Επιστρέφοντας στον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο…


του Robert Kagan

Σκεφτείτε τις 2 σημαντικές παγκόσμιες τάσεις του σήμερα. Η μία είναι η αυξανόμενη φιλοδοξία και οι δράσεις των δύο μεγάλων ρεβιζιονιστικών δυνάμεων, της Ρωσίας και της Κίνας. Η άλλη είναι η φθίνουσα αυτοπεποίθηση, ισχύς και θέληση του δημοκρατικού κόσμου, και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση που κατέχει στο διεθνές σύστημα μετά το 1945. Όσο οι δύο αυτές γραμμές συγκλίνουν, όσο η φθίνουσα θέληση και ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, ως προς την διατήρηση της παρούσας τάξης πραγμάτων, συναντά τον αυξανόμενο πόθο και την δυνατότητα των ρεβιζιονιστικών δυνάμεων να αλλάξουν αυτήν την τάξη, θα φτάσουμε στη στιγμή που η υπάρχουσα τάξη θα καταρρεύσει και ο κόσμος θα βυθιστεί σε μια φάση βάναυσης αναρχίας, όπως έχει συμβεί άλλες τρεις φορές τους περασμένους δύο αιώνες.

Οι Αμερικάνοι τείνουν να θεωρούν δεδομένη μια θεμελιώδη σταθερότητα στη διεθνή τάξη πραγμάτων, την ίδια στιγμή που παραπονιούνται για το βάρος που επωμίζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες ως προς την διατήρηση αυτής της σταθερότητας. Η Ιστορία δείχνει πως οι διεθνείς τάξεις καταρρέουν, κάτι τέτοιο όμως συμβαίνει συχνά με αναπάντεχο, ραγδαίο και βίαιο τρόπο. Ο ύστερος 18ος αιώνας είναι το ζενίθ του Διαφωτισμού στην Ευρώπη, πριν την πτώση της ηπείρου στην άβυσσο των Ναπολεόντειων Πολέμων. Κατά τη πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, τα λαμπρότερα μυαλά του κόσμου προέβλεπαν ένα τέλος στις διαμάχες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, με τις επαναστάσεις σε επικοινωνία και μεταφορές να δένουν τις οικονομίες και τους λαούς μεταξύ τους. Ο πιο ολέθριος πόλεμος στην ιστορία ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα. Η επιφανειακή μεταπολεμική ηρεμία του ‘20 μετασχηματίστηκε στη κρίση που διαπέρασε όλο το ‘30 και οδήγησε σε έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο. Με βάση αυτό το κλασικό σενάριο, το που βρισκόμαστε σήμερα, το πόσο κοντά βρίσκονται οι τάσεις σε ένα σημείο τομής, είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Απέχουμε ακόμα τρία χρόνια από μια παγκόσμια κρίση, ή δεκαπέντε; Το ότι βρισκόμαστε όμως ήδη σε αυτό το μονοπάτι είναι αδιαμφισβήτητο.

Και ενώ είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για τις συνέπειες της προεδρίας του Donald Trump σε αυτές τις τάσεις, τα πρώτα σημάδια δείχνουν  ότι η καινούρια διοίκηση είναι πιο πιθανό να επισπεύσει μια κρίση παρά να τις καθυστερήσει ή να τις αναστρέψει. Ένας επιπλέον συμβιβασμός με την Ρωσία μόνο να ενθαρρύνει μπορεί τον Vladimir Putin, ενώ οι υψηλοί τόνοι στις συνομιλίες με την Κίνα είναι πιθανό να οδηγήσουν το Πεκίνο να τεστάρει την αποφασιστικότητα της καινούριας διοίκησης και στρατιωτικά.  Το αν ο πρόεδρος είναι έτοιμος για μια τέτοια αντιπαράθεση είναι παντελώς θολό. Για την ώρα, φαίνετε να μην σκέφτεται πολύ για τον μελλοντικό αντίκτυπο της ρητορικής και των πράξεων του.

Η Κίνα και η Ρωσία είναι κλασσικές ρεβιζιονιστικές δυνάμεις. Παρόλο που δεν απολάμβαναν ποτέ μεγαλύτερης εξωτερικής ασφάλειας από ότι σήμερα – η  Ρωσία σε σχέση με τους παραδοσιακούς της εχθρούς στην δύση, η Κίνα με τους παραδοσιακούς της εχθρούς στην ανατολή – είναι δυσαρεστημένες με την τρέχουσα διάταξη της ισχύος. Και οι δύο προσπαθούν να αποκαταστήσουν την ηγεμονία και την κυριαρχία που παλιά απολάμβαναν ο καθένας στην περιοχή του αντίστοιχα.  Για την Κίνα αυτό σημαίνει επικυριαρχία στην Ανατολική Ασία, με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, και με τα έθνη της Νοτιοανατολικής Ασίας να συναινούν στις βουλές του Πεκίνου και να δρουν συμμορφωμένα με τις στρατηγικές, οικονομικές και πολιτικές προτιμήσεις της Κίνας. Το παραπάνω περιλαμβάνει και την απόσυρση  της αμερικάνικης επιρροής στον ανατολικό Ειρηνικό, πίσω από τα νησιά της Χαβάης. Για την Ρωσία, σημαίνει ηγεμονική επιρροή στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και Κεντρική Ασία, τις οποίες η Μόσχα παραδοσιακά θεωρεί ως κομμάτια είτε της αυτοκρατορίας της είτε της σφαίρας επιρροής της. Τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα προσπαθούν να αποκαταστήσουν αυτό που εκείνοι θεωρούν ως άδικη κατανομή της ισχύος, της επιρροής και του σεβασμού στην κυρίαρχα αμερικάνικη μεταπολεμική παγκόσμια τάξη. Ως απολυταρχίες, και οι δύο νιώθουν να απειλούνται από τις κυρίαρχες δημοκρατικές δυνάμεις τους διεθνούς συστήματος, και από τις άλλες δημοκρατίες στα σύνορά τους. Και οι δύο θεωρούν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως το βασικό εμπόδιο στις φιλοδοξίες τους, και έτσι και οι δύο προσπαθούν να αποδυναμώσουν το διεθνές σύστημα ασφάλειας που καθοδηγείται από την Αμερική, το οποίο ορθώνεται στον δρόμο προς την επίτευξη αυτού που εκείνες θεωρούν ως το νόμιμο και δίκαιο πεπρωμένο τους.

Ήταν ωραία για όσο κράτησε

Όντως μέχρι προσφάτως, η Ρωσία και η Κίνα έχουν αντιμετωπίσει αξιοσημείωτα, σχεδόν ανυπέρβλητα, εμπόδια προσπαθώντας να πετύχουν τους στόχους τους. Το κύριο εμπόδιο ήταν η δύναμη και η συνοχή της ίδιας της διεθνούς τάξης, υπεραμυνόμενης των αρχών της.  Το κινούμενο από την Αμερική σύστημα των πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών, ειδικά στις δύο σημαντικές περιοχές της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας, έχει φέρει την Κίνα και την Ρωσία μπροστά σε αυτό που ο Dean Acheson ανέφερε κάποτε ως «δυναμικές καταστάσεις», το οποίο απαιτεί από αυτές να κυνηγούν τις φιλοδοξίες τους με προσοχή και, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, να αναβάλλουν τις όποιες προσπάθειες διάρρηξης  του διεθνούς συστήματος.

Το σύστημα έχει δει τις φιλοδοξίες τους τόσο με θετικό όσο και αρνητικό τρόπο. Την εποχή της αμερικάνικης υπεροχής, Κίνα και Ρωσία συμμετείχαν, και σε μεγάλο κομμάτι επωφελήθηκαν από το ανοιχτό διεθνές οικονομικό σύστημα που οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν και βοήθησαν να διατηρηθεί. Μέχρι στιγμής, όσο αυτό το σύστημα λειτουργεί,  έχουν πιο πολλά να κερδίσουν παίζοντας μέσα σε αυτό, παρά προκαλώντας και ανατρέποντας το. Όμως, πολιτικές και στρατηγικές πλευρές του συστήματος, έχουν βοηθήσει στην φθορά τους. Το άπλωμα και η ζωντάνια της δημοκρατικής διακυβέρνησης τις δύο δεκαετίες μετά την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού, αποτέλεσαν μια συνεχόμενη απειλή για τους κυβερνώντες στο Πεκίνο και τη Μόσχα σε σχέση με  τη διατήρηση του ελέγχου, και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, βλέπουν κάθε πρόοδο των δημοκρατικών θεσμών – ειδικά την γεωγραφική προέλαση των φιλελεύθερων δημοκρατιών κοντά στα σύνορά τους – σαν μια υπαρξιακής φύσης απειλή. Έχουν όμως καλό λόγο: Οι αυταρχικές δυνάμεις, ήδη από τις μέρες του Klemens von Metternich, φοβούνται πάντα την μεταδοτικότητα του φιλελευθερισμού.  Η ύπαρξη και μόνο δημοκρατιών στα σύνορά τους, η παγκόσμια ελεύθερη ροή πληροφοριών που δεν μπορούν να ελέγξουν, η «επικίνδυνη» σχέση μεταξύ ελεύθερης αγοράς, καπιταλισμού και πολιτικής ελευθερίας – όλα αποτελούν απειλή για τους κυβερνώντες που εξαρτώνται από την διατήρηση των «ανήσυχων» δυνάμεων εντός των χωρών τους υπό έλεγχο. Η διαρκής επερώτηση της νομιμότητας της εξουσίας τους από την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ δημοκρατική διεθνή τάξη, τους έχει κάνει φυσικά εχθρικούς απέναντι τόσο σε αυτή τη τάξη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά, μέχρι προσφάτως, μια πλειοψηφία τόσο εσωτερικών όσο και διεθνών δυνάμεων τους έχει αποτρέψει από το να έρθουν ευθέως αντιμέτωποι με αυτή την τάξη. Οι Κινέζοι ανησυχούν για την επίπτωση στη νομιμοποίηση της διακυβέρνησής τους που μπορεί να έχει μια ανεπιτυχής αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα και ο Putin έχει «κλωτσήσει» μόνο «ανοιχτές πόρτες», όπως στη Συρία, όπου οι ΗΠΑ απάντησαν με παθητικό τρόπο στις προκλήσεις του. Έχει υπάρξει ακόμα πιο προσεκτικός όταν ήρθε σε αντιπαράθεση με περιθωριακές αντιπολιτεύσεις στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη, όπως έγινε με την Ουκρανία.

Η πιο σημαντική περιστολή των κινέζικων και ρώσικων φιλοδοξιών ήταν πάντα η στρατιωτική και οικονομική ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους σε Ευρώπη και Ασία. Η Κίνα, αν και αυξάνει συνεχώς τη δύναμή της, είχε να αναλογιστεί πολλά ερχόμενη αντιμέτωπη τόσο με τον συνδυασμό στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης των υπερδυνάμεων του πλανήτη όσο και με μερικές αρκετά επιβλητικές περιφερειακές δυνάμεις σε συμμαχία ή συνδεδεμένες με κοινά στρατηγικά συμφέροντα – όπως η Ιαπωνία, η Ινδία, και η Νότια Κορέα, όπως και με μικρότερα αλλά και πάλι δυναμικά έθνη όπως το Βιετνάμ ή η Αυστραλία. Η Ρωσία θα είχε να αντιμετωπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Νατοϊκούς συμμάχους. Όταν είναι ενωμένοι, αυτοί οι καθοδηγούμενοι από τις ΗΠΑ σύμμαχοι, αποτελούν μια τρομαχτική πρόκληση σε μια ρεβιζιονιστική δύναμη, η οποία μπορεί να στραφεί σε λίγους δικούς της συμμάχους προς αρωγή.  Ακόμα και αν οι Κινέζοι πετύχαιναν πρώτοι μια νίκη σε μια διαμάχη, όπως μια στρατιωτική υποταγή της Ταϊβάν, ή μια ναυμαχία στην Νότια ή στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας, θα έπρεπε να ανταγωνιστούν τόσο με τις βιομηχανικές παραγωγικές δυνατότητες μερικών εκ των πιο πλούσιων και τεχνολογικά εξελιγμένων εθνών – κρατών στον κόσμο, όσο και με τον πιθανό αποκλεισμό από την πρόσβαση στις ξένες αγορές, στις οποίες και άπτεται η οικονομία τους. Μια πιο αδύναμη Ρωσία, με τον μειωμένο της πληθυσμό και την στηριζόμενη στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο οικονομία, θα αντιμετώπιζε μια ακόμα μεγαλύτερη απειλή.

Για δεκαετίες, η δυνατή παγκόσμια τάξη, στηριζόμενη από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, δρούσε αποθαρρυντικά σε κάθε σοβαρή πρόκληση. Για όσο καιρό οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνταν ένας αξιόπιστος σύμμαχος, οι Κινέζοι και οι Ρώσοι ηγέτες φοβούνταν πως ακραίες κινήσεις θα γύριζαν μπούμερανγκ και πιθανώς να οδηγούσαν στην κατάρρευση  των καθεστώτων τους.  Αυτό είναι εκείνο που ο πολιτικός επιστήμονας William Wohlforth περιέγραψε κάποτε ως η έμφυτη σταθερότητα του μονοπολικού συστήματος:  Όταν ανικανοποίητες περιφερειακές δυνάμεις σκέφτονταν να αμφισβητήσουν το status quo, οι άγρυπνοι γείτονές τους στρέφονταν στην μακρινή αμερικάνικη υπερδύναμη προς ανάσχεση των φιλοδοξιών τους. Και αυτό πετύχαινε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβαιναν, η Ρωσία και η Κίνα κατά κύριο λόγο οπισθοχωρούσαν – ή τους προλάβαιναν προτού δράσουν καν.

Αντιμέτωπες με αυτά τα εμπόδια, η καλύτερη επιλογή για τις δύο ρεβιζιονιστικές μεγάλες δυνάμεις ήταν πάντα το να ελπίζουν ή, ει δυνατόν, να ενορχηστρώσουν μια αποδυνάμωση εκ των έσω, της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ παγκόσμιας τάξης, είτε με το να απομακρύνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από τους συμμάχους της, είτε με το να εγείρουν αμφιβολίες σχετικά με την δέσμευση των ΗΠΑ, και επομένως να ενθαρρύνουν τους επίδοξους συμμάχους και συνεργάτες  τους να απέχουν της στρατηγικής προστασίας της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και να αναζητήσουν κάλυψη από τους αμφισβητίες της.

Το παρών σύστημα λοιπόν είναι εξαρτημένο όχι μόνο από την Αμερικάνικη ισχύ αλλά και από την συνοχή και την ενότητα της καρδιάς του δημοκρατικού κόσμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν να παίξουν τον δικό τους ρόλο ως πρωταρχικός εγγυητής του συστήματος, ειδικά στον στρατιωτικό και στρατηγικό τομέα, αλλά ο ιδεολογικός και οικονομικός πυρήνας του συστήματος – οι δημοκρατίες της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού – έπρεπε επίσης να παραμείνουν σχετικά υγιείς και σίγουρες για τον εαυτό τους.

Τα τελευταία χρόνια, και οι δύο πυλώνες έχουν υποστεί κραδασμούς. Το δημοκρατικό σύστημα έχει αποδυναμωθεί και διασπαστεί στον πυρήνα του. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες, η επανεμφάνιση του εθνικισμού και του ρατσισμού, οι αδύναμες και αβέβαιες πολιτικές ηγεσίες και τα αδρανή κυρίαρχα πολιτικά κόμματα, η νέα εποχή στις επικοινωνίες που φαίνεται να ενδυναμώνει παρά να εξασθενίζει τις φυλετικές αντιθέσεις, έχουν όλα μαζί παράξει μια κρίση εμπιστοσύνης όχι μόνο στις δημοκρατίες αλλά και σε ότι μάλλον αποτελεί έργο του φιλελεύθερου διαφωτισμού. Το έργο αυτό ανύψωσε τις καθολικές αρχές των ατομικών δικαιωμάτων και του ανθρωπισμού πάνω από εθνοτικές, φυλετικές, θρησκευτικές ή εθνικές αντιθέσεις.  Προσέβλεπε στην αυξανόμενη οικονομική ανεξαρτησία που θα δημιουργούσε κοινά συμφέροντα πέρα από σύνορα, και στην εδραίωση των διεθνών θεσμών για την άμβλυνση των διαφορών και την διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των εθνών – κρατών.  Αντιθέτως, η περασμένη δεκαετία σηματοδότησε την αύξηση των εθνικισμών και των φυλετικών διαφορών, την αυξανόμενη προσήλωση στον Άλλον κάθε κοινωνίας, και μια απώλεια εμπιστοσύνης στην διακυβέρνηση, στο καπιταλιστικό σύστημα και στην δημοκρατία. Είμαστε μάρτυρες του αντίθετου από αυτό που χαρακτήρισε ο Francis Fukuyama ως «τέλος της Ιστορίας».  Η Ιστορία επιστρέφει εκδικούμενη, παρέα με όλες τις σκοτεινότερες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, συμπεριλαμβάνοντας την, για πολλούς, χρόνια ανθρώπινη λαχτάρα για έναν δυνατό ηγέτη που θα παρέχει σταθερή καθοδήγηση σε καιρούς σύγχυσης και ασυνάφειας

Μεσαίωνας 2.0

Η κρίση του διαφωτισμού ίσως να ήταν αναπόφευκτη, ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο προερχόμενο από τα έμφυτα ψεγάδια του καπιταλισμού και της δημοκρατίας. Στην δεκαετία του ’30, η οικονομική κρίση και ο αναδυόμενος εθνικισμός οδήγησαν πολλούς στην αμφιβολία σχετικά με το αν η δημοκρατία ή ο καπιταλισμός ήταν προτιμότερα από τις εναλλακτικές του φασισμού και του κομμουνισμού. Και δεν αποτελεί σύμπτωση πως η κρίση εμπιστοσύνης στον φιλελευθερισμό συνοδεύτηκε από μια ταυτόχρονη κατάρρευση της στρατηγικής  τάξης. Τότε, το ερώτημα ήταν αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ως εξωτερική δύναμη θα επενέβαιναν και θα έσωζαν ή θα ξαναέφτιαχναν ένα σύστημα το οποίο η Βρετανία και η Γαλλία δεν ήταν πια ικανές ή πρόθυμες να συντηρήσουν.  Το ερώτημα σήμερα είναι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πρόθυμες να συνεχίζουν να διατηρούν την τάξη που εκείνες δημιούργησαν και που εξαρτάται πλήρως από την αμερικανική ισχύ ή αν οι Αμερικάνοι είναι προετοιμασμένοι να ρισκάρουν – αν αντιλαμβάνονται το μέγεθός του ρίσκου  – να αφήσουν την παγκόσμια τάξη να καταρρεύσει μέσα στο χάος και την σύγκρουση.

Αυτή η προθυμία βρίσκεται υπό αμφισβήτηση εδώ και αρκετό καιρό, πριν από την εκλογή Trump, ακόμα και πριν από την εκλογή του Barack Obama. Πολύ περισσότερο, στο τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Αμερικάνοι άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί φέρουν μια τόσο ιδιαίτερη και υπερμεγέθης ευθύνη για την διατήρηση της παγκόσμιας  τάξης όταν τα δικά τους συμφέροντα δεν εξυπηρετούνται πάντα καθαρά – και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνετε να κάνουν εκείνες όλες τις θυσίες ενώ οι άλλοι επωφελούνται.  Λίγοι θυμούνται τους λόγους για τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν αυτό τον αφύσικο ρόλο μετά τους δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα. Η γενιά των “millennials” που γεννήθηκε στο τέλος του ψυχρού πολέμου, δύσκολα μπορεί να καταλάβει την διαρκή σημασία  τόσο των πολιτικών και οικονομικών δομών όσο και των δομών ασφάλειας  που εδραιώθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Ούτε και πρόκειται να μάθουν πολλά για αυτές, στα εγχειρίδια του Λυκείου ή του Πανεπιστημίου που έχουν εμμονή με το να επισημαίνουν τα δεινά και την παράνοια του αμερικανικού «ιμπεριαλισμού». Και οι δύο κρίσεις του πρώτου μισού του 20ου αιώνα αλλά και η λύση του 1945 έχουν ξεχαστεί. Ως  συνέπεια, η υπομονή του αμερικανικού κοινού, σχετικά με τις δυσκολίες και το κόστος που κληρονομούνται από αυτόν τον παγκόσμιο ρόλο, έχει ξεφτίσει. Αν και οι προηγούμενοι ανεπιτυχείς και κοστοβόροι πόλεμοι, στην Κορέα το 1950 και στο Βιετνάμ στα 1960 και 1970, και οι προηγούμενες οικονομικές καταπτώσεις, όπως η κρίση της ενέργειας  στα τέλη του 1970, δεν είχαν ως αντίκτυπο μια στροφή των Αμερικανών ενάντια στην διεθνή εμπλοκή, η ανεπιτυχείς πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, και η οικονομική κρίση του 2008 είχαν.

Οι πρώτες προσπάθειες της διοίκησης  να επαναριθμήσει τις σχέσειςτην Ρωσία κατέφεραν το πρώτο χτύπημα στην υπόληψη της Αμερικής ως ένας φερέγγυος σύμμαχος. Ερχόμενες ακριβώς μετά την ρώσικη επέμβαση στην Γεωργία, φάνηκαν σαν επιβράβευση της επιθετικότητας της Μόσχας. Επίσης, εκείνες κόστισαν στους συμμάχους των ΗΠΑ στην κεντρική Ευρώπη, αφού τα προγράμματα στρατιωτικής συνεργασίας με την Πολωνία και την Τσεχία εγκαταλείφθηκαν ώστε να καθησυχάσουν το Κρεμλίνο.  Αυτή η προσπάθεια συμβιβασμού, ακόμα περισσότερο, ήρθε ακριβώς αφού η Ρώσικη πολιτική απέναντι στη Δύση – χωρίς να αναφερθούμε στις καταπιεστικές πολιτικές του Putin απέναντι στον δικό του λαό – σκλήραινε συνεχώς.  Χωρίς να αποσπαστεί κάποια καλύτερη συμπεριφορά από την Ρωσία, αντίθετα ο Putin πήρε θάρρος να πιέσει περισσότερο. Το 2014, η ανεπαρκής απάντηση της Δύσης  στην επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία και την κατάληψη της Κριμαίας, αν και καλύτερη από την ανεμική απάντηση του Μπους στην επέμβαση στη Γεωργία (Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες τουλάχιστον επέβαλαν κυρώσεις μετά την επέμβαση στην Ουκρανία),  ήταν  και πάλι διστακτική χωρίς να επιβάλει στη Ρωσία να γυρίσει στην διακηρυγμένη σφαίρα του ενδιαφέροντός της. Ο Obama για την ακρίβεια, αναγνώρισε δημόσια την προνομιούχα θέση της Ρωσίας στην Ουκρανία ακόμα και ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη συνέδραμαν προς την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ουκρανίας. Στη Συρία, η αμερικάνικη διοίκηση, πρακτικά «εφηύρε» την παρέμβαση της Ρωσίας μέσω της παθητικότητας της Ουάσινγκτον, και σαφώς δεν έκανε τίποτα για να την αποθαρρύνει, επομένως ενίσχυσε  την ήδη αυξανόμενη εντύπωση μιας Αμερικής που οπισθοχωρεί από την Μέση Ανατολή (μια εντύπωση που αρχικά δημιουργήθηκε από την περιττή και απερίσκεπτη απόσυρση όλων των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Ιράκ).  Οι  πράξεις της Ρωσίας που ακολούθησαν, αύξησαν τις προσφυγικές ροές από την Συρία στην Ευρώπη χωρίς επίσης καμία αμερικάνικη απάντηση, παρά την προφανή ζημία αυτών των προσφυγικών ροών στους ευρωπαϊκούς δημοκρατικούς θεσμούς.  Το σήμα που στάλθηκε από την διοίκηση Ομπάμα ήταν πως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν πραγματικά ένα πρόβλημα της Αμερικής.

Στην ανατολική Ασία, η διοίκηση Ομπάμα υπονόμευσε τις υπό άλλες συνθήκες αξιοσημείωτες προσπάθειες ώστε να διαβεβαιωθεί ένα συνεχές ενδιαφέρον και μια επιρροή στην περιοχή.  Το αποκαλούμενο “pivot”, αποδείχθηκε κατά βάση ένα ρητορικό σχήμα.  Το συνολικά ανεπαρκές ξόδεμα αμυντικών δυνάμεων, απέκλεισε την αναγκαία αύξηση της αμερικανικής περιφερειακής στρατιωτικής παρουσίας  με ουσιαστικό τρόπο, και η διοίκηση επέτρεψε ένα κρίσιμο οικονομικό εργαλείο, το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού, να πεθάνει στο Κογκρέσο, κατά κύριο λόγο θύμα της ίδια της εσωκομματικής αντιπολίτευσης των Δημοκρατικών.  Το “pivot” υπέφερε επίσης από την γενική αίσθηση της υποχώρησης και περιχαράκωσης της Αμερικής, κάτι που εντάθηκε με την ρητορική του Προέδρου και με τις πολιτικές της διοίκησής του, ειδικά στην Μέση Ανατολή. Η πρόωρη, περιττή και στρατηγικά κοστοβόρα απομάκρυνση των Αμερικανικών στρατευμάτων από τον Ιράκ, που ακολουθήθηκε από την συμβιβαστική συμφωνία με το Ιράν σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα, και μετά από την αποτυχία να διατηρηθούν οι απειλές σχετικά με την χρήση ισχύος ενάντια στον Σύρο πρόεδρο, έγιναν ορατές ανά την υφήλιο.  Παρά την επιμονή της διοίκησης Obama, ότι η Αμερικάνικη στρατηγική πρέπει να εφαρμόζεται προσανατολισμένη στην Ασία, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ έμειναν να αναρωτιούνται για το πόσο αξιόπιστη είναι η δέσμευση των ΗΠΑ όταν αντιμετωπίζει προκλήσεις που θέτει η Κίνα. Η διοίκηση Obama έσφαλε με τον φαντάζεται πως θα μπορούσε να περιχαρακωθεί από το διεθνές γίγνεσθαι ενώ παράλληλα να βεβαιώνει τους συμμάχους στην Ασία πως οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ένας φερέγγυος συνέταιρος.

Η φύση αποστρέφεται το κενό

Ο αντίκτυπος που είχαν όλα τα παραπάνω στις δύο μεγάλες ρεβιζιονιστικές δυνάμεις, εντωμεταξύ, ήταν να ενθαρρυνθούν για μεγαλύτερες προσπάθειες αλλαγής και «διόρθωσης» της καθεστηκυίας τάξης.  Τα τελευταία χρόνια, και οι δύο δυνάμεις ήταν πιο ενεργές στο να προκαλούν την τάξη, και ένας από τους λόγους ήταν η αυξανόμενη αντίληψη πως οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν τόσο την θέληση όσο και την δυνατότητα να την διατηρήσουν. Ο ψυχολογικός και πολιτικός αντίκτυπος των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος ήταν να αποδυναμωθεί η υποστήριξη της αμερικανικής παγκόσμιας εμπλοκής, έχει παράξει μια σχισμ

Είναι ένας μύθος, επικρατής μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών, πως οι ρεβιζιονιστικές δυνάμεις μπορούν να κατευναστούν μέσω της συναίνεσης στις απαιτήσεις τους. Η αμερικάνικη περιχαράκωση, με αυτή τη λογική, όφειλε να μειώσει τις εντάσεις και τον ανταγωνισμό. Δυστυχώς, το αντίθετο φαινόμενο είναι συχνότερο. Όσο πιο σίγουρες νιώθουν οι ρεβιζιονιστικές δυνάμεις, τόσο πιο φιλόδοξες γίνονται, επιχειρώντας να αλλάξουν το σύστημα προς όφελός τους τη στιγμή που η αντίσταση σε αυτήν την αλλαγή περιστέλλεται. Ας δούμε απλά την Κίνα και την Ρωσία μαζί: Ποτέ μέσα στους περασμένους δύο αιώνες δεν έχαιραν μεγαλύτερης ασφάλειας από μια εξωτερική επίθεση σε σχέση με σήμερα. Κι όμως παραμένουν ανικανοποίητες και γίνονται συνεχώς πιο επιθετικές, πιέζοντας όπου θεωρούν ότι έχουν το πλεονέκτημα, σε ένα σύστημα στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν καταβάλουν την προσπάθεια που κατέβαλαν παλαιότερα.

Οι δύο μεγάλες δυνάμεις διαφέρουν, μέχρι στιγμής, κυρίως στις μεθόδους που επιλέγουν. Η Κίνα έχει υπάρξει μέχρι τώρα η πιο προσεχτική, η πιο επιφυλακτική και η πιο υπομονετική εκ των δύο, αναζητώντας επιρροή κυρίως μέσω της μεγάλης οικονομικής βαρύτητας της και χρησιμοποιώντας την διογκούμενη στρατιωτική της ισχύ κυρίως ως πηγή αποτροπής και περιφερειακού εκφοβισμού.  Δεν έχει καταφύγει ακόμα πλήρως στη χρήση αυτής της ισχύος, αν και οι ενέργειές της στην Νότια Θάλασσα της Κίνας είναι φύσει μιλιταριστικές με στρατηγικές αποσκοπήσεις. Και ενώ το Πεκίνο διστάζει να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική του δύναμη ακόμα, θα ήταν να λάθος να συναχθεί ότι θα συνεχίσει να επιδεικνύει αντίστοιχη αυτοσυγκράτηση και στο μέλλον – η πιθανώς και στο εγγύς μέλλον. Οι ρεβιζιονιστικές μεγάλες δυνάμεις με αυξανόμενη στρατιωτική δυναμική χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν αυτή τους τη δύναμη όταν θεωρούσαν πως τα πιθανά ωφέλει  υπερέχουν του αντίστοιχου ρίσκου και κόστους. Αν οι Κινέζοι αντιληφθούν την δέσμευση της Αμερικής προς τους συμμάχους της και την θέση της στην περιοχή να αποδυναμώνεται, ή την δυνατότητά της να αποζημιώνει για αυτήν την δέσμευση να φθίνει, τότε θα κλείνουν περισσότερο προς το να  επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν την δύναμη που χρειάζονται ώστε να πετύχουν τους στόχους τους. Όσο οι τάσεις αρχίζουν να συγκλίνουν, τότε είναι που η πρώτη κρίση είναι πιο πιθανό να λάβει χώρα.

Η Ρωσία έχει υπάρξει μέχρι στιγμής μακράν πιο επιθετική. Έχει εισβάλει σε δύο γείτονες χώρες – στην Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία το 2014 – και στις δύο περιπτώσεις έχει αποκόψει σημαντικές μερίδες από την εδαφική επικράτεια των δύο κρατών. Δεδομένης της έντασης με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα είχαν απαντήσει σε τέτοιες ενέργειες κατά τις τέσσερεις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, η αντίστοιχη έλλειψη απάντησης πρέπει να έστειλε ένα κάποιο σήμα στο Κρεμλίνο – και σε άλλους ανά τον κόσμο. Η Μόσχα μετά συνέχισε στέλνοντας σημαντικής φύσης δυνάμεις στην Συρία. Έχει χρησιμοποιήσει την Ευρωπαϊκή της κυριαρχία στο κομμάτι της ενέργειας σαν ένα όπλο. Έχει κάνει χρήση κυβερνοτρομοκρατίας εναντίον γειτονικών της κρατών. Έχει συμμετάσχει σε έναν εκτενή πόλεμο πληροφοριών σε παγκόσμια κλίμακα.

Προσφάτως, η ρωσική κυβέρνηση παρέταξε ένα όπλο το οποίο η Κινέζοι είτε υπολείπονται  είτε έχουν επιλέξει να μην παρατάξουν – την δυνατότητα να παρεμβαίνουν ευθέως στις εκλογικές διαδικασίες της Δύσης , τόσο με το να επηρεάζει τα αποτελέσματά τους όσο και γενικότερα με το να κηλιδώνει το ίδιο το δημοκρατικό σύστημα. Η Ρωσία χρηματοδοτεί  δεξιάς κοπής λαϊκιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας. Χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσής της για να υποστηρίζει τους προτιμούμενους υποψηφίους της και για να επιτίθεται στους υπόλοιπους.  Έχει διασπείρει «ψεύτικες ειδήσεις» για να επηρεάσει ψηφοφόρους, πιο πρόσφατα στο ιταλικό δημοψήφισμα. Έχει ακόμα «χακάρει» ιδιωτικές επικοινωνίες με σκοπό να εξευτελίσει εκείνους που επιθυμεί να

ηττηθούν.  Τον τελευταίο χρόνο, η Ρωσία για πρώτη φορά έθεσε σε λειτουργία αυτό το ισχυρό όπλο ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρεμβαίνοντας σε μεγάλο βαθμό στην αμερικάνικη εκλογική διαδικασία.

Αν και η Ρωσία, με κάθε μονάδα μέτρησης, είναι η πιο αδύναμη εκ των δύο μεγάλων δυνάμεων, έχει μέχρι στιγμής πετύχει πολλά περισσότερα από ότι η Κίνα ως προς τον στόχο της να διχάσει και να κατακερματίσει την Δύση. Η παρέμβασή της στα δυτικά δημοκρατικά πολιτικά συστήματα, και ο ρόλος της στην δημιουργία των αυξημένων προσφυγικών ροών από την Συρία στην Ευρώπη έχουν συνεισφέρει στην απομύζηση της εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων στα πολιτικά τους συστήματα και στα εδραιωμένα πολιτικά τους κόμματα. Η στρατιωτική της επέμβαση στην Συρία, σε αντίθεση με την παθητικότητα της Αμερικής, έχει επιτείνει τις υπάρχουσες αμφιβολίες σχετικά με την διατήρηση της δύναμης της Αμερικής στην περιοχή.  Το Πεκίνο, μέχρι πρόσφατα, έχει κατά βάση πετύχει να οδηγήσει τους συμμάχους της Αμερικής πιο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς άγχος για την αυξανόμενη κινέζικη δυναμική – αλλά αυτό θα μπορούσε εύκολα να ανατραπεί, ειδικά αν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν στην σημερινή τους τροχιά. Υπάρχουν σημάδια ότι περιφερειακές δυνάμεις έχουν ξεκινήσει πάλι τους υπολογισμούς:  Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας, επεξεργάζονται περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες που δεν περιλαμβάνουν τις ΗΠΑ ή, στην περίπτωση των Φιλιππίνων, φλερτάρουν με την Κίνα, ενώ ένας αριθμός εθνών κρατών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης μετακινούνται προς την Ρωσία, τόσο στρατηγικά όσο και ιδεολογικά. Σύντομα μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια συνθήκη όπου και οι δύο μεγάλες ρεβιζιονιστικές δυνάμεις ενεργούν επιθετικά, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών μέσων, θέτοντας ακραίες προκλήσεις στην αμερικανική και παγκόσμια ασφάλεια σε δύο περιοχές ταυτόχρονα.

Το επουσιώδες έθνος

Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ οι Αμερικάνοι συνεχίζουν να εκπέμπουν την απροθυμία τους να συγκρατήσουν την παγκόσμια τάξη που οι ίδιοι δημιούργησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Donald Trump δεν ήταν η μόνη σημαντική πολιτική φιγούρα της περασμένης εκλογικής περιόδου που ζητούσε έναν στενότερο ορισμό των αμερικανικών συμφερόντων και μια μείωση των βαρών που επωμίζονται οι Αμερικάνοι ως παγκόσμια ηγεσία. Ο πρόεδρος Obama και ο Bernie Sanders εξέφρασαν και οι δύο μια εκδοχή του « Πρώτα η Αμερική».  Ο υποψήφιος που συχνά μιλούσε για τον «απαραίτητο» ρόλο της Αμερικής στο παγκόσμιο στερέωμα έχασε, και ακόμα και η Hillary Clinton αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αρχική της υποστήριξη στο Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού.  Τουλάχιστον, θα έπρεπε να υπάρχουν αμφιβολίες για την προθυμία του Αμερικάνικου κοινού να συνεχίζει να υποστηρίζει το διεθνές συμμαχικό οικοδόμημα, αρνούμενο τις πολυπόθητες σφαίρες επιρροής και την περιφερειακή ηγεμονία των ρεβιζιονιστικών δυνάμεων, και συγκρατώντας τις νόρμες της δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς στο διεθνές σύστημα.

Ερχόμενο σε μια στιγμή αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αυτό το στένεμα του ορισμού των Αμερικάνικων συμφερόντων, πιθανώς να επισπεύσει μια επιστροφή στην αστάθεια και σε συγκρούσεις παλαιότερων εποχών. Η αποδυνάμωση του πυρήνα του δημοκρατικού κόσμου και η απόρριψη από τις Ηνωμένες Πολιτείες των διεθνών ευθυνών τους έχουν ήδη ενθαρρύνει έναν πιο επιθετικό ρεβιζιονισμό από τις δυσαρεστημένες δυνάμεις. Αυτό με την σειρά του, έχει απομυζήσει περαιτέρω την αυτοπεποίθηση και την προθυμία του δημοκρατικού κόσμου να αντισταθεί.  Η Ιστορία έχει δείξει πως αυτό αποτελεί μια καθοδική σπείρα από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγουμε, απούσας μιας κάπως δραματικής μετατόπισης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτή η μετατόπιση ίσως έρθει πολύ αργά.  Ήταν η δεκαετία του ’20, και όχι του ’30, κατά την οποία οι δημοκρατικές δυνάμεις πήραν τις πιο κρίσιμες και εντέλει μοιραίες αποφάσεις. Η απογοήτευση των Αμερικάνων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τους οδήγησε στο να απορρίψουν να παίξουν έναν στρατηγικό ρόλο σχετικά με την διατήρηση της ειρήνης σε Ευρώπη και Ασία, ακόμα κι αν η Αμερική ήταν το μόνο έθνος αρκετά δυνατό για αυτόν τον ρόλο. Η απομάκρυνση των ΗΠΑ βοήθησε στην υπονόμευση της θέλησης Βρετανίας και Γαλλίας και ενθάρρυνε την Γερμανία στην Ευρώπη και την Ιαπωνία στην Ασία να προχωρήσουν σε όλο και πιο επιθετικές ενέργειες για να πετύχουν αντίστοιχη περιφερειακή κυριαρχία. Οι περισσότεροι Αμερικανοί πείστηκαν πως ότι και αν συνέβαινε στην Ευρώπη ή την Ασία δε θα μπορούσε να επηρεάσει την ασφάλειά τους. Χρειάστηκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος για να του πείσει για το λάθος τους. Η «επιστροφή στην κανονικότητα» των εκλογών του 1920 έμοιαζε ασφαλής και αθώα για την εποχή, αλλά οι ουσιαστικά εγωκεντρικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν από την μεγαλύτερη δύναμη  του πλανήτη την επόμενη δεκαετία βοήθησαν στο να στηθεί το σκηνικό για τις συμφορές της δεκαετίας του ’30.  Μέχρι η κρίση να ξεσπάσει, ήταν ήδη πολύ αργά ώστε να αποφευχθεί το μεγάλο κόστος μιας παγκόσμιας σύρραξης

Σε τέτοιους καιρούς, είναι πάντα δελεαστικό να πιστεύουμε ότι ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μπορεί να λυθεί μέσω προσπαθειών για συνεργασία και συμβιβασμό. Η ιδέα που πρόσφατα πρότεινε ο Niall Ferguson, πως ο κόσμος μπορεί να κυβερνάται από κοινού από τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Κίνα, δεν είναι καινούρια. Μια τέτοια συνδιοίκηση της «πολυκατοικίας» έχει προταθεί και προσπαθηθεί σε όλες τις εποχές στις οποίες μια κυρίαρχη δύναμη, ή πολλές, του διεθνούς συστήματος προσπαθεί να αποκρούσει προκλήσεις από τις ανικανοποίητες ρεβιζιονιστικές δυνάμεις.  Σπανίως κάτι τέτοιο έχει πετύχει. Οι ρεβιζιονιστικές μεγάλες δυνάμεις δεν είναι εύκολο να ικανοποιηθούν με κάποιου είδους συμβιβασμό. Η σφαίρα επιρροής τους δεν είναι ποτέ αρκετά μεγάλη ώστε να ικανοποιεί την περηφάνια ή την επεκτεινόμενη ανάγκη τους για ασφάλεια. Για την ακρίβεια, ακριβώς αυτή η επέκταση είναι που δημιουργεί ανασφάλεια, με το να φοβίζει του γείτονες τους και να τους οδηγεί σε συνασπισμό απέναντι στην αναδυόμενη υπερδύναμη.  Η «χορτασμένη δύναμη» για την οποία έκανε λόγο ο Otto von Bismarck είναι σπάνια. Οι Γερμανοί ηγέτες που τον διαδέχθηκαν δεν ήταν ικανοποιημένοι ακόμα και με το να είναι η ισχυρότερη δύναμη στην Ευρώπη. Στην προσπάθειά τους να γίνουν ακόμα ισχυρότεροι, έφτιαξαν συμμαχίες εναντίον τους, μετατρέποντας τον φόβο τους για «περικύκλωση» σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Δως’ τους μια ίντσα,  θα πάρουν ένα μίλι

Αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό των αναδυόμενων δυνάμεων – οι ενέργειές τους παράγουν την ίδια την ανασφάλεια που ισχυρίζονται ότι προσπαθούν να διορθώσουν. Τρέφουν συνεχώς τα παράπονα και τις καταγγελίες τους ενάντια στην καθεστηκυία τάξη (τόσο η Γερμανία όσο και η Ιαπωνία θεωρούσαν εαυτούς ως μη προνομιούχα έθνη), τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν όσο αυτή τη τάξη παραμένει καθεστηκυία.  Οι μικρές παραχωρήσεις δεν είναι αρκετές, αλλά οι δυνάμεις που συγκρατούν την υπάρχουσα τάξη δεν θα κάνουν περισσότερα εκτός και αν αναγκαστούν από μια μεγαλύτερη δύναμη. Η Ιαπωνία, το εξαγριωμένο «μη προνομιούχο» έθνος του ’30 δεν ικανοποιήθηκε με την κατάληψη της Μαντζουρίας το 1931. Η Γερμανία το εξαγριωμένο θύμα των Βερσαλλιών, δεν ικανοποιήθηκε με την προσάρτηση της Σουδητίας. Απαίτησαν πολλά περισσότερα, και δεν θα μπορούσαν να πείσουν τις δημοκρατικές δυνάμεις να τους τα δώσουν χωρίς να καταλήξουν σε πόλεμο.

Η εγγύηση σφαιρών επιρροής για τις ρεβιζιονιστικές δυνάμεις δεν είναι μια συνταγή ειρήνης και ηρεμίας, αλλά μάλλον μια πρόσκληση σε αναπόφευκτη σύγκρουση. Η ιστορική σφαίρα επιρροής της Ρωσίας δεν τελειώνει στην Ουκρανία. Ξεκινάει από εκεί. Επεκτείνεται στις Βαλτικές, στα Βαλκάνια, μέχρι και την καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης. Και εντός της παραδοσιακής σφαίρας επιρροής της, άλλα έθνη δεν απολαμβάνουν αυτονομία ούτε έστω κυριαρχία. Δεν υπήρχε ανεξάρτητη Πολωνία ούτε επί Ρώσικης Αυτοκρατορίας, ούτε επί Σοβιετικής Ένωσης. Για την Κίνα, το να κερδίσει την ποθητή σφαίρα επιρροής στην Ανατολική Ασία θα σήμανε πως, όταν το επιλέξει, μπορεί να αποκλείσει την περιοχή για τις Ηνωμένες Πολιτείες – όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά πολιτικά και οικονομικά επίσης.

Η Κίνα, σαφώς, θα ασκήσει μεγάλη επιρροή στην περιοχή της, αντίστοιχα και η Ρωσία. Οι ΗΠΑ και δεν μπορούν και δεν πρέπει να εμποδίσουν την Κίνα από τον γίνει μια οικονομική υπερδύναμη. Ούτε θα πρέπει να εύχονται την κατάρρευση της Ρωσίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει ακόμα και να καλοδεχτούν έναν κάποιου είδους ανταγωνισμό. Οι μεγάλες δυνάμεις ανταγωνίζονται σε διάφορα επίπεδα  – στο οικονομικό, ιδεολογικό και πολιτικό, όπως και στο στρατιωτικό. Ο ανταγωνισμός στις περισσότερες σφαίρες είναι αναγκαίος, ακόμα και υγιείς. Εντός της φιλελεύθερης πραγματικότητας, η Κίνα μπορεί να ανταγωνιστεί οικονομικά και με επιτυχία τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ρωσία μπορεί να διαπρέψει εντός της διεθνούς οικονομικής τάξης που συντηρείται από το δημοκρατικό σύστημα, ακόμα και αν δεν είναι η ίδια δημοκρατική.

Αλλά ο στρατιωτικός και στρατηγικός ανταγωνισμός είναι διαφορετικός. Η υπόθεση της ασφάλειας ξεπερνά όλα τα υπόλοιπα. Παραμένει αλήθεια μέχρι σήμερα, όπως και από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πως μόνο οι ΗΠΑ έχουν την δυνατότητα και το ιδιαίτερο γεωγραφικό πλεονέκτημα να παρέχουν παγκόσμια ασφάλεια και σχετική σταθερότητα.  Δεν υφίσταται σταθερή ισορροπία δυνάμεων σε Ευρώπη και Ασία χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες.  Μπορούμε να κάνουμε λόγο για “soft power” και “smart power”, θα ναι όμως πάντα περιορισμένης σημασίας μπροστά στην αντιμετώπιση της ωμής μιλιταριστικής ισχύος.  Παρά όλη την χαλαρή συζήτηση περί της Αμερικάνικης απομάκρυνσης, είναι στο βασίλειο του στρατιωτικού όπου οι ΗΠΑ διατηρούν καθαρότερα το πλεονέκτημά τους. Ακόμα και στην «αυλή» άλλων μεγάλων δυνάμεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν την δύναμη τους, μαζί με τους ισχυρούς τους συμμάχους, να αποτρέπουν τις προκλήσεις στην διεθνή τάξη. Χωρίς όμως την θέληση των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ισορροπία στις απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη, το σύστημα θα λυγίσει μπροστά στον ασυγκράτητο στρατιωτικό ανταγωνισμό των περιφερειακών δυνάμεων. Κομμάτι αυτής της θέλησης προϋποθέτει και τις αντίστοιχες αμυντικές δαπάνες, με την Αμερική να συνεχίζει τον παγκόσμιο ρόλο της.

Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεχτούν την επιστροφή σε ένα καθεστώς σφαιρών επιρροής, οι αναμένοντες του διεθνούς συστήματος δεν θα ηρεμήσουν.  Ο πλανήτης θα επανέλθει ακριβώς στην κατάσταση που βρισκόταν στα τέλη του 19ου αιώνα, με τις ανταγωνιστικές μεγάλες δυνάμεις να συγκρούονται πάνω από διασταυρούμενες και αλληλοκαληπτόμενες σφαίρες επιρροής.  Αυτές οι ασταθείς και άτακτες συνθήκες παρήγαν το γόνιμο έδαφος για τους δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Η κατάρρευση του υπό Βρετανική κυριαρχία των ωκεανών κόσμου, η διαταραχή της αμήχανης ισορροπίας δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο από την δυνατή και ενωμένη πια Γερμανία, και η άνοδος της Ιαπωνικής ισχύος στην Ανατολική Ασία, συνέβαλαν όλα μαζί σε ένα άκρως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον στο οποίο οι απογοητευμένες μεγάλες δυνάμεις δράξανε της ευκαιρίας να κυνηγήσουν τις φιλοδοξίες τους, εν τη απουσία κάποιας δύναμης η κάποιας ομάδας δυνάμεων να τους ελέγξει.  Το αποτέλεσμα ήταν μια χωρίς προηγούμενο παγκόσμια συμφορά, και θάνατος επικής κλίμακας. Ήταν το σπουδαίο κατόρθωμα του από τις ΗΠΑ καθοδηγούμενου κόσμου, εδώ και 70 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι τέτοιος ανταγωνισμός συγκρατείται υπό έλεγχο και οι συγκρούσεις μεγάλων δυνάμεων έχουν αποφευχθεί. Θα ήταν κάτι περισσότερο από ντροπιαστικό για τους Αμερικάνους αν καταστρέψουν αυτό που οι ίδιοι δημιούργησαν – και όχι επειδή δεν ήταν πια δυνατόν να το διατηρήσουν, αλλά επειδή απλά επέλεξαν να σταματήσουν την προσπάθεια.

Πηγή: Foreign Policy, nonaligned.gr

Μετάφραση: Nonaligned


Aπό:http://www.hitandrun.gr/epistrefontas-ston-g-pagkosmio-polemo/

Σχολιάστε