Τσαρλς Μπουκόφσκι: “Ο μόνος τίμιος αγώνας που υπάρχει”
Θυμάμαι ότι ήμουν έφηβος όταν πρωτοδιάβασα κάποια συλλογή διηγημάτων. Δυο φίλες μου είχαν πει ότι ο Μπουκόφσκι δεν είναι παρά ένας μεθύστακας που γράφει. Τότε είχα διαφωνήσει, αλλά τώρα πια καταλαβαίνω ότι ο ίδιος θα συμφωνούσε απόλυτα μ’ αυτόν τον ορισμό.
Νομίζω ότι ένας καλομαθημένος νέος που ζει με τους γονείς του δεν μπορεί να καταλάβει τον Μπουκόφσκι. Πρέπει να φας σκατά για να εκτιμήσεις τη δουλειά του. Πρέπει να μείνεις άφραγκος, άνεργος, να δουλέψεις σε όποια μαλακία δουλειά βρεις, να γίνεις λιώμα πολλές νύχτες και να περιφέρεσαι στους δρόμους κοιτώντας κάτω, ψάχνοντας για δέκα σέντς, προκειμένου να συμπληρώσεις το ποσό που χρειάζεσαι για να πάρεις ένα σάντουιτς.
Πρέπει να πονέσεις, να φτάσεις στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, πρέπει να τρελαθείς και να σκέφτεις ότι είσαι σκουπίδι. Κι από ‘κει μέσα, στο βούρκο όπου τσαλαβουτάς, να βρεις το θάρρος να γράψεις τρεις λέξεις.
Είχα ακούσει την είδηση του θανάτου του στις ειδήσεις.
– Τον ξέρεις; με ρώτησε ο πατέρας μου.
– Λιγάκι, είχα πει.
Θα τον μάθαινα καλύτερα με τα χρόνια.
Κι ενώ τον ήξερα ως πεζογράφο, κάποια στιγμή ένας φίλος μου έδωσε να διαβάσω την ποίηση του. Είναι το ίδιο βρώμικη και λυρική, τα γραπτά ενός δαίμονα που σιχαινόταν την εξουσία, είτε θεός λέγεται είτε κράτος είτε αυτό-που-πρέπει-να-κάνεις.
Δαιμονισμένος άγγελος μάλλον, αφού μπορείς να διακρίνεις πίσω απ’ τις βωμολοχίες, τα μεθύσια και τα γαμήσια, έναν ποιητή που αγαπάει τους ανθρώπους -ειδικά του θηλυκού γένους.
Ο Μπουκόφσκι δεν ήταν μισάνθρωπος ούτε κοιτούσε το πλήθος αφ’ υψηλού. Πώς να το κάνει; Αφού πάντα ήταν εκεί κάτω, χαμηλά, με τους κουρασμένους άντρες και τις γελασμένες γυναίκες.
Δεν ζούσε σε φιλντισένιους πύργους, ζούσε σε ξεχαρβαλωμένα επιπλωμένα δωμάτια του Λος Άντζελες, και συνήθως απέφευγε τη σπιτονοικοκυρά, γιατί της χρωστούσε το νοίκι.