ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΟ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ, όταν οι μέρες μίκραιναν και ο νυγμός της παγωνιάς μεταφερόταν στον αέρα, ο Ασπροδόντης είχε μια ευκαιρία να ξαναβρεί την ελευθερία του. Για κάμποσες μέρες στον καταυλισμό βασίλευε μεγάλη αναταραχή. Ο καλοκαιρινός καταυλισμός διαλυόταν και οι Ινδιάνοι, με όλα τα υπάρχοντά τους, ετοιμάζονταν να φύγουν σε άλλη περιοχή, όπου θα έβρισκαν κυνήγι.
Ο Ασπροδόντης παρακολουθούσε με μάτια ορθάνοιχτα και όταν οι σκηνές άρχισαν να λύνονται και τα κανό να φορτώνονται έξω στην όχθη, τότε κατάλαβε. Κιόλας είχαν αρχίσει να φεύγουν τα πρώτα κανό και μερικά εξαφανίστηκαν ήδη κατηφορίζοντας τον ποταμό.
Αποφάσισε να μείνει πίσω. Περίμενε την ευκαιρία για να γλιστρήσει έξω απ’ τον καταυλισμό ως το δάσος. Εδώ, στο τρεχούμενο ρυάκι, όπου άρχισε να σχηματίζεται μια λεπτή κρούστα πάγου, άφησε τα τελευταία ίχνη του. Ύστερα προχώρησε μισοέρποντας ως την καρδιά ενός μικρού σύθαμνου και περίμενε. Η ώρα πέρναγε και κοιμήθηκε με τις ώρες. Κάποια στιγμή ξύπνησε από τη φωνή του Γκρίζου Κάστορα που τον φώναζε με τ’ όνομά του. Ακουγόντουσαν κι άλλες φωνές. Ο Ασπροδόντης ξεχώρισε τη γυναίκα του Γκρίζου Κάστορα, που έπαιρνε κι αυτή μέρος στην αναζήτησή του, και τον Μιτ-σαχ, το γιο του Γκρίζου Κάστορα.
Ο Ασπροδόντης έτρεμε από το φόβο του και μόλο που για μια στιγμή πήγε να πεταχτεί από την κρυψώνα του, αντιστάθηκε. Με την ώρα οι φωνές σβήστηκαν και λίγο αργότερα σύρθηκε έξω για να χαρεί με την επιτυχία της απόδρασής του. Έπεφτε το σούρουπο κι άρχισε να χοροπηδάει ανάμεσα στα δέντρα, χαρούμενος για την ελευθερία του. Τότε κι εντελώς ξαφνικά ένιωσε μια μοναξιά. Κάθισε χάμω να συλλογιστεί-αφουγκραζόμενος τη σιωπή του δάσους που τον αναστάτωνε. Το ότι τίποτα δεν κουνιόταν, το ότι κανένας ήχος δεν ακουγόταν προμήνυε κάτι κακό. Αισθάνθηκε τον κίνδυνο να παραμονεύει, αόρατος και απροσδιόριστος. Κοίταζε φιλύποπτα τους απειλητικούς όγκους των δέντρων και τις σκοτεινές σκιές που ίσως να ’κρυβαν κάθε είδους κίνδυνο.