—της Μαρίκας Τσεβά—
Είμαι συνειδητά άθεη από τα δεκαπέντε μου. Δεν με επηρέασε κάτι ώστε να «απαρνηθώ την πίστη μου», ούτε άνθρωπος ούτε βιβλίο (ή ταινία, τραγούδι κ.λπ.). Ούτε είχα καμία κόντρα επιφοίτηση, αλίμονο. Μόνη μου αποφάσισα ότι δεν γίνεται να πιστεύω σε κάτι που δεν έχει αποδειχτεί ότι υπάρχει – πόσο μάλλον να βασίσω τη δική μου ύπαρξη σε μια αβάσιμη πεποίθηση. (Ήθελα αποδείξεις. Ακολουθούσα, χωρίς να το ξέρω, μια παράδοση που ξεκινάει από τους προσωκρατικούς. Ορθολογισμός, αυτή η μάστιγα.)
Πέρασαν μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων απλώς αδιαφορούσα για το θέμα. (Those were the days of wine and roses – τότε που ήμουν αθάνατη, όπως όλοι οι έφηβοι.) Από την ενηλικίωση και πέρα, πέρασα στη φάση όπου θεωρούσα όλους ανεξαιρέτως τους πιστούς αφελείς. Δήλωνα, τάχαμου μεγαλόθυμα, «ζηλεύω αυτούς που πιστεύουν». Δολίως υπονοούσα ότι ζήλευα την άγνοιά τους και τη συνεπακόλουθη γαλήνη του απόντος πνεύματός τους: μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι και τα σχετικά. (Τη δολιότητα μου αυτή την ομολογώ τώρα· τότε την αρνιόμουν μετά βδελυγμίας, ως όφειλα λόγω ηλικίας.) Τους ζήλευα, δήθεν, που δεν κούραζαν το μυαλό τους, αυτοί οι πνευματικά νεκροί. Ένοχη έπαρσης και αλαζονείας, αναμφίβολα. (Και πνευματικά οκνηρή: σαν να ’κλεβα εκκλησία.) Με την πάροδο του χρόνου, κατάλαβα ότι έσφαλα. (Όχι ουσιαστικά, αλλά πρακτικά. Ο χρόνος σ’ το κάνει αυτό: υποβάλλει την ουσία στη βάσανο των πράξεων.) Στις παρυφές της μέσης ηλικίας, άλλαξα βιολί. (Ή μάλλον: δεν άλλαξα βιολί, αλλά το κουρντίζω αλλιώς.) Δεν έχω πλέον τόσο έντονα συναισθήματα για το θέμα. Δέχομαι το «credo quia absurdum» («πιστεύω επειδή είναι παράλογο») ως επαρκή συνθήκη πίστης, ως επιλογή ζωής. Σέβομαι.
Δεν «ζηλεύω» πια τους πιστούς επειδή πιστεύουν. Δεν τους ζηλεύω ούτε χωρίς εισαγωγικά. Αντιθέτως, τους κατανοώ – κι ας διαφωνώ. Σέβομαι, κατ’ επιλογήν, τις παραδόσεις μιας κοινωνίας της οποίας είμαι μέλος. Όχι επειδή πρέπει, όχι επειδή με υποχρεώνουν, αλλά επειδή θέλω να είμαι μέλος της. Αυτό δεν αλλάζει τις πεποιθήσεις μου: πιστεύω σ’ αυτά που πιστεύω (γιατί σε κάτι πιστεύω κι εγώ τελικά, κι ας λένε). Πιστεύω απαρέγκλιτα (μέχρι αποδείξεως του εναντίου). Δηλαδή, όχι δογματικά. Αν υπάρχει Λόγος, αλλάζω γνώμη. Γνώμη, όχι στάση. Ή μάλλον, ακόμα και στάση· πάντως, όχι υπόσταση. (Δεν μου χρειάζεται εγχειρίδιο θεόπνευστης ηθικής για να διάγω ενάρετο βίο.) Εξακολουθώ να μην έχω μεταφυσικές ανησυχίες. Ο δικός μου θεός δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως αναρίθμητες θρησκείες, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι υπεύθυνες για σωρεία εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, διαχρονικά. (Δεν φταίνε οι θρησκείες, ως τέτοιες· φταίει εκείνος που τις χρησιμοποιεί κατά το δοκούν: ο άνθρωπος. Ο οποίος τις κατασκεύασε για ίδιον όφελος ή/και για παραμυθία: ανθρώπινο· πολύ ανθρώπινο.)