Εκπεσμός και Όνειρο. Η τρέλα στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη…


Γράφει η Μαριέττα Σταμίρη

Η «τρέλα» είναι ένας όρος οικείος στην καθημερινή γλώσσα και στην ψυχιατρική επιστήμη προσδιορίζει την ψυχική ασθένεια, που εκδηλώνεται με απόκλιση από τα φυσιολογικά όρια της σκέψης, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ατόμου που πάσχει[1]. Ο «τρελός» που έχει μια εξωπραγματική αντίληψη του κόσμου[2] εξαπλώθηκε ως θέμα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία με το μικρό ποίημα «Το πλοίο των τρελών» (1494), μια διάσημη σάτιρα για την πορεία της ανθρωπότητας, λίγο πριν την Αναγέννηση, που πλέει ακαθοδήγητη στο πουθενά και οι άνθρωποι – επιβάτες «βρίσκονται στον κόσμο τους»[3] . Η σχέση λογοτεχνίας και τρέλας στην ιστορία της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας συνδέθηκε με αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν από τα μέσα του 18ου αιώνα σύμφωνα με τις οποίες η τρέλα αποτελεί μια σύνθετη μορφή σχέσεων μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας[4]. Στις αρχές του 20ου αιώνα η αναπαράσταση της τρέλας στο χώρο της μυθοπλασίας επεκτάθηκε στο χώρο της ψυχανάλυσης. Δυο από τις πρώτες δημοσιεύσεις του Φρόιντ αποτελούν τις πρώτες συστηματικές ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις λογοτεχνικού κειμένου[5], ενώ η φιλολογική ερμηνεία έρχεται να αποκαλύψει μέσω του κειμένου χαρακτηριστικά της αλήθειας και της αλήθειας του λογοτέχνη. Στη νεοελληνική λογοτεχνία, πρώτος ασχολήθηκε με το θέμα της τρέλας ο Διονύσιος Σολωμός, στο νεανικό του ποίημα «Η τρελή Μάνα», ενώ ο τρελός ως θεματικό μοτίβο ξεχώρισε στα τέλη του 19ου αιώνα μεταξύ άλλων στα έργα των Γ. Βιζυηνού, Μ. Μητσάκη, Δ. Βικέλα, Α. Εφταλιώτη, Α. Παπαδιαμάντη[6].

πίνακας του Zουάν Μιρό
πίνακας του Zουάν Μιρό

Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, ιδιαίτερα στην όψιμη διαδρομή της, συγγενεύει με τη λογοτεχνία του παραλόγου και το ψυχολογικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι[7]. Η σημασιοδότηση της ψυχικής συντριβής και της έννοιας της τρέλας στο έργο του Λειβαδίτη ποικίλει, καθώς η ποιητική διαδρομή του δημιουργού ακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις στη μεταπολεμική Ελλάδα και αναδεικνύει τις ανά περιόδους κοινωνικές και φιλοσοφικές του επιρροές. Στα πρώτα του έργα δεν έχουμε εγγραφές τρέλας γιατί το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται επαρκές να αντιμάχεται το κακό με ελπίδα και αισιοδοξία. Ο πάσχων άνθρωπος εμφανίζεται στα έργα που εκδόθηκαν από το 1957 κι έπειτα και αποκτά πολλαπλή υπόσταση γιατί συμβαδίζει με τις πολλαπλές επιδράσεις του ψυχικού κλονισμού που βίωσε ο ίδιος ο ποιητής προς τα τέλη του 1950. Στην ποιητική κοινωνία του Τάσου Λειβαδίτη κατοικεί ένας αντιπροσωπευτικός των κοινωνικών νοσημάτων της εποχής του μικρόκοσμος, ενταγμένος στα καφενεία, τα μαγειρεία, τα καπηλειά, τα μπαρ και σε διάφορες περιθωριακές «γωνιές και άκρες». Στο καπηλιό της συλλογής «Γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια» (1958) ο αναγνώστης συναντά ένα σωρό απίθανους τύπους, αλκοολικούς, απόκοσμους, δυστυχείς, καταφρονεμένους, απόκληρους της κοινωνίας που ακολούθησε τις αρνητικές συνέπειες της ήττας ύστερα από την περίοδο του αγώνα. Η κρίση που εμφανίστηκε στο κοινωνικό τοπίο αποτυπώθηκε στην ανθρώπινη παρουσία με τη στέρηση, τη δυστυχία, τη σύγχυση και μια ήρεμη, παράξενη τρέλλα που είναι αρρώστια από την οποία πάσχουν ίσως όλοι μας. Οι κυρίαρχοι μηχανισμοί μετά τον ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο επιχείρησαν να συγκαλύψουν με πολλούς τρόπους την ψυχική συντριβή και τον παραλογισμό που εκδηλώθηκαν στον άνθρωπο που έπαψε πια να ελπίζει ότι θα ζήσει σε ένα καλύτερο κόσμο. Το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής παρουσιάζει με ειρωνεία την αντίληψη που καλλιεργεί το αστικό καθεστώς ότι η παραφροσύνη είναι φαινόμενο βιολογικό, «αναπόσπα – / στο απ΄την ύπαρξη προκειμένου να μη συνδεθεί με τη δυστυχία που εντάθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο. Η μητέρα που ξυπνούσε τα βράδυα / κι ερχότανε στις μύτες των ποδιών να δει αν είσαι σκεπα – / σμένος, / τρελλάθηκε, οι συγκινήσεις της εποχής, διέγνωσαν οι γιατροί[8]. Την καλοσύνη και την αγνότητα στην ψυχή του ανθρώπου διαδέχεται η συντριβή και η τρέλα ως ένδειξη της απογοήτευσης όσων αγωνιστών επέζησαν του πολέμου κι έπρεπε να κάνουν μια νέα αρχή μέσα στο περιβάλλον των εχθρών που δεν προδιέγραφε τίποτα θετικό. Το ίδιο βασανιστικό βίωμα υπενθυμίζει ο ποιητής τριάντα περίπου χρόνια μετά όταν το μεγάλο ρολόι της Μητρόπολης, που είχε σταματήσει να λειτουργεί από το χτύπημα μιας σφαίρας τη νύχτα που παραδινόταν η πόλη, ξύπνησε κι άρχισε να χτυπάει την ίδια εκείνη ώρα, ειπώθηκε πως κάποιος τρελλός θ’ ανέβηκε μέχρι εκεί / θέλοντας να μας αναγκάσει να θυμηθούμε[9]τη στιγμή που καταβάλλεται μεθοδικά η προσπάθεια της εξουσίας να φιμώσει τον άνθρωπο, να αποσιωπήσει το παρελθόν με σκοπό να υποστεί η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία τις μεταβολές που αντιστοιχούν στην εκβιομηχάνιση και την υιοθέτηση δυτικών προτύπων με τα οποία τέθηκαν νέοι όροι ζωής. Περπατώντας στην πόλη με τους τρελούς, τα φώτα, η έλευση του καταναλωτικού πολιτισμού των μετεμφυλιακών χρόνων, φέρνουν τη σκόνη και τη σύγχυση. Η σκόνη σκεπάζει το παρελθόν και τα απραγματοποίητα όνειρα. Με την εμπλοκή του ανθρώπου στον πόλεμο, δεν πραγματοποιήθηκε η προοπτική μιας προλεταριακής επανάστασης. Παρά το εφιαλτικό βίωμα του στρατοπέδου και της εξορίας δεν αποκαταστάθηκε η κοινωνική δικαιοσύνη. Η παρουσία της τρέλας συμβαδίζει με το ανικανοποίητο αίτημα για ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη.

πίνακας του Zουάν Μιρό
πίνακας του Zουάν Μιρό

Στην ποιητική σύνθεση «Συμφωνία αρ. 1», η τρέλλα καθρεφτίζεται από τα θαμπά νυσταγμένα τζάμια στα χαμηλά καπηλιά της γης μαζί με το μεθύσι, τη δυστυχία / κι ένα κομμάτι απ’ την κατάφωτη αδιαφορία τ’ ουρανού. Με την αναφορά στους φτωχούς τρελούς και τα καπηλιά, χώρος που αντικατοπτρίζει όσο τίποτε άλλο τις κοινωνικές ανισότητες, στεγάζεται στο λειβαδιτικό χώρο η τρέλα ως δημιούργημα της εμφανούς αδιαφορίας των κυρίαρχων απέναντι στη φτώχια και την εξαθλίωση των μετεμφυλιακών χρόνων. Με την επισήμανση των κοινωνικών αντιθέσεων, τονίζεται η αλαζονεία των ισχυρών έναντι της αθωότητας και της ιερής ταπεινότητας των πεπλανημένων τρελών, αυτών που τώρα στερούνται της λογικής τους γιατί, γυμνοί και τραγικοί όσο ποτέ, αντιμετωπίζουν την απέραντη ψάχνοντας να δράσουν στον προστατευτικό των αξιών τους επινοημένο υπόκοσμο ως υγιείς τρελοί, αφού εκεί πραγματοποιούνται ακόμη τα παλιά όνειρα. Εκεί, σε μια διάσταση έξω από τον πραγματικό χρόνο, οι λειβαδιτικοί τρελοί φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα κι απομακρύνονται από τις αντίμαχες δυνάμεις, για να κερδίσουν τη χαμένη ελευθερία, να αποκαταστήσουν οι ίδιοι την ψυχική τους υγεία και να περισώσουν τον χαμένο αληθινό εαυτό. Στην ίδια ποιητική συλλογή, μια τρελλή περνάει / μ’ ένα πελώριο κόκκινο απαρχαιωμένο καπέλο. Το καπέλο εδώ παρουσιάζεται γελοίο και παράταιρο γιατί υπογραμμίζει την ένδεια της κατόχου του αλλά συγχρόνως συμβολίζει και ένα κόσμο υπερβατικό ο οποίος διαφυλάσσει την υπενθύμιση μιας αληθινής ζωής, χωρίς τις διαρκείς ταπεινώσεις από τους άλλους[10], ζωή η οποία αντιπαραβάλλεται με τη δυστυχία και τον εκπεσμό του ατόμου στο παρόν της αφήγησης. Το πλήθος παραμερίζει / χάχανα, σφυρίγματα, σκουντιές / μα εκείνη διαβαίνει ατάραχη κι ερειπωμένη / σαν τη φιγούρα ενός παλιού χαμένου καραβιού / που ταξιδεύει πάνω από τα γέλια, τα πειράγματα, τη μοίρα / εκεί / ανάμεσα στο θεό και τα πυροτεχνήματα[11]. Η τρελλή γυναίκα, ερειπωμένη όπως και η πολιτεία μέσα στην οποία πρέπει να δείχνει ατάραχη, ένδειξη υπερηφάνειας, παρόλο που σαν παλιό χαμένο καράβι έχει χάσει τον εαυτό της και ψυχικά συντετριμμένη βαδίζει ανάμεσα στα χαχανητά και τη χλεύη. Έτσι, η έννοια της τρέλας συμβολοποιείται για να υποδείξει αυτούς που γνώρισαν τη συμφορά του κοινωνικού ξεπεσμού και της παρακμής και ο εκπεσμός τους συμπίπτει με τον εκπεσμό των ιδανικών της ίδιας της κοινωνίας. Φαίνεται, ακόμη, η συμπόνοια του ίδιου του ποιητή που ξεχωρίζει τους τρελούς στο έργο του ως πρόσωπα πιο «ανθρώπινα» και τους προτείνει ως πρότυπο ηθικής ανωτερότητας κι ευαισθησίας σε αντιδιαστολή με τους διεφθαρμένους της υψηλής κοινωνίας. Είναι μια ιδιόμορφη προσωπικότητα η τρελλή γυναίκα. Ευαίσθητη κι ενάρετη και προικισμένη με ιδιότητες που πήγαν χαμένες: διαθέτει τη μαγική ικανότητα να ταξιδεύει ανάμεσα στο θεό και τα πυροτεχνήματα, στα όνειρα που έκανε στο παρελθόν σχεδιάζοντας τη ζωή έτσι όπως την ήθελε η ίδια. Πληγωμένη και ταπεινωμένη μέσα σε ένα χώρο συγκρουσιακό ανάμεσα στους φορείς της ανελευθερίας που εντείνουν τα κοινωνικά αδιέξοδα και τους διεκδικητές της ελευθερίας που επιβαρύνονται από αυτά, εν τέλει ταξιδεύει με το καπέλο της συγχωρώντας για όλη την επίγεια που στερήθηκε χαρά και καθαγιάζεται. Έτσι, επιτυγχάνεται η φυγή από το δυσβάσταχτο παρόν και η μετάβαση του χαμένου παράφρονα εαυτού από το χώρο των κίβδηλων υποσχέσεων σε ένα υπερκόσμιο χώρο στον οποίο ανακτά και πάλι τον αληθινό εαυτό, την αλήθεια των αλλοτινών ονείρων και την ομορφιά του αληθινού και του ανθρώπινου. Οι αλλοπαρμένες πόλεις[12] την αποκατάσταση αυτή επιζητούν.

Η τρέλα υπήρξε ο απόηχος που έφερε η αίσθηση της ματαιότητας του πολέμου, η αποτύπωση της ψυχικής ήττας και η απογοήτευση των αγωνιστών της Αριστεράς από το ανεκπλήρωτο του συντροφικού ονείρου, υπήρξε ως η φυσική εξέλιξη που έφερε η διάψευση κάθε προσδοκίας και οι υπαρξιακού τύπου ανησυχίες. Στους στίχους Εγώ δαγκώνοντας σαν τρελός, τις νύχτες, την κραυγή της / νιότης μου / που έφυγε – χωρίς λίγη αγάπη να κρύψω τα μάτια μου, / χωρίς λίγη δόξα να σκεπάσω τα γδαρμένα αλκοολικά κόκα – / λά μου[13]συρρικνώνεται η αίσθηση της αδικίας που ο άνθρωπος δεν πρόφτασε να υλοποιήσει τα μεγάλα του όνειρα. Η ροή του χρόνου ήταν αναπότρεπτη και απέκλεισε από κάθε εκ νέου προσπάθεια για μελλοντικές επιτυχίες. Η τρέλα του υποκειμένου εντείνεται από την αμετάκλητη συνθήκη οι σύντροφοί του να παραμείνουν πάντοτε άκλαυτοι, αδικαίωτοι, σχεδόν άταφοι αφού ποτέ δεν τους αποδόθηκαν οι τιμές που πρέπουν σε ήρωες. Ταπεινωμένος κι αδύναμος, χωρίς την αγάπη και την αναμενόμενη αναγνώριση των αγώνων του, βρίσκει παρηγοριά στο αλκοόλ που γίνεται το μέσο διαφυγής από την τραγική πραγματικότητα, τον ασφυκτικό κοινωνικό κλοιό, τα αδιέξοδα. Η τρέλα όμως που εμφανίζεται ως ένδειξη κοινωνικής φθοράς, υπηρετεί και άλλες λειτουργίες για το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής Καντάτα: γίνεται αιτία για πολιτική δράση και κινητοποίηση, γιατί συνδέθηκε με τη δυστυχία και γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ’ ανα – / σηκώνει πάνω απ’ τον εαυτό σου, / ως την παραίσθηση και την τρέλλα και την προφητεία, / και τη μοίρα – κι ακόμα ψηλότερα, / ως τη δικαιοσύνη, αναφωνεί, μεταφέροντας το μήνυμα ότι ο ανθρώπινος πόνος δίνει στον άνθρωπο την ακλόνητη θέληση να νικήσει τις δυσκολίες και ως άλκιμος αγωνιστής να διεκδικεί αυτό που στερείται και ό, τι τον φέρνει αντιμέτωπο με την παραφροσύνη. Οι πληγές και η ταπείνωση είναι που τον ωθούν στη μάχη ανυποχώρητο και με αυτές ξεπερνά τον ίδιο του τον εαυτό για να μπορεί να εκπληρώσει τους υψηλούς στόχους του[14], για να γεννηθεί κάποτε / ένα τραγούδι.

πίνακας του Zουάν Μιρό
πίνακας του Zουάν Μιρό

Το λογοτεχνικό μοτίβο της τρέλας μεταβλήθηκε μέσα από τις κοινωνικές μεταβολές που ακολουθεί το έργο του Τάσου Λειβαδίτη και συντονίστηκε με το αξιακό σύστημα του λειβαδιτικού ήρωα. Το παράλογο, το κομματιασμένο, το ασυνάρτητο συνθέτουν τα χαρακτηριστικά της γραφής του κυρίως στα ποιήματα που έγραψε από το 1972 κι έπειτα. Για να συμπαρασταθεί στους αδικημένους παράφρονες, ο ποιητής κατασκευάζει το χώρο ενός γυμνού, φτωχού ασύλου που είναι άγνωστο από όλους και μόνο η βροχή το γνωρίζει[15]Στο χώρο του ασύλου, αποκλειστικά χώρος για ψυχικά διαταραγμένους, φωλιάζουν οι αδικημένοι του για να μην ευτελίζονται στον έξω κόσμο της αστικής ευδαιμονίας. Στις εγγραφές τρέλας της περιόδου αυτής φαίνεται περίτρανα πως κυριάρχησε στις δυτικές κοινωνίες ο ηθικά χρεωκοπημένος και παράλογος κόσμος της κατανάλωσης και της ηδονής, ύστερα από την τραγική διάψευση της ελπίδας που δημιούργησε η μεγάλη Ρώσικη Επανάσταση και η νίκη στο μεγάλο αντιφασιστικό πόλεμο για την οποία θυσιάστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι[16]. Η τρελή γυναίκα θήλαζε το ξύλινο κουτάλι γιατί ο άντρας της δε γύρισε ποτέ από το στρατόπεδο του πολέμου να μεγαλώσουν το παιδί που υπονοείται πως χάθηκε από την πείνα και τις στερήσεις. Η κοινωνική ένταξη των εγκλείστων και η προσαρμογή στο χώρο του αντιπάλου είναι τόσο αδύνατη, ώστε χρειάζεται κι ένας οικογενειακός γιατρός για να γιατρέψει το ψυχικό κενό που χτίζεται συστηματικά στον αντιφατικό παράλογο κόσμο. Η υγρασία και οι πεσμένοι τοίχοι, η διακόσμηση που απευθύνεται μόνο σε απόβλητους δείχνουν ότι το απηνές πολιτικό σύστημα, με νέους αόρατους και πιο αδυσώπητους αντιπάλους από αυτούς που υπήρχαν στο παρελθόν, αναγκάζει τον άνθρωπο να κινεί τις φτερούγες του μέσα στον ύπνο του / μανιακού, να ζει τη ζωή του ως ελεύθερος – πολιορκημένος, ζωντανός – νεκρός στην άκρη της στέγης, αποκλειστικά στο περιθώριο. Το συνειδητοποιημένο και ψυχικά τραυματισμένο ποιητικό υποκείμενο ψυχικά τραυματισμένο καταφεύγει σε έναν παραλογισμό με υπαρξιακού είδους ανησυχίες: κι όπως σκοτείνιαζε, ένα φθινόπωρο άθλιο, μάζεψα ό,τι / είχε απομείνει και φώναξα τον πλανόδιο έμπορο, «δε θέλω / λεφτά, του λέω, μόνο καθώς θα στρίβεις το δρόμο, να πεις / σιγανά τ’ όνομά μου»[17]Βουλιαγμένος στο αδιέξοδο, τη μοναξιά, τη θλίψη, τον πόνο, τη στέρηση, τον υλικό ευδαιμονισμό αναρωτιέται για την αξία και τη σκοπιμότητα της ζωής και αν υπάρχει λίγος τόπος άδειος μες/ στη ζωή μας, να μείνουμε κι εμείς. Η διαπίστωση ότι τη ζωή του οφείλει να τη ζει όπως τη διαμορφώνει το αλλοτριωτικό αστικό σύστημα φέρνει κάποτε θυμό, αγανάκτηση – ποιος είναι τάχα ο / παρείσακτος – και μια δυνατή κραυγή: παρείσακτοι και αληθινοί νεκροί είναι στην πραγματικότητα οι ίδιοι οι κατακτητές που έκλεψαν τις ζωές ενός ολόκληρου λαού και γι’ αυτό σκεπάζουν τους καθρέ – / φτες, για να μη δούμε ποιος είναι ο αληθινός νεκρός.

Παρόμοια είναι και η κατασκευή της τρέλας στη συλλογή Τυφλός με τον λύχνο. Η απέραντη μοναξιά μέσα σε περιβάλλον ολοκληρωτικής στέρησης διαταράσσει την ψυχική υγεία του ατόμου που υποβάλλεται σε ανάκριση για τη σκέψη των μεγάλων του ονείρων. Ο ποιητής χτίζει κι εδώ για τον ταπεινωμένο ήρωά του μια ζεστή φωλιά – χώρο λύτρωσης: ο ήρωας κινείται αντιδεοντολογικά και φτιάχνει έναν φαντασιακό κόσμο στον οποίο χωρούν μόνο όνειρα[18]. Στον κόσμο του η είσοδος δεν επιτρεπόταν παρά μόνο σ’ εκείνους τους φτω – / χούς τρελούς που φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα – / μαντεύοντας αόριστα ότι για να μπουν στο μυστήριο / πρέπει ν’ αφήσουν έξω τον εαυτό τους[19]Τα πουλιά, οι σκάλες και τα δέντρα δεν είναι παρά οι σύνδεσμοι με τον υπερβατικό κόσμο. Το μέσο μεταφοράς του μοναχικού ανθρώπου σε μια πολιτεία φωτισμένη διαφορετικά[20] στην οποία η ζωή διαδραματίζεται στο βάθος της ψυχής, μακριά από την καθημερινή εμπειρία. Ο επινοημένος κόσμος είναι μειονοτικός, η είσοδος γίνεται επιλεκτικά. Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι τρελοί που είναι φτωχοί, είναι άνθρωποι του λαού που δεν αντέχουν το εξω-κοινοτικό βασανιστικό και εχθρικό στις ενδόμυχες επιθυμίες τοπίο. Έτσι, η λογική γέρνει στην πλευρά των απόκληρων μιας στερητικής και απάνθρωπης κοινωνίας, κάτι που ανατρέπει τον ορισμό της ψυχικής διαταραχής και οδηγεί στη διατύπωση της αντίθεσης «λογικοί τρελοί» – «ανόητοι ενταγμένοι, οχυρωμένοι στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας». Στη συγκρουσιακή σχέση του διλλήματος «παραφροσύνη ή αφομοίωση» ο ποιητή νοηματοδοτεί θετικά την πρώτη.

Αυτή η συναρπαστική ερμηνεία του μοτίβου του τρελού συναντάται σε όλη τη διαδρομή της όψιμης περιόδου του λειβαδιτικού έργου, όταν το παράλογο συγγενεύει με το σωτήριο και το λυτρωτικό. Και φυσικά υπάρχουν λόγοι που κοιτάζω πάντα κάτω – κάπου / είναι πεταμένο ένα κλειδί, που αν το βρεις σώθηκες: θα ξεκλειδώ – / σεις το χέρι του τρελού / και τότε θα ‘ναι στη διάθεσή σου το άσπρο άλογο[21]. Ο απεγκλωβισμός από το σκληρό σύστημα με τις άνισες ταξικές του διαρθρώσεις θα έρθει από τα κάτω, από τον άνθρωπο του λαού που υφίσταται την εκμετάλλευση κι έχει για οδηγό του το χέρι του τρελού, το μέσο της σωτηρίας. Ο τρελός του Λειβαδίτη είναι μια ταπεινή και ήρεμη δύναμη που την κατάλληλη στιγμή μπορεί να υποδείξει τον δρόμο της λύτρωσης του βασανισμένου από την ιδιόρρυθμη παραφροσύνη του σύγχρονου κόσμου, να απελευθερώσει από τη δίνη του παραλόγου και τα δεσμά της εκμετάλλευσης. Το χέρι του τρελού γίνεται ένας πολιτισμικός θησαυρός, μια μικρή κιβωτός στην οποία εμφωλεύει το άσπρο άλογο, η πνευματική πρόοδος και η ελευθερία. Αναμφισβήτητα, ο τρελός ως σανίδα σωτηρίας της ανθρωπότητας γίνεται πρότυπο με το οποίο ταυτίζεται ο ποιητής χρησιμοποιώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση[22]. Εγώ είχα ένα μόνο πρόσωπο, γι’ αυτό και μ’ έκλεισαν στο άσυλο[23]. Βάρβαρες φυλές, εκμεταλλευτικές δυνάμεις αποβάλλουν τον ήρωα εγκλωβίζοντάς τον σε άσυλο. Η αντίθεση εκμεταλλευτής – εκμεταλλευόμενος αντιστοιχεί στην αντίθεση ανήθικο – ηθικό. Οι κατακτητές δεν έχουν ένα μόνο πρόσωπο αλλά πολλά και οι κώδικες της ηθικής τους αντιβαίνουν σε αυτούς του ήρωα που έχει μόνο ένα πρόσωπο, είναι ειλικρινής, έντιμος και αθώος και γι’ αυτό πρέπει να κρατείται στο άσυλο της απομόνωσης[24]. Η απομόνωση δεν είναι εδώ το κλείσιμο στον εαυτό ως μηχανισμός άμυνας στην υπονομευμένη εξωτερική πραγματικότητα αλλά η υπαγόρευση της αντίπαλης ιδεολογίας που βυθίζει τον ήρωα σε απέραντη θλίψη και δομείται στο σχήμα «θέλω αλλά αδυνατώ» ή οδηγεί σε ψυχικό αναβρασμό – παραλήρημα[25]: …μόνον / εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω: «σύντροφοι», σαν / ν’ απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή…[26]. Έχουμε επαναφορά στο θέμα των εξαπατημένων συντρόφων, η άσβεστη ανάμνηση των οποίων γίνεται το μέσο με το οποίο κρατιέται ζωντανός και αδιάφθορος μέσα στην κοινωνία της αντίπαλης ιδεολογίας[27], γιατί η συντροφικότητα τροφοδοτεί την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον κι έτσι εδώ έχει τη δύναμη να σηκωθεί και να φωνάξει. Το παράδοξο του τρελού ήρωα, ο λόγος του οποίου δεν είναι ασυνάρτητος όπως θα περίμενε κανείς από ένα τρελό, αλλά μπορεί να προσεγγίσει γνωστικά και συναισθηματικά τον κόσμο γύρω του και να εκφέρει τα μηνύματα που έρχονται από αυτόν, συνιστά την ηθική νίκη έναντι της στρατιωτικής. Μάλιστα μόνον εγώ, δηλαδή κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο τον αφηγητή δε μπορεί να αποκαλύψει το βάρος του παρελθόντος, να απονείμει τη δικαιοσύνη, να αποκαταστήσει το ηθικά ορθό. Η ορθότητα εντοπίζεται αποκλειστικά στο λόγο ενός ανθρώπου και μάλιστα τρελού που δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο ποιητής. Μόνο αυτός με την ποίησή του[28] μπορεί να απαντάει στην ατέλειωτη σιωπή, την απόλυτη και σκόπιμη αποσιώπηση του μεγάλου γεγονότος: οι νικημένοι ήρωες – ένας εκ των οποίων και ο ήρωας της ενότητας – υπηρέτησαν πιστά και γενναία τις σημαίες τους και τα ιδανικά τους με σκοπό να βοηθήσουν τον Άνθρωπο ενώ στο παρόν όσοι ηγεμονεύουν είναι μη οραματιστές και μη καταξιωμένοι πνευματικά. Υποβιβάζουν την έννοια του Ανθρώπου και αδυνατούν να οικοδομήσουν ένα υγιές σύστημα ηθικών αξιών[29]. Τίθεται έτσι το ζήτημα επαναπροσδιορισμού της ερμηνείας των όρων «τρέλα» και «λογική». Η άρχουσα τάξη εκπροσωπεί την ορθολογική πλευρά του κόσμου αλλά η παρουσία του τρελού με την ιδιότητα του ποιητή είναι που επιτελεί κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες στο κοινωνικό σύνολο: μόνο αυτή διαθέτει την πνευματική δύναμη που μπορεί να γίνει εφαλτήριο για την κοινωνική αλλαγή προς όφελος του Ανθρώπου.

Το τέλος ήταν απροσδόκητο, με τον καπνό να μου γνέφει πάνω / απ’ το σταθμό, με τους τρελούς που ψάχνανε για ένα κομμάτι / κιμωλία κι εκείνους τους χλωμούς άντρες με τα τύμπανα που φτά / νουν όταν δεν υπάρχει έλεος πια[30]. Η τρέλα στο έργο του Λειβαδίτη από περίπτωση ιατρικής νόσου μετατρέπεται σε ανώτερη μορφή κοινωνικής υγείας[31]. Αρχικά, η παρουσία του τρελού εμφανίζεται στο ως απόρροια των φθαρμένων και αλλοτριωμένων κοινωνικών δομών, στη συνέχεια αποτυπώνει τη στρατιωτική, ιδεολογική και ψυχική ήττα των νικημένων αγωνιστών της Αριστεράς και καταλήγει με τους τρελούς που ψάχνανε για ένα κομμάτι / κιμωλία, γιατί αυτούς τους αγγίζει ό, τι υμνεί τις αληθινές ομορφιές στη ζωή, η μαγεία των παιδικών χρόνων, τα εφηβικά όνειρα, οι πρώτοι έρωτες, οι ανοιξιάτικες ευωδιές, ο λαός και οι μόχθοι του. Η κιμωλίασυμβολίζει τα όνειρα αλλά και το ένα μεγάλο όνειρο της απελευθέρωσης του Ανθρώπου που, με τις απεριόριστες δυνατότητες που διαθέτει, θα φτάσει ψηλά, όνειρο στο οποίο πίστεψε βαθιά ο Λειβαδίτης. Εξάλλου, ο πληθυντικός αριθμός (με τους τρελούς) παραπέμπει στο συντροφικό «εμείς» που στο έργο του Λειβαδίτη ποτέ δεν παύει να υπάρχει. Το ζεύγος τέλος – κιμωλία συναρτάται με το ζεύγος εκπεσμός –όνειρο. Το απροσδόκητο τέλος των κοινωνικών αγώνων σήμανε έναν ατομικό και κοινωνικό εκπεσμό. Η τρέλα όμως άλλοτε εγκλωβίζει το υποκείμενο κι άλλοτε είναι εμπειρία λυτρωτική. Γιατί η κιμωλία βρίσκεται στα χέρια των τρελών με την οποία είναι σε θέση να σχεδιάσουν την ουτοπία εκείνη που ίσως να’ ναι υλοποιήσιμη και να βρίσκεται στη διάθεση της ανθρωπότητας.

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Τάσος Λειβαδίτης: Συμφωνία αρ. 1 (1957)

  • Γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958)
  • Καντάτα (1960)
  • Οι τελευταίοι (1966)
  • Νυχτερινός επισκέπτης και άλλα διηγήματα (1972)
  • Οι τρεις (1975)
  • Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979)
  • Ο τυφλός με το λύχνο (1983)
  • Ποίηση Β’ (1987)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλεξίου, Χρίστος, Βίωσε και εξέφρασε την τραγωδία του ανθρώπου στον αιώνα του, στον συλλ. τόμο «Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», Στίξις, 2017.

Θέμου, Άννα, Μέθη και όνειρο: Το αλκοόλ στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, περ. Οδός Πανός, 2008, τχ. 140.

Καρακίτσιος, Ανδρέας, Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, περ. Ρωγμές, 2008, τχ. 9.

Κρεμμυδάς, Κώστας, Τα προαιώνια ανεξόφλητα χρέη στον άνθρωπο, στον συλλ. τόμο «Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», στίξις, 2017.

Μαρκόπουλος, Γιώργος, Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, Εκάτη, 2009.

Παππάς, Γιάννης και Παππάς, Ευάγγελος, Η τρέλα και το παράλογο στην ελληνική λογοτεχνία. Από τον Σολωμό μέχρι τις μέρες μας, Διαπολιτισμός, 2013.

Σταμίρη, Μαριέττα, Ανιχνεύσεις της πολιτικής ιδεολογίας στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, μεταπτ. διατριβή, Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ, 2016.

Φιλοκύπρου, Έλλη, Το ναυάγιο του ταξιδιώτη μπρος στο αλφάβητο: η επικοινωνιακή διάσταση της ποίησης του Τάσου Λειβαδίτη, στον συλλ. τόμο «Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», στίξις, 2017.

[1] Βλ. Παππάς, Ε., σελ. 8 – 9.

[2] Η ικανότητα ελέγχου της πραγματικότητας είναι διαταραγμένη. Βλ. Παππάς, Ε., σελ. 9.

[3] Βλ. Παππάς, Ε., σελ. 18.

[4] Στα τέλη του 18ου αιώνα, με τη γένεση του ασύλου, οι τρελοί έπαψαν να θεωρούνται φορείς ιερών μορφών γνώσης και να διαπλέκονται με τις δαιμονιακές δυνάμεις και έγιναν «ασθενείς». Βλ. Καρακίτσιος, Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, άρθρο και Παππάς, Γ., σελ. 17.

[5] Καρακίτσιος, Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, άρθρο.

[6]Βλ. Παππάς, Γ., σελ. 20 – 21 και Καρακίτσιος, Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, άρθρο.

[7] Βλ. Φιλοκύπρου, Έλλη, σελ. 213.

[8] Από την ποιητική του συλλογή Γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958).

[9] Από την ποιητική του συλλογή Ποίηση Β’ (1987).

[10] Βλ. Θέρου, Άννα, σελ. 23 – 24 και Μαρκόπουλος, Γ.,σελ. 141.

[11] Από την ποιητική του συλλογή Συμφωνία αρ. 1 (1957).

[12] Από την ποιητική του συλλογή Συμφωνία αρ. 1 (1957).

[13] Από την ποιητική του συλλογή Οι τελευταίοι (1966).

[14] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 143.

[15] Από την ποιητική του συλλογή Οι τρεις (1975).

[16] Βλ. Αλεξίου, Χ., σελ. 36 – 37.

[17] Από την ποιητική του συλλογή Οι τρεις (1975).

[18] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 211.

[19] Ποίημα «Απαγορεύεται η είσοδος», της ποιητικής του συλλογής Ο τυφλός με το λύχνο (1983).

[20] Βλ. την άποψη του Μαρκόπουλου, Γ., για τον συμβολισμό της σκάλας στην ποίηση του Λειβαδίτη, 2009, 39.

[21] «Το άσπρο άλογο», της ποιητικής του συλλογής Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979).

[22] Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εμφανίζεται περισσότερο σε μεταπολεμικά κείμενα του 20ού αιώνα, οι αναλύσεις των οποίων ανιχνεύονται αναφορικά με την τρέλα. Βλ. άρθρο Καρακίτσιου Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα.

[23] Ποίημα «Απλά συμβάντα», ενότητα Διασπορά, της ποιητικής του συλλογής Νυχτερινός επισκέπτης και άλλα διηγήματα (1972).

[24] Έχουμε έμμεσα αναφορά στο προσωπικό βίωμα του ποιητή. Ο Τάσος Λειβαδίτης, μετά τον Εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Ελλάδα στο διάστημα 1946-1949, υπήρξε εξόριστος για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, τον Άη Στράτη και τη Μακρόνησο (την τετραετία 1948-1952).

[25] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 234 – 236.

[26] «Εις μνήμην», από την ποιητική συλλογή Ο τυφλός με το λύχνο (1983).

[27] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 220.

[28] Για τον Λειβαδίτη, η ποίηση ήταν χρέος απέναντι στον εαυτό του αλλά και στους νεκρούς συντρόφους του που ανέλαβε το βάρος να τους κρατά ζωντανούς. Βλ. Κρεμμυδάς, σελ. 115.

[29] Σταμίρη, Μαριέττα, σελ. 176.

[30] Ποίημα «Εξόφληση», Ενότητα Διασπορά, ποιητική συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης και άλλα διηγήματα (1972).

[31] Βλ. Καρακίτσιος, Α., Εγγραφές τρέλας στο ελληνικό διήγημα, άρθρο και Παππάς, Γ., σελ. 14.


Aπό:http://eranistis.net/wordpress/2018/05/08/%CE%B5%CE%BA%CF%80%CE%B5%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF-%CE%B7-%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83/

Cool Britannia…


Οφείλουμε να το παραδεχτούμε: ακόμα και στην παρακμή του το κάστρο της αυτού εξοχότητας της βασίλισσας του ενωμένου βασιλείου, βασίλισσας της νέας ζηλανδίας, επικεφαλής της κοινοπολιτείας, μονάρχου της αντίγουα και της μπαρμπούντα, μονάρχου του μπελίζ, της Elizabeth νο 2 εν πάσει περιπτώσει, αυτό λοιπόν το παρακμιακό βασίλειο κρατάει ακμαίο το θρυλικό, με βρετανικό φλέγμα, χιούμορ του.

Απόδειξη; Έστειλε στα μέρη μας κάτι βασιλικά παράσιτα! Αφ’ ενός τον άχρηστο γυιό της αυτού εξοχότητας (ακολουθούν τα υπόλοιπα του τίτλου της…), εξαιτίας της αχρηστίας του οποίου η υπέργηρη Elizabeth νο 2 δεν τολμάει να πεθάνει (στα 92 της), αφού με φρίκη σκέφτεται τι θα ακολουθήσει όταν ο υιός της (και «μοιχός», ας μην ξεχνάμε τι τράβηξε η «πριγκίπισσα του λαού» – και της ουαλίας – Diana!!!) κάτσει στο θρόνο… Αφ’ ετέρου την νυν σύζυγο και πρώην ερωμένη του. Ω βασιλικά Σόδομα και Γόμορα! Δροσιστείτε στα ελληνικά δανδελωτά ακρογιάλια στα γεράματά σας!

Ειρωνευόμαστε ως προς την ηθική των ελέω θεού οίκων! Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να εννοήσουμε την επίσκεψη αυτών των παρασίτων του Μπάκιγχαμ «εκτός συγκυρίας»!!! Σ’ ένα μέρος όπου η ελληνο-αγγλική συμμαχία (οι μαυραγορίτες και οι συνεργάτες της προηγούμενης κατοχής απ’ την ελληνική μεριά….) γέμισε τάφους, κατέστρεψε τον ανθό της (τότε) ελληνικής κοινωνίας και έκανε μπάζα την μισή Αθήνα, το να γίνεται v.i.p. η επίσκεψη του κυρ Καρόλου και της κυρά Καμίλας. που το μόνο που ξέρουν είναι να επιβλέπουν τις κτήσεις τους, θα μπορούσε να είναι, απλά, η επιβεβαίωση της υπόγειας αλλά πάντα ισχυρής συμμαχίας, «στο ανώτερο δυνατό επίπεδο»: αυτό του στέμματος. Και γαία πυρί μιχθήτω!

Ή, ανάποδα, το παρακμιακό Λονδίνο θα μπορούσε να στέλνει ένα μήνυμα στην παρακμιακή Αθήνα, μέσω ενός τύπου που αναρωτιέται γιατί η μάνα του ζει ακόμα: no future dears!!!

Όπως και νάχει: υποκλινόμαστε στο βρετανικό χιούμορ. Και – σαν ασταμάτητη μηχανή – αδημονούμε για την στιγμή που ο ενεργός γίγαντας της αγγλικής stand up comedy, ο υπ.εξ. Boris ο τρομερός, θα συναντηθεί στη σκιά της Ακρόπολης με τον ντόπιο γίγαντα, τον ογκόλιθο Nick the Greek. Τότε και μόνο τότε, θα μπορεί κανείς να πει στο ψόφιο κουνάβι “wish you were here!”….

(φωτογραφία πάνω: Βουκολικό αλλά ελληνικό. Αυριανέ βασιλέα ιδού οι βοσκοπούλες σου! Που σημαίνει: όπως μας αφήσατε έτσι θα μας βρείτε… Κριάρια!

Κάτω: – Και, φυσικά συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες σας για το ιράν… Ουπς!! Συγγνώμη, δεν είστε ο φίλος και αδελφός Netanyahu!!!!

Οπότε συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες σας για τις καμήλες που δεν έχουμε φάει ακόμα… E;;;)

_____________________________________________________________

Από:http://www.sarajevomag.gr/wp/2018/05/cool-britannia/

 

Ζαν-Κλωντ Μισεά και Τζορτζ Όργουελ – Προσχέδιο μιας βοηθητικής γλώσσας…


George Orwell – Mark Hix

Επιμέλεια: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Γιώργος Κουτσαντώνης

Ακολουθεί απόσπασμα -και σχολιασμός στο τέλος του αποσπάσματος- από το βιβλίο του Ζαν-Κλωντ Μισεά, Τζορτζ Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός – Σχετικά με το 1984, μτφρ.: Νίκος Ν. Μάλλιαρης, εκδ. Μάγμα, Αθήνα 2018.

−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−  ¤ −−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−

Όπως είδαμε, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ένα από τα πιο διαυγή κείμενα σχετικά με τον ολοκληρωτισμό είναι ένα μυθιστόρημα. Αντίστοιχα, η κεντρική θέση που λαμβάνει μέσα στο 1984 η κατασκευή της Νέας Ομιλίας [Newspeak] απλώς αντανακλά τις παλιότερες αναλύσεις του Όργουελ σχετικά με τον ρόλο της γλώσσας εντός μιας κοινωνίας κυριαρχούμενης από την Ιδεολογία. Διότι, όπως φυσικά αντιλαμβάνεται κανείς, η Νέα Ομιλία συνιστά την πιο ακραία εκδοχή της «ξύλινης γλώσσας» των ιδεολόγων.

Είναι αλήθεια ότι προς αυτήν την κατεύθυνση συνέτειναν και ορισμένα ακόμα στοιχεία. Δεν μπορούμε, λόγου χάριν, να παραβλέψουμε ότι η ακριβής περιγραφή της Νέας Ομιλίας πηγάζει επίσης και από το ενδιαφέρον του Όργουελ για τις τεχνητές γλώσσες, το οποίο τον είχε οδηγήσει να μελετήσει την «Interglossa» [1]. Άλλωστε είναι σχεδόν βέβαιο πως ο Όργουελ εμπνεύστηκε τις βασικές του ιδέες σχετικά με την απλοποίηση της γραμματικής από την Εσπεράντο. Τα παραδείγματα που επαναλαμβάνει σε άρθρα σχετικά με τη γλώσσα (η αντιμεταθεσιμότητα των ουσιαστικών, των ρημάτων, των επιθέτων και των επιρρημάτων, ο ρόλος των προθημάτων και των επιθημάτων, η κανονικότητα των βασικών συντακτικών λειτουργιών κ.ο.κ.) τα δανείζεται απευθείας από τη γλώσσα που κατασκεύασε ο L. L. Zamenhof, μιας και πρέπει να γνώριζε τουλάχιστον το γενικό της περίγραμμα (βλ. π.χ. την αναφορά που κάνει στην Εσπεράντο στο άρθρο του «New Words») [Α].

Ωστόσο, το ουσιώδες εν προκειμένω δεν είναι αυτές οι εξωτερικές επιρροές, αλλά το γεγονός πως για τον Όργουελ η λογική της Νέας Ομιλίας είναι ταυτόσημη μ’ εκείνη της σύγχρονης ιδεολογικής ρητορικής. Θα το διαπιστώσουμε αν διαβάσουμε τα δύο βασικά του άρθρα σχετικά με το ζήτημα της γλώσσας: το «Η αγγλική γλώσσα» (1944) [2] και το «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα» (1946). Η βασική θέση που υποστηρίζει ο Όργουελ στα δύο αυτά άρθρα προαναγγέλλει το «Παράρτημα» του 1984 σχετικά με τη Νέα Ομιλία. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η αγγλική γλώσσα διαθέτει ένα μοναδικό πλεονέκτημα: ‘Όπως συμβαίνει και με τις ασιατικές γλώσσες, η γραμματική της είναι η ελάχιστη δυνατή, πράγμα που καθιστά τ’ Αγγλικά μια από τις πιο απλές γλώσσες του κόσμου. Ωστόσο, υπάρχει κι η πίσω όψη τούτης της απλότητας: «Το μεγαλύτερο μειονέκτημα των Αγγλικών είναι η ευκολία με την οποία διαφθείρονται. Ακριβώς επειδή μπορεί κανείς να τα μιλήσει εύκολα, μπορεί και να τα μιλά όπως να ‘ναι»» [3]. Είναι ο λόγος για τον οποίον οι Άγγλοι δεν υπήρξαν ποτέ τους ένας λαός γραμματικών, με αποτέλεσμα να «αποδεικνύονται συχνά εντελώς ανίκανοι να αντιληφθούν τι σημαίνουν το γένος, το πρόσωπο ή η πτώση». Επόμενο είναι, λοιπόν, μια γλώσσα, της οποίας η απλότητα την καθιστά τόσο ευάλωτη, να διευκολύνει, με τη σειρά της, σε εξαιρετικό βαθμό τη διάδοση των ποικίλων ιδιολέκτων που χρησιμοποιούν όσοι ελέγχουν τον δημόσιο λόγο. Υπό αυτήν την έννοια, «ο πιο Θανάσιμος εχθρός των καλών Αγγλικών είναι πιθανότατα τα λεγόμενα Standard English: η φριχτή διάλεκτος των κύριων άρθρων των εφημερίδων, της δημόσιας διοίκησης, των πολιτικών λόγων και των δελτίων ειδήσεων του ΒΒC» [4]. Κυριότερό της γνώρισμα είναι η γενίκευση της χρήσης προκατασκευασμένων εκφράσεων, στο πλαίσιο της οποίας, «ό,τι Θα μπορούσε, αρχικά, να είχε δροσιά και ζωντάνια, έχει πλέον μετατραπεί σε διαδικαστικό σχήμα λόγου με στόχο να μας απαλλάξει από την ανάγκη να σκεφτόμαστε. Αυτή η γλώσσα έχει τόση σχέση με τα ζωντανά Αγγλικά όση κι η πατερίτσα με το πόδι. Και καθώς, όποτε είναι κανείς να προετοιμάσει μια ραδιοφωνική εκπομπή ή να συντάξει ένα άρθρο για τους Τίmes, υιοθετεί σχεδόν ενστικτωδώς τούτο τον τρόπο έκφρασης, αυτός έχει φτάσει να μολύνει πλέον ακόμη και την καθημερινή γλώσσα» [5].

Βλέπουμε λοιπόν ότι η «ξυλοποίηση» της γλώσσας προϋπάρχει, ως τάση, των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, παρ’ όλο που οι τελευταίες συνιστούν την απόλυτη κορύφωσή της. Το ίδιο ισχύει και για τις καταβολές της εν λόγω εξέλιξης. «Οι άνθρωποι που είναι πιθανότερο να χρησιμοποιούν μια γλώσσα απλή και σωστή ή να χρησιμοποιούν μεταφορές που βασίζονται σε οπτικές εικόνες, είναι όσοι βρίσκονται σε επαφή με τη φυσική πραγματικότητα», δηλαδή οι εργάτες. Βάσει αυτής της οπτικής, «η σημερινή παρακμή των Αγγλικών οφείλεται -όπως και τόσα άλλα πράγματα-στην αναχρονιστική ταξική δομή της αγγλικής κοινωνίας. Τα «λόγια» Αγγλικά έχουν γίνει τόσο αναιμικά, διότι πάει πολύς καιρός που δεν αναζωογονήθηκαν από τα «κάτω» [6].

Οι πιο χαρακτηριστικές μορφές ανικανότητας χρήσης της μητρικής μας γλώσσας με τρόπο άμεσο και ζωντανό προέρχονται, επομένως, από τα πάνω. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ξύλινη γλώσσα υφίσταται ήδη εν σπέρματι στον τρόπο έκφρασης όσων κατέχουν κάποια μορφή εξουσίας -από τους πολιτικούς και τους βιομήχανους ως τους δημοσιογράφους. Αν τα «μαρξιστικά Αγγλικά» [Marxίst Englίsh] [7]» συνιστούν το πιο καθαρό παράδειγμα αυτού του τρόπου έκφρασης, είναι μόνο και μόνο επειδή τα χρησιμοποιούν οι φορείς της πιο ολοκληρωτικής βούλησης για δύναμη. Γι’ αυτό και στον επίσημο λόγο των κομμουνιστικών καθεστώτων συναντά κανείς την πιο πλήρη πραγμάτωση μιας ρητορικής απογυμνωμένης από κάθε σκέψη. Εντός αυτής της ρητορικής. η ξύλινη γλώσσα μετατρέπεται σε «παπιομιλιά» [duckspeak] [8] και προσπαθεί συστηματικά να εξαλείψει το ανθρώπινο υποκείμενό της: «Μπορεί η φωνή να βγαίνει από τον λάρυγγά του, αλλά το μυαλό του παραμένει ουσιαστικά αμέτοχο, καθώς ακόμα και τις λέξεις που χρησιμοποιεί δεν τις έχει επιλέξει το ίδιο». Αν και μοιάζει παρμένη από το 1984, η συγκεκριμένη φράση είναι από το άρθρο του Όργουελ «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα»[9]. Πράγμα που σημαίνει πως η Νέα Ομιλία αποτελούσε ήδη την αλήθεια της εποχής μας πριν ακόμη εμφανιστεί ο ολοκληρωτισμός.

Σημειώσεις

[Α]

Αντιθέτως, την ιδέα περί της συστηματικής αποψίλωσης του λεξιλογίου των Αγγλικών ως στόχου της Νέας Ομιλίας («Ωραίο πράγμα η καταστροφή των λέξεων» [10]) ο Όργουελ την εμπνέεται από τα Basic English (με τα οποία επίσης ασχολήθηκε) και την Interglossa (της οποίας το βασικό λεξιλόγιο περιορίζεται στις 880 λέξεις). Ως προς τη σχέση του με την Εσπεράντο, αυτή θα πρέπει ν’αναζητηθεί στην περίοδο της παραμονής του στο Παρίσι (1928-1929), όπου η θεία του Nellie Limouzin συζούσε με τον Ευγένιο Λαντί [11], ο οποίος είχε ιδρύσει το 1921 (κι όχι το 1928, όπως λανθασμένα αναφέρει ο βιογράφος του ‘Οργουελ, Β. Crick) τη «Sennacieca Asocio Tutmonda», μια από τις βασικότερες οργανώσεις της εσπεραντικής Αριστεράς. Καθώς φαίνεται, ο συγχρωτισμός του Όργουελ με τον -ιδιαίτερα ευφυή αλλά εκνευριστικά ιδιότροπο- Λαντί εξηγεί γιατί ο πρώτος υπήρξε τόσο φειδωλός γύρω από το ζήτημα της «Lingvo Internacia [διεθνούς γλώσσας] ». Έτσι, στο άρθρο του «Αναμνήσεις από βιβλιοπωλεία» [12] -που γράφει τον Νοέμβριο του 1936 και στο οποίο αναφέρεται στις εμπειρίες του από την περίοδο που δούλεψε στο βιβλιοπωλείο Booklover’s Corner στο Λονδίνο, από τον Οκτώβριο του 1934 ως τον Ιανουάριο του 1936- ο Όργουελ λησμονεί ν’ αναφέρει μια βασική λεπτομέρεια: ότι επρόκειτο για ένα εσπεραντικό βιβλιοπωλείο, που ανήκε στη Μαίρη και τον Φράνσις Γουέστροουπ (Westrope), μέλη της SAT και του ILP. Σχετικά με την προσωπικότητα της Νέλι και τις επισκέψεις του Όργουελ στο σπίτι του Λαντί, μπορεί κανείς να βρει ορισμένα στοιχεία σ’ ένα βιβλίο γραμμένο στην Εσπεράντο: Ε. Borsboom, Vivo de Lanti [Η ζωή του Λαντί], Παρίσι, 1976 [13].

[1] Σ.τ.μ.: Τεχνητή γλώσσα που κατασκεύασε ο Βρετανός βιολόγος Lancelot Hogben (1895-1975) το 1943 (και την οποία παρουσίασε στο έργο του InterglossaΑ draft of an auxilary for a democratic world order [Προσχέδιο μιας βοηθητικής γλώσσας για μια δημοκρατική παγκόσμια τάξη]), βασιζόμενος σε αρχαιοελληνικές και λατινικές ρίζες. Σκοπός του ήταν η διευκόλυνση της επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη της παγκόσμιας κοινότητας των Θετικών επιστημόνων. οι οποίοι, ούτως ή άλλως, χρησιμοποιούν ένα διεθνές ιδίωμα (σε επίπεδα τύπων και συμβόλων).

[2] G. Orwell. “The English Language”, CE 3. Πρόκειται για το 5ο κεφάλαιο του δοκιμίου του Όργουελ, The English People [Ο αγγλικό λαός]

[3] G. Orwell. “The English Language”, CE 3. σ. 42.

[4] Ό. π., σ. 43.

[5] Ό. π.

[6] Ό. π.

[7] G. Orwell, σημείωμα στη στήλη του “As I Please”, Tribune, 17/3/1944, CE 3, σ. 133.

[8] Τζ. Όργουελ, 1984, ό. π., σ. 66 και κυρίως σ. 337.

[9] Τζ. Όργουελ, «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα», ό. π., σ. 278. (Σ.τ.μ.: Πρβλ. τη σχετική ανάλυση περί «παπιομιλιάς» στη σ. 337 της ελληνικής έκδοσης του 1984).

[10] Τζ. Όργουελ, 1984, ό. π., σ. 62

[11] Ε. Lanti, ψευδώνυμο του Eugène Adam.

[12] Βλ. Τζ. Όργουελ, Βιβλία εναντίον τσιγάρου, μτφρ. Γ Ι. Μπα­μπασάχης, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009.

[13] Ως προς τα θεωρητικά ερωτήματα που εγείρει η Εσπεράντο, βλ. το άρθρο μου «Kial venkis esperanto? [Γιατί νίκησε η Εσπεράντο;] », περ. Crίtίque, τ. 387-388, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1979. (Σ.τ.μ.: ο τίτλος του άρθρου του Μισεά συνιστά δάνειο από τον τίτλο ενός βιβλίου του σοβιετικού μαρξιστή εσπεραντιστή L. Jirkov που κυκλοφόρησε το 1931. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για τη διευκρίνιση.)

−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−  ¤ −−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−

Σχόλιο του Γιώργου Κουτσαντώνη

Οι πρώτες απόπειρες σχηματισμού τεχνητών γλωσσών έγιναν (ως φιλοσοφικές γλώσσες) από τον Καρτέσιο και τον Λάιμπνιτς. Αυτές διακρίνονται στις a priori (εκ των προτέρων) γλώσσες, οι οποίες δημιουργούνται με φανταστικά στοιχεία με βάση την ταξινόμηση a priori εννοιών, όπως η Solresol, και στις a posteriori (εκ των υστέρων), οι οποίες βασίζονται σε μια βασική γλώσσα (αγγλικανική, βασική-αγγλική) ή σε πιο σύγχρονες γλώσσες (Εσπεράντο, Occidental, Latin sine flexione). Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τύπους τοποθετούνται η γλώσσα Volapük και η Blue Language. Όλες αυτές οι γλώσσες, που δημιουργήθηκαν από άτομα και προωθήθηκαν από εκπαιδευτικά ιδρύματα και ενώσεις, είχαν πολύ περιορισμένη χρήση. Μόνο η Εσπεράντο είχε μια ορισμένη απήχηση.

Ξεκινώντας από την ιδέα μιας παγκόσμιας αδελφότητας το 1887 o Zamenhof δημιούργησε την Εσπεράντο, μια τεχνητή γλώσσα που ικανοποιεί τα κύρια χαρακτηριστικά που θεωρούνται θεμελιώδη από τον ίδιο το δημιουργό της [1]: α) είναι εύκολο να τη μάθει κανείς, β) έχει μια κανονική δομή (regular), γ) είναι απλή και λογική, και δ) προσφέρει ικανοποίηση σε όσους την μελετούν [2]. Εκτός από το αυστηρά γλωσσικό κομμάτι, είναι ενδιαφέρον ότι η Εσπεράντο -ως σχεδιασμός και επινόηση- είναι, από πολλές απόψεις, το αποτέλεσμα ενός ιδεώδους που ακολούθησε τον διαφωτισμό. Πράγματι, τον δέκατο έβδομο αιώνα, έγιναν πολλές προσπάθειες να κατασκευαστούν τεχνητές γλώσσες, αρχικά περισσότερο για φιλοσοφικούς λόγους παρά για γλωσσικούς, και στη συνέχεια με στόχο την υπέρβαση των κοινωνικών και πολιτικών εμποδίων που συνδέονται με την τεράστια γλωσσική πολυμορφία. Κατά τον εικοστό αιώνα ο στόχος της υπέρβασης των «βαβελικών» εμποδίων έγινε ο κανόνας. Το πιο ολοκληρωμένο πείραμα αυτής της περιόδου είναι η γλώσσα Volapük [3], που όμως σύντομα απέτυχε λόγω της πολυπλοκότητάς της, αλλά και της μανίας του δημιουργού της για τον απόλυτο έλεγχό της. Ως εκ τούτου, στην σκιά της αποτυχίας της Volapük, δημιουργήθηκε η Εσπεράντο . Η γλώσσα Εσπεράντο, αν και δεν είχε τον μεγαλόπνοο στόχο να γίνει μια παγκόσμια γλώσσα, απόκτησε μεγάλη απήχηση σε σύγκριση με άλλες τεχνητές γλώσσες που προτάθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων.

Το στοιχείο που διακρίνει την Εσπεράντο -και έκανε μακρά τη διάρκειας ζωής της- είναι η ιδεολογική βάση πάνω στην οποία χτίστηκε: το λεγόμενο «interna ideo» (εσωτερικό ιδεώδες), σύμφωνα με το οποίο η γλώσσα θεωρείται εργαλείο επικοινωνίας και η επικοινωνία εκλαμβάνεται ως εργαλείο για τη βελτίωση της ευημερίας της ανθρωπότητας. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι, ακόμη και αν προέρχονται από διαφορετικά μέρη του κόσμου, εξακολουθούν να έχουν πολλά κοινά, η διεθνής επικοινωνία θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση της φιλίας και της ειρήνης, οδηγώντας στην εξάλειψη της εχθρότητας και του πολέμου. Εξ ου και το όραμα που προσανατολίζεται στις αξίες μιας διεθνοποιητικής αδελφοσύνης, το λεγόμενο «εσωτερικό ιδεώδες», που έχει ως βάση τον πασιφισμό και τον εσπεραντισμό, έναν νεολογισμό που υποδηλώνει ένα ιδανικό σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να επικοινωνήσουν ξεπερνώντας κάθε γλωσσικό εμπόδιο. Οι οπαδοί του Zamenhof αναγνωρίζουν έναν εσπεραντιανό όχι απλά ως ένα συνομιλητή, αλλά και ως ένα άτομο που μοιράζεται και υποστηρίζει συγκεκριμένα κοινά ιδεώδη. Έτσι, η κοινωνική διάσταση της γλώσσας καθιστά την Εσπεράντο μια πραγματική καινοτομία στον τομέα της γλωσσολογίας και της κοινωνίας. [4]

[1] Pierre Janton, Esperanto: Language, Literature and Community, State University of New York Press, Albany, 1993, p.24

[2] Frank H. Nuessel, The Esperanto Language, Legas, New York, 2000, pp.31-32

[3] Διεθνής γλώσσα που εφευρέθηκε από τον γερμανό μελετητή Johann Martin Schleyer (1831-1912), δημοσιεύθηκε το 1880 και είχε μικρή απήχηση.

[4] Detlev Blanke, “Causes of the relative success of Esperanto”, in Language problems and Language Planning, 2009, 33:3, p.252

−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−  ¤ −−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−

Σχόλιο του Μιχάλη Θεοδοσιάδη

Το γεγονός ότι τα «λόγια» Αγγλικά έχουν γίνει τόσο αναιμικά, διότι δεν αναζωογονήθηκαν «από τα κάτω», δηλαδή από τους λαϊκούς ανθρώπους που είναι πιθανότερο να μιλούν σωστά λόγω του ότι «βρίσκονται σε επαφή με τη φυσική πραγματικότητα» (με βάση τον Michéa και τον Orwell) μπορεί να χαρακτηριστεί με μια λέξη: από-ζωτικοποίηση. Με άλλα λόγια, η γλώσσα δεν είναι ένας νεκρός οργανισμός, ένα είδωλο που παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο. Με βάση τους συλλογισμούς του Ealph Waldo Emerson [1] η γλώσσα (όπως και τα ποικίλα πολιτισμικά γνωρίσματα), λόγω της συνεχόμενης χρήσης της καθίσταται αντικείμενο συνεχόμενων αλλαγών. Τούτες οι αλλαγές δεν αποτελούν απλά φαινόμενα συγκυριακά και συμπτωματικά. Πρόκειται για ένα από τα πιο φυσικά χαρακτηριστικά των γλωσσών που αλλοιώνονται επειδή συνεχίζουν να ομιλούνται, και κυρίως διότι «αλλάζουν» οι γενιές, όπως είχε άλλωστε επισημάνει η Arendt [2] φέρνοντας ως παράδειγμα την αρχαία Αθήνα, δημιουργώντας νέες ιδέες, νέα πολιτισμικά αντικείμενα, νέους τρόπους σκέψης, ιδιοσυγκρασίες, καθώς και νέες ανάγκες επικοινωνίας, στις οποίες οι γλώσσες ανταποκρίνονται με την αλλοίωση. Οι γλώσσες μετασχηματίζονται επειδή ακριβώς μεταβάλλονται οι κυρίαρχες ιδέες και οι νόρμες. Όλοι οι σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία των κοινωνιών που έφερναν «καινούρια» συστήματα ιδεών επέφεραν θεαματικά μεγάλες αλλαγές στις καθολικευμένες γλώσσες. Έτσι η ίδια γλώσσα -θα ήταν πιο σωστό να ειπωθεί- συνεχώς εμπλουτίζεται, δημιουργεί ή καταστρέφει νοήματα. Πιο συγκεκριμένα, η παλαιά γενιά μεταβιβάζει λέξεις στις επόμενες ανάλογα με το «λεξιλόγιο» (του δημόσιου λόγου) που χρησιμοποιεί ή αντιστοίχως οι νεότερες γενιές επιβάλλουν τα δικά τους νοήματα στους μεγαλύτερους. Όταν όμως οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων «παγώνουν», τότε η γλώσσα χάνει τη ζωτικότητά της: το κοινωνικό πεδίο (αυτό που η Arendt [3] αποκαλούσε social realm) και η μαζική κουλτούρα έχουν ως αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό κάθε διάδρασης και κρίσης (judgment) [4], κάτι που υποβιβάζει σταδιακά το ρόλο των ανθρώπων στον μετασχηματισμό της ίδιας τους της γλώσσας. Το αποτέλεσμα είναι όχι η γλώσσα να παραμένει αναλλοίωτη -μιας και κάτι τέτοιο είναι αδύνατο- αλλά να χάνει την ίδια της τη ζωτικότητα. Έτσι, οι αλλαγές και οι αλλοιώσεις που υφίσταται την οδηγούν στην υπεραπλούστευση καθότι οι λέξεις παύουν να χρησιμοποιούνται με στόχο να εκφράσουν ζωντανά νοήματα. Παύουν, με άλλα λόγια, να μεταφέρουν στο παρόν το παρελθόν που η μνήμη έχει αποθηκεύσει, συνθέτοντας νέα νοήματα. Καταντά, ως εκ τούτου, εργαλείο στείρας επικοινωνίας, μιας επικοινωνίας που βασίζεται στη μίμηση και όχι στη διάδραση, στην κρίση και στην ζωντανή αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων.

Έμφαση πρέπει να δώσουμε και στο γεγονός ότι τούτος ο ευτελισμός της γλώσσας -όπως αναλύει ο Michéa- συντελείται κυρίως από «τα πάνω». Η ναρκισσιστική συμπεριφορά -που αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα γνωρίσματα της εποχής μας- αποσκοπεί στη μίμηση: εξιδανικεύει, με άλλα λόγια, τα είδωλα, όχι μόνο καταναλωτικά προϊόντα, αλλά πάνω απ’ όλα τα celebrities και τις διασημότητες, με τις οποίες το εκμηδενισμένο «εγώ» (ως αποτέλεσμα της ριζικής απομάγευσης του κοινού μας κόσμου) προσπαθεί να ταυτιστεί ώστε να επανακτήσει τη χαμένη του ισχύ. Συνεπώς, ο άνθρωπος-νάρκισσος (όπως αναφέρει ο Kernberg [5]) αισθάνεται φόβο στην περίπτωση που δεν θα κατορθώσει να ταυτιστεί με τη συμμαχία των ισχυρών και πετυχημένων διασημοτήτων (μια ταύτιση που στοχεύει, πάνω απ’ όλα, στην απόδραση από την κουλτούρα του «μέτριου» και «κακόγουστου μέσου ανθρώπου»). Όμως τα περισσότερα αυτά celebrities δεν είναι παρά είδωλα: με άλλα λόγια, δεν είναι προσωπικότητες «ζωντανές» αλλά κατασκευάσματα που ως απώτερο στόχο θέτουν την ικανοποίηση της δίψας μας για εφήμερη απόλαυση, και της κυριαρχίας έναντι του άλλου «εγώ», μια τάση που χαρακτηρίζει κάθε ναρκισσιστική συμπεριφορά κατά τον Lasch [6]. Έτσι λοιπόν, η μίμηση αυτή συμβάλει στην απο-ζωτικοποίηση όλων των μορφών της ιδιωτικής, κοινωνικής και δημόσιας ζωής, την οποία κατακυριεύει η συμπεριφορά (και όχι η κρίση) [7]. Η νεκρή (απο-ζωτικοποιημένη) γλώσσα, ως εκ τούτου, θα καταντήσει εργαλείο που αντί να εμπλουτίζεται συνεχώς ευτελίζεται.

Ερχόμενοι στα λόγια του Orwell, η συρρίκνωση του λεξιλογίου ως αποτέλεσμα τούτης της υπεραπλούστευσης δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στον δημαγωγικό έλεγχο κάθε πτυχής της ανθρώπινης ύπαρξης: ένας πολιτικός λόγος, για παράδειγμα, καταπιάνεται με διάφορα φλέγοντα ζήτημα, τα οποία χαρακτηρίζει ως Α. Σε άλλες συνθήκες, όπου η γλώσσα δεν θα είχε υποστεί έναν τέτοιον ευνουχισμό, αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως Α, Β, Γ και Δ (με διαφορετικές λέξεις). Μπορεί το Α ζήτημα να αφορά περισσότερο τον Χ πολίτη από ότι τον Υ, ο οποίος καταπιάνεται κυρίως με το Γ, ενώ ο πολίτης Κ βλέπει την καθημερινή του ζωή να περιστρέφεται γύρω από το Δ. Έτσι, ένας τέτοιος πολιτικός λόγος, κατευθυνόμενος «από τα πάνω» θα μπορούσε να προσδιορίσει τον Χ, Υ, και Κ ταυτόχρονα, καθότι ένας λεκτικός συμβολισμός συνενώνει τα Α, Β, και Δ, ζητήματα που θα μπορούσαν να είναι αντιφατικά μεταξύ τους ενώ μια άλλη συγκυρία θα απαιτούσε άλλο λεκτικό συμβολισμό ώστε να προσδιοριστούν όλα αυτά τα ζητήματα όχι απαραίτητα ως συναφή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπεραπλούστευση της γλώσσας οδηγεί σε αυτό που αποκαλούμε consensus politics, όπου μπορεί να ασκηθεί μεγαλύτερος έλεγχος «από τα πάνω» για να καλλιεργηθεί η ιδέα περί «γενικής βούλησης», ενός ομογενοποιημένου πλήθους (και όχι λαού). Ο Εσπεραντισμός, λοιπόν, δεν αποτελεί τίποτα παρά μια κίβδηλη έκφραση του κοσμοπολιτισμού, μια ισοπέδωση όλων των γλωσσικών και πολιτισμικών ιδιωμάτων, με στόχο την ομογενοποίηση της ανθρωπότητας (όπως συγκεκριμένες φιλελεύθερες ιδέες του 18ου αιώνα αποσκοπούσαν). Η πραγματική πολιτισμική διάδραση δεν θα πρέπει να συγχέεται με τούτο το παράδειγμα: ο αληθινός οικουμενισμός (ο λαϊκός οικουμενισμός, με άλλα λόγια) δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει την τάση όπου οι λαοί μεταξύ τους εμπνέονται και δημιουργούν οδούς ανοιχτών αλληλεπιδράσεων, δίχως να χάνουν ωστόσο στοιχεία της (μετασχηματιζόμενης) ταυτότητάς τους.

[1] Βλ το δοκίμιο του Ralph Waldo Emerson (2000. Self-Reliance. New York: American Library Classics)

[2] Hannah Arendt, 1990. On Revolution. London: Penguin Books. (σ.28).

[3] Hannah Arendt. 1998. The Human Condition. Chicago. Chicago Publication Press.

[4] Βλ. Τρίτο Μέρος από Hannah Arendt. 1978. Life Of The Mind. New York: A Harvest Book.

[5] Otto F. Kenberg. 1975. Borderline Conditions and Pathological Narcissism. New York: Jason Aronson.

[6] Christopher Lasch. 1991. Culture of Narcissism. New York: W. W. Norton.

[7] Για τις διαφορές αναφορικά με κρίση/δράση (ή πράξις) και συμπεριφορά (behaviour), βλ. Chrostpher Lasch. 1991. The True and Only Heaven. (σ. 133).


Από:http://www.respublica.gr/2018/05/column/george-orwell-interglossa/

Το ψόφιο κουνάβι γουστάρει…


Το πως θα κρίνει το μέλλον την εποχή μας δεν το ξέρουμε· «μεσοπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί». Για την ιστορία καθώς γράφεται οφείλουμε όμως να ξέρουμε.

Όπως ήταν αναμενόμενο το ψόφιο κουνάβι (με απόλυτα ψοφιοκουναβικό στυλ) έσκισε την αμερικανική υπογραφή στην 5+1 συμφωνία για τα ιρανικά πυρηνικά. Ανακοινώνοντας τις «μέγιστες δυνατές οικονομικές κυρώσεις» κατά του ιρανικού καπιταλισμού / κράτους, και δευτερογενείς κυρώσειςεναντίον οποιουδήποτε άλλου παγκόσμια «συνεργαστεί με το ιρανικό πρόγραμμα».

Στην πράξη, και επειδή δεν υπάρχει τέτοιο πρόγραμμα (όχι, σίγουρα, ως την ώρα της αμερικανικής ανακοίνωσης…) η απόφαση περί «δευτερογενών κυρώσεων» σημαδεύει στη Μόσχα, στο Πεκίνο, και στα ευρωπαϊκά κράτη. Γιατί οι «οικονομικές κυρώσεις» (θα) σημαδεύουν σίγουρα (και) το τραπεζικό σύστημα της Τεχεράνης· που μεσολαβεί κάθε οικονομική συναλλαγή. Ο φρέσκος αμερικάνος πρεσβευτής στο Βερολίνο (το δοκιμασμένο “γεράκι” Richard Grenell…πρόλαβε να το ξεκαθαρίσει τιτιβίζοντας λίγα λεπτά μετά το ψοφιοκουναβικό λογίδριο: οι γερμανικές επιχειρήσεις που κάνουν δουλειές στο ιράν πρέπει να σταματήσουν αμέσως!!!

(Δεν χρειάζεται (χρειάζεται;) να πούμε ποιοί έτρεξαν να συγχαρούν αμέσως το ψόφιο κουνάβι, ε; Το Τελ Αβίβ και το Ριάντ. Ήταν οι πρώτοι – και θα είναι οι μοναδικοί… Επί τη ευκαιρία, και για να το γιορτάσει, ο ισραηλινός στρατός έριξε κάτι πυραύλους στα βόρεια της Δαμασκού…)

Η απάντηση της ε.ε., τουλάχιστον αυτό που θα μπορούσε να εκφραστεί μέσω της επιτρόπου εξωτερικών Mogherini, ήταν άμεση (επειδή ήταν έτοιμη) και – τολμάμε να πούμε – «απόλυτα κάθετη»:

…Καλούμε (δήλωσε) τον λαό και την ηγεσία του ιράν να μην επιτρέψουν σε κανέναν να διαλύσει αυτή τη συμφωνία… Τους καλούμε να συνεχίσουν να την τιμούν όπως θα την τιμήσουμε εμείς… Αυτή η συμφωνία ανήκει σ’ όλη τη διεθνή κοινότητα, και ελπίζουμε ότι η διεθνής κοινότητα θα συνεχίσει να την τιμά…

(φωτογραφία: Είμαι το εξυπνότερο ψόφιο κουνάβι στον κόσμο! Εκτός απ’ το να τιτιβίζω, ξέρω και να υπογράφω!!!)

_______________________________________________________

Aπό:http://www.sarajevomag.gr/wp/2018/05/to-psofio-koynavi-goystarei/

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις κατά του αυριανισμού (1)…


Πάμε λίγο πίσω στον χρόνο, κάπου στις αρχές τού 1985. Το ΠαΣοΚ ετοιμάζεται να κερδίσει για δεύτερη φορά τις εκλογές, έχοντας απέναντί του την Νέα Δημοκρατία τού «εφιάλτη» Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η «Αυριανή», του Γιώργου Κουρή, μεταχειρίζεται όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να στηρίξει το ΠαΣοΚ. Ανάμεσα στα αθέμιτα είναι και το πρωτοσέλιδο με την -διαπιστωμένα πλαστή- φωτογραφία τού Μητσοτάκη ανάμεσα σε δυο χαμογελαστούς γερμανούς, όπου ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αποκαλείται «ναζί». Αργοτέρα, όταν θα αποκαλυφθεί η πλαστότητα της φωτογραφίας, ο Κουρής θα ισχυριστεί ότι του την είχε δώσει ο Λαλιώτης. Τέλος πάντων…

Εκείνη την εποχή, ο Μάνος Χατζιδάκις σχεδιάζει την κυκλοφορία ενός «περιοδικού τέχνης και πολιτισμού». Έχει βρει εκδότη: την «Γραμμή Α.Ε.» ενός νέου και συμπαθητικού επιχειρηματία, που ακούει στο όνομα Γιώργος Κοσκωτάς. Το μόνο που τον απασχολεί είναι το όνομα του περιοδικού. Ώσπου μια μέρα ανακοινώνει στον επιστήθιο φίλο του Νίκο Γκάτσο:

– Θα το πούμε «Το τελευταίο τέταρτο του εικοστού». Διανύουμε το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνος και πρέπει να δώσουμε στίγμα ότι ασχολούμαστε με την εποχή μας.
– Και πώς θα το ζητάει ο κόσμος στο περίπτερο, βρε Μάνο;
– Πώς θα το ζητάει; «Δώστε μου το τελευταίο τέταρτο του εικοστού, σας παρακαλώ».
– Κι ώσπου να το πει, θα έχει φύγει ο περιπτεράς.

«Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου.
Ο Γκάτσος μ’ έφτιαξε πνευματικά.» (Μάνος Χατζιδάκις)

Τελικά, το πρώτο τεύχος τού περιοδικού θα εμφανιστεί στα περίπτερα απλώς ως «Το Τέταρτο», τον Μάιο του 1985 και θα ζήσει μια τριετία αλλά ο Χατζιδάκις θα παραμείνει διευθυντής του για ένδεκα μόνο τεύχη. Από τις σελίδες του, ο ευφυής και ανατρεπτικός Χατζιδάκις θα προκαλέσει πολλές αντιδράσεις με τα άρθρα του. Όπως με εκείνο στο τεύχος Μαΐου 1986, όπου πήρε το μέρος των νεαρών στα Εξάρχεια, γράφοντας μεταξύ άλλων:

Η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ’ αφέλεια, σ’ όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δεν συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος». (…) Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση για ό,τι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ.

Η πολιτική θέση τού Μάνου είναι διακηρυγμένη: «Δεν υπήρξα ποτέ μέλος κόμματος. Η εξουσία μού προκαλούσε αλλεργία. Υπηρέτησα πάντα φιλελεύθερες ιδέες και σχεδόν αντικρατικές». Έτσι, δεν διστάζει να τα βάλει με τον «αυριανισμό» (όπως ο ίδιος βάφτισε αυτό το φαινόμενο), παρ’ ότι εκείνα τα χρόνια η φυλλάδα τού Κουρή είναι η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα τής χώρας, ξεπερνώντας συχνά τα 200.000 φύλλα καθημερινής κυκλοφορίας. Στο έβδομο τεύχος τού «Τέταρτου», ο Χατζιδάκις δημοσιεύει άρθρο του με τίτλο «Κάτι για εμάς εδώ να πούμε», όπου κατακεραυνώνει αυτή την «ακραία μορφή δημοσιογραφικού κιτρινισμού, λαϊκισμού, ακόμη και ενός ιδιότυπου φασισμού» και καλεί τον Ανδρέα Παπανδρέου να πάρει σαφείς αποστάσεις από την «Αυριανή» και να κόψει τον λώρο που τον συνδέει μ’ αυτήν.

Η αντίδραση από τον Κουρή ήταν άμεση. «Αυτό το σκουλήκι που ακούει στο όνομα Χατζιδάκις ή Μινού Χατζιδού, θα το πατήσω κάτω μέχρι να λιώσει η σόλα μου», ωρύεται. Στην φυλλάδα του αρχίζουν τα «αποκαλυπτικά» ρεπορτάζ για τα εκατομμύρια που έφαγε ο Χατζιδάκις την εποχή που ήταν διευθυντής τού ραδιοφωνικού Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ. Ο Μάνος αδιαφορεί, αφήνοντας τις «καταγγελίες» να βουλιάξουν στο ψέμα τους αλλά σε μια συνέντευξή του στον «Ταχυδρόμο» χαρακτηρίζει την «Αυριανή» ως φυλλάδα. Ο Κουρής απαντά με μήνυση κατά του Μάνου για συκοφαντική δυσφήμηση, ζητώντας αποζημίωση δέκα εκατομμυρίων δραχμών ενώ, παράλληλα, τα δημοσιεύματα της εφημερίδας κατά του μουσικοσυνθέτη δίνουν και παίρνουν. Τώρα, η φυλλάδα τού Ταύρου «ανακαλύπτει» ότι επί χούντας ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει την πληρωμή φόρων ύψους τριών εκατομμυρίων δραχμών και προς τούτο ήρθε σε συνεννόηση με τους ιθύνοντες νόες τής δικατορίας. Αυτή την φορά, ο Χατζιδάκις υποβάλλει αγωγή, αξιώνοντας αποζημίωση είκοσι εκατομμυρίων δραχμών..

Εκτός από τον Χατζιδάκι, η «Αυριανή» βάζει στο στόχαστρο και τον δεύτερο μεγάλο σύγχρονο έλληνα μουσικοσυνθέτη, τον Μίκη Θεοδωράκη. Είναι η εποχή που στο μυαλό τού Μίκη έχει καρφωθεί (άγνωστο για ποιους λόγους) η ιδέα ότι πίσω από την «17 Νοέμβρη» βρίσκεται ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτό ο Μίκης το λέει φωναχτά και το πιστεύει σε τέτοιο σημείο ώστε αργότερα θα δεχτεί να γίνει υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, για να μπορεί να βρει ευκολώτερα τα στοιχεία που θα αποδείκνυαν πως είχε δίκιο. Βέβαια, η «Αυριανή» δεν θα μπορούσε να μην εξαπολύσει την γνωστή της λάσπη. Με την ίδια ευκολία που είχε βγάλει ναζί τον Μητσοτάκη, έβγαλε τον Μίκη θαυμαστή τού Μεταξά, «αποκαλύπτοντας» ότι στα νιάτα του ο Θεοδωράκης ήταν μέλος τής Εθνικής Οργανώσεως Νέων, της περίφημης ΕΟΝ τού δικτάτορα.

Φυσικά, η «ένταξη» στην ΕΟΝ δεν είναι αρκετή για να σπιλώσει το όνομα του Μίκη όσο θα ήθελε ο Κουρής. Έτσι, η εφημερίδα βάζει μπρος μια σειρά «αποκαλύψεων» για την μεγάλη περιουσία, τις βίλλες και τα κότερα που έχει αποκτήσει ο Θεοδωράκης «κυρίως από την τσέπη της φτωχολογιάς», όπως γράφει το εκδοτικό σημείωμα της εφημερίδας στις 24/4/1985:

ΕΝΑΣ άνθρωπος σαν το Μίκη Θεοδωράκη (…) που διοργανώνει γιορτές και συναυλίες με τον στενό του φίλο και συνεργάτη του, τον ΔΕΞΙΟ Μάνο Χατζιδάκη, για να τα ΚΟΝΟΜΑΝΕ κυρίως από την τσέπη της φτωχολογιάς, δεν έχει το ηθικό ανάστημα να πιάνει στο στόμα του και να καταγγέλλει, τον Μάρκο Βαφειάδη και τους άλλους 315 καπεταναίους του ΕΛΑΣ που τάχθηκαν υπέρ του ΠΑΣΟΚ (…) ΔΕΝ μπορεί ο ΑΚΑΠΝΟΣ Θεοδωράκης που ΕΧΕΙ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ από το Λαό να βρίζει τους πραγματικούς συνεπείς αγωνιστές της Δημοκρατίας (…) αυτός που (…) έχει φτιάξει βίλες, κότερα και τρανταχτή περιουσία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (…) Συχνά αισθανόμαστε ΑΗΔΙΑ, όταν βλέπουμε τον Θεοδωράκη κάθε τρεις και λίγο να γίνεται σήριαλ στις δεξιές φυλλάδες, πότε για τις ψευτιές που λέει σε βάρος του Ανδρέα και πότε για τις βρωμιές που ξεστομίζει εναντίον τίμιων αγωνιστών της Αντίστασης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Μάνο Χατζιδάκι στην Ρώμη, το 1954
[Σπάνια φωτοφραφία από το αρχείο του ιταλού καθηγητή-ερευνητή Μάριο Βίττι]

Ο Χατζιδάκις, ο υποτιθέμενος άσπονδος εχθρός τού Μίκη, δεν δίστασε στιγμή να πάρει θέση και να κατακεραυνώσει άλλη μια φορά τον Κουρή, μέσω της ραδιοφωνικής του εκπομπής:

    Πληροφορηθήκαμε από την «Αυγή», πως οι βρομεροί Κουρήδες, που εξυπηρετούν -ο θεός ξέρει με τι ανταλλάγματα και συναλλάγματα στο εξωτερικό- την παρούσα κυβέρνηση, δημοσίευσαν φωτογραφία ή γράψαν τέλος πάντων για τον Μίκη Θεοδωράκη, που δεκαπέντε χρονών ήταν στην Ε.Ο.Ν. του Μεταξά.
    Πληροφορώ, λοιπόν, τους υπόδικους του κοινού ποινικού δικαίου πως τον καιρό εκείνο όλοι οι μαθητές ήμασταν στην Ε.Ο.Ν. Δεν ήταν δυνατόν να φοιτούμε στα σχολεία χωρίς να φοιτούμε στην Ε.Ο.Ν. Αυτό πρώτο. 
    Δεύτερο: δεκαπέντε χρονών τον καιρό εκείνο δεν είχαμε ούτε υποψία πολιτικής συνείδησης. Αυτό δεύτερο.
    Και τρίτο: ξέρετε πως ονομάζονται οι άνθρωποι που αμφισβητούν τους αγώνες ενός νέου που από δεκαεννιά χρονών καταδιώχθηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε; Ονομάζονται καθάρματα. Ας το έχουν υπ’ όψη τους οι «αναποφάσιστοι», που πάνε να ψηφίσουν ΠαΣοΚ.
    Για αντιπερισπασμό στην Αυριανική αηδία που μας περιβάλλει και που εννοεί να μας επιβάλλει το χειρότερο πρόσωπο κρατικής εξουσίας, ας ακούσουμε την αρχή από τον «Διόνυσο» του Θεοδωράκη, ποιητικό και βαθιά αντικρατικό.

Όμως, η μεγάλη σύγκρουση του Χατζιδάκι με τον «αυριανισμό» θα έρθει δυο χρόνια αργότερα, με πρωτοβουλία τού μουσικοσυνθέτη. Αλλά γι’ αυτή θα μιλήσουμε αύριο.

_____________________________________________________________

Η γενιά των κομπάρσων…


Είναι Κυριακή. Ξυπνάω το πρωί δίχως ξυπνητήρι και αυτό μόνο του αποτελεί ένα είδος ευτυχίας. Αμέσως το χέρι μου πηγαίνει στο κινητό μου χωρίς προφανή λόγο. Ανοίγω μηχανικά το wi-fi και μπαίνω στο πολυφημισμένο facebook. Αρχίζω να κατεβαίνω κάτω στην αρχική σελίδα ενώ ταυτόχρονα απαντάω σε μηνύματα φίλων.

Ξάφνου νιώθω ένα έντονο βάρος στο κάτω μέρος της κοιλιάς μου, μάλλον πρέπει να πάω τουαλέτα. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, πάντα με το κινητό στο χέρι, και πηγαίνω τουαλέτα, ενώ ύστερα αποφασίζω να φτιάξω έναν καφέ μαζί με τοστ. Στα ενδιάμεσα έχω προλάβει να απαντήσω στα σχόλια των φίλων μου στο facebook, να δω τις ειδοποιήσεις μου και τα νέα αιτήματα ακολούθησης στο Instagram, ενώ ακόμα δε γνωρίζω τι καιρό έχει έξω.

Ανοίγω τα παράθυρα και ο ήλιος με τυφλώνει, κάθομαι στο καναπέ και αρχίζω να βλέπω τις ιστορίες των φίλων μου στο Instagram. Η συντριπτική πλειοψηφία κρατούσε ενήμερο το κοινό της όλο το βράδυ για το πως περνούσε, τι έπινε, τι φορούσε και όλοι έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι. Αρχικά με πιάνουν τύψεις που πέρασα το σαββατόβραδο με το να κάνω βόλτες εδώ και εκεί δίχως να διασκεδάζω όσο οι υπόλοιποι και παρατηρώ πως δεν έχω ανεβάσει καμία φωτογραφία εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες. Σκέφτομαι αναδρομικά πως ήταν η μέρα μου από χθες το πρωί. Ψώνια, φαγητό, σπίτι, καφές, βόλτα στην ανθισμένη πόλη, ταινία, ύπνος. Μα πως είναι δυνατόν να μοιάζω χαρούμενη; Το Instagram μου είναι πραγματικά άδειο. Μένω να αναρωτιέμαι τι πάει λάθος…

Βγαίνω στο μπαλκόνι· είναι άνοιξη και ο καιρός προοικονομεί καλοκαίρι. Στο χέρι μου κρατάω μόνο τον καφέ μου και απλά κάθομαι και παρατηρώ τη φύση, μα σαν μαγικό μένω τελικά να πληκτρολογώ στο laptop μου»…

Είμαστε η γενιά των κομπάρσων. Ζούμε τις ζωές άλλων μόνο και μόνο επειδή έτσι κάνουν όλοι. Είμαστε η γενιά των σκλάβων σε μια χώρα θεωρητικά απελευθερωμένη και οι δυνάστες μας δεν είναι άλλοι από τα υλικά που δημιουργήθηκαν για να μας διευκολύνουν τη ζωή. Αν κάποιος πάει για λίγο να παρεκκλίνει από το πλήθος του κολλάμε τη ταμπέλα του διαφορετικού, του σνομπ, ακόμα και του ηλίθιου, επειδή τάχα δε συμμορφώνεται σε αυτά που προτάσσει η εποχή, επειδή τόλμησε να σκεφτεί λίγο παραπάνω.

Στην πραγματικότητα, είμαστε η γενιά της ανασφάλειας, εγκλωβισμένη στα likes, τα views και τα follows. Βασίζουμε τη διάθεση μας στη γνώμη που έχουν οι άλλοι για εμάς δείχνοντας έτσι όχι μόνο τη χαμηλή μας αυτοπεποίθηση αλλά και μια παράλληλη τάση ναρκισσισμού που φτάνει το σημείο ωραιοπάθειας, ειδικεύοντας συνεχώς το καλοφτιαγμένο μας πρόσωπο ή τα νέα μας ρούχα, παπούτσια κτλ.

Πολλές έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί για την επιρροή των social media δείχνοντας πως το φαινόμενο δεν περνά απαρατήρητο από τον επιστημονικό κόσμο. Προσφάτως το περιοδικό «Royal Society for Public Health» δημοσίευσε μια έρευνα σύμφωνα με την οποία αποδεικνύεται πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι υπεύθυνα για την ενίσχυση νοητικών διαταραχών. Μάλιστα, υποστηρίζεται πως η αγαπημένη εφαρμογή πολλών, το Instagram, είναι η πλείστων επιβλαβής εφαρμογή για την νοητική μας υγεία. Εκείνο που φαίνεται να πιέζει τους νέους που χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη εφαρμογή, είναι το όμορφο και ευτυχισμένο τρόπο ζωής που ‘πρέπει’ να προβάλλουν, ώστε να είναι αρεστοί και αποδεκτοί στο διαδικτυακό τους περίγυρο. Βέβαια, όλο αυτό πρόκειται για μια πραγματικότητα που είναι κάθε άλλο παρά αυθεντική. Αυτό ακριβώς τους γεμίζει με άγχος και τους οδηγεί σε συνθήκες σύγκρισης της ζωής τους με τις ζωές άλλων.

Εν κατακλείδι, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν καταφέρει να εισβάλουν όχι μόνο στη ζωή μας αλλά και στη ψυχολογία μας. Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την αυτό-εικόνα πολλών νέων επηρεάζοντας έμμεσα τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα τους. Ίσως και να χρειαζόμαστε όλοι ένα διάλειμμα. Ίσως πρέπει να αφήσουμε το κινητό στο σπίτι και να βγούμε εκεί έξω ξεγυμνωμένοι από ό,τι μας συνδέει με το διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο. Κι ας νιώθουμε τη τσέπη μας ελαφρύτερη κι ας χάσουμε την επαφή με τους ‘ακολούθους μας’. Ίσως έτσι καταφέρουμε να συνδεθούμε, επιτέλους, με τη πραγματικότητα και αυτό αξίζει τη ‘θυσία’.

***

Πηγή: baktoblog


Από: http://antikleidi.com