Το επείγον θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη…


Ελισάβετ: Έχω την εντύπωση πως ούτε καν μ’ ακούς. Όταν σκοτείνιαζε εντελώς ανεβαίναμε στην ταράτσα. Μου ’δειχνε μακριά τις παλιές συνοικίες και τα κάστρα που τις περιβάλλουν… Τα’ χεις δει ποτέ αυτά τα κάστρα;
Κίμων: Δε φαίνονται από το παράθυρο.
Ελισάβετ: Όχι, δε φαίνονται από το παράθυρο. Μόνο από ψηλά – πολύ ψηλά. Αυτά τα κάστρα που άλλοτε ήταν το φρούριο της πόλης και τώρα έχουν γίνει φυλακές.
Κίμων: Φυλακές;
Ελισάβετ: Ναι, υγρές, σκοτεινές φυλακές.
Κίμων: Τι κάνατε στην ταράτσα;
Ελισάβετ: Κοιτάζαμε. Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σε ένα σημείο. «Εκεί», μου έλεγε, «εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο». Δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε να μου το λέει αυτό κάθε βράδυ και να μου δείχνει τεντώνοντας το δάχτυλό του προς το βορρά. Έπειτα χαθήκαμε κι έπειτα μια μέρα διάβασα το όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν κι αυτός ανάμεσα στους καταδικασμένους σε θάνατο και είχε εκτελεστεί την αυγή. Δεν είναι παράξενο;
(Λούλα Αναγνωστάκη, Η Πόλη)

Έρχεται κάποια στιγμή που φτάνει η ώρα του απολογισμού. Η ώρα αυτή που η ζωή, το έργο μπορούν να συσσωρευτούν σε μια πυκνή φράση που θα εμπερικλείει τις αξίες, τις επιτυχίες και την ουσία, μιλώντας γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά, για την αυλακιά που αφήνει ο καλλιτέχνης στο σώμα της τέχνης που διάλεξε να υπηρετεί. Πολλές φορές η ώρα αυτή έρχεται με το θάνατο του συγγραφέα. Σε επικήδειους, άρθρα απολογισμού, αναμνηστικά αφιερώματα. Για την Λούλα Αναγνωστάκη η ώρα αυτή δεν έχει φτάσει. Πάντοτε είχα την αίσθηση πως παρά τη δημοφιλία των έργων της, τις συχνές παραστάσεις και επαναλήψεις τους, την καθολική αποδοχή της αξίας τους η σημασία της, η θεατρική και η λογοτεχνική προσφορά της δεν έχουν αναγνωριστεί στο βαθμό που τους αντιστοιχεί, παρά μόνο ως ένα βαθμό. Το όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον της νέας γενιάς για τα έργα της, ο όλο και αυξανόμενος αριθμός παραστάσεων από νεότερους σκηνοθέτες, το αγκάλιασμα του έργου της από νεότερους ηθοποιούς και συγγραφείς συντείνουν στο γεγονός πως αυτό θα αλλάξει.
Η Λούλα Αναγνωστάκη έφυγε στις 8 του Οκτώβρη. Υπήρξε η μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, γυναίκα του Γιώργου Χειμωνά και μητέρα του Θανάση Χειμωνά. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1965 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν το 1965 με την τριλογία της Πόλης, τα μονόπρακτα Η διανυκτέρευση, Η Πόλη, Η Παρέλαση σκηνοθετημένα από τον Κάρολο Κουν σε μια ενιαία παράσταση. Σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά που συναντούμε στην μετέπειτα εργογραφία της είναι κυρίαρχα και εδώ. Η Αναγνωστάκη εμφανίζεται ως έτοιμη συγγραφέας με ξεχωριστή δική της γλώσσα ήδη από την πρώτη της εμφάνιση.
Τα έργα της που θα ακολουθήσουν θα μας χαρίσουν μια σειρά από παραστάσεις- σταθμούς μέσα από εξαιρετικές σκηνοθεσίες. Από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν οι παραστάσεις «Αντόνιο ή το Μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982) και «Ο ήχος του όπλου» (το 1987, τελευταία σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν). Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ’ εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και πολλές ακόμη. Τα έργα της Αναγνωστάκη μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και παίχτηκαν σε πολλές σκηνές εκτός Ελλάδας (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).

Ρεαλισμός και παράλογο 

Αν θέλουμε να τοποθετήσουμε το έργο της Αναγνωστάκη σε κάποια θεατρική κατηγορία αυτό θα ήταν το θέατρο του παραλόγου. Έστω ως αφετηρία. Πολύ συχνά ο χρόνος και ο χώρος (ακόμη και όταν αναφέρονται) είναι σχετικοί. Οι ήρωες βιώνουν το υπαρξιακό κενό ως ατομική, αλλά και ως συλλογική συνθήκη. Αυτό που διαχωρίζει την Αναγνωστάκη από τους υπολοίπους εκπροσώπους του είδους είναι η κοινωνική της γείωση και η πολιτική διάσταση των έργων της. Οι αναφορές σε ένα κατοχικό και εμφυλιακό παρελθόν και ένα παρόν συχνά αστυνομοκρατούμενο. Είναι σε πολλές περιπτώσεις που έχεις την αίσθηση πως η πληγή του εμφυλίου (μοτίβο κοινό σχεδόν σε όλα τα έργα της) είναι το ίδιο το παράλογο για την Αναγνωστάκη.
Σε αντίθεση με το θέατρο του παραλόγου, τα έργα της Αναγνωστάκη δεν έχασαν ποτέ το ρεαλιστικό τους περίβλημα. Πολύ συχνά ελλειπτικά, ποιητικά, με συμβάντα στα όρια του πιθανού είναι έργα αυτού του κόσμου. Το ίδιο και η γλώσσα της. Η ποιητική της Αναγνωστάκη προκύπτει από μια γλώσσα ειπωμένη, πατημένη από καθημερινές φωνές και φράσεις που ακόμα και όταν φτάνουν στο όριό τους ελέγχονται και επικοινωνούνε πλήρως. Η χαμηλόφωνη μουσική των τσεχωφικών ηρώων, οι εσωτερικές συγκρούσεις και η αποτύπωσή τους σε εξωτερικά γεγονότα, οι απογοητεύσεις, η μοναξιά και η μελαγχολία, ο αποκλεισμός και η πληγή του παρελθόντος έχουν κλίμακα ανθρώπινη. Ταυτόχρονα, όμως, η καθημερινή συνύπαρξη με το θάνατο και τη σκληρότητα, η διάλυση των ταυτοτήτων και η διάχυση των χαρακτήρων, η υπερβατική παρουσία της ιστορίας και ο τρόπος που ορίζει τις ανθρώπινες μοίρες γεννούν γεγονότα και καταστάσεις που ανήκουν στις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του θεατρικού παραλόγου.
Ίσως σε αυτή τη συνύπαρξη ρεαλισμού και παραλόγου να οφείλεται το γεγονός πως τα καλύτερά της έργα προκύπτουν όταν τα στοιχεία του παραλόγου, του ρεαλισμού και της κοινωνίας υπάρχουν ισόποσα σε ένα αρμονικό σύνολο. Στο αριστούργημά της, την «Κασέτα» του 1982, η συνύπαρξη αυτή είναι απόλυτη. Το παράλογο συνυπάρχει με το απολύτως ρεαλιστικό, το παγκόσμιο με το απολύτως ελληνικό, το αφηρημένο με το απολύτως συγκεκριμένο σε ένα σύνολο με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών μέσων, της θεατρικής οικονομίας, της ανάπτυξης των χαρακτήρων. Καταφέρνοντας να εντυπώσει ταυτόχρονα και με απόλυτη ακρίβεια τους μεταπολιτευτικούς ελληνικούς ανθρωπότυπους με το αδιέξοδο του ανθρώπου στις δυτικές μεταπολεμικές κοινωνίες. Τον κοινωνικό αποκλεισμό ενός ήρωα σε μια συγκεκριμένη συνθήκη με το υπαρξιακό άγχος του ανθρώπου συνολικά.

Η θέση που της αναλογεί

Όχι λοιπόν, η ώρα του απολογισμού για τη Λούλα Αναγνωστάκη δεν έχει φτάσει. Θα έλθει μόλις λάβει τη θέση που της αξίζει, όχι μόνο στο χώρο του θεάτρου, αλλά και στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Μια ιστορία που συστηματικά υποβαθμίζει το θεατρικό κείμενο σε σχέση με μυθιστόρημα ή την ποίηση, προσπαθώντας να αγνοήσει συγγραφείς που δεν γίνεται πια να αγνοηθούν. Η ώρα του απολογισμού για τη Λούλα Αναγνωστάκη θα έλθει μόλις αποκτήσει τη θέση που της αναλογεί στην ιστορία αυτή: ως μια από τους σημαντικότερους εκπροσώπους ενός σημαντικού λογοτεχνικού είδους και μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της ελληνικής γλώσσας.

(στην εφημερίδα Εποχή)


Από:http://tsalapatis.blogspot.gr/2017/10/blog-post_17.html

Gangsta ‘s Paradise …


Του Πάνου Χριστοδούλου*

Το τραγούδι Gangsta ‘s Paradise (Coolio featuring LV) είναι το βασικό θέμα του soundtrack της ταινίας Ασυμβίβαστη Γενιά (Dangerous Minds) του 1995, σκηνοθετημένη από τον John Smith, με τη Michelle Pfeifer. Τόσο το τραγούδι, όσο και η ταινία πραγματεύονται  τη ζωή μαθητών ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά, όπου χαρακτηριστικά όπως αναφέρει το τραγούδι δε γνωρίζουν αν θα καταφέρουν να επιβιώσουν (στην κυριολεξία) έως τα 23. Η γειτονιά, επομένως και οι μαθητές της είναι μπλεγμένοι σε συμμορίες και το μέλλον τους φαίνεται προδιαγεγραμμένο.

Προς τι όλα αυτά; Επειδή κάπως έτσι παρουσιάστηκαν τα Ελληνικά Πανεπιστήμια τις προηγούμενες βδομάδες από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, με ναυαρχίδες το τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό σταθμό skai. Με μια μικρή, αλλά σημαντική, διαφορά. Η εκπαιδευτικός της ταινίας (Michel Pfeifer) δεν αποκαλούσε τους μαθητές της αλήτες ή φασιστοειδή υποκείμενα όπως έπραξαν οι καθηγητές της συγκλήτου του πανεπιστημίου Αθηνών, ο καθηγητής κύριος Συρίγος και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.

Μόνο και μόνο από αυτό το σημείο φαίνεται ότι όντως το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα και η υπεύθυνη πολιτεία αντιμετωπίζει πρόβλημα, από την πλευρά της ποιότητας των εκπαιδευτικών της, καθώς ο ρόλος τους δεν είναι να τιτλοποιούν την όποια αποκλίνουσα συμπεριφορά μα τέτοιους χαρακτηρισμούς, αλλά να προσπαθούν να την κατανοήσουν και να συμβάλλουν στην επανένταξη.

Συνέχεια

δουλίτσα να υπάρχει…


Από την Αφροδίτη Φανφάρες

απόψε παραιτήθηκε κι άλλος από τη δουλειά / πώς έχουν αλλάξει έτσι τα κηδειόχαρτα

θυμάμαι τις κολώνες στα χωριά που ‘ναι είναι γεμάτες από φρέσκιες αναγγελίες θανάτου. τι ζαβή ειρωνεία να μυρίζει φρεσκάδα ο θανατάς. κάθετα επιτύμβια πόστερ σ’ άτσαλη σειρά, σ’ ένα δωμάτιο τριακόσιων ανθρώπων, να σουσουδίζουν τι θα βάλουν, ποιους πρέπει να πάρουν τηλέφωνο, τι πέρασε, τι δεν πρόλαβει να περάσει, πόσο υπέφερε. μη κοιτάς που διαδίδουν ότι στην πόλη υψώθηκαν τείχη και τα πράγματα είναι απρόσωπα.

ναι, δεν μπορείς να δεις, τα κτίρια με καμηλοπαρδάλεις από μπετό βουλώνουν τ’ οπτικό σου πεδίο, ελικόπτερα σε ψεκάζουν με ά-συναίσθημα,  εργασιακά πρεζάκια σε τσιμπούν με ενέσεις σταρχιδισμού, χέστηκες αν δε σε καλημερίζει η Μαρία της γειτονιάς, έχεις ξεχάσει ότι ο πατέρας σου έχει ζώα στο χωριό, δεν ασχολείσαι καν με την κατσίκα του γείτονα και την παραδοσιακή κατάρα ψόφου. ήρθες στην πόλη για να προκόψεις, τσακίσου, άφησε πίσω τα κατάλοιπα, εδώ είμαστε αγαλματάκια ακούνητα.

οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν εδώ, δε μυρίζουν, δε δειλιάζουν. πηγαινοέρχονται στατικοί σ’ ένα βαγόνι του μετρό. δεν βάζουν στο λεξιλόγιό τους »δεν», δεν ατροφούν να βγάλουν εις πέρας την πιο άρρωστη φαντασίωση του αφεντικοεπιβήτορα. εγώ, όμως, είμαι από χωριό, και θα σκουντάω σαν βλαχάκι πάνω στ’ αυτοκίνητα, σε κάθε απεγνωσμένη είδηση παραίτησης που δεν την παίζουν τα δελτία των οχτώ. «»ήταν χαρισματικός», «δεν είχε δώσει κανένα δικαίωμα», «έτρεχε για όλους», »χαμογελούσε πού και πού», «τ’ αφεντικό τον ζόριζε πολύ, τον πρόδωσε η καρδιά του φαίνεται».

ένας μικρομέγαλος θάνατος τα εργασιακά. ένα παρεξηγημένο τέλμα που ζητάει δικαίωση. αίφνης χαλάει η ματριξένια οθόνη που τρέχουν κωδικοί και λογαριασμοί, σήμερα δεν θα πας εδώ κι εκεί κι εκεί, χαριτωμένα σήματα καπνού πανηγυρίζουν την νίκη, ένας ινδιάνος στην αμερική χαίρεται που έκανες log out απ’ τον καπιταλισμό. όχι, δεν είναι κιότεμα να παραιτηθείς, είναι μια ξαπόστατη ανάσα χωρίς να σε νοιάζει πού και πώς θα κατανέμεις τα γαμημένα τα λεφτά, ξένοιαστος τώρα πια, δεν θα ‘χεις να πληρώσεις τα κοινόχρηστα.

moiramouegianes


Aπό:http://www.nostimonimar.gr/doulitsa-na-yparchi/

Δικαιωματισμός, η γεροντική αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων …


Δικαιωματισμός, η γεροντική αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων

του Φώτη Τερζάκη

 

Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για την αποτυχία και καταβύθιση της Αριστεράς, και η βαθιά συνειδητοποίηση του γεγονότος μοιάζει να συντρίβει πολλές συνειδήσεις. Στην πραγματικότητα, για ένα εγρήγορο κομμάτι τού κινηματικού κόσμου η συνειδητοποίηση αυτή είχε γίνει πολύ νωρίτερα, ήδη στη δεκαετία του ’60. Το τραγικό γεγονός τού οποίου γινόμαστε μάρτυρες σήμερα είναι μάλλον η αποτυχία εκείνου που τότε, στη δεκαετία του’60 και του ’70, φάνηκε για μία στιγμή ότι έπαιρνε τη σκυτάλη της κοινωνικής αμφισβήτησης και του οραματισμού μιας αληθινά νέας κοινωνίας από τα χέρια μιας ήδη συνθηκολογημένης Αριστεράς: των λεγόμενων νέων κοινωνικών κινημάτων (γυναικείο, ομοφυλόφιλο, αντιψυχιατρικό, αντιρατσιστικό, οικολογικό, κ.ά.) που βρέθηκαν προς στιγμήν στην πρώτη γραμμή των αντικαπιταλιστικών αγώνων στον μητροπολιτικό κόσμο.

Η καινοτομία αυτών των κινημάτων, σε σύγκριση με το παλαιότερο εργατικό, ήταν ότι γέννησαν μια πολύ πιο καθολική ιδέα της κοινωνικής αλλαγής συνδέοντας για πρώτη φορά τις μείζονες όψεις τής πολιτικής (ζητήματα πολιτειακής διαχείρισης και γεωπολιτικών επιλογών) με τις ελάσσονες (ζητήματα διαπροσωπικών σχέσεων και άτυπων μορφών εξουσίας σε μικρές συλλογικότητες). Στα τέλη τής δεκαετίας του ’70, καθώς το μοντέλο του καπιταλισμού άλλαζε άρδην οδηγώντας στην άβυσσο όλες τις επαναστατικές επιδιώξεις τής προηγούμενης δεκαετίας (και όχι μόνο στις μητροπόλεις αλλά επίσης στον υπόλοιπο, μόλις αποαποικιοποιημένο κόσμο), τα κινήματα αυτά ήταν σε ραγδαία υποχώρηση· στα τέλη τής δεκαετίας του ’80 ήταν αληθινά κουφάρια και μόνο ένα είδος φιλολογίας έμενε πίσω τους, αφομοιούμενη όλο και περισσότερο από τα πανεπιστημιακά γκέτο. Εκτός της ακαδημίας, η γλώσσα αυτή κατακάθιζε σε ένα είδος αντεστραμμένου πουριτανισμού τον οποίον αποκαλούμε, σχεδόν ευφημιστικά, πολιτική ορθότητα· και η έμπρακτη πολιτική του μετάφραση ήταν ένα είδος δικαιωματισμού που είχε ως βασικό μέλημα να εξασφαλίσει αναγνώριση και να κατοχυρώσει δικαιώματα εντός τής υπάρχουσας κοινωνίας, λίγο-πολύ στη μορφή μιας διευρυμένης επιτρεπτικότητας.

Συνέχεια