του Άκη Γαβριηλίδη
Αναπόσπαστο τμήμα του εκσυγχρονιστικού-προοδευτικού κεκτημένου στο εσωτερικό της ελληνικής διανόησης, αλλά εν πολλοίς και της ελληνικής κοινωνίας συνολικά, αποτελεί η πεποίθηση ότι κάθε φαινόμενο –ιδίως κάθε αρνητικό/ παθολογικό/ δυσάρεστο φαινόμενο- έχει «κοινωνικά αίτια».
Η πεποίθηση αυτή είναι καταρχήν και κατά βάση υγιής και χρήσιμη. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις οποίες το αντανακλαστικό να αναζητάμε τις «ευρύτερες κοινωνικές αιτίες» βραχυκυκλώνει και απολήγει σε έναν αφελή κοινωνιολογισμό, αν όχι σε μία απολογητική ταυτολογία. Αυτό ιδίως συμβαίνει όταν, στη βιασύνη μας να απορρίψουμε την ερμηνεία μέσω «ατομικών αιτίων», καταλήγουμε απλώς να αντικαθιστούμε μία ουσιοκρατία με μία άλλη: αντί να προσφεύγουμε στο κυρίαρχο υποκείμενο ως έσχατη εξήγηση, προσφεύγουμε στην εξήγηση μέσω μιας φανταστικής οντότητας που αποκαλούμε «κοινωνία», «περίγυρο» ή «γενικότερες συνθήκες», και έτσι απλώς αναγορεύουμε αυτήν σε κυρίαρχο υποκείμενο, σε «τελευταία λέξη» ικανή να κλείσει το θέμα χωρίς υπόλοιπα.
Η πρόσφατη παιδοκτονία στη Νέα Σμύρνη είναι μία απ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Όπως συμβαίνει με κάθε έγκλημα, (ενίοτε και χωρίς έγκλημα), και σε αυτή την περίπτωση αναμφίβολα είχαμε, στα επίσημα και στα κοινωνικά μέσα, μια έκλυση μίσους, επιθετικότητας και εκκλήσεων για παραδειγματική τιμωρία και εκδίκηση. Αντίστοιχα όμως, και προς αντίκρουση αυτών των εκκλήσεων, είχαμε την ανάπτυξη μιας άλλης σειράς αιτιο-/δικαιολογιών, οι οποίες, όσο και αν διατυπώθηκαν με καλές προθέσεις, ηχούν ελάχιστα ικανοποιητικές και πειστικές καθαυτές.
Όλες πηγάζουν από το ίδιο αυτό αντανακλαστικό: για το έγκλημα «φταίει η κοινωνία» (ή «η πολιτεία»).
Και γιατί φταίει η κοινωνία; Απ’ όσα διάβασα ή άκουσα εγώ, σταχυολογώ:
α) Διότι δεν έχει θεσπίσει επαρκή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.
β) Διότι δεν έχει δημιουργήσει αρκετούς βρεφονηπιακούς σταθμούς.
γ) Διότι είναι «πατριαρχική», και έτσι ενθαρρύνει τους (δυνάμει) πατεράδες να συμπεριφέρονται ανεύθυνα, επιρρίπτει ασύμμετρα ευθύνες στις μητέρες για μια εγκυμοσύνη που κρίνεται άτοπη και δεν τους παρέχει ηθικά και τεχνικά τη δυνατότητα να την διακόψουν.
δ) Διότι είναι «σεξιστική» και έτσι αντιμετωπίζει διαφορετικά την παιδοκτονία από την ανθρωποκτονία γενικά.
Η τελευταία αυτή παρατήρηση βασίζεται εμφανώς σε άγνοια: στον ποινικό κώδικα, αυτή η διαφορετική μεταχείριση σαφώς υπάρχει, αλλά εξίσου σαφώς η διαφορά αυτή είναι υπέρ της παιδοκτονίας –η οποία τιμωρείται με ελαφρύτερη ποινή.
Αλλά και γενικά, το σύνολο των αντιρρήσεων αυτών δεν φαίνεται να συμποσούται σε κάτι περισσότερο από την παραδοσιακή σοφία «άραγε ποιος να ‘ναι η αιτία/ αχ κακούργα κοινωνία». Ή την παραλλαγή της, διατυπωμένη στη γλώσσα μιας θεωρίας της αντανάκλασης: «από την κόλασή μου σου φωνάζω/ εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».
Κανείς όμως, και καμιά, δεν είναι «εικόνα» της κοινωνίας. Όποιος βγαίνει και βροντοφωνάζει –για λογαριασμό άλλων- κάτι τέτοιο, δεν φαίνεται να πετυχαίνει κάτι περισσότερο από μια τρύπα στο νερό: σύντομα διαπιστώνει ότι ο κόσμος το είχε τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι.
Όποιος θέλει να εγκαθιδρύσει με κάποια σοβαρότητα αιτιώδη σχέση ανάμεσα στη σύσταση της «κοινωνίας» και την πράξη της 22χρονης μητέρας, προσκρούει στην εξής προφανή δυσκολία: ότι η φερόμενη ως αιτία ήταν (και είναι) διαρκώς παρούσα, αλλά το φερόμενο ως αποτέλεσμα παρήχθη μόνον άπαξ. Η «κοινωνία» όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ίδια, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο «πατριαρχική» ή «σεξιστική», με το ίδιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και με τον ίδιο αριθμό παιδικών σταθμών. Ωστόσο, ουδέποτε τα τελευταία πολλά χρόνια είχε συμβεί μία κοπέλα με αυτό το κοινωνιολογικό προφίλ να θανατώσει το βρέφος της διά της έκθεσης.
Το 17ο αιώνα, ο Σπινόζα είχε καταθέσει μία αποδομητική κριτική κατά της «βούλησης του θεού», δείχνοντας ότι η εν λόγω έννοια (μάλλον μη έννοια) λειτουργούσε ως άσυλο της άγνοιας, ως η απάντηση που δίνουμε όταν δεν έχουμε να δώσουμε καμία πραγματική απάντηση.
Στους διαφωτισμένους καιρούς μας, που λίγοι μπαίνουν στον κόπο να επικαλεστούν ερμηνευτικά το θεό και τη βούλησή του, το ρόλο αυτό έχει αναλάβει η έννοια/ μη έννοια της κοινωνίας και των «αιτίων» της. Από αυτή την άποψη, γίνεται περισσότερο ορατός ο παρηγορητικός χαρακτήρας της λειτουργίας της: αν πούμε ότι ένα γεγονός «έχει κοινωνικά αίτια», ίσως καταφέρνουμε να δημιουργήσουμε, στον εαυτό μας και στους άλλους, την ψευδαίσθηση μιας κανονικότητας που καταλαγιάζει το άγχος απέναντι στην ανυπόφορη συνάντηση με το Πραγματικό. Αυτό ίσως είναι βραχυπρόθεσμα ένα κέρδος. Με τι αντίτιμο όμως, μακροπρόθεσμα; Με αντίτιμο, ακριβώς, την εξομάλυνση του φαινομένου, την ένταξή του σε μία προβλέψιμη κανονικότητα, ένα σύνολο νόμων, άρα τον εφησυχασμό και την αποφυγή κάθε περαιτέρω σκέψης περί αυτού.
Πράγμα που δείχνει ότι η ερμηνεία αυτή, όσο και αν στην προκείμενη περίπτωση προβάλλεται με φεμινιστικές αξιώσεις, ανάγεται μάλλον σε μία ανδροκρατική προσέγγιση –την παραδοσιακή προσέγγιση του διαφωτισμού-μοντερνισμού: τα ξέρουμε όλα, ξέρουμε ποιες είναι οι αιτίες του προβλήματος και τι πρέπει να γίνει για να πάψει να συμβαίνει. Αφήστε τους επαΐοντες να αναλάβουν τη διαχείρισή του.
Ίσως μερικές φορές θα ήταν πιο γόνιμο να παραιτηθούμε από αυτή την ούτως ή άλλως πλασματική και ανήμπορη βεβαιότητα, και να αρκεστούμε σε μια επιθυμία (γνώσης) του μη-Όλου. Ας αφήσουμε το χάσμα να χάσκει. Οι άνθρωποι έχουν μέσα τους επιθετικότητα και καταστροφική δύναμη, και ενίοτε την εξασκούν. Το πότε και πώς δεν είναι προβλέψιμο. Δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ κάποια τέλεια οργανωμένη κοινωνία που να εξαλείφει κάθε ίχνος αυτής της επιθετικότητας· και δεν υπάρχει κάποιο καθολικό κυρίαρχο σημαίνον το οποίο να μπορεί να χωρέσει και να υπαγάγει αυτή την καταστροφικότητα κάτω από έναν εξαντλητικό νόμο, να συρράψει το ρήγμα από την ανάδυση του Πραγματικού.