ανθρώπου και αδυνατούν να οικοδομήσουν ένα υγιές σύστημα ηθικών αξιών[29]. Τίθεται έτσι το ζήτημα επαναπροσδιορισμού της ερμηνείας των όρων «τρέλα» και «λογική». Η άρχουσα τάξη εκπροσωπεί την ορθολογική πλευρά του κόσμου αλλά η παρουσία του τρελού με την ιδιότητα του ποιητή είναι που επιτελεί κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες στο κοινωνικό σύνολο: μόνο αυτή διαθέτει την πνευματική δύναμη που μπορεί να γίνει εφαλτήριο για την κοινωνική αλλαγή προς όφελος του Ανθρώπου.
Το τέλος ήταν απροσδόκητο, με τον καπνό να μου γνέφει πάνω / απ’ το σταθμό, με τους τρελούς που ψάχνανε για ένα κομμάτι / κιμωλία κι εκείνους τους χλωμούς άντρες με τα τύμπανα που φτά / νουν όταν δεν υπάρχει έλεος πια[30]. Η τρέλα στο έργο του Λειβαδίτη από περίπτωση ιατρικής νόσου μετατρέπεται σε ανώτερη μορφή κοινωνικής υγείας[31]. Αρχικά, η παρουσία του τρελού εμφανίζεται στο ως απόρροια των φθαρμένων και αλλοτριωμένων κοινωνικών δομών, στη συνέχεια αποτυπώνει τη στρατιωτική, ιδεολογική και ψυχική ήττα των νικημένων αγωνιστών της Αριστεράς και καταλήγει με τους τρελούς που ψάχνανε για ένα κομμάτι / κιμωλία, γιατί αυτούς τους αγγίζει ό, τι υμνεί τις αληθινές ομορφιές στη ζωή, η μαγεία των παιδικών χρόνων, τα εφηβικά όνειρα, οι πρώτοι έρωτες, οι ανοιξιάτικες ευωδιές, ο λαός και οι μόχθοι του. Η κιμωλίασυμβολίζει τα όνειρα αλλά και το ένα μεγάλο όνειρο της απελευθέρωσης του Ανθρώπου που, με τις απεριόριστες δυνατότητες που διαθέτει, θα φτάσει ψηλά, όνειρο στο οποίο πίστεψε βαθιά ο Λειβαδίτης. Εξάλλου, ο πληθυντικός αριθμός (με τους τρελούς) παραπέμπει στο συντροφικό «εμείς» που στο έργο του Λειβαδίτη ποτέ δεν παύει να υπάρχει. Το ζεύγος τέλος – κιμωλία συναρτάται με το ζεύγος εκπεσμός –όνειρο. Το απροσδόκητο τέλος των κοινωνικών αγώνων σήμανε έναν ατομικό και κοινωνικό εκπεσμό. Η τρέλα όμως άλλοτε εγκλωβίζει το υποκείμενο κι άλλοτε είναι εμπειρία λυτρωτική. Γιατί η κιμωλία βρίσκεται στα χέρια των τρελών με την οποία είναι σε θέση να σχεδιάσουν την ουτοπία εκείνη που ίσως να’ ναι υλοποιήσιμη και να βρίσκεται στη διάθεση της ανθρωπότητας.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Τάσος Λειβαδίτης: Συμφωνία αρ. 1 (1957)
- Γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958)
- Καντάτα (1960)
- Οι τελευταίοι (1966)
- Νυχτερινός επισκέπτης και άλλα διηγήματα (1972)
- Οι τρεις (1975)
- Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979)
- Ο τυφλός με το λύχνο (1983)
- Ποίηση Β’ (1987)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξίου, Χρίστος, Βίωσε και εξέφρασε την τραγωδία του ανθρώπου στον αιώνα του, στον συλλ. τόμο «Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», Στίξις, 2017.
Θέμου, Άννα, Μέθη και όνειρο: Το αλκοόλ στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, περ. Οδός Πανός, 2008, τχ. 140.
Καρακίτσιος, Ανδρέας, Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, περ. Ρωγμές, 2008, τχ. 9.
Κρεμμυδάς, Κώστας, Τα προαιώνια ανεξόφλητα χρέη στον άνθρωπο, στον συλλ. τόμο «Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», στίξις, 2017.
Μαρκόπουλος, Γιώργος, Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, Εκάτη, 2009.
Παππάς, Γιάννης και Παππάς, Ευάγγελος, Η τρέλα και το παράλογο στην ελληνική λογοτεχνία. Από τον Σολωμό μέχρι τις μέρες μας, Διαπολιτισμός, 2013.
Σταμίρη, Μαριέττα, Ανιχνεύσεις της πολιτικής ιδεολογίας στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, μεταπτ. διατριβή, Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ, 2016.
Φιλοκύπρου, Έλλη, Το ναυάγιο του ταξιδιώτη μπρος στο αλφάβητο: η επικοινωνιακή διάσταση της ποίησης του Τάσου Λειβαδίτη, στον συλλ. τόμο «Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», στίξις, 2017.
[1] Βλ. Παππάς, Ε., σελ. 8 – 9.
[2] Η ικανότητα ελέγχου της πραγματικότητας είναι διαταραγμένη. Βλ. Παππάς, Ε., σελ. 9.
[3] Βλ. Παππάς, Ε., σελ. 18.
[4] Στα τέλη του 18ου αιώνα, με τη γένεση του ασύλου, οι τρελοί έπαψαν να θεωρούνται φορείς ιερών μορφών γνώσης και να διαπλέκονται με τις δαιμονιακές δυνάμεις και έγιναν «ασθενείς». Βλ. Καρακίτσιος, Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, άρθρο και Παππάς, Γ., σελ. 17.
[5] Καρακίτσιος, Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, άρθρο.
[6]Βλ. Παππάς, Γ., σελ. 20 – 21 και Καρακίτσιος, Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, άρθρο.
[7] Βλ. Φιλοκύπρου, Έλλη, σελ. 213.
[8] Από την ποιητική του συλλογή Γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958).
[9] Από την ποιητική του συλλογή Ποίηση Β’ (1987).
[10] Βλ. Θέρου, Άννα, σελ. 23 – 24 και Μαρκόπουλος, Γ.,σελ. 141.
[11] Από την ποιητική του συλλογή Συμφωνία αρ. 1 (1957).
[12] Από την ποιητική του συλλογή Συμφωνία αρ. 1 (1957).
[13] Από την ποιητική του συλλογή Οι τελευταίοι (1966).
[14] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 143.
[15] Από την ποιητική του συλλογή Οι τρεις (1975).
[16] Βλ. Αλεξίου, Χ., σελ. 36 – 37.
[17] Από την ποιητική του συλλογή Οι τρεις (1975).
[18] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 211.
[19] Ποίημα «Απαγορεύεται η είσοδος», της ποιητικής του συλλογής Ο τυφλός με το λύχνο (1983).
[20] Βλ. την άποψη του Μαρκόπουλου, Γ., για τον συμβολισμό της σκάλας στην ποίηση του Λειβαδίτη, 2009, 39.
[21] «Το άσπρο άλογο», της ποιητικής του συλλογής Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979).
[22] Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εμφανίζεται περισσότερο σε μεταπολεμικά κείμενα του 20ού αιώνα, οι αναλύσεις των οποίων ανιχνεύονται αναφορικά με την τρέλα. Βλ. άρθρο Καρακίτσιου Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα.
[23] Ποίημα «Απλά συμβάντα», ενότητα Διασπορά, της ποιητικής του συλλογής Νυχτερινός επισκέπτης και άλλα διηγήματα (1972).
[24] Έχουμε έμμεσα αναφορά στο προσωπικό βίωμα του ποιητή. Ο Τάσος Λειβαδίτης, μετά τον Εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Ελλάδα στο διάστημα 1946-1949, υπήρξε εξόριστος για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, τον Άη Στράτη και τη Μακρόνησο (την τετραετία 1948-1952).
[25] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 234 – 236.
[26] «Εις μνήμην», από την ποιητική συλλογή Ο τυφλός με το λύχνο (1983).
[27] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 220.
[28] Για τον Λειβαδίτη, η ποίηση ήταν χρέος απέναντι στον εαυτό του αλλά και στους νεκρούς συντρόφους του που ανέλαβε το βάρος να τους κρατά ζωντανούς. Βλ. Κρεμμυδάς, σελ. 115.
[29] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 176.
[30] Ποίημα «Εξόφληση», Ενότητα Διασπορά, ποιητική συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης και άλλα διηγήματα (1972).
[31] Βλ. Καρακίτσιος, Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, άρθρο και Παππάς, Γ., σελ. 14.