Του Γ. Γ.
Το παρακάτω κείμενο είναι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας». Πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο χρώματα και εικόνες που σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, στον Πειραιά, τότε που οι πρόσφυγες εκεί ζούσαν σε παράγκες και το ρεμπέτικο ήταν απαγορευμένο. Το βιβλίο επικεντρώνεται στην ζωή του «πατριάρχη» του ρεμπέτικου Μάρκου Βαμβακάρη.
Πάρε το πράγμα και σφάξ’ το
Θα ήταν σχεδόν μεσημεράκι κατά τις δώδεκα και μίση αυτήν την άνοιξη του 1932, στα Σφαγεία Πειραιώς. Στον ευρύ, εξωτερικό, περιφραγμένο χώρο, κοντά στο σύρμα, ο Μάρκος, ψηλός, σωματώδης, ντυμένος χασάπης, 27 χρονών, με ματωμένη ποδιά, μπότες, σκούφο και μαχαίρι στη ζώνη, κουβαλάει ένα μικρό δεμάτι σανό.
Πηγαίνει στην άκρη, όπου είναι δεμένο ένα μοσχαράκι έξι-εφτά μηνών, με χαλκά και σκοινί. Δίπλα, ένας κουβάς νερό. Λίγες σβουνιές πιο εκεί. Ο Μάρκος το πλησιάζει και του χαϊδεύει το κεφάλι τρυφερά. Το μοσχαράκι τού γλείφει με τη γλωσσάρα του τα χέρια. Οι δυο τους έχουνε πολύ αγαπητική σχέση από καιρό – το ξαναχαϊδεύει στην πλάτη, στα πλευρά.
- Μαριώ μου, όμορφη, Μαριώ…
Του δίνει λίγα χόρτα στο στόμα και μετά αφήνει το δεμάτι. Του κάνει ακόμα ένα χάδι γύρω απ’ τα μάτια. Μετά πάει πιο εκεί και διευθετεί καλά τον κουβά. Ξανακοιτάζει επίμονα, τρυφερά τη Μαριώ και γυρίζει προς τα Σφαγεία.