Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ’ όνειρό μου
είναι ένα σκοτεινό τοπίο
και περιμένω ένα τραίνο.
Ο σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες
που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες
γιατί έχει πολύν καιρό να ‘ρθει
τραίνο σ’ ετούτον το σταθμό
και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια
κάθομαι πίσω απ’ ένα τζάμι
μάκρυναν τα μαλλιά τα γένια
σά νάμαι άρρωστος πολύ
κι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος
σιγά-σιγά έρχεται εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι
με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι!
Μίλτος Σαχτούρης, «Ο σταθμός»
Κατεβαίνω κυλιόμενος στον υπόγειο σταθμό, στον σταθμό τον φωλιασμένο στα υπόγεια της πόλης, και ο ερχομός μου σημαίνει την επίσημη έναρξη της μέρας μου.
Χωρίς υποδοχές, χωρίς τυμπανοκρουσίες, η μέρα με υποδέχεται με ένα αντίστροφο ρολόι να κυνηγάει τον ερχομό του τρένου.
Από εδώ μπαίνουμε στη μέρα μου και είναι όλες οι στιγμές της πλωτές πάνω στις ράγες. Από τις ράγες αυτές θα περάσουν οι ώρες μου για να μετρηθούνε. Γιατί ό,τι ρέει στην κοίτη του τρένου θα περάσει από ετούτον τον σταθμό.
Τα βαγόνια, τα σώματα, οι ώρες. Και πολλά μισάωρα μετά, αφού εγκαταλείψεις το βαγόνι που σε αποβιβάζει, θα κουβαλάς μαζί σου αυτές τις ράγες, σαν απόδειξη της διαδρομής σου, θα τις κουβαλάς έτσι ασήκωτες (ασήκωτες όπως και οι μέρες), σαν να φυτρώνουνε στην πλάτη σου, βιαστικό βιομηχανικό αγκάθι, φτερά τσαλακωμένα για όσους γυμνάστηκαν στην πτώση και όχι στο πέταγμα, σαν οδοδείκτες κάθετοι, σκάλες προς τον βυθό των ωρών.