1+1=1…


Γράφει ο Αντώνης Αντωνάκος

ena

στο Γερμανό καλλιτέχνη Pierre Schmidt

Ότι γράφουμε το έχουμε πληρώσει ακριβά. Κανείς από μας δεν αποτελεί θρύψαλο μιας γενικευμένης ψευδαίσθησης. Κάθε πράξη μας σημαίνει πως είμαστε παρόν και πως παραδιδόμαστε στον άλλον μέσω της ελευθερίας που διαλέγει τον έρωτα του παντός κι όχι το φετιχισμό του.

Πίσω απ’ όλα τα κατορθώματά μας κρύβεται η αγωνία πως θα συναντηθούμε με τον άλλο.

Στον τόπο που δουλεύει ο αλγεβρικός λογισμός της καρδιάς που έχει αίμα και πολύπλοκους δακτυλίους και δαιδαλώδεις απολήξεις στα ερωτικά μας όργανα. Το μάτι, το αυτί, τα ρουθούνι, το στόμα.

Υπάρχει μια σκηνή στη νοσταλγία του Ταρκόφσκι όπου ο ποιητής πηγαίνει στο σπίτι ενός τρελού. Ο τρελός, που είναι κι αυτός ποιητής πριν και μετά τον ποιητή, γράφει σ’ έναν τοίχο του σπιτιού του: 1+1=1.

Ο ποιητής ζητά εξηγήσεις. Τι σημαίνει αυτή η παλαβομάρα. Και τότε ο τρελός παίρνει το χέρι του ποιητή και του ανοίγει την παλάμη για να στάξει μέσα της μια σταγόνα από ένα μπουκάλι, κι ύστερα άλλη μια που ενώνονται με την προηγούμενη και γίνονται ένα.

Αυτό το ένα που δεν είναι αναλλοίωτο, αφού με τη σειρά του κι αυτό θα προστεθεί στο ένα για να μας κάνει πάλι ένα.

Τα μαθηματικά του θανάτου είναι προσθαφαιρέσεις λογιστών ενώ τα μαθηματικά της ζωής είναι ποίηση δια βίου.

Είμαστε η φωνή των πραγμάτων, κι ότι μας μαγεύει έχει τις ρίζες του στις καρδιές μας.

Γράφουμε χρησιμοποιώντας ένα όπλο που μας δόθηκε όχι για να σκοτώνουμε ανθρώπους αλλά για να τους φέρουμε κοντά μας. Να τους αναστήσουμε με όλο το λυρικό φονταμενταλισμό της κάβλας μας και της ανησυχίας μας, μετρώντας το ακριβές βάρος του σύμπαντος με λέξεις.

Τίμοθι Ουίλιαμσον: Tetralogue. I’m Right, You’re Wrong…


Roberto Iras Baldessari – The train arriving at the station of Lugo, 1916

Francesco Maria Ferrari,  PhD University of Padova – Italy

μτφρ.: Γιώργος Κουτσαντώνης

Πόσες φορές πήραμε το τρένο χωρίς να ανταλλάξουμε μια κουβέντα με εκείνον που κάθεται δίπλα μας; Πόσες φορές αποφύγαμε τη «δίνη» των συνομιλιών στην αμαξοστοιχία; Σε αυτό το βιβλίο ο A. φαντάζεται μια συνομιλία μεταξύ τεσσάρων επιβατών, μια συζήτηση κάθε άλλο παρά τετριμμένη και γεμάτη κοινοτοπίες. Η βασισμένη στα συμφραζόμενα τεχνική, διεισδύει σε μια σειρά από φιλοσοφικά ερωτήματα με την ελαφρότητα και την ευκολία μιας περιστασιακής συνομιλίας. Όμως ο διάλογος βοηθά να αναδειχθούν ερωτήματα, αμφιβολίες και αβεβαιότητες.

Η συζήτηση εκτυλίσσεται σε τέσσερα μέρη και επεκτείνεται με εγκάρσιο τρόπο ξεκινώντας από πιο καθημερινά ζητήματα, μέχρι και βασικά φιλοσοφικά θέματα: από την αντίθεση ανάμεσα στη γνώση και την πίστη, διαμέσου της επιστημονικής μεθόδου· από την αντίθεση μεταξύ σχετικισμού και απολυταρχισμού, μέχρι τη φύση του φαλιμπιλισμού και την αφομοίωσή τους·  από την αντίθεση μεταξύ της βεβαιότητας του απολυταρχισμού και της επισφάλειας του φαλιμπιλισμού· από την αντίθεση μεταξύ επιστήμης και ηθικής στη μη βιωσιμότητα του σχετικισμού. Σε γενικές γραμμές, ο Α. εισάγει τον αναγνώστη στο θέμα της συγκρισιμότητας και της συμμετρικότητας μεταξύ των δύο θεωριών· από την αξιολόγηση της αντικειμενικότητας και της ορθολογικότητάς τους, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και τις επιμέρους λεπτομέρειες, από την τετραλογία αναδύεται, κατά την καλύτερη παράδοση, μια συνολική αίσθηση απορίας.

Συνέχεια

Υλισμός και Φεμινισμός (μέρος Β’)…


Συνέντευξη της Johanna Brenner στον Γιώργο Σουβλή

(μετάφραση: Barikat)

5) Ποια είναι η δική σας άποψη για την θέση της Nancy Fraser ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες το φεμινιστικό κίνημα διασταυρώθηκε δημιουργώντας μια συμμαχία με τις νεοφιλελεύθερες προσπάθειες που είχαν σκοπό την οικοδόμηση μιας κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς; Συμφωνείτε με την κριτική από που ασκήθηκε από τις Brenna Bhandar και Denise Ferreira Silva που χαρακτηρίζουν την αντίληψη της Fraser ως ευρωκεντρική;

Συμφωνώ απολύτως με την κριτική τους, όπως νομίζω ότι είναι σαφές από ό, τι έχω αναφέρει για την τύχη του δεύτερου κύματος φεμινισμού. Προκρίνοντας ότι ο φεμινισμός έχει γίνει η υπηρέτρια του νεοφιλελευθερισμού, η Fraser αντιλαμβάνεται ότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός αντιπροσωπεύει την ολότητα του φεμινιστικού κινήματος. Η Bhandar και η Ferreira Silva έχουν απόλυτο δίκιο υποστηρίζοντας ότι καθ ‘όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, οι μαύρες και οι μαρξίστριες-φεμινίστριες του Τρίτου Κόσμου έχουν προσφέρει μια απάντηση στο φιλελεύθερο φεμινισμό που επικράτησε στην κυρίαρχη πολιτική. Υπήρξε αμφισβήτηση και αγώνας εντός του φεμινιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια των δεκαετιών από το τέλος του δεύτερου κύματος και μετά. Για παράδειγμα, η οργάνωση των έγχρωμων γυναικών απομάκρυνε της κυρίαρχες υπέρ της επιλογής οργανώσεις, ιδιαίτερα τις NARAL και την Planned Parenthood από την φιλελεύθερη επιχειρηματολογία περί “ιδιωτικότητας”, για να υπερασπιστούν την άμβλωση και να κατευθυνθούν προς την υιοθέτηση λόγων «αναπαραγωγικών δικαιωμάτων” που λιγότερο εύκολα ευθυγραμμίζονται με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Οι έγχρωμες γυναίκες αμφισβήτησαν τον φεμινισμό του νόμου και της τάξης, που επιχείρησε να ηγεμονεύσει τον λόγο περί έμφυλης βίας. Ανέπτυξαν εναλλακτικές στρατηγικές (όπως οι ξενώνες και η επανορθωτική δικαιοσύνη) και ανέλυσαν το πως η διαπροσωπική βία συνδέεται με την βία που ασκείται από το κράτος στις ίδιες του τις κοινότητες. (βλέπε, για παράδειγμα, η ιστοσελίδα της Incite!).

Συνέχεια

Μια βολική ιστορία…


Αποτέλεσμα εικόνας για Γκρουέφσκι

Βασικό στοιχείο σε βάρος του Γκρουέφσκι είναι ένας μεγάλος όγκος υποκλοπών συζητήσεων δικών του, υπουργών του και στελεχών του κόμματος και του κράτους. Οι μαγνητοφωνήσεις θεωρούνται αυθεντικές· κι εκεί λέγονται και ακούγονται όλα. Για δωροδοκίες, μίζες, έλεγχο δικαστών, νοθεία στις εκλογές κλπ κλπ. Αλλού τέτοιοι τύποι θα είχαν “τελειώσει” – όπως, άλλωστε, το παραδέχεται σε κάποια απ’ αυτές τις συζητήσεις η πρώην υπ.εσ. Gordana Jankuloska: «κάποια μέρα θα καταλήξουμε όλοι φυλακή»… Όχι, όμως στα βαλκάνια.

Σ’ αυτό το σύστημα φαίνεται ότι το ελληνικό κράτος είχε βρει για χρόνια έναν άσπονδο συνεταίρο. Ο εθνικισμός του Γκρουέφσκι ήταν το αντίβαρο για «μαζική εσωτερική χρήση» στην βρώμικη εξουσία του. Και, ταυτόχρονα, το κατάλληλο άλλοθι για τον ελληνικό εθνικισμό και την συντήρηση της «εθνικής εκκρεμότητας του ονόματος»… (Φυσικά οι μπίζνες και τα καζίνο στην επικράτεια του κράτους της μακεδονίας ήταν άλλη ιστορία…)

Αυτή η υπόγεια συμπάθεια στον Γκρουέφσκι δύσκολα κρύβεται τώρα που οι «ειδικοί» και οι προφεσόρες, τα παπαγαλάκια δηλαδή του ελληνικού βαθέος κράτους, έχουν βγει στη γύρα για να αναγγείλουν «διαλύσεις» και «καταστροφές» στα δυτικά βαλκάνια· στις οποίες, φυσικά, βάζουν τα πάντα. Εκείνο που θορυβεί το ελληνικό βαθύ κράτος (χωρίς να μπορεί να το φωνάξει δυνατά) είναι ότι ο σοσιαλδημοκράτης Zaev δίνει ακόμα περισσότερες αρμοδιότητες και πόστα στους αλβανούς που ζουν στην επικράτεια του μακεδονικού κράτους· ενώ απ’ την άλλη μεριά στις έρευνες για την «διαφθορά» που συνεχίζονται ίσως ανακαλυφθούν και τίποτα ελληνικά ονόματα. Το να μεγαλώσει, με ειρηνικό τρόπο, το πολιτικό βάρος των αλβανών στο μακεδονικό κράτος δεν ταιριάζει καθόλου με τις ελληνικές βλέψεις, έστω και μείνουν φαντασιώσεις για δέκα αιώνες…

Τα ντόπια φερέφωνα παρουσιάζουν την σύγκρουση στο κράτος της μακεδονίας σαν εθνοτική. Σαν σύγκρουση των «αλβανών» με τους «άλλους» («σλάβους» αν δεν μπορεί να αποφευχθεί ο προσδιορισμός τους…). Αυτή είναι, ακριβώς, η ρητορική του ακροδεξιού Γκρουέφσκι. Ενώ, βέβαια, μόνο γι’ αυτό δεν πρόκειται! Είτε μιλήσει κανείς για ενδο-καθεστωτική αναμέτρηση, είτε μιλήσει για σύγκρουση μεταρρυθμιστών – συντηρητικών, είτε (γραφικό!) «τίμιων – λαμογιών», το βέβαιο είναι ότι οι σοσιαλδημοκράτες του Zaev είναι της ίδιας ακριβώς εθνικότητας με τους φασίστες και προσοδιστές του Γκρουέφσκι! Και ποσοτικά είναι περίπου τα ίδια μεγέθη! Εξάλλου το μακεδονικό σύνταγμα επιβάλει ότι θα υπάρχουν πάντα κυβερνήσεις συνεργασίας ενός σλαβομακεδονικού και ενός τουλάχιστον αλβανικού κόμματος· συνεπώς η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών με τα αλβανικά κόμματα είναι κατοχυρωμένη.

Το να παρουσιάζεται στην ελλάδα το θέμα σα σύγκρουση των «αλβανών» με τους «άλλους», δηλαδή το να παρουσιάζεται σαν «πραγματικότητα» η ρητορική του ακροδεξιού Γκρουέφσκι, επιτρέπει, δόλια, το πέρασμα της ντόπιας πρακτόρικης ρητορικής απ’ το κράτος της μακεδονίας στο αλβανικό· ύστερα στο κόσοβο· οπότε έμμεσα και στην «φίλη και αδελφή» σερβία. Γελοία και φτωχά κόλπα, που όμως πιάνουν εφόσον το κοινό είναι επιδεκτικό στο χάιδεμα των εθνικιστικών προκαταλήψεών του…

Θα περίμενε κανείς απ’ τους ντόπιους καθεστωτικούς τίποτα άλλο εκτός από παραπληροφόρηση, ψέματα, δημαγωγία;


Από:http://www.sarajevomag.gr/wp/2017/04/mia-voliki-istoria/

 

Κυπροελληνικοί ταξι-κοί διάλογοι…


του Άκη Γαβριηλίδη

Διάλογος του οποίου υπήρξα αυτήκοος μάρτυς σήμερα το πρωί –εν γνώσει των συνομιλητών- από την τρίτη και τελευταία σειρά καθισμάτων στο Υπεραστικό Ταξί από Λευκωσία για Αεροδρόμιο Πάφου. Παραθέτω από μνήμης και κατά προσέγγιση.

(Ένας επιβάτης αδικαιολόγητα δεν εμφανίστηκε και φύγαμε χωρίς αυτόν).

ΑΛΛΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ (απευθυνόμενος στον ταξιτζή): Φίλε μου, οι χειρότεροι πελάτες οι Ελλαδίτες ένναι. Κι εμένα στις ξεναγήσεις μου έρχονται στο πούλμαν όλες οι φυλές του κόσμου, οι Ελλαδίτες είναι όλο ιδιοτροπίες, κάνουν παρατηρήσεις, έχουν άποψη για τα αρχαία, για το έναν, για το άλλον, γιατί τούτο έτσι, γιατί το άλλο αλλιώς … Έρχονται και Αμερικάνοι, και άλλοι, όλοι πολιτισμένοι. Εννιά η ώρα τους λες ραντεβού, εννιά παρά δέκα ούλοι στα καθίσματά τους. Κύριοι.

ΤΑΞΙΤΖΗΣ (περίπου 60 χρονώ, με γκρίζα γενειάδα και εμφάνιση σαν τον Ιβάν Σαββίδη –όταν κάθισε στη θέση του οδηγού έψελνε κάτι τροπάρια): Κι εμένα μία τις προάλλες, όλο διαμαρτυρόταν, και στον εκνευρισμόν της δίνει μια στην πόρτα, έκλεισεν τη, και πιάστηκε το δάχτυλόν της. Εσήκωσε τον κόσμον! «Εσύ μου έκλεισες το δάχτυλον!». Οι άλλοι επιβάτες λαλούν της, μα αφού ο κύριος δεν έκανεν τίποτε, μόνη σου εχτύπησές το. Λέω της τότε εγώ, κυρά μου, εγώ πηγαίνω στην Λεμεσόν, θέλεις έρχεσαι, θέλεις κατεβαίνεις και σε διαγράφω από την λίσταν και ας χάσω τα 25 ευρώ. Δαμαί δεν περνάν τούτα. «Μα όχι, όχι, θα έρθω!». Για να γυρέψει να πιάσει αποζημίωσην, κατάλαβες …

ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Αχάριστοι φίλε μου! Τους φιλοξενείς, και όταν πας εσύ στον τόπο τους όι να σε φκάλουν όξω, ούτε να σε δουν που γυρίζουν. Είχαμε έναν Αθηναίο, στρατιωτικός ήταν, επί ενάμιση χρόνο τρεις μέρες την εφτομάδα τον φιλοξενούσαμεν εμείς, τον ταΐζαμε, του σιδερώναμε … Μια φορά πήγα εγώ στην Αθήνα, έναν καφέν ήπιαμε και … ο καθείς τα δικά του! Ούτε καν σκέφτηκε να μου τον κεράσει.

Εγώ έχω ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, κάθε φορά πηγαίνω στους γειτόνους χαλλούμια και άλλα εδέσματα κυπραίικα, ένα ευχαριστώ δεν είπεν μου μια φορά κανείς. Χαμογελώ τους, και ούτε το χαμόγελον δεν αντιγυρίζουν! Που το χαμόγελον του θεού εν. Ήντα θα πάθουν;

Συνέχεια

Εκεί που Πυρπόλησαν το Ρύζι…


Το ημερολόγιο έγραφε 30 Απριλίου 1975, όταν ο πόλεμος  που αποτέλεσε το θέαμα το οποίο προβλήθηκε περισσότερο από την αμερικανική τηλεόραση, (ίσως μαζί με τον πρώτο πόλεμο του κόλπου με την επωνυμία «Καταιγίδα της Ερήμου»), έφτασε στο τέλος του. Ήταν ο «βρώμικος» πόλεμος του Βιετνάμ.

Το Βιετνάμ ήταν για τις ΗΠΑ ένα καθοριστικό τμήμα ακίνητης περιουσίας. Όπως έλεγε και μια έκθεση Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας : «Αν οι κομμουνιστές αποκτήσουν τον έλεγχο τότε η θέση των ΗΠΑ στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Ειρηνικού θα γίνει επισφαλής, ενώ θα κινδυνεύσουν τα θεμελιώδη συμφέροντά μας στην Άπω Ανατολή[…] Η νοτιοανατολική Ασία και ιδιαίτερα η Μαλαισία και η Ινδονησία αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή φυσικού καουτσούκ και κασσίτερου παγκοσμίως και παράγουν επίσης πετρελαίου και άλλα στρατηγικής σημασίας προϊόντα […]».

Υποθέτουμε πως αυτά τα «συμφέροντα» έκαναν  τον Πρόεδρο Χάρι Τρούμαν να μην απαντήσει σε επιστολή που του έστειλε ο σύμμαχος των ΗΠΑ, την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Χο Τσι Μινχ. Στην επιστολή αυτή ο Χο Τσι Μινχ υπενθύμιζε τις υποσχέσεις για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση  σύμφωνα με το Ατλαντικό Σύμφωνο: «Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή της Εξοχότητα σας στο ακόλουθο ζήτημα, για αυστηρά ανθρωπιστικούς λόγους. Από το χειμώνα του 1944 ως την άνοιξη του 1945, 2.000.000 Βιετναμέζοι πέθαναν από ασιτία εξαιτίας της πολιτικής που εφάρμοσαν οι Γάλλοι, οι οποίοι κατάσχεσαν και υποθήκευσαν όλα τα αποθέματα ρυζιού […] Αν οι παγκόσμιες δυνάμεις και οι διεθνείς οργανισμοί αρωγής δε βοηθήσουν θα αντιμετωπίσουμε άμεση καταστροφή[…]» (Howard Zinn Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών σελ 522-523)

Συνέχεια

Σικάγο, Σάββατο 1η Μάη 1886 – Ηταν μια θαυμάσια μέρα: Τα εργοστάσια άδεια και οι αποθήκες κλειστές…


Γιατί η Πρωτομαγιά είναι Εργατική

πρωτομαγια1
Επιμέλεια: Γρηγόρης Τραγγανίδας

«Δίκαιος μισθός για δίκαιη εργάσιμη ημέρα! Πολλά θα μπορούσε να πει κάποιος και για τη δίκαιη εργάσιμη ημέρα, δικαιοσύνη που είναι ίδια και απαράλλαχτη με τη δικαιοσύνη για το μισθό. Αλλά (…) το παλιό σύνθημα έφαγε τα ψωμιά του και είναι αμφίβολο αν μας κάνει για σήμερα. Η δικαιοσύνη της πολιτικής οικονομίας, όσο η τελευταία εκφράζει πιστά τους νόμους με τους οποίους διοικείται η σημερινή κοινωνία, είναι η δικαιοσύνη που τάσσεται εξ ολοκλήρου με τη μια πλευρά. Με την πλευρά του κεφαλαίου. Ας θάψουμε λοιπόν για πάντα το παλιό σύνθημα και ας το αντικαταστήσουμε με το εξής: Τα μέσα εργασίας – πρώτες ύλες, φάμπρικες, μηχανές – στην ιδιοκτησία των ίδιων των εργατών»

(Ενγκελς)

Σήμερα συμπληρώνονται 131 χρόνια από την εργατική Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο και την μεγάλη απεργία με αίτημα την καθιέρωση της οχτάωρης ημερήσιας δουλειάς. Ηταν η εποχή που τα αφεντικά μπορούσαν να απαιτούν από τους εργάτες να δουλεύουν από το πρωί μέχρι την νύχτα για ψίχουλα.

πρωτομαγιά2

Επειδή αυτή η περιγραφή θυμίζει επικίνδυνα τη σημερινή κατάσταση της μισθωτής εργασίας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε όλο τον κόσμο, μια αναδρομή στα γεγονότα που σημάδεψαν το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, μέσα από το μνημειώδες έργο των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ καιΧέρμπερτ Μ. Μόρε, «Η Αγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ» (μτφ. Αθηνά Παναγουλοπούλου, «Σύγχρονη εποχή») είναι περισσότερο από χρήσιμη. Είναι ιστορικά επιβεβλημένη. Από μια άποψη, μάλιστα, συνδέεται και με το αρχέγονο, αναγεννητικό νόημα της γιορτής που σήμερα έχει την μορφή του Πάσχα.

«(…) “Παντού βλέπει κανείς αναταραχή για το οχτάωρο”, έγραφε ο Τζον Σουίντον στην εφημερίδα του, στις 18 του Απρίλη 1886. Οι εργάτες διαδήλωναν και τραγουδούσαν από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαν Φραντσίσκο. Οι εφημερίδες ομόφωνα και με μικρές διαφοροποιήσεις, δήλωναν ότι το κίνημα ήταν “κομμουνιστικό, ανατριχιαστικό και αχαλίνωτο”. Δήλωναν ότι θα έφερνε “μείωση των μισθών, φτώχεια και κοινωνική υποβάθμιση του αμερικανού εργάτη”, ενώ θα έσπρωχνε τους εργάτες σε “αλητεία και χαρτοπαιξία, βία, κραιπάλη και αλκοολισμό”. Η Νιου Γιορκ Τάιμς, στις 25 του Απρίλη 1886, χαρακτήρισε το κίνημα “αντιαμερικανικό”, προσθέτοντας ότι “οι εργατικές αναταραχές προκαλούνται από ξένους”.

Οι εργάτες δεν φαίνονταν να επηρεάζονται από τέτοιου είδους προειδοποιήσεις (…) Τραγουδούσαν ένα τραγούδι που ηχούσε απειλητικά στα αυτιά της εργοδοσίας:

“Θέλουμε να τ’ αλλάξουμε τα πράγματα/ Βαρεθήκαμε να μοχθούμε απ’ τα χαράματα/ Ισά – ίσα μόνο για να ζούμε/ και να μην έχουμε μια ώρα να σκεφτούμε/ Θέλουμε να νιώσουμε του ήλιου τη φωτιά/ και των λουλουδιών την ευωδιά/ Και θέλημα του θεού μες στους αιώνες/ να εφαρμοστούν οι οχτώ ώρες/ Μαζεύουμε τις δυνάμεις μας απ’ τα γιαπιά,/ τα εργοστάσια,/ τα μαγαζιά/ Οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες δουλειά/ κι οχτώ ώρες για ό,τι θέλει ο καθένας από μας!”

πρωτομαγια4

(…) ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη ήταν διαπρεπείς σοσιαλιστές, σαν τον Αντολφ Στράσερ και τον Πίτερ Μαγκουάιρ. Ενας άλλος, ο εξαιρετικά δραστήριος Σάμιουελ Γκόμπερς, εκείνο τον καιρό δήλωνε μαρξιστής. Με τέτοια ηγεσία δεν είναι παράξενο που το νέο εθνικό κέντρο, το οποίο εξελίχτηκε στην Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας το 1886, υιοθέτησε τον εξής πρόλογο στο καταστατικό του:

“Στα έθνη όλου του κόσμου συνεχίζεται η πάλη ανάμεσα στους καταπιεστές και καταπιεζόμενους όλων των χωρών, μια πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, που θα ενταθεί από χρόνο σε χρόνο και μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για τα εκατομμύρια των εργαζομένων σε όλες τις χώρες, αν δεν ενωθούν για την αμοιβαία προστασία και το συμφέρον τους”.

(…) Στο συνέδριο του 1884 αποφασίστηκε ομόφωνα ένα ψήφισμα που πρότεινε να γίνει συγκέντρωση ολόκληρης της εργατικής τάξης την 1η του Μάη 1886, για την καθιέρωση του οχτάωρου. (…)

Οι εφημερίδες και οι βιομήχανοι διέδιδαν ότι η πρώτη του Μάη ήταν η ημερομηνία που θα γινόταν μια κομμουνιστική εργατική εξέγερση, σύμφωνα με το μοντέλο της Παρισινής Κομμούνας (…) οι μεγαλοβιομήχανοι του Σικάγου, ακόμα και σε ομαλές εποχές, διακρίνονταν για την εξαιρετική σκληρότητά τους. Η αστυνομία (…) “χρησιμοποιούνταν από καιρό σαν ιδιωτική δύναμη στην υπηρεσία της εργοδοσίας (…)

Τους δύο μήνες που προηγήθηκαν της Πρωτομαγιάς, “γίνονταν συνέχεια ταραχές και οι αστυνομικές άμαξες, γεμάτες οπλισμένους άντρες, περιπολούσαν αδιάκοπα και ξεφύτρωναν σε κάθε σημείο της πόλης” (…) Ο Αλμπερτ Ρ. Πάρσονς και ο Ογκαστ Σπάις δούλεψαν όσο ποτέ άλλοτε, πείθοντας τα τιπικά σωματεία να υποστηρίξουν την κινητοποίηση του Μάη (…)

Ενώ οι εργοδότες προετοίμαζαν την κινητοποίηση της εθνοφρουράς, των Πίνκερτον* και των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, οι εργάτες πραγματοποίησαν δύο μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις: Μία με πρωτοβουλία των Ιπποτών της Εργασίας (…) στις 17 του Απρίλη (…) Η άλλη έγινε στις 25 του Απρίλη και μίλησαν ο Πάρσονς και ο Σπάις μπροστά σε 25.000 εργάτες. Οι εφημερίδες του Σικάγου, και η Τρίμπιουν με τις παραλλαγές στο αγαπημένο της θέμα για το “ένα κομμουνιστικό κουφάρι σε κάθε φανοστάτη”, συγκέντρωσαν τα πυρά τους πάνω στον Πάρσονς και τον Σπάις (…)

πρωτομαγιά3

Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα (…) Ολα ήταν ήσυχα: τα εργοστάσια άδεια, οι αποθήκες κλειστές, τα φορτηγά βαγόνια αχρησιμοποίητα, οι δρόμοι έρημοι, οικοδομές παρατημένες. Δεν έβγαινε καπνός από τα φουγάρα των εργοστασίων και οι μάντρες των ζώων ήταν σιωπηλές.

Ηταν Σάββατο, εργάσιμη μέρα. Ομως οι εργάτες γελώντας, κουβεντιάζοντας και ντυμένοι με τα καλά τους, κατευθύνονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στη λεωφόρο Μίτσιγκαν. Ο δρόμος είχε αποκτήσει ατμόσφαιρα γιορτής. Μεγαλόσωμοι άντρες με κόκκινο σβέρκο, λίγο άβολα μέσα στα έτοιμα ρούχα τους, επαναλάμβαναν με ικανοποίηση: “Ολοι είναι εδώ, στο πλευρό μου. Ακόμα και η γάτα”. Ομως στους πλαϊνούς δρόμους και τις γύρω στέγες η ατμόσφαιρα ήταν απειλητική.

Εξω από τον κύριο όγκο της διαδήλωσης και στους γειτονικούς δρόμους ήταν παραταγμένοι λόχοι αστυνομικών και ειδικών δυνάμεων (…) Σε στρατηγικά σημεία, στις στέγες, ήταν μαζεμένοι αστυνομικοί, Πίνκερτον και αξιωματικοί της εθνοφρουράς, κρατώντας όπλα (…) Στους στρατώνες, 1.350 εθνοφρουροί με στολή, οπλισμό και πολυβόλα περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν (…)

Ο Αλμπερτ Πάρσονς ένιωθε πολύ όμορφα. Περπατούσε μέσα στο ηλιούλοστο πρωινό μαζί με την Λούσι και τα δύο παιδιά του προς τη λεωφόρο Μίτσιγκαν και η καρδιά του φτερούγιζε, καθώς έβλεπε τις χιλιάδες των εργατών να συγκεντρώνονται. Ο Ογκαστ Σπάις, ο καλύτερός του φίλος, με το κίτρινο μουστάκι του να τρέμει από την έξαψη της χαράς, έτρεξε προς το μέρος τους με ένα φύλλο της Σικάγκο Μέιλ. Γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα. Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο 80.000 απεργούσαν (…)

Η διαδήλωση άρχιζε. Οι χιλιάδες ξεκινούσαν την πορεία και ο καθένας ένιωθε μέσα του τη δύναμη, την τεράστια δύναμη της λληλεγγύης. Τα παιδιά συχνά έφευγαν από τους γονείς και έτρεχαν μπροστά. Ολοι γελούσαν (…)

Ο Πάρσονς μίλησε για την ακατανίκητη δύναμη της ενωμένης εργατικής τάξης (…) Δεν έγινε αιματοχυσία, ούτε επαναλήφθηκε η Παρισινή Κομμούνα (…)».

Τόσο η επιτυχία της απεργίας, όσο και το γεγονός ότι οι εργάτες δεν έδωσαν το παραμικρό πρόσχημα για καταστολή, είχε εξοργίσει τα αφεντικά και την αστυνομία. Δεν μπορούσαν να «χωνέψουν» μια τέτοιου ηθικού μεγέθους νίκη. Οι αστοί έχουν ένστικτο επιβίωσης και γνωρίζουν πού μπορεί να φτάσουν όλα αυτά. Χρειαζόταν κάτι άμεσο.

Ο Πάρσονς επέστρεψε στο Σινσινάτι και το βράδυ της 4ης Μάη μίλησε σε εργατική συγκέντρωση. Η ομιλία του τέλειωσε στις δέκα. Χωρίς καμία αφορμή, ξαφνικά, μια μεγάλη ομάδα αστυνομικών πλησιάζει προς τον επόμενο ομιλητή και απαιτεί να διαλυθεί η συγκέντρωση. Την ώρα που ο ομλητής, ο Φίλντεν, προσπαθούσε να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα. Μεταξύ των θυμάτων ήταν ένας νεκρός αστυνομικός και εφτά βαριά τραυνατισμένοι. Η προβοκάτσια είχε ξεκινήσει.

HACAT_V23

Αλμπερτ Πάρσονς

«Την άλλη μέρα», σημειώνουν οι συγγραφείς, «το Σικάγο και όλη η χώρα είχαν μεταμορφωθεί σε ένα τέρας που διψούσε για εκδίκηση (…) Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φόλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Επρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους (…)».

Η δίκη ξεκίνησε στις 21 Ιούνη. Οι ένορκοι ήταν κυρίως επιχειρηματίες.

Ο Σπάις, απευθυνόμενος στον δικαστή είπε: «Αν νομίζετε ότι με το να μας κρεμάσετε, θα συντρίψετε το εργατικό κίνημα, το κίνημα απ’ όπου τα εκατομμύρια των καταπιεσμένων, τα εκατομμύρια αυτών που εργάζονται σκληρά μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, περιμένουν τη λύτρωση, αν αυτή είναι η γνώμη σας, τότε κρεμάστε μας! Εδώ θα ποδοπατήσετε μια σπίθα, αλλά εκεί κι εκεί, πίσω σας και μπροστά σας, παντού φλόγες ξεφυτρώνουν. Είναι μια υπόγεια φωτιά. Δεν μπορείτε να τη σβήσετε…».

Οι Σπάις, Φίσερ, Ενγκελ και Πάρσονς οδηγήθηκαν στην αγχόνη. Στο τελευταίο του γράμμα προς την γυναίκα του, την Λούσι έγραψε: «Φτωχή μου, αγαπημένη μου γυναίκα… Σε αφήνω κληρονομιά μου στο λαό. Εσενα, γυναίκα του λαού. Θέλω να σου ζητήσω κάτι: Μην κάνεις καμιά απερισκεψία όταν φύγω, αλλά να αναλάβεις εσύ στη θέση μου τον αγώνα για τον σοσιαλισμό (…)».

Λίγο πριν την αγχόνη ο Σπάις φώναξε: «Θα έρθει μια μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που πνίγετε σήμερα»…

ογκαστ-σπαις

Ογκαστ Σπάις

* σσ: Διάσημο γραφείο ιδιωτικών ντεντέκτιβ, το οποίο είχε «ειδικευθεί» στις απεργοσπασίες, τις απειλές σε πρωτοπόρα συνδικαλιστικά στελέχη, ακόμη και σε δολοφονίες.

 _________________________________________________________