—της Όλγας Σελλά για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
Οι περισσότεροι από τα εκατομμύρια —πόσοι έχουμε φτάσει άραγε;— κάτοικοι της Αττικής, είμαστε εσωτερικοί μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Δηλαδή είμαστε οι απόγονοι όσων είχαν φτάσει κάποτε σε μια πολύ μικρότερη Αθήνα, πριν από την περίοδο της αντιπαροχής και της ιλιγγιώδους ανοικοδόμησης, εκείνων που ήρθαν από κάθε γωνιά της Ελλάδας, μετά τον Εμφύλιο, που αγόρασαν οικόπεδα σε περιοχές που είχαν «λύκους», εκτός ή εντός εισαγωγικών, που έκτισαν σπίτια —αυθαίρετα εν πολλοίς—, που έκαναν προσομοίωση του χωριού τους στο κηπάκι που περιέβαλε το σπιτάκι τους.
Αρκετοί ήταν άνθρωποι που επλήγησαν από το μετεμφυλιακό κράτος. Που δεν μπορούσαν να ζήσουν στο στενό περιβάλλον της επαρχίας τους και έφτασαν στη μεγαλύτερη πόλη για να χαθούν και να σωθούν. Άλλοι, όπως ο πατέρας μου, ήταν φτωχοί άνθρωποι που έφτασαν στην Αθήνα, για να βγάλουν απλώς το Γυμνάσιο, νυχτερινό ασφαλώς, δουλεύοντας ασφαλώς. Και σιγά σιγά κάτι κατάφερε εκείνη η γενιά. Πολλά κατάφερε, δηλαδή. Πρόκοψε, αγόρασε οικόπεδα, έφτιαξε σπίτια, έστησε μικρές ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αγόρασε ηλεκτρικό ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα, ηλεκτρικό πλυντήριο, αυτοκίνητο αργότερα, όσα νέα προϊόντα έκαναν τη ζωή πιο εύκολη και πιο «αστική».
Τα έφτιαξαν όλα αυτά, αλλά στον αστικό ιστό δεν εντάχθηκαν ποτέ. Στις περισσότερες περιπτώσεις έφτιαξαν τις νέες τους γειτονιές εκεί όπου προϋπήρχαν κάποιοι παλιοί τους συγχωριανοί, σε άλλες περιπτώσεις σύντροφοι ή συνάδελφοι, πάντως έφτιαξαν τις δικές τους γειτονιές, τους δικούς τους μικρόκοσμους, μεταφέροντας, σε μεγάλο βαθμό, τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής καταγωγής τους. Με τον καιρό αυτά τα ήθη και τα έθιμα ανακατεύτηκαν: τα φαγητά, ο τρόπος μαγειρέματος, τα τραγούδια, οι χοροί — τότε που οι γειτονιές ήταν αλλιώς.