Η χαμαλίκα και η ζαλίκα… Ηλίας Πετρόπουλος …


Κείμενο: Ηλίας Πετρόπουλος*

Ο άνθρωπος ανέκαθεν χρησιμοποιούσε τη σωματική του δύναμη για να μεταφέρει διάφορα πράγματα. Οι περισσότερες μεταφορές ήσανε ιδιωτικής φύσεως. Υπήρχαν, βεβαίως, και μεταφορείς εξ’ επαγγέλματος: οι χαμάληδες, οι βαστάζοι και όσοι έκαναν θελήματα στα λιμάνια και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στα παζάρια. Εδώ δεν υπολογίζω αυτούς με τα καροτσάκια.

Οι χαμάληδες ήσανε ξακουστοί για τη σωματική τους δύναμη. Δυο χαμάληδες, με τη βοήθεια ενός κονταριού, μπορούσαν να σηκώνουν ένα βαρέλι, γεμάτο κρασί.
Οι χαμάληδες ήσανε ξακουστοί για τη σωματική τους δύναμη. Δυο χαμάληδες, με τη βοήθεια ενός κονταριού, μπορούσαν να σηκώνουν ένα βαρέλι, γεμάτο κρασί.

Η χαμαλίκα ήταν ένα αντικείμενο, ήταν το εργαλείο του χαμάλη. Η ζαλίκα, ήταν ένας απλούστατος τρόπος να φορτώνεσαι κάτι στην πλάτη. Τη χαμαλίκα τη συναντούσαμε στις μεγάλες πόλεις, ενώ η ζαλίκα ήταν παραδοσιακή μέθοδος των χωρικών. Η λέξη χαμαλίκα είναι νεοελληνική, προερχόμενη ίσως από τη λέξη χαμαλίκι, ίσως από τη λέξη χαμάλης (συν κατάληξη –ίκι). Η τούρκικη λέξη hamal δεν είναι παρά μια κάπως απλοποιημένη μορφή της ταυτόσημης αραβικής λέξης hammal (haml =φορτίο).

«Ἡ χαμαλίκα, ξεκοιλιασμένη, γεμάτη θρυμματισμένα ἄχυρα, φέρουσα ἐπάνω της ὅλα τὰ ἴχνη τῆς καθημερινῆς ἐπαφῆς μὲ τόσα καὶ τόσα τσουβάλια, καὶ βαρέλια, καὶ μπάλες ἐμπορευμάτων, ἀκόμη καὶ πολλὰ μόρια πίσσης καὶ ρητίνης, ριφθεῖσα εἰς τὸ πῦρ, ἐλαμπάδιασεν ἀμέσως, καὶ ἐπέτα τὰς φλόγας εἰς φοβερὸν ὕψος.»

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κακόμης.

Η λέξη χαμάλης συνοδεύεται από μερικά παράγωγα. Ο Πέτρος Βλαστός κατέγραψε τις λέξεις: χαμάλης (σαν βρισιά), χαμαλίκι, χαμαλιάτικα (ήτοι, τα αχθοφορικά, που τα αποτελεί και κουβαλιάτικα) και χαμαλίτικος. Ο Βλαστός αγνόησε τη λέξη χαμαλίκα. Ο Ανδριώτης παρέχει τις λέξεις: χαμάλης, χαμαλιάτικα, χαμαλίκι, χαμάλικος και χαμαλίκα (δίχως να την ερμηνεύει).

Χαμάλης στην Κωνσταντινούπολη επί τουρκοκρατίας
Χαμάλης στην Κωνσταντινούπολη επί τουρκοκρατίας

Είναι αυτονόητο πως ο Κουμανούδης δεν συμπεριέλαβε στο λεξικό του τη λέξη χαμάλης και τα παράγωγά της. Απλώς, μας δίνει τον ημικαθαρευουσιάνικο νεολογισμό χαμαλοειδής, του 1894. Ο Μπαμπινιώτης δανείστηκε όλα τα προαναφερθέντα παράγωγα της λέξης χαμάλης, προσθέτοντας και τη λέξη χαμαλοδουλειά. Ο Μπαμπινιώτης ανάγει τη λέξη χαμαλίκι στο ταυτόσημο τουρκικό hamallik, αλλά ας μην είναι τόσο βέβαιος, αφού υπάρχουν πλείστες όσες νεοελληνικές λέξεις με την τουρκογενή κατάληξη –ίκι, που αποδίδει στη γλώσσα μας μιαν από τις δυο παρόμοιες τουρκικές καταλήξεις. Ο Μπαμπινιώτης είναι κακός λεξικογράφος και κάκιστος λαογράφος. Γι’ αυτό περιγράφει πράγματα που αγνοεί, γιατί δεν τα είδε ποτέ του. Έτσι, στην περίπτωση της λέξης χαμαλίκα ισχυρίζεται πως πρόκειται για πάνινο επίστρωμα που στερέωνε στην πλάτη του ο αχθοφόρος. Ας μάθει, λοιπόν, ο Μπαμπινιώτης πως η χαμαλίκα ήτανε ένα είδος σαμάρι, φτιαγμένο με μπούρδες (ο κύριος καθηγητής δεν γνωρίζει ότι η λέξη μπούρδα σημαίνει και: παλιοτσούβαλο) και παραγεμισμένο με άχυρα και κάποτε με τζίβα Ο χαμάλης δεν στερέωνε (sic) τη χαμαλίκα στη ράχη του, αλλά την κρέμαγε χάρη σε δύο μεγάλα θηλύκια από όπου πέρναγε τα μπράτσα του. Στο Ύδρας Λεξιλόγιον (το Δεύτερον, 1999) του σεβαστού Γιαν. Α. Καραμήτσου, βρίσκω μια καλύτερη περιγραφή: Χαμαλίκα, ένα είδος μαξιλαριού με λουριά που πέρναγε στην πλάτη των μεταφορέων (χαμάληδων) για να μην πιάνονται και πονάνε.

«Ἦτον πράγματι ἀπὸ οἰκογένειαν τοῦ τόπου, εἶχε μάθει γραμματάκια, καὶ εἶχε ξενιτευθῆ. Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα, ὅλοι ἐνόμισαν ὅτι ἐπ᾽ ὀλίγον θὰ ἔμενεν ἐκεῖ, ἤ, ἂν ἔμενε, θὰ εἶχε φέρει τίποτε οἰκονομίας, καὶ θὰ ἤνοιγεν ἴσως κανένα μαγαζάκι.

Ἀλλ᾽ ἔξαφνα, μίαν πρωίαν, τὸν εἶδαν νὰ στέκῃ εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, σιμὰ εἰς τὸν τόπον τῶν δημοπρασιῶν, φέρων τὴν χαμαλίκαν καὶ μικρὸν κουβαριασμένον σχοινίον.

― Τί τρέχει, Ἀποστόλη;… Ἀποφάσισες νὰ γίνῃς χαμάλης;

― Αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον ἐλεύθερον ἐπάγγελμα, ἀπήντησεν ὁ Κακόμης· ἄλλο καλύτερο δὲν ηὗρα.»

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κακόμης.

Η λέξη χαμαλίκα δεν είναι ευθέως τουρκική. Οι διαβόητοι χαμάληδες της Πόλης αποκαλούσαν τη χαμαλίκα arkalis (από τη λέξη arka που σημαίνει: πλάτη, το πίσω μέρος, και, μεταφορικά, προστασία). Στην Παλιά Αθήνα οι μαλτέζοι χαμάληδες, που έστεκαν στην Αγία Ειρήνη, δεν είχανε χαμαλίκα. Παρομοίως, οι μανιάτες χαμάληδες της Καπνικαρέας, που χρησιμοποιούσαν ένα σχοινάκι για να συγκρατούν στη ράχη τους τα αντικείμενα που κουβαλάγανε. Οι χαμάληδες της Πόλης συγκροτούσαν ένα πανίσχυρο σινάφι, που διέθετε πάμπολλες διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο, με τους καπανταήδες.

 Οι χαμάληδες της Πόλης συγκροτούσαν ένα πανίσχυρο σινάφι, που διέθετε πάμπολλες διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο, με τους καπανταήδες.
Οι χαμάληδες της Πόλης συγκροτούσαν ένα πανίσχυρο σινάφι, που διέθετε πάμπολλες διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο, με τους καπανταήδες.

Οι χαμάληδες της Πόλης υπαγόρευαν τους όρους τους στους καραβοκύρηδες που ήθελαν να ξεφορτώσουν στα γρήγορα, για να αποφύγουν τις σταλίες (μην ψάξετε γι’ αυτή τη λέξη στο λεξικό του Μπαμπινιώτη). Το ξεφόρτωμα γινότανε υπό την καθοδήγηση του χαμάλ-μπασή, που έκανε και τα σχετικά παζαρέματα. Το ίδιο συνέβαινε και στην Παλιά Σαλονίκη, όπου το επάγγελμα του χαμάλη ήταν μονοπώλιο των εβραίων. Ο Παπαδιαμάντης (μέγας ρατσιστής) γράφει με λύσσα κατά των εβραίων χαμάληδων της Σαλονίκης, που αρνιόντουσαν να δουλέψουν το Σάββατο.

«Όσα χρόνια ζω να με τρώει ο κόπος κι ο ιδρώτας και τα τέτοια, και τι να πάρω, τι να κάνω; Άραγες θεέ μου, τέτοια ζωή θα κανω, χαμάλης; Και τι χαμάλης, χαμάλαρος! Έκλαιγα σα μωρό παιδί και περικάλαγα το Χριστό. Χριστέ μου βοήθησε με δηλαδή να φύγω να πάω σε μιαν άλλη δουλειά να γίνω κάπως διαφορετικά, να παίρνω λεπτά, να μην είμαι με τέτοια.»

Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία.

Οι χαμάληδες ήσανε ξακουστοί για τη σωματική τους δύναμη. Δυο χαμάληδες, με τη βοήθεια ενός κονταριού, μπορούσαν να σηκώνουν ένα βαρέλι, γεμάτο κρασί. Ένας δυνατός χαμάλης ανέβαζε μόνος του (αγκομαχώντας) ένα πιάνο με ουρά στο τέταρτο πάτωμα μιας πολυκατοικίας. Πριν πενήντα χρόνια ο δυνατότερος χαμάλης της Σαλονίκης είχε το παρατσούκλι Σταφίδας. Ο Σταφίδας έπαιρνε στην πλάτη του τρία τσουβάλια φαρίνα, ή έναν κορμό δέντρου που ζύγιζε μέχρι διακόσιες οκάδες. Σημειωτέον ότι οι χαμάληδες στο ξεφόρτωμα των καραβιών διατρέχανε ξυπόλητοι το μαδέρι που ένωνε το καΐκι με τον μόλο. Οι χαμάληδες έτρωγαν, στην καθισιά, ένα ζεστό καρβέλι μαζί με τηγανισμένες φέτες παλαμίδας, η μπακαλιάρου, που αγόραζαν από τους πλανόδιους μαγείρους των λιμανιών. Θα τονίσω, ιδιαιτέρως, ότι πάντοτε δεν υπήρξαν γύφτοι χαμάληδες.

Χαμάληδες στο λιμάνι του Μπουργκάς
Χαμάληδες στο λιμάνι του Μπουργκάς

Στο λεξικό του Girolano Germano (1622) βρίσκω τις λέξεις χαμάλης και βασταγάρης. Η γνωστή λέξη βαστάζος ανάγεται στο ρήμα βαστάζω. Στα πολύτιμα λεξικά του Sophocles και του Κριαρά είναι δημοσιευμένα αρκετά παράγωγα του βαστάζω. Η ασαφής και γελοία καθαρευουσιάνικη λέξη βασταζοφόρος (του 1894) διασώθηκε από τον Κουμανούδη. Ο Πέτρος Βλαστός κατέγραψε την λέξη βασταχτής, που όμως δηλώνει αυτόν που εμποδίζει, που συγκρατεί. Στις πρώην φραγκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδος χρησιμοποιούσαν, περισσότερο από τη λέξη χαμάλης, την ταυτόσημη λέξη φακίνος (ιταλικής αρχής) που επιζεί ως επώνυμο. Ανακαλύπτω τη λέξη φακίνος στο λεξικάκι του Σκιαδαρέση (1959), αλλά δεν τη βρίσκω στα λεξικά του Αραβαντινού, του Ανδριώτη, του Ζώη και του Μπαμπινιώτη. Η λέξη αχθοφόρος είναι ξαναζεσταμένη ελληνικούρα. Στα καροτσάκια της οδού Αθηνάς έβλεπες, πριν αρκετά χρόνια, την επιγραφή ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ. Από τότε έγινε γνωστή και η έκφραση καροτσάκι με ράδιο.

«Ἀνάμεσα εἰς τοὺς βαστάζους τῆς μικρᾶς παραθαλασσίας πόλεως, τὰ πρωτεῖα εἶχεν ἀξίως ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης. Ὅλοι τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς «χαμάλμπασην»*. Ἐσήκωνεν, ὡς ἔλεγον, περὶ τὰς ἑκατὸν πενῆντα ὀκάδας. Ἦτο κυρτὸς ἐκ σωματικῆς κατασκευῆς, κυρτότερος δὲ εἶχε γίνει ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα. Ἔκυπτε διὰ νὰ τὸν φορτώσουν, κ᾽ ἔλεγε: «ὅσο νὰ μοῦ φορτώσουν τὸ τσουβάλι μιά· τώρα πάει μοναχό του».

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κακόμης.

Τον παλιό καιρό τα βαπόρια δεν πλεύριζαν στους μόλους. Κι έτσι γινότανε ο λεγόμενος αχταρμάς. Η τούρκικη λέξη aktarma σημαίνει: διαμετακόμιση, διευθέτηση, εναλλαγή κτλ. Οι κουτσαβάκηδες δανείστηκαν τη λέξη και τη μέθοδο του αχταρμά (απατεωνίστικη κλοπή με αστραπιαία αντικατάσταση ενός αντικειμένου) από τους καπανταήδες της Πόλης. Ο Ζάχος στο σκατολεξικό του, δίνει μια λανθασμένη ερμηνεία του αχταρμά, ανακαλύπτοντας ταυτοχρόνως και την ανύπαρκτη λέξη ahtarma. Οι σημερινοί φλόροι δίνουν μιαν άλλη σημασία στη λέξη αχταρμάς. Εν πάση περιπτώσει, αποκαλούσαν αχταρμά είτε τη μεταφορά εμπορευμάτων από πλοίο, είτε την επιβίβαση των επιβατών σε βάρκες που τους μετέφεραν στην προκυμαία, μαζί με τις βαλίτσες και τα μπογαλάκια τους. Στην προκυμαία, τους περίμενε μια στρατιά από φτωχούς που έκαναν θελήματα. Ο κάθε ταξιδιώτης ναύλωνε έναν θεληματάρη για να του μεταφέρει τη βαλίτσα, λέγοντας ψευδέστατα ότι το σπίτι του είναι πολύ κοντά. Από δω ξεκινάει η έκφραση: θα πάει μακριά η βαλίτσα;

«Ωρέ τι θα μπόραγα να κάνω αν δεν ήτανε το καθημερινό χαμαλίκι.

θα μπορούσα νάχα πράξει αλλοιώς και να μην υπήρχε το χαμαλίκι. Αλλά το ξέρω

τότε δε θα μπορούσα τίποτα να κάνω. Γιατί δε θάμουνα εγώ.

Γιατί θα ήμουν σαν εσάς τους κάλπικους φονιάδες.

Γιατί θα ήμουν σαν εσάς τους φοιτητές, τους κώλους και τους χέστες.

Γιατί θα ήμουνα και γω σαν τους αριστερούς, σαν τους «αναρχικούς» και τα πρεζόνια.

Γιατί θα ρούφαγα ακόμα από τη μαμά και το μπαμπά.

Γιατί θα ρούφαγα τους γύρω.

Γιατί στα λόγια θα ‘μουνα ο πρώτος του χωρίου ο γκράντεπαναστάτης.»

Νικόλας Άσιμος, Αναζητώντας Κροκάνθρωπους

Ο Μπαμπινιώτης παρέχει στη λέξη θεληματάρης την τρέχουσα σημασία: αυτός που κάνει θελήματα. Εδώ τα πράγματα μπερδεύονται αρκετά. Ο Κουμανούδης ερμηνεύει τη λέξη θεληματίαι (του 1895): οι κάμνοντες θελήματα ως υπηρέται εις την αγοράν. Ωστόσο, ο ίδιος αναγράφει τη λέξη θεληματίας (1896) με τη σημασία: ο έχων ιδίαν θέλησιν. Δηλαδή, ο Κουμανούδης άλλοτε ανατρέχει στη λέξη θέλημα και άλλοτε στο ρήμα θέλω (εμμέσως). Γι αυτό αποδίδω μιαν ειδική σημασία στις σχετικές λέξεις που αναφέρει ο Πέτρος Βλαστός: Θεληματάρης (αφεντικό κτλ), θεληματάρος (εθελοντής), θεληματέβω (λέγω το ναι) και θεληματίζω (ορίζω κτλ). Ο Ανδριώτης αφήνει άνευ ερμηνείας τη λέξη θεληματάρης. Ο Γιάν. Α. Καραμήτσος μας διαβεβαιώνει πως στην Ύδρα αυτόν που έκανε θελήματα τον έλεγαν θεληματάρη, ή θεληματζή. Ο Καραμήτσος μας χαρίζει και μιαν απόκρυφη σημασία της λέξης θέλημα ( = σεξουαλική πράξη).Αχθοφόροι (χαμάληδες) ξαποσταίνουν στο καφενείο περιμένοντας να τους προσλάβουν σε δουλειά. Πηγή: www.lifo.gr

Ο Ανδριώτης κατέγραψε τις λέξεις ζαλίκι (φόρτωμα ανθρώπου) και ζαλικώνομαι, αλλά παρέλειψε τη λέξη ζαλίκα. Οι σχετικές ετυμολογίες που παρέχει ο Ανδριώτης είναι αρκούντως μπόσικες. Δεν ξέρουμε, μέχρι στιγμής, την ετυμολογία των λέξεων ζαλίκι και ζαλίκα, που ίσως είναι σλάβικες, η τούρκικης προέλευσης (λόγου χάρη από την παλιά τούρκικη λέξη selek = φορτίο). Ο Αραβαντινός δίνει την ερμηνεία της λέξης ζαλίκι: φορτίον ξύλων, όπερ δύναται εις άνθρωπος να φέρη επί των ώμων. Επίσης, ο Πέτρος Βλαστός μας εξηγεί ότι ζαλίκι λέγανε το φόρτωμα ενός ανθρώπου. Δηλαδή, το ζαλίκι ήτανε μια αγκαλιά κλαριά, ένα σακί καλαμπόκι κτλ. Ο Μπαμπινιώτης, παρασυρμένος από τον Αραβαντικό και τον Βλαστό (δίχως να τους αναφέρει), μας λέει πως η ζαλίκα είναι το φορτίο από ξύλα στους ώμους. Ο επιπόλαιος Μπαμπινιώτης δεν πρόσεξε ότι οι λέξεις ζαλίκα/ζαλίκι δεν είναι ταυτόσημες, και επίσης κατάλαβε ότι η λέξη ζαλίκα άλλοτε είναι ουσιαστικό (η ζαλίκα) και άλλοτε λειτουργεί ως επίρρημα (γι’ αυτό το λέμε: πήρα το τσουβάλι ζαλίκα, ή, το έκοψα στην πλάτη). Ο Βλαστός κατέγραψε και τις ελαφρώς διαφορετικές λέξεις ζαλίγκα (καβάλα στον ώμο) και ζαλιγκώνω (φορτώνω).

Η ζαλίκα, σαν τρόπο μεταφοράς, ήτανε απλούστατη. Έστρωναν κατάχαμα ένα σχοινί, σε σχήμα Π, και πάνω του τοποθετούσαν το πράμα, που ήθελαν να κουβαλήσουν π.χ. ένα τσουβαλάκι αλεύρι, ή λίγα κλαριά. Μετά περνάγανε τις δύο άκρες του σχοινιού από τον θύλακα του Π και έριχναν στην πλάτη το φορτίο. Το φορτίο δεν γλίστραγε στη ράχη, γιατί ο μεταφορέας κράταγε γερά τις δύο άκρες του σχοινιού. Τη ζαλίκα τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι γυναίκες.

Τάκης Τλούπας, Χαμάληδες στη Λάρισα, 1950
Τάκης Τλούπας, Χαμάληδες στη Λάρισα, 1950

Η ανθρωπότητα πρώτα ανακάλυψε τα λογής λογής σακούλια και μετά τις τσέπες. Οι πρωτόγονοι, όταν πήγαιναν στο κυνήγι, είχανε (και εξακολουθούν να έχουν) ένα σακουλάκι φτιαγμένο από χόρτα, ή από δέρμα, όπου έβαζαν μέσα διάφορες τροφές που έβρισκαν καθ’ οδόν, όπως σαλιγκάρια, σκουλήκια, ακρίδες, μανιτάρια. Οι χωριάτες μας χρησιμοποιούσαν τουρβάδες και ταγάρια και δισάκια. Όλοι μας ξέρουμε τους τουρβάδες και τα ταγάρια, που κάποτε είχανε γίνει της μόδας. Μιλάω για τα δήθεν ελληνικά ταγάρια (made in Japan) που κοτσάρανε στον ώμο οι τσαπερδόνες της χώρας μας. Εδώ θα αναφέρω και την ακατάγραφη λέξη ταγαρτζής. Ταγαρτζής δεν ήταν εκείνος που φτιάχνει, ή έχει, ταγάρια. Το 1941-1942 οι μάγκες της Θεσσαλονίκης αποκαλούσαν ταγαρτζήδες εκείνα τα τσακάλια (η λέξη αυτή δεν είναι διόλου υποτιμητική) που έκλεβαν στο Βαρδάρι τα ταγάρια των χωρικών, που τα έβλεπαν κρεμασμένα στα κάρα, ή στα σαμάρια των υποζυγίων.

Δισάκι λέγανε το διπλό ταγάρι, που είτε το έριχναν στο σαμάρι (ένθεν και ένθεν), είτε το περνάγανε οι χωρικοί στο λαιμό τους, μπρος και πίσω, έτσι ώστε να μοιράζεται το βάρος. Στις πόλεις χρησιμοποιούν για τα ψώνια τσάντες και δίχτυα και ζεμπίλια. Θα μπορούσα να μιλήσω και για τους γυλιούς των φαντάρων, αλλά ήδη είπα πολλά.

Πηγή: http://www.odosarkadias.gr/i-chamalika-ke-i-zalika/

Τα παραθέματα και οι φωτογραφίες είναι από εδώ:

Πολιτισμική ηγεμονία και πολιτική ορθότητα…


Harold Copping – The Dunce (1886) ελαιογραφία σε καμβά

Επιμέλεια και μετάφραση: Γιώργος Κουτσαντώνης

Ακολουθεί η μετάφραση μιας ανάλυσης από το ιστολόγιο anticorpi.info με ιταλικό τίτλο Egemonia Culturale e Correttezza Politica (πηγές από τα άρθρα: The Origins of Political Correctness, και The Rise of Political Correctness). Το κείμενο συνοδεύεται από σχόλια.

«Σύντροφε, είναι γεγονός ότι η δήλωσή σας είναι λανθασμένη.» «Όντως είναι. Ωστόσο είναι πολιτικά ορθή». (Angelo Codevilla)

Η έννοια της «πολιτικής ορθότητας» άρχισε να χρησιμοποιείται μεταξύ μαρξιστών το 1930 ως μια ημι-σοβαρή έκφραση για να υπογραμμίσει πως το συμφέρον του κόμματος πρέπει πάντα και σε κάθε περίπτωση να υπερισχύει της πραγματικότητας. Όλοι οι προοδευτικοί, επίδοξοι μηχανικοί της νέας ανθρώπινης πραγματικότητας, επιδίδονται πράγματι σε ένα διαρκή πόλεμο ενάντια στους νόμους και τα όρια της φύσης.

Ωστόσο -εφόσον η πραγματικότητα δεν υποκύπτει στους χειρισμούς τους, οι προοδευτικοί αποκτούν την τάση να ερμηνεύουν ατομικά και συλλογικά αυτές τις «νέες πραγματικότητες». Έτσι, ο ονομαστικός σκοπός κάθε προοδευτικού κινήματος καταλήγει να υποτάσσεται στην ιδεολογική του ανωτερότητα. Δεδομένου ότι αυτή η ανωτερότητα γίνεται ιδιαίτερα ανασφαλής κάθε φορά που κάποιος αποδεικνύεται ικανός να αντιταχθεί με λογική στα αξιώματά του, το ιδεολογικό κίνημα καταλήγει να αγωνίζεται όχι τόσο για να οικοδομήσει αυτές τις «νέες πραγματικότητες» που λατρεύει να θεωρητικοποιεί, αλλά κυρίως για να εξαναγκάσει τους απλούς ανθρώπους να μιλούν και να δρουν «προσποιούμενοι» ότι αυτές οι νέες θεωρητικές πραγματικότητες είναι όντως υπαρκτές.

Τα κομμουνιστικά κράτη μας παρείχαν την πιο εντυπωσιακή εκπροσώπηση αυτής της απόπειρας δημιουργίας μιας συλλογικής τεχνητής σκέψης. Ο Άγγλος συγγραφέας George Orwell υπήρξε ένας πεπεισμένος μαρξιστής μέχρι την στιγμή όπου διαπίστωσε προσωπικά τις αβυσσαλέες διαφορές μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας, όταν επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του οι πολιτικές του απόψεις είχαν αλλάξει ριζικά, σε σημείο που εμπνεύστηκε το αριστούργημά του με τίτλο 1984, μια δυνατή λογοτεχνική κραυγή που αργότερα θα χαρακτηρίσει αυτή που σήμερα ονομάζουμε «δυστοπική πολιτική μυθοπλασία».

Συνέχεια

Ψοφιοκουναβιστάν 4…


 Μήπως όμως υποστηρίζοντας ότι το ψόφιο κουνάβι δεν είναι αιτία αλλά σύμπτωμα μιας διαδικασίας (της αμερικανικής παρακμής) πέφτουμε στο αμάρτημα της μεταφυσικής του, ας πούμε, ιστορικού ντετερμενισμού; Μήπως, για να το πούμε διαφορετικά, αγνούμε τον σχετικά ανεξάρτητο ιστορικό ρόλο της “προσωπικότητας” των κάθε φορά πολιτικών βιτρινών, αρχόντων, “ηγετών”, “στρατηγών” κλπ;

Μια τέτοιου είδους κριτική ερώτηση θα είχε πολλά εφόδια υπέρ της. Ένα πρόσφατο: όταν το ψόφιο κουνάβι ξενυχτάει χαζεύοντας φασιστικά βίντεο και, βρίσκοντας κάτι που ταιριάζει στον ρατσισμό του (αυτό μιας ασήμαντης αγγλικής φασιστο-ομάδας) το ξανατιτιβίζει δρα, άραγε, σαν μέρος ενός σχεδίου που το υπαγορεύει η αμερικανική παρακμή και η διαχείρισή της;

Η πρώτη απάντηση είναι όχι! Φυσικά όχι! Ένας αμερικάνος πρόεδρος, απ’ την θέση του και μόνο, και απ’ το καθήκον της εξυπηρέτησης των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να αναπαράγει πατενταρισμένη φασιστική προπαγάνδα· ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ επίσης να ξεμακραίνει απ’ το δίπολο “υπάρχουν καλοί μουσουλμάνοι – υπάρχουν κακοί μουσουλμάνοι” που επιτρέπει στο διπλωματικό του σώμα ή/και στον στρατό του να κάνει παιχνίδι πάνω στο “καλό” και στο “κακό”. Σ’ αυτό το επίπεδο λοιπόν το ψόφιο κουνάβι είναι ένας κομπλεξικός πρωτοκοσμικός με γαλόνια, που φέρνει σε δύσκολη θέση ακόμα και συμμάχους του. Όπως την κυρά Theresa May – λες και δεν είχε άλλους μπελάδες στο κεφάλι της. Και είναι κάποιος έξω από οποιονδήποτε σχεδιασμό – σ’ αυτό το επίπεδο...

Για μια στιγμή όμως… Ποιος απαγόρευσε με αίμα, απεριορίστη σφαγή, την δημιουργία ενός (εξαιρετικά μετριοπαθούς) κράτους με μουσουλμανική κοινωνική πλειοψηφία στην ευρώπη; Εννοούμε την βοσνία στο πρώτο μισό των 90s. Ή ποιος αποφάσισε ότι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι μουσουλμανικού θρησκεύματος, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, επιτρέπεται να σφάζονται εδώ και πάνω από 15 χρόνια σ’ αυτήν την ζώνη του κόσμου που αρχίζει απ’ το αφγανιστάν και τελειώνει στον Ατλαντικό, θεωρούμενοι «παράπλευρες απώλειες» – ποιος; Ποιος σφάζει μουσουλμάνους και μουσουλμάνες, συστηματικά, στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», και ποιος καθοδηγεί στον πρωτοκοσμικό φασισμό στην ευρώπη και στη βόρεια αμερική σαν «χριστιανικό καθήκον»; Όχι, σίγουρα, η φασιστοσυμμορία «britain first» της οποίας την προπαγάνδα αναπαρήγαγε κοτζαμάν αμερικάνος πρόεδρος…

Εάν, λοιπόν, υπάρχει μια δολοφονική εκστρατεία δεκαετιών απ’ την μεριά των πρωτοκοσμικών και των συμμάχων τους εναντίον αυτών των «απολίτιστων» μουσουλμάνων στα σπίτια και στις γειτονιές τους (πολύ χειρότερα αν τολμήσουν να πλησιάσουν σαν μετανάστες / πρόσφυγες…)· αν πίσω απ’ αυτήν την δολοφονική εκστρατεία φαίνονται καθαρά ιμπεριαλιστικά γεωπολιτικά συμφέροντα «μοιρασιάς του κόσμου» και, σίγουρα, αυτής της πολύ μεγάλης ζώνης του κόσμου απ’ τη νοτιοανατολική ασία ως την αφρική· κι αν λιγότερο καθαρά φαίνεται πίσω απ’ αυτήν εκστρατεία η πεποίθηση ότι «αυτοί» είναι, τελικά, ασύμβατοι με το νέο καπιταλιστικό / τεχνολογικό παράδειγμα εκμετάλλευσης, όχι επειδή το αρνούνται επαναστατικά αλλά επειδή έχουν ζητήματα ηθικής, πολιτισμικής τάξης, οπότε θα αργήσουν αρκετά για να το αποδεχτούν στο σύνολό του, τότε το ψόφιο κουνάβι και τα retweeting του είναι απλά «ο μαλάκας που έσκασε τελευταίος στην παρέα»!! Τότε το ψόφιο κουνάβι και το χοντροκομμένος μισανθρωπισμός του (αλλά και ο Macron με την γαλλική φινέτσα στον ρατσισμό του – και ο Μουζάλας φυσικά, μην το ξεχνάμε, με τον «ανθρωπισμό» του… ) αποδεικνύεται ότι απλά υπηρετούν όχι ένα «σχέδιο» που έφτιαξε κάποιο επιτελείο, όχι κάποια μυστηριώδη συνομωσία, αλλά μια καπιταλιστική 4.0 πεποίθηση (και κυρίως αναγκαιότητα) περί πολιτιστικής κατάκτησης. Είναι οι παλιάτσοι της καπιταλιστικής ιστορίας· και δεν είναι ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι τέτοιοι.

Όπου το «πολιτιστική κατάκτηση» είναι το ψευδώνυμο της διαχείρισης της ζωής και των κατανομών στο κοινωνικό εργοστάσιο σε τοπική ή/και παγκόσμια κλίμακα. Όπου «πολιτισμική ασυμβατότητα» είναι η πλαγιοκόπηση των κοινωνικών σχέσεων· μια διαγώνια, «ανορθόδοξη» επιχειρήση που απ’ την μια μοιράζει γενναιόδωρα δικαιώματα (στους πρωτοκοσμικούς) και απ’ την άλλη αλέθει ζωές – των Άλλων. Που σημαίνει: όταν ένας αμερικάνος πρόεδρος (το ψόφιο κουνάβι) γίνεται μεγάφωνο ενός Mladic, τότε συμβαίνουν περισσότερα απ’ τον δικό τους, προσωπικό, μισανθρωπισμό.

Πέφτουμε μ’ αυτήν την γνώμη στο αμάρτημα του ιστορικού ντετερμινισμού; Αν ναι, «ο αναμάρτητος ας ρίξει την πρώτη πέτρα»…

(Ο 4ος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε στο Sarajevo. Όπως ο 1ος. Μόνο που στις αρχές του ’90 δεν δολοφονήθηκε κάποιος δούκας. Δεν δολοφονήθηκε κάποιος δούκας επειδή, στην ιστορία – που – προχωράει – πίσω  – απ’ τις – πλάτες – ακόμα – και – των  – πρωταγωνιστών – της, δεν παιζόταν πια το μέλλον ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Στον πάγκο του χασάπη είχαν μπει “πολιτισμοί”. Δηλαδή βαθμοί απορρόφησης του νεου καπιταλιστικού παραδείγματος.

Όταν στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφονήθηκε στο Sarajevo ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος της Αυστρίας κανείς δεν είπε “σκηνοθεσία!! τον έφαγαν οι δικοί του για να…” Όταν ανάμεσα στο 1992 και το 1995 εκεί γίνονταν αυτές οι μαζικές σφαγές, στο ψαχνό, όταν οι κάτοικοι της πόλης γίνονταν σφαγεία απ’ τα σερβικά βλήματα, οι πρωτοκοσμικοί – και οι έλληνες κομπλεξικοί φανατικά πρώτοι – έλεγαν “οι μουσουλμάνοι σκοτώνονται μεταξύ τους για να ενοχοποιήσουν τους σέρβους”· τους χριστιανούς… Η διαφορά ανάμεσα στο 1914 και στο 1994 είναι εύλογη: οι πρωτοκοσμικοί έγιναν πιο “έξυπνοι” – δηλαδή ακόμα περισσότερο υποταγμένοι.

Οι σφαγές στο Sarajevo απ’ το 1992 ως το 1995 ήταν το διαβατήριο για να συνεχίσει η σφαγή των μουσουλμάνων – “μεταξύ τους” – μέχρι αύριο και μεθαύριο…. Οι πρωτοκοσμικές κοινωνίες ξεφορτώθηκαν την εγκληματικότητα των αφεντικών τους συναινώντας. Με την ελπίδα ότι τα αφεντικά τους θα τις λυπηθούν και δεν θα τις σφάξουν με ανάλογο τρόπο.

Αλλοίμονο…)

____________________________________________________________

Aπό:http://www.sarajevomag.gr/wp/2017/12/psofiokounavistan-4/

Ξεκίνησε η περίοδος του κυνηγιού… μαγισσών…


Κυνήγι Μαγισσών

Η πρόσφατη αντιρωσική εκστρατεία αλλά και οι καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης λαμβάνουν χαρακτηριστικά υστερίας στις ΗΠΑ. Την ίδια υστερία με την οποία κάποιοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές κρίσεις του Μεσαίωνα καίγοντας… μάγισσες.

«Τι κάνουμε τις μάγισσες;», ρωτούσε ο ιππότης των Μόντι Πάιθον στην ταινία «Το αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης». «Τις καίμε», απαντούσε το πλήθος.

«Και τι άλλο καίγεται;», ρωτούσε ο ιππότης, για να πάρει την απάντηση: «Τα ξύλα». Το συμπέρασμα ήταν απλό: Αφού οι μάγισσες καίγονται, είναι φτιαγμένες από ξύλο, το οποίο επιπλέει στο νερό όπως οι πάπιες.

Άρα αν μια γυναίκα ζυγίζει όσο μια πάπια είναι μάγισσα. Οι χωρικοί λοιπόν, έβαλαν μια γυναίκα στη ζυγαριά, η οποία έδειξε ότι ζυγίζει όσο μια πάπια. Και ύστερα… την έκαψαν.

Η λογική δεν ήταν ποτέ το δυνατό σημείο του ανθρώπου (ούτε των Μόντι Πάιθον) στις περιόδους που ξεκινούσε το λεγόμενο κυνήγι των μαγισσών. Δυστυχώς, αρκετοί ιστορικοί και οικονομολόγοι υποστηρίζουν σήμερα ότι η ανθρωπότητα ίσως εισέρχεται και πάλι σε μια τέτοια περίοδο παραλογισμού.

Και δεν αναφέρονται στις αληθινές θανατώσεις γυναικών, που σημειώνονται ακόμη στη (σύμμαχο) Σαουδική Αραβία ή στην υποσαχάρια Αφρική, αλλά σε ένα συμβολικό κυνήγι μαγισσών, που ξεκινά από τις ΗΠΑ και απειλεί να επεκταθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Αρκεί να παρακολουθήσεις για λίγα λεπτά το δελτίο ειδήσεων ενός αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου για να εντοπίσεις σύγχρονους κυνηγούς και μάγισσες. Σχεδόν ό,τι πηγαίνει στραβά στον κόσμο –από την εκλογή του Τραμπ μέχρι τα δημοψηφίσματα της Καταλονίας και του Brexit– αποδίδεται σε παρέμβαση Ρώσων πρακτόρων.

Τα υπόλοιπα θέματα της ειδησεογραφίας καλύπτονται συνήθως από καταγγελίες γυναικών για σεξουαλική παρενόχληση που υπέστησαν από πολιτικούς ή αστέρες του Χόλιγουντ.

Τις τελευταίες ημέρες μάλιστα το κύμα καταγγελιών πήρε χαρακτηριστικά τσουνάμι, χωρίς κανένας να διασταυρώνει πλέον τις σχετικές πληροφορίες. Η αρθρογράφος Εμιλι Λίντιν έγραφε πρόσφατα ότι δεν την απασχολεί καθόλου «αν ορισμένοι αθώοι άντρες χάσουν τη δουλειά τους από ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης».

Μια ελπιδοφόρα εκστρατεία, λοιπόν, ενάντια στον βαθιά ριζωμένο σεξισμό και τις καταπιεστικές σχέσεις εξουσίας στη βιομηχανία του θεάματος και τους διαδρόμους της Ουάσινγκτον μετατρέπεται σε ένα υστερικό κυνήγι μαγισσών που τρέφει τα πιο αντιδραστικά και πουριτανικά ένστικτα της αμερικανικής κοινωνίας.

Σε πρόσφατο άρθρο του στους New York Times ο συγγραφέας Στέφεν Μαρτς έγραφε ότι οι άντρες (στο σύνολό τους) χαρακτηρίζονται από την «γκροτέσκα σεξουαλικότητά τους» και καθοδηγούνται από τη «χυδαία και επικίνδυνη φύση της ανδρικής λίμπιντο».

Ο ίδιος μάλιστα έφερνε ως παράδειγμα ηθικού άνδρα τον ελληνικής καταγωγής θεολόγο των πρωτοχριστιανικών χρόνων Ωριγένη Αδαμάντιο, ο οποίος αυτοενουχίστηκε ακολουθώντας κυριολεκτικά την εντολή του Ιησού «εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

Κανένας βέβαια από τους νεοαντιδραστικούς κυνηγούς της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν αναφέρεται στα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά αίτια που διαιωνίζουν την πραγματική καταπίεση των γυναικών και την εργασιακή, αλλά και σεξουαλική εκμετάλλευσή τους. Συνήθως, μάλιστα, οι ίδιοι άνθρωποι στηρίζουν φανατικά τις παραγωγικές σχέσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η πατριαρχία.

Το Χόλιγουντ γνώρισε παρόμοια προβλήματα στη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του ’30, όταν επιβλήθηκε ο πουριτανικός «κώδικας συμπεριφοράς για τις κινηματογραφικές παραγωγές».

Το οικονομικό κατεστημένο και τα media, ανήσυχα για τον κοινωνικό αναβρασμό, που λάμβανε ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, απέδιδαν όλα τα προβλήματα της κοινωνίας στην «ελευθεριότητα» που επικρατούσε στις ΗΠΑ με επίκεντρο το Χόλιγουντ. Το σκεπτικό δεν διέφερε και πολύ από το πρότυπο του «ηθικού εξαγνισμού» που επικαλέστηκε ο Χίτλερ για να συνθλίψει την καλλιτεχνική και πνευματική ζωή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Στις συνθήκες τις κρίσης, οι ελίτ κατάφερναν να μετατρέψουν την ταξική οργή της κοινωνίας σε μαζική υστερία απέναντι σε ανύπαρκτους εχθρούς.

Η ουσία του κυνηγιού μαγισσών είναι ότι η αμφισβήτηση της κατηγορίας θεωρείται απόδειξη ενοχής – Μπέργκεν Εβανς, συγγραφέας

Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, αυτό ακριβώς συνέβαινε και στο πραγματικό κυνήγι μαγισσών του Μεσαίωνα. Η Αμερικανίδα οικονομολόγος Εμιλι Οστερ συνδέει το κάψιμο «μαγισσών» του Μεσαίωνα με εξωγενή οικονομικά σοκ που προκαλούσαν ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Συγκεκριμένα η λεγόμενη «μικρή εποχή των παγετώνων», δηλαδή η αισθητή πτώση της θερμοκρασίας και η συνακόλουθη μείωση της γεωργικής παραγωγής από τα μέσα του 13ου αιώνα, συμπίπτει με κλιμάκωση των εκτελέσεων ανθρώπων με την κατηγορία της μαγείας, που έφτασε το ένα εκατομμύριο θύματα.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς Πολ Μπόγερ και Στέφεν Νίσενμπαουμ, οικονομικοί ήταν οι λόγοι που τροφοδότησαν και την περίφημη δίκη των «μαγισσών» του Σάλεμ στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα η σύγκρουση της παλαιάς γεωργικής παραγωγής με τον ανερχόμενο εμπορικό καπιταλισμό, αλλά και η ακύρωση τίτλων ιδιοκτησίας γης που προκάλεσε απότομη ανακατανομή πλούτου αποτέλεσαν την οικονομική βάση πάνω στην οποία στήθηκε η μαζική υστερία.

Στους επόμενους αιώνες οι κυκλικές κρίσεις του καπιταλισμού έδωσαν πολλές φορές αφορμές για τη μετατροπή της οργής σε κυνήγι μαγισσών. Πριν από μερικούς μήνες, μάλιστα, ο Economist υποστήριζε ότι η αδυσώπητη σύγκρουση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών ίσως να εμπεριείχε ψήγματα ενός σύγχρονου κυνηγιού μαγισσών όπου κάθε πλευρά απέδιδε στον αντίπαλο αβάσιμες και συχνά παράλογες κατηγορίες.

Το κυνήγι λοιπόν, ξεκίνησε και ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών – 2/12/2017


Από:https://info-war.gr/xekinise-i-periodos-tou-kynigiou-magisson/